Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Ξενοφώντος Συμπόσιο


 
Ας δούμε λίγο την αρχή του Συμποσίου του Ξενοφώντα για να πάμε να διορθώσουμε το «άγνωστο» των Αρχαίων της Θεωρητικής.
  Κατά την εορτή των Παναθηναίων, που τελούνταν προς τιμήν της Πολιάδος Αθηνάς, ανάμεσα στα άλλα τελούνταν   και αγωνίσματα. Ένα από αυτά ήταν και το  παγκράτιον, συνδυασμός πάλης και πυγμής, στο οποίον έλαβε μέρος και ενίκησε ο Αυτόλυκος, ο γιος  του Λύκωνα. Παναθήναια , λοιπόν, του 422 π.Χ  και ο   Καλλίας διοργανώνει συμπόσιο προς τιμήν του Αυτόλυκου. Ο Αυτόλυκος ήταν ερωμένος του Καλλία.
Και ποιος ήταν ο Καλλίας; Ένας καλοπερασάκιας που ανήκε σε πλούσια οικογένεια  της Αθήνας που είχε κληρονομικό  το αξίωμα του δαδούχου στα  Ελευσίνια μυστήρια. Η  μητέρα του πήρε διαζύγιο από τον Ιππόνικο, παντρεύτηκε τον Περικλή , ενώ η αδελφή του   με τον Αλκιβιάδη. Ήταν φίλος με τους Λακεδαιμόνιους  και πολλές φορές ήταν στρατηγός . Κατασπατάλησε την περιουσία του συναναστρεφόμενος σοφιστές και κόλα­κες, φιλοξενώντας διάφορους στο σπίτι του, όπου παρέθετε πε­ρίφημα για την πολυτέλειά τους δείπνα.  Πέθανε φτωχός!
Στο συμπόσιο παίρνει μέρος και ο  Λύκων,  ρήτορας και κατήγορος του Σωκράτη  και γι’ αυτό  τον εισάγει στο διάλογο ο Ξενοφών, για να τον στιγματίσει με μια φράση του στο τέλος του Συμποσίου. Όλα αυτά  το μήνα  Εκατομβαιώνα, που αντιστοιχεί στο δικό μας Ιούλιο.
 Μετά το τέλος της ιπποδρομίας ξεκινάνε για τον  Πειραιά, όπου είναι το σπίτι του Καλλία.
Στο δρόμο ο Καλλίας βλέπει την παρέα του Σωκράτη που συνοδευότανε από τον Κριτόβουλο, τον Ερμογένη, τον Αντισθένη και το Χαρμίδη και διατάζει ένα από τους ακόλουθους του να οδηγήσουν τον Αυτόλυκο και τον πατέρα του στο σπίτι,  ενώ ο ίδιος καλεί το φιλόσοφο και τους συν αυτώ στο συμπόσιο. Τους κολακεύει για να στολίσουν τον ανδρώνα του με τις αγνές ψυχές τους αυτοί και όχι τίποτα στρατηγοί, ίππαρχοι και θεσιθήρες («σπουδαρχίες»)!
Ο Σωκράτης του λέει να αφήσει τα σάπια, γιατί ξέρει καλά πως ξοδεύει το χρήμα του προσφέροντάς το  στον Πρωταγόρα, το Γοργία και σε πολλούς άλλους για τα μαθήματα της σοφίας, ενώ αυτοί γίνανε μόνοι τους φιλόσοφοι. Τον ευχαριστούν για την πρόσκληση, κάνανε όμως τους δύσκολους. Τράβα με κι ας κλαίω. Τσιμπούσι ήταν αυτό. Αυτός το 'παιξε στενοχωρημένος και η παρέα του Σωκράτη ενδίδει και τον ακολουθεί.
Γυμνάστηκαν, αρωματίστηκαν, λούστηκαν και …..πάμε!
Ο Αυτόλυκος κάθισε κοντά στον πατέρα του και οι άλλοι γύρω από το τραπέζι. Οι συνδαιτυμόνες αντιλαμβάνονται ότι ο νεαρός συνδυάζει αιδώ, σωφροσύνη και βασιλικό κάλλος και ο Ξενοφών μας δίνει μια ωραία παρομοίωση για να μας πείσει: Όπως ελκύει τα βλέμματα όλων μια λάμψη που θα παρουσιαστεί ξαφνικά στο σκοτάδι, έτσι και το κάλλος του Αυτόλυκου  τράβηξε τα βλέμματα όλων. Όσοι τον κοίταζαν έπασχαν ψυχικώς(!) και άλλοι σωπαίνανε εντελώς , άλλοι κάνανε μορφασμούς. Κυριευμένοι από μια θεϊκή δύναμη  που σε κάνει να ΄χεις γοργό βλέμμα, δυνατή φωνή, ενώ σε άλλους εμπνέει έναν αγνό έρωτα και τους κάνει το βλέμμα γλυκό, τη φωνή μαλακότερη και τις κινήσεις ευγενικές. Τέτοια τους έκανε ο Καλλίας για τον έρωτα και γινότανε άξιος θαυμασμού.
Εδώ μπαίνουμε στο απόσπασμα που δόθηκε στις Πανελλαδικές!
Εκείνοι τρώγανε σιωπηλά, σαν να τους το είχε επιβάλει κάποια ανώτερη δύναμη. Την πόρτα στη συνέχεια, χτυπά ο Φίλιππος ο γελωτοποιός, είπε σε αυτόν που άκουσε και άνοιξε ποιος ήτανε και γιατί ήθελε να τον εισαγάγουν (να μπει μέσα).
 Είπε  ότι προσέρχεται αφού ετοίμασε όλα τα αναγκαία για να δειπνήσει  εις βάρος άλλων ( να δειπνήσει τα αλλότρια: να τους φάει το φαγητό δηλαδή)  και ότι ο υπηρέτης του ήτανε πολύ στενοχωρημένος, διότι δεν έφερε τίποτα και διότι ήταν ακόμη νηστικός.
Ο  Καλλίας λοιπόν, μόλις άκουσε αυτά, είπε :
Θα  ήταν, φίλοι,  ντροπή να μη του δώσουμε καταφύ­γιο, (στέγη να δειπνήσει!).  Ας εισέλθει, λοιπόν. Και ταυτόχρονα  κοίταξε τον Αυτόλυκο, αναμφίβολα θέλοντας να   αντιληφθεί  πώς φάνηκε  σε εκείνον ( στον Αυτόλυκο) το αστείο.
 …….
Αυτά. Ο Φίλιππος δεν κατάφερε να τους κάνει να γελάσουν, όπως φαίνεται παρακάτω, αλλά όσα ανέφερα αρκούν για να καταλάβουμε το πνεύμα του αποσπάσματος που θα διορθώσουμε από σήμερα το μεσημέρι ( Δευτέρα). Καλή δύναμη.  

     ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ
᾿Αλλ᾿ μο δοκε τν καλν κγαθν νδρν ργα ο μνον τ μετ σπουδς πραττμενα ξιομνημνευτα εναι, λλ κα τ ν τας παιδιας. Ος δ παραγενμενος τατα γιγνσκω δηλσαι βολομαι. ν μν γρ Παναθηναων τν μεγλων πποδρομα, Καλλας δ Ιππονκου ρν τγχανεν Ατολκου παιδς ντος, κα νενικηκτα ατν παγκρτιον κεν γων π τν θαν. Ως δ πποδρομα ληξεν, χων τν τε Ατλυκον κα τν πατρα ατο πει ες τν ν Πειραιε οκαν· συνεπετο δ ατ κα Νικρατος. ᾿Ιδν δ μο ντας Σωκρτην τε κα Κριτβουλον κα Ερμογνην κα ᾿Αντισθνην κα Χαρμδην, τος μν μφ᾿ Ατλυκον γεσθα τινα ταξεν, ατς δ προσλθε τος μφ Σωκρτην, κα επεν· "Ες καλν γε μν συντετχηκα· στιν γρ μλλω Ατλυκον κα τν πατρα ατο. Ομαι ον πολ ν τν κατασκευν μοι λαμπροτραν φανναι ε νδρσιν κκεκαθαρμνοις τς ψυχς σπερ μν νδρν κεκοσμημνος εη μλλον ε στρατηγος κα ππρχοις κα σπουδαρχαις." Κα Σωκρτης επεν· "᾿Αε σ πισκπτεις μς καταφρονν, τι σ μν Πρωταγρ τε πολ ργριον δδωκας π σοφίᾳ κα Γοργίᾳ κα Προδκ κα λλοις πολλος, μς δ᾿ ρς ατουργος τινας τς φιλοσοφας ντας." Kα Καλλας, "Κα πρσθεν μν γε, φη, πεκρυπτμην μς χων πολλ κα σοφ λγειν, νν δ, ἐὰν παρ᾿ μο τε, πιδεξω μν μαυτν πνυ πολλς σπουδς ξιον ντα." Ο ον μφ τν Σωκρτην πρτον μν, σπερ εκς ν, παινοντες τν κλσιν οχ πισχνοντο συνδειπνσειν· ς δ πνυ χθμενος φανερς ν, ε μ ψοιντο, συνηκολοθησαν. Επειτα δ ατ ο μν γυμνασμενοι κα χρισμενοι, ο δ κα λουσμενοι παρλθον. Ατλυκος μν ον παρ τν πατρα καθζετο, ο δ᾿ λλοι, σπερ εκς, κατεκλθησαν. Εθς μν ον ννοσας τις τ γιγνμενα γσατ᾿ ν φσει βασιλικν τι κλλος εναι, λλως τε κα ν μετ᾿ αδος κα σωφροσνης, καθπερ Ατλυκος ττε, κεκττα τις ατ. Πρτον μν γρ, σπερ ταν φγγος τι ν νυκτ φαν, πντων προσγεται τ μματα, οτω κα ττε το Ατολκου τ κλλος πντων ελκε τς ψεις πρς ατν· πειτα τν ρντων οδες οκ πασχ τι τν ψυχν π᾿ κενου. Ο μν γε σιωπηρτεροι γγνοντο, ο δ κα σχηματζοντ πως. Πντες μν ον ο κ θεν του κατεχμενοι ξιοθατοι δοκοσιν εναι· λλ᾿ ο μν ξ λλων πρς τ γοργτερο τε ρσθαι κα φοβερτερον φθγγεσθαι κα σφοδρτεροι εναι φρονται, ο δ᾿ π το σφρονος ρωτος νθεοι τ τε μματα φιλοφρονεστρως χουσι κα τν φωνν προτραν ποιονται κα τ σχματα ες τ λευθεριτερον γουσιν. δ κα Καλλας ττε δι τν ρωτα πρττων ξιοθατος ν τος τετελεσμνοις τοτ τ θε. ᾿Εκενοι μν ον σιωπ δεπνουν, σπερ τοτο πιτεταγμνον ατος π κρεττονς τινος. Φλιππος δ᾿ γελωτοποις κροσας τν θραν επε τ πακοσαντι εσαγγελαι στις τε εη κα δι᾿ τι κατγεσθαι βολοιτο, συνεσκευασμνος τε παρεναι φη πντα τ πιτδεια στε δειπνεν τλλτρια, κα τν παδα δ φη πνυ πιζεσθαι δι τε τ φρειν μηδν κα δι τ νριστον εναι. Ο ον Καλλας κοσας τατα επεν· "᾿Αλλ μντοι, νδρες, ασχρν στγης γε φθονσαι· εστω ον. Κα μα πβλεψεν ες τν Ατλυκον, δλον τι πισκοπν τ κεν δξειε τ σκμμα εναι.