Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Καβαφικοί φόνοι του Θοδωρή Παπαθεοδώρου


  Πολλοί εμβριθείς αναγνώστες του Προυστ και του Τζόυς, του Κάφκα και του Καμύ θεωρούν στοιχείο εκφυλιστικό την ανάγνωση αστυνομικών μυθιστορημάτων, τα οποία συγκαταλέγουν με την επιδερμική, άσκοπη και επιεικώς καλούμενη παραλογοτεχνία και απορρίπτοντάς τα μετά βδελυγμίας, δεν καταδέχονται να ασχοληθούν με την ανάγνωσή τους. Θα τολμούσα να πω απερίφραστα πως συχνά απολαμβάνω και τους ξένους αγωνιστές του είδους αλλά και τους Έλληνες ακάματους θιασώτες,   συνοδοιπόρους των προηγουμένων. Στα τελευταία μυθιστορήματα που πέσανε στα χέρια μου συγκαταλέγεται το «Καβαφικοί φόνοι» του Θοδωρή Παπαθεοδώρου που και μόνο από τον τίτλο προκαλεί έναν φιλόλογο να εξιχνιάσει φόνους και προβλήματα και να αποκρυπτογραφήσει στίχους του ποιητή που δεν εξασφάλισαν  την απαιτούμενη προσοχή, όταν έπρεπε. 
Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο:
Ύστερα από τέσσερις εξευτελιστικές υποθέσεις μέσα σε έναν ολόκληρο χρόνο, ο κυνικός και άξεστος ντετέκτιβ Νίκος Μάντης βρίσκεται αντιμέτωπος με δύο σημαντικές προκλήσεις: τον ποιητικά σκηνοθετημένο φόνο μιας υπερήλικης, εκκεντρικής και πάμπλουτης πρώην ιδιοκτήτριας πορνείου, λάτριδος του ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη, και τη συνάντησή του με το δόκτορα Ξενοφώντα Δαρείο, αλεξανδρινό αρχαιολόγο, παθιασμένο καβαφιστή και πρώην καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο οποίος συγκεντρώνει πάνω του ό,τι ακριβώς σιχαίνεται ο Μάντης. Είναι μορφωμένος, μυστηριώδης, απόκοσμος και, κυρίως, ομοφυλόφιλος.
Καθώς στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια οι καβαφικοί φόνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον σαν μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων, οι δυο αλλόκοτοι συνεργάτες αποδύονται σ’ ένα ασθματικό κυνήγι για να ανακαλύψουν πρώτοι το μυστικό που φυλάσσουν πεισματικά τρεις γριές πόρνες στην αινιγματική Λέσχη της Ιθάκης και να λύσουν την ιεροτελεστική ακολουθία των εγκλημάτων νιώθοντας στο πετσί τους τους στίχους του λατρεμένου ποιητή:
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

  Στο μυθιστόρημα ο ντετέκτιβ με τον αρχαιολόγο αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν μια σειρά από φόνους, η ποίηση του Καβάφη πάει κι έρχεται, οι στίχοι του ποιητή συνδέονται με τα πτώματα αλλά όχι πάντοτε με τον τρόπο που θα ικανοποιούσε εμάς τους φιλολόγους.  Τα μέλη μιας ποιητικής λέσχης δολοφονούνται και δίπλα τους βρίσκονται σημειώματα με στίχους του Καβάφη. Ενδιαφέρον βιβλίο με ομοφυλόφιλους  Καβαφιστές στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια,  μυστήριο και ποίηση,   αστυνομικούς αδιάφορους και διεφθαρμένους, κατάκοιτο αδελφό, αρχαιοκαπηλίες και άλλα σχετικά . Μια γυναίκα που περιμένει πώς και πώς να την παντρευτεί ο ντετέκτιβ, σκηνές που βγάζουν γέλιο,  συγγραφείς και ποιητές με ιδιαιτερότητες.
Μυθιστόρημα ευκολοδιάβαστο που σε κάνει να θες να ξαναδιαβάσεις τη βιβλιογραφία για τον Αλεξανδρινό, να ανατρέξεις σε Μαλάνο, Λίντελ, Τσίρκα, Ντάρρελ, Γιουρσενάλ και πάνω από όλα τα ίδια τα ποιήματα του αγαπημένου ποιητή μας. Αξίζει να διαβαστεί.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Το Εντευκτήριο για τον Αργύρη Χιόνη


Κυκλοφόρησε το 97ο τεύχος του αγαπημένου περιοδικού «Εντευκτήριο» που κρατάει γερά το μετερίζι του στον αγώνα της Λογοτεχνίας και της Κριτικής της Ζωγραφικής και της ποιοτικής Φωτογραφίας. Χάρηκα ιδιαίτερα δυο ποιήματα της Μαρίας Λαϊνά που προδημοσιεύονται, γέλασα με ένα ποίημα του Δ. Δασκαλόπουλου με τίτλο «Νεοέλλην ποιητής», φχαριστήθηκα με την βιβλιοκριτική της Κ. Δημουλά για το βιβλίο του Π. Τέτση, διάβασα κείμενα των Μίγγα, Παλαβού, Πολιτοπούλου, και άλλων που αξίζει να αναφερθούν αλλά θα σταθώ ιδιαίτερα στον αγαπημένο Αργύρη Χιόνη, στον οποίο το εξαιρετικό περιοδικό αφιερώνει 36 ολόκληρες σελίδες χαρίζοντας μας   ιδιαίτερα απολαυστικά κείμενα φίλων και μελετητών του.

Πρώτα πρώτα  ένα [αυτό]βιογραφικό σε τρίτο πρόσωπο και την εργογραφία του, που υπογράφει ως Αργύρης Χιόνης ο Θροφαρεύς· στη συνέχεια προδημοσιεύει «Το Δούρειον Θήλυ» που θα περιλαμβάνεται σε συλλογή διηγημάτων του που θα κυκλοφορηθεί από τις εκδ. Κίχλη με τίτλο «Έχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες».
«…. Σκουτιά, βελέντζες και κιλίμια τα πήρε  ο ποταμός και την ωραία κόρη Mayflower την  πήρε ο κόμης Pander, δώρο για να την πάει στον αφέντη του, τον βασιλιά του Horn, που, όταν τη ρίξανε στα πόδια του, ημίγυμνη, έχασε το μυαλό του απ' τα κάλλη της. Δεν το χασε ωστόσο εντελώς, γιατ' ήταν πονηρός κι αμέσως είδε ότι στα χέρια του είχε, επιτέ­λους, το όπλο που θ' αφάνιζε τον μισητό εχθρό του, τον βασιλιά του Corn. Έτσι 'ναι, βλέπετε, οι βασιλιάδες  πάντοτε βάζουν το κοινό συμφέρον πά­νω απ' την προσωπική τους ευτυχία…. Λόγια πολλά για να μη λέμε και χρόνο να μην κλέβουμε απ' την αιωνιότητα, μόλις η Mayflower διάβηκε σαν αερικό του παλατιού την πύλη……» 

Ακολουθεί ποίημα του πρόωρα χαμένου Αργύρη Χιόνη με τίτλο «Τι φοβάται ένας άνθρωπος», ενώ 
στη συνέχεια η   Ζυράννα  Ζατέλη αναφέρεται στη γνωριμία και τη φιλία τους. Καταγράφει:
  «Είμαι ένας καημέ­νος γκιώνης», είπε, «που πιάστηκε στο κλαδί, μαγκώθηκε, και προσπα­θεί να τσαμπουνήσει πού και πού κανέναν στίχο».Όσο του άρεσε να αυτοσαρκάζεται, τόσο είχε αρχίσει να ανησυχεί, τον τελευταίο καιρό ιδίως, μη χάσει αυτό το σκοτεινό προνόμιο, την παρηγορική ευχέρεια να παίζει με τα δύσκολα και λίγο να τα προκαλεί.
 Θυμάμαι πόσο ευχαριστήθηκα, πόσο του πήγαινε  να 'χει αυτό το όνομα! Πράγματι, κάτι σαν να ασήμιζε επάνω του, ιρίδιζε όλη την ώρα, κάτι —ας πούμε- από χιόνι άργυρο... Ήταν η άλως γύρω απ' τα μάτια; οι ριπές στο βλέμμα του; η γυαλάδα του μετώπου; Κάτι ήταν, τέλος πάντων, που δεν σ' άφηνε να τον φανταστείς με άλλο όνομα, ή να φανταστείς έναν άλλον με αυτό το όνομα, μ' ένα χαμόγελο που επίσης ιρίδιζε, φώτιζε και σκίαζε εναλλάξ το ένθεν και ένθεν του χώρου.
Ο Δημήτρης Νόλλας θυμάται τη βόλτα τους στα κανάλια του Άμστερνταμ όταν  πάνω σε μια γέφυρα του απήγγειλε τη μετάφρασή του από τα Παιδικά μου όνειρα του Μισώ δίνοντας τον τίτλο «Νυχτερινή περίπολος»στο κείμενό του.

Ο Γιαν Χένρικ Σβαν και η Μαργαρίτα Μέλμπεργκ γράφουν για την επίσκεψή τους στο Θροφαρί μετά τη μεγάλη πυρκαγιά ενώ ο Αλέξης Ζήρας στο κείμενό του «Το ακίνητο περιπλανώμενο»  σχολιάζει  το πόσο δεν άλλαξε ο τρόπος του να διαπιστώνει ακατά­παυστα τα ίδια, περίπου, πράγματα.  Χρησιμοποιεί, σε μια δια­δρομή σαρανταπέντε ετών, με μεγάλη φειδώ και τυραννική λιτότητα, με ρεα­λιστική απλότητα και ενάργεια, έναν λόγο που πλησιάζει πολύ σε μια εις εαυ­τόν προσευχή. Και δεν το λέει αυτό υπερβάλλοντας, καθώς στην ποίηση του υπάρχει ένας διαρκής αγώνας του ανθρώπου να μεταβληθεί το αόρατο σε ορα­τό. Η ποίηση του δεν απομακρύνθηκε πολύ από έναν κύκλο ζωτικών θεμάτων, που τα προσέγγιζε διαρκώς, από διάφορες πλευρές, αλλά με την ίδια εμμονή να διαπιστώσει κάτι που υπό διαφορετικές συνθήκες θα έμοιαζε αυτονόητο. Και τούτο ίσως διότι ο εγωτικός πυρήνας, το υπαρξιακό κέντρο, το αείφορα στοχαζόμενο εγώ, είναι ένα ακίνητο κέντρο που αποφθέγγεται. Ανεξαρτήτως τού αν η ζωή του, δηλαδή οι συνθήκες και οι συγκυρίες που αποτελούν πάντοτε το αναγκαίο κέλυφος της ψυχής, το έκαναν να πλα­νηθεί μαζί τους, να μετακινηθεί στον χώρο, αν και χωρίς να αλλάξει σε πολλά αυτός ο πυρήνας του. Τα πράγματα μοιάζουν εξ υπαρχής τετελεσμένα.  Μια ει­ρωνική θυμοσοφία που διαπιστώνει και στις ελαχιστότατες και επουσιώδεις εικόνες της καθημερινότητας ένα μοιραίο που δεν αποφεύγεται, στον Χιόνη έχει ένα επιπλέον ενδιαφέρον: ότι στρέφεται με σκεπτικισμό, με πίκρα, με χι­ούμορ, στο ακατανόητο που μας υπερβαίνει, χωρίς όμως να παρουσιάζεται στο ποίημα που διαβάζουμε καμία υπέρβαση νοήματος, καμία συναισθηματική ένταση!   
….Ο Χιόνης έζη­σε ως δημιουργός και ως απλή ανθρώπινη ύπαρξη πάνω στην αντίφα­ση του αμετάθετου, παρά τις περιπλανήσεις του, είτε μεταφορικές ήταν αυ­τές, της φαντασίας δηλαδή, είτε κυριολεκτικές, των άμεσων εμπειριών, των ταξιδιών του. Έφευγε και ξαναγύριζε στο ίδιο σημείο, σαν να μην είχε φύγει ποτέ!
….. Αποκλί­νει, από τους περισσότερους   ποιητές  του ΄70 στο ότι η ελλειπτική, μεταφορική γλώσσα γίνεται μέσο και όχι μορφικός αυ­τοσκοπός.
Το άλλο ιδιαίτερα ενδιαφέρον στο οποίο αξίζει να σταθούμε είναι ότι υπάρ­χει εδώ ένας ποιητικός προγραμματισμός! Ο δημιουργός δεν εγκαταλείπει εαυ­τόν στο άφωτο, δεν εμπιστεύεται το άρρητο, τη σκοτεινή πυκνότητα ενός λό­γου που υποβάλλει με τη χρήση υπαινιγμών.   

Αυτά και άλλα πολλά αποκαλύπτει ο Ζήρας για τον λάτρη της γραφής του Χιόνη, ενώ η Ντάντη Σιδέρη-Σπεκ αναφέρεται στα κείμενά του που σύντομα, με σπάνια στην ελληνική γραμματεία φόρμα, αφηγηματικά ποιήματα η λυρική πρόζα, με απόηχους, ενίοτε, μύθων του Αισώπου η του Φλωριάν. Ποιήματα όπου τα αντικείμενα, οι έννοιες, τα φυ­σικά στοιχεία προσωποποιούνται, για να μας πάνε με την απλή τους γλώσσα στον πυρήνα των πραγμάτων: αποτέλεσμα μιας θεώρησης, ίσως πλάγιας, αλλά μιας παρατηρητικότητας μεστής σοφίας. Ένας κόσμος μαγικός απλώνεται μπρο­στά μας, όπου μιλάει η βροχή κι ο άνεμος ερωτεύεται. Άλλος κεντρικός πόλος της ποίησης του Αργύρη Χιόνη είναι η φύση, που άλλοτε περιγράφεται με λυρική διάθεση  και άλλοτε φανερώνει την ανελέητη όψη της νομοτέλειας της  και του αμετάκλητου θανάτου.
  Ο λόγος του έλλογος, ακριβής στη συνέπεια της ποι­ητικής εικονοποιίας των εννοιών του, που μας οδηγεί με το υφολογικό μέσο της ανατροπής και συχνά της ειρωνείας στο άλογο, αποκαλύπτοντας τον πυρήνα της κατάθεσης του. Μαγεύει η φαντασμαγορία της μεταφοράς, που κυριαρχεί στην ποίηση του Αργύρη Χιόνη. Στην ποιητική του αυτή συμπεριφορά διαφαίνεται η αγάπη του για παλιές γιαπωνέζικες τεχνικές και για τον μανιερισμό στη ζωγραφική. Η γλώσσα του απλή αλλά μεγάλης ικανότητας, ενίοτε, ειρωνική, ανατρεπτι­κή, με λογοπαίγνια και παρετυμολογκές τάσεις.
 Ο Σταύρος Ζαφειρίου αναφέρεται στην «Σκοτεινή κυρία του Αργύρη Χιόνη»:Ποια είναι όμως η «Σκοτεινή Κυρία»; Η φαινομενικά προφανής μεταφορά αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο της επιλογής: είναι η έμπνευση τάχα ή το αποτέλεσμα; Είναι η Μούσα της ποίησης ή η ίδια η Ποίηση, που τιμά με την αυτοπρόσωπη παρουσία της τον ποιητή;
              Είναι ντυμένη φόνο και ηδονή
               κάτω από τη νεκρή βιζόν,
              φορεί τα ασπαίροντα βυζιά της.
Τούτο το τρίστιχο, όπου η ζωή και ο θάνατος αγγίζονται, προτάσσεται ως μότο  του ποιήματος και φέρει την υπογραφή του Αργεντινού (σύμφωνα με τις σημει­ώσεις του Χιόνη) ποιητή Esteban Argentea Nieve. Πώς όμως τυχαίνει η λέξη Argentea να παραπέμπει στον άργυρο και η λέξη Nieve στο χιόνι...Ανατρέχοντας στο σύνολο του έργου που μας άφησε ο Αργύρης Χιόνης, θα συναντήσει κανείς και άλλα ποιήματα ποιητικής. Ούτε ένα όμως που να προκρί­νει την Χαρούμενη Ποίηση. Ούτε ένα όπου η ποίηση δένεται με τη ζωή με τρόπο που να αποτελεί ένα επιπλέ­ον στοιχείο δύναμης, βεβαιότητας και κατεύθυνσης προς τα επάνω και προς τα εμπρός. Απεναντίας, ο Χιόνης αντιλαμβάνεται την ποίηση σαν «αγωνία», «πυρετό» και «αναρίθμητες αμφιβολίες», «σαν μια πικρή του τέλους αίσθηση» ή, ακό­μη πιο λυρικά, σαν των επτά πέπλων τον χορό, όπου το έβδομο και τελευταίο πέ­πλο είναι αδειανό.
 Η Μαρία Στασινοπούλου σχολιάζει «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες» και εντοπίζει από τον οξύμωρο κιόλας τίτλο ότι ο συγγραφέας μάς προετοιμάζει για τις ανατροπές οι οποίες μας περιμένουν,  για το παιχνίδι που οργανώνει και για τα διαρκή διλήμματα που μας επιφυλάσσει. Ο Χιόνης συνομιλεί  με την αυτοβιογραφία. Πολλές φορές ο ήρωας του είναι το προσωπείο του ή το λογοτεχνικό του alter ego. Μέ­σα σε περιστατικά, λιγότερο ή περισσότερο, αληθοφανή, περνάει από προσωπι­κές του στιγμές μέχρι κριτική λογοτεχνικών ηθών, υπαρξιακά αδιέξοδα και οι­κολογικά μηνύματα.
 Επινόηση και βίωμα, φαντασιωμένη πραγματικότητα και πραγματική φαντασία, ιστορικοί αναχρονισμοί και αδύνατες συγχρονίες· ο Χιόνης  «δεν εκφράζει την πραγματικότητα στην οποία γράφει, αλλά επινοεί την πραγματικότητα στην οποία εκφράζεται»· συ­ναντάει τους μύθους που καθορίζουν την ταυτότητα του και τους μεταμορ­φώνει. Ποιητικός ρυθμός και λυρικές ανάσες που διαπερνούν τον αφηγηματι­κό λόγο, αντιθετικές συζεύξεις, μεταφορές και κυριολεξίες, επαναλήψεις, συ­νηχήσεις και παρηχήσεις, ομόηχα, ομόρριζα και παρετυμολογίες, επιμύθια, σχοινοτενείς τίτλοι, όλα σε μια αρμονική συνύπαρξη καλοζυμωμένου συνό­λου, με ισχυρές δόσεις ειρωνείας και σάτιρας.
Ο Χιόνης, στο Οριζόντιο ύψος, επιλέγει τον παραμυθικό λόγο της αλληγο­ρίας, του μύθου και της παραβολής, θέλοντας να ξορκίσει τα δικά του φαντά­σματα και τις δικές του φοβίες για τη ζωή και για την Απουσία, για το ταξίδι και για τον χρόνο.
Τα βιβλία του Αργύρη Χιόνη συμπυκνώνουν τις εμμονές ενός τρυφερού και αισθαντικού παρατηρητή και μελετητή της ζωής, της φύσης, του ανθρώπου που ξέρει να κολυμπάει με ασφάλεια (διαθέτοντας εμπειρία και γνώση, γνήσια σατιρική φλέβα και χιούμορ) στα βαθιά νερά της λαϊκής σοφίας και της λόγιας παραγωγής, του σήμερα και του χθες, της μνήμης και της ανά­μνησης.
Ο Σωτήρης Γάκος συνδέει τον Χιόνη με τον Μπέκετ  εντοπίζοντας συμπτώσεις στο θέμα αλλά και στην αξιοποίηση  του γκροτέσκο και του κωμικού στοι­χείου με τους επαναληπτικούς άσκοπους διάλογους και τις γκάφες των δυο προσώπων. Το αφιέρωμα κλείνει με δύο επιστολές .
 Όλο αυτό το υλικό μας βοηθά να ξεκλειδώσουμε στοιχεία της γραφής του και λειτουργούν ως ερέθισμα να ανατρέχουμε ξανά και ξανά στο σπουδαίο έργο του.Προμηθευτείτε το τεύχος, είναι υπέροχο.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Μο Γιαν οι μπαλάντες του σκόρδου


Το φετινό βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Κινέζο Μο Γιαν με ώθησε να διαβάσω το μοναδικό βιβλίο του που κυκλοφορεί (από το 2006)  στα ελληνικά «Μπαλάντες του σκόρδου»,  σε μετάφραση Μιχάλη Μακρόπουλου στις εκδ. Καστανιώτη.  Μαθαίνοντας πως απαγορεύτηκε στην Κίνα ύστερα από τα αιματηρά γεγονότα στην πλατεία Τιεναμέν θέλησα να το διαβάσω και για αυτό το λόγο.

Το βιβλίο χωρίζεται σε 20 κεφάλαια που το καθένα έχει ως μότο αποσπάσματα από τις μπαλάντες του σκόρδου τις οποίες συνθέτει και τραγουδά ο τυφλός ποιητής Τζανγκ Κου, ένα πρόσωπο που θυμίζει Όμηρο και αρχαίους Έλληνες ραψωδούς και που στο τέλος ως φωνή της αντίστασης που δε φιμώνεται, πληρώνει το τίμημα της παρρησίας, αφού βρίσκεται σκοτωμένος σε χαντάκι. Ως φονικό όπλο ένα όργανο της εξουσίας χρησιμοποίησε καυτό ηλεκτρικό ραβδί κατευθείαν στο στόμα του πλανόδιου τραγουδιστή. Να πως δολοφονούν τους ποιητές, Εγγονόπουλε!
Τα αποσπάσματα από τις  μπαλάντες που προτάσσονται κάθε φορά, αναφέρονται στα γεγονότα  του 1987 στην κομητεία του Παραδείσου και στην εντολή που είχε δοθεί στους αγρότες να φυτεύουν μόνο σκόρδα και που θερμόαιμος νεαρός ήρθε από το πουθενά για να υψώσει την κόκκινη σημαία στην κομητεία, να σπρώξει τους χωρικούς να διαμαρτυρηθούν για τ’ άδικο χαράτσι που οι άπληστοι και μοχθηροί τύραννοι εισέπρατταν καταδυναστεύοντας τις άμοιρες τις μάζες. Ο τροβαδούρος καλεί τους χωρικούς, αν δεν πουλήσουν τα σκόρδα τους, να επισκεφτούν τον διοικητή και να διεκδικήσουν το δίκιο τους. Στην παλιά κοινωνία ο λαός πλήρωνε την κρατική ανομία, στη νέα τάξη υποτίθεται πως η δικαιοσύνη ριζώνει, θάλλει. Ο διοικητής θαρρούσε πως ήταν υπεράνω του νόμου αλλά που είναι η καλοσύνη του; Κάτοικοι τα στήθη προτάξτε και δείξτε από τι ‘στε καμωμένοι. Χέρι χέρι θα βαδίσουμε ως της εξουσίας την έδρα! Ο διοικητής Τζονγκ δεν είναι ουράνιος αστερισμός, ούτε είναι οι απλοί άνθρωποι ανόητα ζώα. Πανικόβλητος ο διοικητής της κομητείας ψήλωσε τους τοίχους, έβαλε απάνω γυαλί και αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Αλλά κανένας τοίχος, όσο ψηλός κι αν είναι, δε μπορεί να σταματήσει τις κραυγές του πλήθους, ούτε μπορεί το αγκαθωτό συρματόπλεγμα να σταματήσει την οργή του κόσμου. Όποιος δε φοβάται μην πετσοκοφτεί, μπορεί ένα γραμματέα του κόμματος ή έναν διοικητή κομητείας να ανατρέψει. Το να υποκινείς τον όχλο μπορεί να ‘ναι παράνομο. Αλλά τότε τι ‘ναι το να κρύβεσαι πίσω από κλειστές πόρτες, ν’ αποφεύγεις τα καθήκοντά σου, ν’ αφήνεις τους κατωτέρους σου να εκμεταλλεύονται τους χωρικούς; Συλλάβετέ με, αν αυτό θέλετε… Δε θα κλείσω το στόμα μου, επειδή με βάλατε φυλακή…. Το να μ’ αποκαλείτε αντεπαναστάτη είναι διαβολή. Το κομμουνιστικό κόμμα που δε φοβήθηκε τους Ιάπωνες διαβόλους τώρα φοβάται ν’ ακούσει τον ίδιο το λαό του; Δεν μπορείτε να κρύψετε όσα άσχημα συνέβησαν στην κομητεία του Παραδείσου. Γιατί ο κόσμος έχει μάτια… Αστυνομικοί συνέρρευσαν από παντού, και συνέλαβαν ενενήντα τρεις συμπολίτες τους. Κάποιοι πέθαναν, άλλοι πήγαν φυλακή. Πότε θα δούνε οι απλοί άνθρωποι το γαλανό ουρανό της δικαιοσύνης;
Εύκολα κανείς αντιλαμβάνεται από τα παραπάνω ποιητικά αποσπάσματα τη δραματική σύγκρουση ανάμεσα στην  αγροτιά και την διεφθαρμένη κρατική εξουσία που εκδηλώνεται βίαια και δεν περιορίζεται σε αυτή μόνο την εκδοχή αλλά εκδηλώνεται και στις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας και στις οικογένειές τους.
 Η ιστορία ξεκινάει  in medias res με αστυνομικούς που προσπαθούν να συλλάβουν τον Γκάο Γιανγκ ως ένα από τους αρχηγούς του όχλου που γκρέμισε τα γραφεία της κομητείας και τον ξάδελφό του τον Γκάο Μα. Με ανάδρομες αφηγήσεις μας παρουσιάζει την απλή ζωή των χωρικών, τη μονοκαλλιέργεια σκόρδου που έχει επιβληθεί από την κεντρική διοίκηση, το  φορομπηχτικό μηχανισμό και τους διαβρωμένους υπαλλήλους. Ο Γκάο Μα ερωτεύεται τη Τζίντζου και θέλει να την παντρεφτεί :  «Όταν τσαπίζεις το φασολοχώραφό σου, ραντίζω το καλαμποχώραφό μου και η καρδιά μου ηχεί σαν τη φυτόψειρα στο καλαμπόκι στην εποχή της ξηρασίας.» οι δικοί της όμως την αρραβώνιασαν παρά τη θέλησή της με άλλον. Το δραματικό εναλλάσσεται με το κωμικό, το παράλογο με την κοινή λογική. Τα αδέλφια της τον ξυλοφορτώνουν αλλά δεν βρίσκει δίκιο όταν καταφεύγει στον δωροδοκημένο υποδιοικητή Γιανγκ που τον γελοιοποιεί. 
Προδρομική αφήγηση μας περιγράφει τα όσα διαδραματίζονται στην φυλάκιση του Γκάο Γιανγκ και της μητέρας της Τζίντζου, που είχε βάλει φωτιά στα γραφεία της κομητείας. Κάθε κεφάλαιο με πρόδρομη ή ανάδρομη αφήγηση μάς πληροφορεί για το φευγιό των ερωτευμένων και την καταδίωξή τους, για τον αγώνα των χωρικών να πουλήσουν τα σκόρδα τους, την αντιμετώπισή τους από το διαβρωμένο σύστημα διοίκησης. 
Ο έρωτας και  ο θάνατος, η απαξίωση και ο εξευτελισμός της ανθρώπινης προσωπικότητας, η επανάσταση που απέτυχε, αφού οι αξιωματούχοι ξεζουμίζουν τους απλούς ανθρώπους είναι θέματα που αναπτύσσονται με δραματικό και ρεαλιστικό συνάμα τρόπο. Όπου φτωχός κι η μοίρα του, θα λέγαμε, αφού ούτε νεκρή δεν αφήνουν την ηρωίδα να ησυχάζει.   Εφαρμόζοντας παλιές λαϊκές συνήθειες την ξεθάβουν, για να τη  θάψουν μαζί με νεκρό της επιλογής τους δωροδοκώντας τους δυο παραδόπιστους αδελφούς της για να τελέσουν αυτόν τον γάμο. Ο φυλακισμένος Γκάο Μα θα προσπαθήσει μάταια να αποδράσει, για να αποτρέψει τον αδόκητο γάμο. Κοντά στους πουλημένους αξιωματούχους αρθρώνονται και οι φωνές που αντιστέκονται και υπερασπίζονται το λαό στα δικαστήρια και στις συγκεντρώσεις. Και μπροστάρης ο ποιητής που δεν περιορίζεται, δε φιμώνεται, η Λογοτεχνία που αντιστέκεται και παράγει τέτοια βιβλία που μας ξεβολεύουν από το ραχατιλίκι του καναπέ.  Ποιητικότατη και ρεαλιστικότατη γραφή, εύκολα μας αποδεικνύει γιατί λογοκρίθηκε και απαγορεύτηκε αυτό το βιβλίο. 
Δε μπορώ να κρίνω μόνο από ένα βιβλίο αλλά νομίζω πως είναι σπουδαίος συγγραφέας ο τιμώμενος.





Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Βασιλική Πέτσα και τα φύλα στη Λογοτεχνία


Γνωρίσαμε τη Βασιλική Πέτσα από το πρώτο της βιβλίο, τη νουβέλα Θυμάμαι, η οποία κυκλοφόρησε την περασμένη χρονιά και μας άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις.  Το δεύτερο βιβλίο της μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο Όλα τα θυμάμαι, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις αξίζει να διαβαστεί. 
Διαβάζοντας τα νιώθουμε το πνιγηρό σφίξιμο των ηρώων είτε είναι ερωτευμένοι είτε άρρωστοι στο νοσοκομείο είτε βρίσκονται μπροστά στις οποιεσδήποτε δυσκολίες και αδιέξοδα. Εγκλωβισμένοι σε μια πραγματικότητα περνάνε δύσκολα, όπως όλοι μας άλλωστε. Ιδιαίτερα γοητευτική γραφή με υπαινιγμούς, σιωπές, ξεκάθαρους χαρακτήρες, εσωτερικούς μονόλογους που νιώθεις να σε συνταράσσουν. Το προτείνω ανεπιφύλακτα.
Στα πλαίσια του μαθήματος της Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου στην ενότητα «Τα φύλα….»αξίζει, νομίζω, να δοθεί στους μαθητές για επεξεργασία το διήγημα «Σετ ραπτικής» για να μελετήσουν πως εκτυλίσσονται οι σχέσεις ανάμεσα στη Μάνα Κουράγιο και την άρρωστη κόρη αλλά και τον πατέρα Γειασας. Διαβάστε το είναι συνταρακτικό.
 
 Μάνα Κουράγιο. Έτσι θα τη λένε. Μάνα Κουράγιο. Από τα αρχαία χρόνια, έτσι έχει ακούσει, τα επώνυμα προέκυπταν από την επαγγελματική ιδιότητα του κα­θενός. Αύριο, λοιπόν, θα πάει στο ληξιαρχείο και θα ζη­τήσει να τη λένε Κουράγιο. Αφού αυτό κάνει: κουράγιο. Και υπομονή. Του Ιώβ την υπομονή κάνει. Και εγκαρτέρηση. Αντέχει, λέει. Αντεξε ήδη τρία χρόνια. Μέρα τη μέρα να λιώνει το παιδί σαν το κερί. Να τρώ­ει από τις σάρκες της. Να ψάχνει η Μάνα Κουράγιο τους γύπες και να μην τους βρίσκει και να κουβαλάει τύψεις κοτρώνες στις ανηφόρες της αϋπνίας. Μάνα Γλύπτη θα 'θελε να τη λένε, να μπορεί να πλάσει, να συνθέσει, να συμπληρώσει, να σμιλέψει ένα κορμί που εξαφανίζεται, να κόψει κρέας δικό της να το κολλήσει σε άλλο, να ξαναγίνει άνθρωπος η κόρη της αντί για κλα­ρί, να πάρει ν' ανθίζει πάλι. Τρία χρόνια να την κοιτά­ζει στο στόμα. Αν κουνιέται το σαγόνι, αν κλωθογυρίζει η γλώσσα, αν κόβουν τα δόντια, αν σαλιώνουν τα χείλη. Σε κάθε μπουκιά να πανηγυρίζει στα κρυφά μην και το καταλάβει η κόρη και αφήσει κάτω το πιρούνι. Όταν έτρωγε. Γιατί συνήθως δεν. Συνήθως όχι. Συνή­θως μη. Σαν να κατάπιε τον δεσμοφύλακα της τροφι­κής απαγόρευσης. Σαν να επέβαλε τη λιπο-κρισία. Τη χούντα του μαρουλιού και του καρότου. Να αντισταθεί πώς; Ποιος να την ακούσει; Φορές της έρχεται να της ανοίξει το στόμα και να ουρλιάξει στους καταπιεστές μέσα της, να κυλήσει στον οισοφάγο και να αναμετρη­θεί με τα τέρατα που κρύβει, να απλώσει τα χέρια και να πλατύνει το στομάχι της που όσο πάει και κλείνει, να μαλάξει την καρδιά να σταματήσουν οι ταχυπαλ­μίες, να κλωτσήσει τις ωοθήκες να πάρουν μπρος, να στοκάρει τα κόκκαλα που όσο πάνε φθίνουν, να φιλτρά­ρει στις δικές της χούφτες τα υγρά στο συκώτι της που φεύγουν όπως ήρθαν. Να βυθιστεί στα δρομάκια του μυαλού της και να τα ξεχερσώσει, να κυλά η φαιά ουσία, να αρχίσει να σκέφτεται. Γιατί δεν είναι αυτό το παιδί της. Δεν είναι «Αυτό» το παιδί της. Ήταν άλλο. Ήταν αλλιώς. Ήταν όμορφο. Ήταν χαρούμενο. Ήταν έξυπνο κι ευγενικό. Ήταν και δεν θυμάται πια πώς ήταν, αν υπήρχε πριν, τι σημασία έχει εξάλλου. Πότε πήρε ν' αλλάζει; Πού ήταν εκείνη; Αν έλειπε ήδη η κόρη της, γιατί δεν την έψαξε; Θα την είχε βρει, σκέφτεται, ίσως να το είχε προλάβει, τώρα έχει εξαφανιστεί και δεν την πιάνει από πουθενά, τη χάνει σιγά σιγά και από τις  αναμνήσεις, τις παίδεψε τόσο που ξεφτίσανε, γίναν φω­τογραφίες και δεν αλλάζουν, δεν προσαρμόζονται στο παρόν. Απούσες κι αυτές. Για άλλη μια φορά στα νοσο­κομεία, σαν τότε, που το παιδί είχε πάθει αφυδάτωση, πυρετός τριών ημερών και δέκα λεκανών, στη λιποθυ­μία πάνω την πήγανε στο νοσοκομείο, οροί και ο άντρας της να βρίζει το σόι της που του εμπιστεύθηκε το παιδί· κι αυτός εκεί ήταν. Με τους ορούς και τότε το παιδί, λευκό του σεντονιού, με το χαμόγελο της και­νούργιας εμπειρίας να 'χει να λέει στο σχολείο. Τώρα δεν μιλάει. Ουρλιάζει μόνο. Και τη βρίζει. Να φταίει; Να πληρώσει, λέει. Ας της πει κάποιος τι και το κάνει. Μόνο να γίνει καλά.
Οι καρέκλες είναι άβολες. Σιδερένιες και σκληρές, με τα μισά μαξιλάρια να λείπουν. Για κρεβάτι ούτε λόγος. Δεν περισσεύουν. Έμαθε να κοιμάται κι έτσι. Να κλεί­νει τα μάτια σαν τώρα, να διώχνει τις σκέψεις και να κυνηγάει τον ύπνο, με τα πόδια πρησμένα και ντους από προχθές. Από τότε που μπήκανε. Ο άντρας της έφυγε. Δεν έχει υπομονή αυτός για τέτοια, μέχρι σφα­λιάρα έριξε στο παιδί πάνω στον καφέ, που δεν ήθελε λουκούμι, εδώ δεν τρώει τα άλλα, το λουκούμι θα ζή­λευε, το λουκούμι που δεν έτρωγε ποτέ, αλλά πού να το ξέρει αυτός, πέταξε κάτω το φλιτζανάκι του ελληνικού, ένα ρυάκι τούρκικο απλώθηκε στα σανδάλια της και βρώμισε τα κιτρινισμένα και ζαρωμένα πόδια της, κι όρμησε αυτός προς την έξοδο να μην τον δούνε να κλαίει.
Σπάσαν τα νεύρα του. Νωρίς, κατά τη γνώμη της. Κα­τώτερο είδος οι άντρες. Για τα εύκολα μόνο. Για να φέρνουν λεφτά, να πληρώνουν λογαριασμούς και να αλλάζουν λάμπες. Και από ουσία μηδέν. Νομίζουν κα­θάρισαν με το ψωμί της οικογένειας. Τώρα που δεν τρώει ούτε το ψωμί, τώρα τον θέλει. Τώρα πετάει νταηλίδικα κάτω φλιτζάνια και δεν έχει περιθώρια να τον λυπηθεί. Τώρα τον ήθελε εδώ, να βλέπει ό,τι βλέπει εκείνη, να χώνει χάπια στον ουρανίσκο της κόρης τους και να της αφήνει σφραγίδα δοντιών στο χέρι, σήματα μορς, παύλες και κενά, σώσε με σώσε με σώσε με γρά­φει το χέρι της κάθε τρεις ώρες, το δικό του γράφει δου­λειά δουλειά δουλειά. Και της κόρης διαγράφει φλέβες και αρτηρίες, χάρτες ανεξερεύνητων χωρών, από πότε έχει να το αγγίξει άντρας το παιδί της; Κάνει και τα γλυκά μάτια στον ορθοπεδικό της οστεοπόρωσης, του πιάνει την κουβέντα και ψάχνει αφορμές για ραντεβού, εκείνος είναι αυστηρός, γιατί κοιτάζει το παιδί της έτσι, πότε σταμάτησε να 'ναι γυναίκα το παιδί της, πώς θα χωρέσει ένα έμβρυο ανάμεσα στα κόκκαλα λόγ­χες της λεκάνης, γιατί την κοιτάζουν επίμονα στους διαδρόμους και ψιθυρίζουν, εκείνη δεν μπορεί ούτε βλέμμα να της ρίχνει πια, δεν ξέρει τι 'ναι αυτό που 'χει μπροστά της, να 'ναι ακόμη άνθρωπος;
Κόρη Λείψανο. Έτσι θα τη λένε. Κόρη Λείψανο. Από τα αρχαία χρόνια, έτσι έχει ακούσει, τα επώνυμα προέκυπταν από κάποιο ιδιαίτερο σωματικό χαρακτηριστικό. Αύριο, λοιπόν, που θα πάει στο ληξιαρχείο, θα ζητήσει να τη λένε πια Λείψανο. Αφού αυτό είναι: λεί­ψανο. Και φυτό. Φυλλοβόλο φυτό είναι. Πέσαν και τα μαλλιά της, αραιώσανε και βλέπεις το κρανίο, τα πιά­νει πάνω να συγκεντρώνονται, να φαίνονται πολλά, και μένουν στο πλάι φόλες ακατοίκητες. Kt ήτανε πα­λιά πλεξίδες περήφανες, σφιχτές, πιο σφιχτά μαμά έλε­γε κι ας την πονούσε, να σηκώνονται ψηλά σαν της Πίπης Φακιδομύτης, έφτιαχνε και μόνη της φακίδες με το στυλό και φορούσε τις ριγέ κάλτσες ώς το γόνατο, τη μαζεύανε από τις στέγες που σκαρφάλωνε μην τους τσακιστεί. Αγοροκόριτσο, έπαιρνε τα πορσελάνινα τσαγερά που της αγοράζανε δώρο χριστουγεννιάτικο σετ και τα πετούσε με τη σφεντόνα στα τζάμια των απέναντι, να εκδικηθεί τάχα μου τον γιο τους που την εκνεύριζε, ενώ κατά βάθος της άρεσε, προσγειωνόντουσαν πιατάκια φρίσμπι μπροστά στο σαλόνι των ανθρώ­πων και την άρπαζε από τις κοτσίδες, οι άντρες πρέπει να σε νιώθουν αδύναμη της έλεγε, θα καταλάβεις, τώρα της χαϊδεύει τα μαλλιά και φοβάται μην της μείνουν τούφες στο χέρι, τώρα που είναι αδύναμη πια κανείς δεν τη θέλει. Ρε μαλάκες, η Πίπη έβγαλε βυζιά, δείχνο­ντας το στέρνο της ο αποδίπλα ένα απόγευμα έβαλε φωνή κι έβγαλε γέλιο, όλα τα αγόρια σταμάτησαν και την κοιτούσαν έκπληκτα, η Κόρη Λείψανο-παπαρούνα της ντροπής κατέβασε τις κάλτσες της, έλυσε τις κοτσί­δες και ήρθε μέσα να παίξει «τσάι κυριών» ανόρεχτη, έκανε πως έβαζε τσάι, το τελευταίο κομμάτι της τσα­γιέρας βρισκόταν χωμένο στη μοκέτα των διπλανών. Από τότε δεν ξαναβγήκε να παίξει. Και σταμάτησε να πετάει πορσελάνες στους δίπλα. Λίγο καιρό μετά, μπή­κε στο δωμάτιο της η Μάνα Κουράγιο ένα πρωί να σι­γουρευτεί ότι ξύπνησε το παιδί για το σχολείο και την έπιασε να πατικώνει με ελαστικό επίδεσμο τον θώρακα της, την ξετύλιγε ένα τέταρτο μην της πάθει ασφυξία, και κείνη με τα χέρια σταυρωτά στο στήθος, μην της «τα» δει η Μάνα Κουράγιο, που ξέχασε να της μιλήσει για την εφηβεία, που την άφησε στις μελισσούλες και στα λουλουδάκια και στους πελαργούς. Θα τα κόψω, μαμά, δεν τα θέλω, δεν μπορώ να τρέχω, της είχε πει, οι φίλες της δεν είχαν τόσο πρόωρη ανάπτυξη, και το σουτιέν δεν το θέλω, με σφίγγει, με φαγουρίζει, να το βάλεις εσύ.
Οι ώρες περνάνε δύσκολα. Η Κόρη Λείψανο όλο κοιμάται, αμιτρυπτιλίνη, κυπροεπταδίνη, φλουοξετίνη, τραζοδόνη, χάπια και χαπάκια, διαβάζει τα κουτιά μήπως την πάρει και κείνη λίγο ο ύπνος, φοβάται μην τα μπερδέψει και φωνάζει τις νοσοκόμες, έχει και πρε­σβυωπία. Η Κόρη Λείψανο ανοίγει μηχανικά το στό­μα, τα κοιτάζει, είναι μικρά, δεν παχαίνουν της λέει και καταριέται μέσα της, ούτε και ξέρει άμα τα κρατάει στο στόμα και τα φτύνει όταν δεν τη βλέπει, είναι και πονη­ρή, δαιμόνια αλεπού, πάντα της ξέφευγε, δεν άκουγε για δόκανα, δεν ήθελε να ξέρει για παγίδες. Καθρέφτη που ζήτησε, της το ξέκοψε. Να μάθεις να κοιτάζεις χω­ρίς παραμορφώσεις, της είπε, εσύ ο στραβούλιακας τα λες αυτά, της απάντησε, έκανε χιούμορ, τα φάρμακα δρουν, μια ελπίδα στο βάθος. Και μετά βουλιάζει, δεν μιλιέται, κοιτάζει το μπράτσο της, το μετράει με την άλλη παλάμη να τσεκάρει τη διάμετρο, πιάνει τα μά­γουλα της μήπως και φούσκωσαν, με έκανες χοντρή, με ζηλεύεις, μαλακισμένη, και η Μάνα Κουράγιο κοιτάζει και δεν βλέπει ό,τι κοιτάζει, και δεν φταίει η πρεσβυω­πία, εθελοτυφλεί τώρα, αφού όταν έπρεπε δεν είδε, πό­τε τελειώνουν τα χρέη, όλο και συσσωρεύονται, να πλη­ρώσει, ναι, αλλά για πόσο ακόμα θα πληρώνει, τα κρο­κοδείλια δάκρυα σε μένα δεν πιάνουν, η Κόρη Λείψανο παθαίνει κρίσεις, τα συμπληρώματα φωσφόρου να τα βάλεις εκεί που ξέρεις, να πάθω υποφωσφαταιμία να το 'χεις τύψεις μια ζωή, πού τα έμαθε όλα αυτά, η Κόρη Λείψανο κι όταν είναι σε καταστολή ακούει, σκέφτεται η Μάνα Κουράγιο, κουράγιο, λέει από μέσα της, κι άλ­λο κουράγιο, κουράγιο, λέει και ο άντρας της που μόλις μπήκε στο δωμάτιο.
Πατέρα Γειασας. Έτσι θα τον λένε. Πατέρα Γεια-σας. Από τα αρχαία χρόνια, έτσι έχει ακούσει, τα επώ­νυμα προέκυπταν και σαν παρατσούκλια, από ιδιαίτερα γνωρίσματα του χαρακτήρα. Αύριο, λοιπόν, θα πάει στο ληξιαρχείο και θα ζητήσει να τον λένε πια Γειασας. Αφού αυτό λέει: γειασας. Και αντίο. Μακρόσυρτα και ειρωνικά, όταν μαλώνουν, όταν τα πράγματα σκουραίνουν, όταν χρειάζεται να είναι παρών. Κουνάει και το χέρι, το κάνει και παραστατικό, λες και η απουσία δεν είναι από μόνη της φανερή, χρειάζεται και ενδεί­ξεις. Στον πρώτο καβγά τους, έβαλε την τηλεόραση πιο δυνατά. Διασταυρώθηκαν στον δρόμο, αυτή φοιτήτρια να επιστρέφει με τη βαλίτσα στο πατρικό για τις διακο­πές του Πάσχα, κι αυτός με το ποδήλατο προς το καφε­νείο. Τον χαιρέτησε, γεια σας της είπε, δεν την ανα­γνώρισε έτσι που 'χε γίνει. Στο μπαλκόνι η Μάνα Κουράγιο, σκοτοδίνη της ήρθε έτσι που την είδε, κρα­τήθηκε από τα κάγκελα, της έπεσε η σκούπα από τα χέρια στη μέση του δρόμου. Η κόρη σου είναι, του φώ­ναξε, ο Πατέρας Γειασας κοντοστάθηκε, μυρίστηκε επι­κείμενη φασαρία, έσκυψε το κεφάλι, γειασας έγνεψε και στις δύο, μπέρδεψε τα πόδια του στα πετάλια ξεκινώ­ντας, αδυνάτισες μουρμούρισε και χτύπησε το κουδου­νάκι για χαιρετισμό. Την επόμενη μέρα η Κόρη Λείψα­νο έφυγε, στο τρίτο «κάτσε να φάμε όλοι μαζί σαν οικο­γένεια» ανέβηκε τις σκάλες και τις κατέβηκε σέρνοντας τη βαλίτσα, γεια σας είπε ανοίγοντας την πόρτα, γεια σ- πρόλαβε να πει ο Πατέρας και το υπόλοιπο το έφαγε ο γδούπος της λακαρισμένης καρυδιάς πάνω στην κά­σα. Ένα καλοκαίρι πριν από τις Πανελλήνιες, απόγευ­μα ήταν, η Κόρη Λείψανο άλειφε τη δεύτερη φέτα της με βούτυρο και μέλι, μπήκε ο Πατέρας Γειασας στην κουζίνα, πάχυνες της είπε, από τα μέλια και τα βούτυ­ρα ξεχείλωσες λιγάκι, η Κόρη Λείψανο πάγωσε, τα δάχτυλα της σφίξανε και λιγδωθήκαν από το βούτυρο, το βλέμμα της καρφώθηκε στο κενό. Η Μάνα Κουράγιο που σιδέρωνε στο σαλόνι, έβαλε κάθετα το σίδερο, ίσιωσε με δύναμη το κολλάρο του πουκαμίσου του και έσφιξε τα χείλη. Ο Πατέρας Γειασας έπλυνε τα χέρια του σφυρίζοντας στον νεροχύτη, τα σκούπισε με την πε­τσέτα των πιάτων και όταν έφυγε πια από την κουζίνα, η Κόρη Λείψανο έσπρωξε αργά την μπουκιά στο στόμα της, κοιτάζοντας ακόμη το κενό.
Τριακόσια γραμμάρια πήρες από χτες, μπράβο σου, η νοσοκόμα χαμογελά στην Κόρη Λείψανο, εκείνη την κοιτά με περιφρόνηση, βιταμίνη Β και C πήραμε, η νο­σοκόμα τσεκάρει, επίπεδα γλυκόζης, τιμές καλίου, όρια τρανσαμινάσης, ενεργήθηκες σήμερα, νιώθεις καλύτε­ρα. Όλα πηγαίνουν καλά, μην ανησυχείτε, ενημερώνει τη Μάνα Κουράγιο, εκείνη συγκατανεύει με ένα αδύ­ναμο χαμόγελο, νυστάζει, κοιμάται λίγο, το βράδυ έρ­χονται να βγάλουν τον ρινογαστρικό καθετήρα, να κά­νουν κι άλλες εξετάσεις, να ξαναβάλουν τον καθετήρα, η Κόρη Λείψανο βρίζει, η Μάνα κουράγιο κλαίει, ο Πατέρας Γειασας λείπει. Έχει πρηστεί η Κόρη Λείψα­νο, έχει τουμπανιάσει η κοιλιά της, σαν παιδί της Μπιάφρας είναι, όχι όχι, άλλη εικόνα, σαν να 'ναι έγκυος, σκέφτεται η Μάνα Κουράγιο, όταν ξανάρθου­με και έχει φουσκωμένη κοιλιά θα είναι για καλό, έτσι σκέφτεται και παίρνει κουράγιο, σύντομα θα αδιαθετή­σει ξανά, ξανάρχισε τα αντισυλληπτικά, μετά θα μπο-
ρεί και μόνη της. Η Κόρη Λείψανο πατάει με τα δάχτυ­λα τις γάμπες της, τα κωλόχαπα μου προκάλεσαν κα­τακράτηση υγρών, γκρινιάζει, μπαλόνι μ' έκανες, ηλί­θια. Ο Πατέρας Γειασας της φέρνει πακέτα με ρούχα τρία νούμερα μεγαλύτερα, φουστάνια με λουλούδια και έντονα χρώματα, τρώει επιδεικτικά σοκολάτες μπροστά στην Κόρη Λείψανο, τις λάτρευε μικρή, θα τις ξαναλατρέψει, πιστεύει, σε λίγες μέρες που θα 'σαι γυναι­κάρα πάλι —όχι, δεν έχει τρόπους ο Πατέρας Γειασας-της λέει, θα σε πάρω να ξαναπάμε στο λούνα παρκ που πηγαίναμε όταν ήσουν ένα σκατό τόσο δα -και μαρκά­ρει νοητά τη μέση του με τεντωμένη την παλάμη- θα 'ρθεις κι εσύ, λέει στη Μάνα Κουράγιο, θυμάσαι, ρωτάει την Κόρη Λείψανο, μπαλαρίνα ζήταγες κι ας ξέρναγες μετά -αυτό δεν έπρεπε να το πει, δαγκώνεται- και τρε­νάκι μετά και συγκρουόμενα, ήθελες μόνη σου να μπαί­νεις και μας τσούγκραγες και κερδίζαμε τις τζάμπα μάρκες και μετά τσουγκράγαμε μαζί τη μαμά, θυμάσαι -έχει ενθουσιαστεί ο Πατέρας Γειασας και μιλάει δυνα­τά- και σου έπαιρνα ένα πολύχρωμο μπαλόνι Κάντυ-Κάντυ και το κράταγες σφιχτά να μη σου φύγει και με­τά όταν το βαριόσουν το άνοιγα προσεχτικά και σου 'κανα την αστεία φωνή με το ήλιο, ζατς μαμά, κορόι­δευα τη μαμά που την κλείναμε στα συγκρουόμενα, θυ­μάσαι, ρωτάει την Κόρη Λείψανο και κείνη τον κοιτά­ζει σαν εξωγήινο, έχει κλείσει το λούνα παρκ χρόνια τώρα, πού ζεις, του λέει, ο Πατέρας Γειασας δεν ξέρει τι να απαντήσει, το πρόσωπο της έντασης μαραίνεται, η λάμψη στα μάτια θαμπώνει, παίρνει πάλι την κουρα­σμένη όψη του, πάω να πάρω καφέ λέει τέλος, γειασας. Στο δωμάτιο σιωπή.
Η Κόρη Λείψανο γυρίζει το κεφάλι και κλείνει τα μάτια. Ούτε λέξη στη Μάνα Κουράγιο. Δυο μέρες τώ­ρα, ούτε λέξη. Την καταδικάζει με το κάθε γραμμάριο, την καταπίνει με το κάθε χάπι, την απομακρύνει με την κάθε μέρα. Έχει κουραστεί η Μάνα Κουράγιο, το χάνει, Μάνα Κουράγιο-Τοχάνει, δεύτερο επίθετο, θα το ζητήσει κι αυτό αύριο στο ληξιαρχείο, έλεγε αντέχει μα πια δεν αντέχει να αντέχει συνέχεια, και δεν αντέχει που δεν αντέχει μερικές φορές, είχαν πει θα γίνει καλύ­τερα, η Μάνα Κουράγιο σ' αυτό βασιζόταν, ότι θα της μιλά πιο καλά, όχι σκάσε και μη μιλάς, όσο και να μη δίνει σημασία την πειράζουν, και το χέρι που άπλωσε η Κόρη Λείψανο τη μέρα που της έφερε στο δωμάτιο το πιάτο με το αγαπημένο της φαγητό την πειράζει, επί­τηδες δεν άναψε τον απορροφητήρα, να γεμίσει η μυ­ρωδιά όλο το σπίτι, έβαλε και τους ανεμιστήρες στο ρε­λαντί να πετάξει η μυρωδιά παντού, να ποτίσει τον αέ­ρα και τα έπιπλα, στα αρτοποιεία το κάνουν αυτό, το 'χει προσέξει η Μάνα Κουράγιο, όμως η Κόρη Λείψανο δεν υπακούει πια στις αισθήσεις, δεν είναι σκυλί του Παβλόφ, τα κουδουνάκια τρελάθηκαν, και όταν μπήκε με το πιάτο, κρέας κοκκινιστό με πατατάκια, έτσι το λέγανε, η Κόρη Λείψανο την ταρακούνησε, της τράνταξε το χέρι, αυτό που πονάει, μάζευε μετά τα παπαρια-σμένα από τη σάλτσα πατατάκια στο παρκέ και το κομμάτι κρέας πάνω στο γραφείο. Γυναίκα, σήμερα μάλιστα, δεν μπορώ να πω, το πέτυχες το φαΐ, την παίνεψε μετά ο Πατέρας Γειασας, δεν δοκιμάζεις κι εσύ λίγο, ρώτησε την Κόρη Λείψανο, καμιά τους δεν απά­ντησε, με τα χέρια σταυρωμένα στο στέρνο στους δύο καναπέδες, αντικριστά, σαν σε μάχη, μέχρι να τελειώ­σει ο Πατέρας Γειασας τα δυο πιάτα οι ειδήσεις είχαν ήδη πει τον καιρό κι εκείνες τίποτα.
Αύριο που θα πάει στο ληξιαρχείο, τώρα που το θυ­μήθηκε, έκανε λάθος, δεν μπορεί να ζητήσει το επίθετο Λείψανο, τα παιδιά παίρνουν το επώνυμο του ενός γο­νιού, δεν είναι εδώ Αμερική να το λένε το παιδί Daisy Lilly ή όποια άλλη ανοησία τους κατέβει, εδώ είναι σο­βαρά αυτά τα πράγματα, και πρέπει να αποφασίσει, θα είναι ή Κουράγιο ή Γειασας, πρέπει να αποφασίσει εκείνη, θα φύγει ή θα μείνει, με την κοιλιά τούμπανο και στο στόμα τον σωλήνα είναι σαν μπαλόνι, σαν το μπαλόνι που 'χε μικρή και το κράταγε απ' την κορδέλα στο λούνα παρκ, δεν θα την είδαν, δεν θα πρόσεχαν, και η Κόρη Λείψανο κατάπιε το μπαλόνι και είναι τώρα στην κοιλιά της, γι' αυτό είναι τόσο φουσκωμένη, η Κόρη Λείψανο πετάει, σε έναν δικό της κόσμο, η Μάνα Κουράγιο της φωνάζει να κατέβει, και με το ήλιο, να μην ανησυχεί, υπόσχεται, δεν θα την κοροϊδεύει, δεν θα της πει «ζατς», φτάνει πια με τις ήττες και τις νίκες, όλοι χαμένοι έχουν βγει σε αυτή την ιστορία, με τα ξαν­θά μαλλιά και τα πελώρια μάτια πετάει, Κάντυ-Κάντυ κι αυτή, αδύνατη να χωράει σε τετραγωνισμένα κάδρα, πάνω από την μπαλαρίνα και τα συγκρουόμενα πετάει και σκορπίζει τις κερδισμένες μάρκες και πρέπει να αποφασίσει, γιατί τα ληξιαρχεία ανοίγουν σε τρεις ώρες, φτάνει με τις βόλτες, πρέπει να γυρίαουν σπίτι, κουράστηκε πια στο λούνα παρκ η Μάνα Κουράγιο, την τσουγκρίσανε αρκετά πια και το κεφάλι της πονάει, να κόψει το σκοινί, να τρυπήσει το μπαλόνι η Μάνα Κουράγιο, αφού δεν το έκανε όταν έπρεπε θα το κάνει τώρα, δεν μπορεί να περιμένει να αποφασίσει η Κόρη Λείψανο-Μπαλόνι, δεύτερο επίθετο, τι κρίμα που θα το απορρίψουν κι αυτό, αν βλέπανε την κοιλιά της θα κάναν μια εξαίρεση οι γραφιάδες της υπηρεσίας, κι αν πά­ρει η Κόρη Λείψανο-Μπαλόνι τη λάθος απόφαση; Γρή­γορα τις βελόνες, γρήγορα το ψαλιδάκι από την τσά­ντα, δεν υπάρχει χρόνος.
Ο Πατέρας Γειασας καπνίζει το πέμπτο τσιγάρο και πίνει τον δεύτερο καφέ, καλύτερα έξω, τον προσπερνά­νε στους διαδρόμους γριές νυχτερίδες με το πι και παπ­πούδες με ξεκούμπωτη πιτζάμα για εύκολο κατούρημα, δέρμα γεροντίσιο, ζαρωμένο, η Κόρη Λείψανο, σε αγκώνες και στο στήθος, δεν θα κλάψει, άι στα κομμά­τια, δεν ησυχάζει πουθενά. Πατάει την αντλία με το αντισηπτικό υγρό που δεν χρειάζεται ξέβγαλμα, η Κό­ρη Λείψανο αρπάζει τις ιώσεις από χιλιόμετρα, τρίβει τα χέρια καλά, αυλακωμένα και ροδαλά, η Κόρη Λεί­ψανο έχει παλάμες στο χρώμα της σελήνης, έφεξε, τρί­βει ακόμη και τα ξερά νύχια, σαν βράχια, κληρονομικό, της μάνας του στα τελευταία της της τα έκοβε με το κλαδευτήρι, αγρός, αλέτρια και τσάπες, της Κόρης Λεί­ψανο κιτρίνισαν και τρίβονται σαν αλάτι, ξέχασε να ξε­χνιέται και όλα τη θυμίζουν, όχι απλά κι αγαπημένα, κάποτε ήταν αυτό, τώρα είναι σύνθετα και απελπιστι­κά, ο Πατέρας σκέτο δεν έχει πια σωσίβιες λέμβους κι εξόδους κινδύνου, κάθε που πάει να σφυρίξει και ζαρώνει το στόμα τον πιάνουν τα δάκρυα, χαλάει η μάσκα. Ανοίγει την πόρτα του δωματίου αθόρυβα, σχεδόν ξη­μέρωσε έξω και η Κόρη Λείψανο κάνει συνήθως ανήσυ­χο ύπνο, απέναντι στην καρέκλα η Μάνα Κουράγιο με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, η τσάντα ανοιχτή στα πό­δια της, γλίστρησε από τη χαλαρωμένη παλάμη, τσί­χλες, στυλό και μαντηλάκια με άρωμα λεμόνι φτιά­χνουν στο πάτωμα μωσαϊκό, διάφανο πλαστικό καπάκι και πολύχρωμα κουβαράκια παραδίπλα, βελόνες σκορ­πισμένες και ένα ψαλιδάκι ανοιγμένο να γράφει «χ».