Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Ἀλέξανδρος Παπαδιαµάντης - Ὁ σηµαδιακός

Τω Φωτώ σήμερα και σημαδιακός κι αταίριαστος συνάμα ο νους μου ταξιδεύει στο Μπραϊνάκι του πατρός Αλεξάνδρου του εκ Σκιάθου ήτις "...ἦτο δεκατετραέτις κόρη, ἀρκετὰ ἀνεπτυγµένη ἤδη τὸ ἀνάστηµα, ξανθή, ὕπωχρος καὶ λεπτοφυής. Οἱ δυὸ µακροὶ πλόκαµοί της, κρεµάµενοι ἐπὶ τῶν νώτων, ἔφθανον κάτω τῆς ὀσφύος. Ἐφόρει λευκοτάτην πάντοτε ἐσθῆτα, µετὰ τοσαύτης ἰδιορρύθµου χάριτος, ὥστε δὲν ὑπῆρχε ναύτης ἐπιστρέφων ἐκ µακροῦ  ταξειδίου, ὅστις νὰ µὴ τῆς κάµη πατινάδα, καὶ δὲν ὑπῆρχε µαθητὴς τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου, ὅστις ἐν µέσῳ τῶν τετραδίων καὶ τῶν βιβλίων του νὰ µὴ ἀναπολῆ τὴν εἰκόνα της". Μέρα που είναι παραθέτω ολόκληρο το διήγημα του Παπαδιαμάντη και εύχομαι Καλή Φώτιση! Είναι από το δεύτερο τόμο των Απάντων, εκδόσεις Δόμος, 1989. 



    Ἀπὸ τῆς σµικροτάτης νήσου ∆ασκαλειοῦ ἢ ἀπὸ λέµβου ἐν τῷ λιµένι θεώµενός τις, τὴν ἑσπέραν τῆς 5 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 186..., θὰ ἔβλεπε ποικίλα φῶτα διασχίζοντα καθ᾿ ὅλας τὰς διεθύνσεις τὰς ὁδοὺς τῆς πολίχνης Σ...
    ∆ὲν ἦτο τίποτε ἔκτακτον. Ζεύγη παιδίων µετὰ φανῶν καὶ δᾴδων περιερχόµενα τὰς οἰκίας, τὴν ἑσπέραν τῆς παραµονῆς, ἔψαλλον τὰ φῶτα.
    ∆υὸ µειράκια, πρωτεξάδελφοι ἐκ µητρός, ὁ Σωτῆρος καὶ ὁ Ἀλέκος, ἀνέβαινον τὸ λιθόστρωτον τῆς παραθαλάσσιας ὁδοῦ, τὸ ὑπερκείµενον ἀποτόµου κρηµνώδους βράχου καὶ φέρον εἰς τὴν ἄνω ἐνορίαν.
   Ὁ Σωτῆρος ἦτο δωδεκαετής, ὁ Ἀλέκος δεκαετής. Ὁ πρῶτος ἔφερε τὸ νησιώτικον ἔνδυµα, ὁ δεύτερος ἦτο «φράγκος», δηλαδὴ ἐφόρει κακόζηλα στενὰ ἐξ ἐγχωρίου ὑφάσµατος, καὶ κασκέτον. Οὗτος ἐκράτει µόνον λεπτὴν ράβδον, ὁ δὲ Σωτῆρος ἦτο κάσσα, ἐκράτει δὲ καὶ τὸν φανόν.
    Καθ᾿ ὅλον τὸ ἔτος οἱ δυὸ ἐξάδελφοι ἦσαν πάντοτε µαλωµένοι µεταξύ των. Τὰς παραµονὰς τῶν Χριστουγέννων ὅµως ἐπήρχετο ἡ συνδιαλλαγή, περιῆρχοντο κατὰ τὰς τρεῖς ἑορτὰς «τὰς συγγενικὸς οἰκίας», ἐτραγώδουν τὰ συνήθη ᾄσµατα, ἐµάζευον ὀλίγα λεπτά, ἔκαµνον µερίδιον... καὶ πάλιν µετὰ τὰ Φῶτα ἐµάλωναν.
     Καὶ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην εἶχον περιέλθει ὅλας τὰς «συγγενικὰς οἰκίας», δηλ. τὸ ἥµισυ τῆς πολίχνης, ὡς τελευταίαν δὲ ἐκδροµὴν ἐπεφύλαττον πάντοτε τὴν διὰ τοῦ ὀλισθηροῦ λιθοστρώτου ἄνοδον. Ἦτο ἤδη ὀγδόη ὥρα τῆς ἑσπέρας. Ἐκ τῆς ἀνόδου ἐκείνης κατήρχοντο πάντοτε µὲ βαρύτερα τὰ θυλάκια. ∆ιότι ὁ καπετάν-Θανασός, ὁ θεῖος των, ἦτο µὲν ἀπαιτητικός, ἰδιότροπος ἀλλὰ καὶ λίαν ἐλευθέριος.
    Ὁ καπετάν-Θανασός, εὔπορος ναυτικός, πεντήκοντα καὶ πέντε ἐτῶν, ἀπολαύων ἤδη τὰ θέλγητρα τῆς ἑστίας, παραχωρήσας τὴν πλοιαρχίαν εἰς τοὺς δυὸ πρεσβυτέρους υἱούς του, κατώκει τὴν µεγάλην σχετικῶς οἰκίαν, µετ᾿ εὐρυχώρου προαυλίου καὶ κήπου, εἰς ἣν ἔµελλον νὰ εἰσέλθωσιν ἤδη οἱ δυὸ νέοι.
    Μόλις ἀπεῖχον δέκα βήµατα τῆς αὐλείου θύρας, καὶ σκιά τις προβαίνει ἐκ τίνος κόγχης τῆς γείτονος οἰκίας, τῆς συνεχοµένης µὲ τὸ προαύλιον τῆς οἰκίας τοῦ καπετᾶν-Θανασοῦ.
  Μία χεὶρ ἤρπασε τὸν Σωτῆρον ἀπὸ τοῦ βραχίονος.
-Τί θέλεις, µπάρµπα; ἔκραξεν ἔντροµος ὁ νέος. Τὰ λεπτά µας... πάρε τα...
-∆ὲν θέλω λεπτά, βρὲ ἄτιµε!... ἀπήντησε βραχνὴ καὶ λαρυγγώδης φωνή.
    Ὁ Ἀλέκος µετὰ τῆς ράβδου του εἶχε τραπῆ, ἐννοεῖται, εἰς φυγήν.   Ἀλλὰ µόλις ἀπεµακρύνθη ὀλίγα βήµατα, καὶ ἐστάθη ἐνδοιάζων ἂν ἔπρεπε νὰ βάλη φωνὰς ἢ νὰ λάβῃ µᾶλλον λίθους νὰ ρίψῃ κατὰ τοῦ ἐπιδροµέως.
 - Στόπ! µωρέ... τῷ ἐφώνει ὁ παράδοξος ἄνθρωπος, ὅταν εἶχε σταµατήσει ἤδη.
- Ἄφσέ τον, µπάρµπα! τί σοῦ κάνει;... ἐφώνει µακρόθεν ὁ Ἀλέκος.
   Ὁ ἀλλόκοτος ἄνθρωπος ἐφόρει ἰδιόρρυθµον ὅλως κόκκινον σαρίκιον περὶ τὴν κεφαλήν, ὅπερ ἐτρόµαξε τοὺς δυὸ νέους καὶ δὲν τὸν ἀνεγνώρισαν κατ᾿ ἀρχάς. Οὕτω τοῦ κατέβη τὴν ἑσπέραν ἐκείνην νὰ φορέσῃ τὸ ζωνάρι του σαρίκι. Ἄλλοτε πάλιν εἶχεν ἄλλας ἰδιοτροπίας. Ἐφόρει ταὶς κάλτσαις ὡς χειρόκτια.
    Ἐκ τῆς φωνῆς ὅµως τὸν ἀνεγνώρισαν παρευθὺς καὶ οἱ δυό. Ἦτο «Ἐλόγου του».
   Τοιοῦτον ἔφερε σκωπτικὸν ἐπίθετον ὁ εἰκοσαέτης νέος Μανουὴλ Προυσαλῆς, ἐθελόκοµψος ἀντιπαθητικὸς ἐργολάβος εἰς τὴν µικρὰν ἐκείνην φιλοσκώµµονα κοινωνίαν, ὅπου πᾶς ἄνθρωπος πρὸς τῷ οἰκογενειακῷ ὀνόµατι, ὅπερ µόνον εἰς τοὺς ἐπισήµους καταλόγους τῆς δηµαρχίας ἀπαντᾶται, προικίζεται τουλάχιστον µὲ δυὸ ἢ τρία προσωνύµια.


- ∆ὲν θέλω τὰ λεπτά σου, βρέ... ἐπανέλαβεν Ἐλόγου του, στρίβων ὑπερηφάνως τὸν µικρὸν πυρρὸν µύστακά του... Μὴ φοβᾶσαι, ἄκουσε... νά, τί θέλω.
Καὶ τῷ ἔτεινε µικρὸν ἐπιστόλιον, ἐντὸς χρυσίζοντος διηνθισµένου φακέλλου.
- Νὰ τὸ δώσῃς, ἐπάνω ποὺ θὰ πᾶς, εἶπε. - Τίνος νὰ τὸ δώσω;
- Στὸ Μπραϊνάκι, βρέ... δὲν ξέρεις ποὺ µ᾿ ἀγαπάει;
- Ἀλήθεια; εἶπε µετὰ προσποιητοῦ θαυµασµοῦ ὁ Ἀλέκος, ὅστις εἶχε πλησιάσει ἐν τῷ µεταξύ.
- Σένα δὲν σοῦ µιλῶ, εἶπεν αὐστηρῶς Ἐλόγου του.
- Καλά, τὸ δίνω, ἀπήντησεν ὁ Σωτῆρος εὐχαριστηµένος διότι θὰ ἐγλύτωνε.
- Μὰ θέλω νὰ µοῦ φέρῃς καὶ σηµάδι, προσέθηκεν Ἐλόγου του.
- Τί σηµάδι;
- Αὐτὴ ξέρει.
Καὶ ἐπανέλαβε:
-Τὸ διαβάσῃ δὲν τὸ διαβάσῃ, θέλω νὰ µοῦ φέρῃς σηµάδι ἀπόψε. Καλά. Κρατῶ ἀµανάτι τὸ φέσι σου, καὶ σὲ περιµένω ἐδῶ τριγύρω. Ἀκοῦς;   
Καὶ ἀπέσπασεν αὐθαιρέτως τὸ φέσι ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τοῦ Σωτήρου.
- ∆ός του τὸ φέσι του! ἀνέκραξεν ὁ Ἀλέκος.
- Σούτ, ἐσύ!...
Ὁ Σωτῆρος δὲν παρεπονέθη τίποτε καὶ ἔνευσε πρὸς τὸν σύντροφόν του νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ ἔσω τοῦ προαυλίου.

- Τώρα πῶς θὰ πάω ἀπάνου χωρὶς φέσι; εἶπεν ὁ Σωτῆρος ἐντὸς τῆς αὐλῆς.
- Φορεῖ ὁ Σπύρος φέσι; παρετήρησεν ὁ Ἀλέκος.
   Ὁ Σπύρος ἦτο συνηλικιώτης καὶ ἀχώριστος φίλος τοῦ Σωτήρου, φιλοµαθέστατος, εὐφυής, πρωτόσχολος τῆς ἐποχῆς του, ὅστις ἠρέσκετο τότε νὰ µὴ ἔχη ἄλλο κάλυµµα τῆς κεφαλῆς εἰµὴ τὴν πλουσίαν λινόχρουν καὶ φαιὰν κόµην του.
   Φεῦ! οἱ δυὸ ἐκεῖνοι συµµαθηταί, τοὺς ὁποίους οὐχὶ ἄνευ παιδικῆς κακεντρεχείας προσήγγιζεν οὕτως ὁ Ἀλέκος, ἔµελλον µετὰ δεκαετίαν νὰ κατέλθωσιν ἐκ Γερµανίας µὲ ὑψηλοὺς πίλους καὶ µὲ ξένα ἔξοδα doctores philosophiae et omnium rerum... καὶ ὁ πτωχὸς Ἀλέκος, ὅστις οὔτε διδάσκαλος κατώρθωσε νὰ γίνη, ἂν καὶ ἐνεγράφη ποτὲ εἰς
τὴν Φιλοσοφικὴν σχολήν, ἔµελλε νὰ µείνη ξεσκούφωτος καὶ ἄσηµος... συρράπτης ἐπιφυλλίδων!...
- Ὁ Σπύρος, ἀπήντησε ὁ Σωτῆρος, δὲν φορεῖ πάντοτε.
- Καὶ σὺ µὴ φορὴς µιὰ φορά.
Εἶτα εὐθὺς τῷ ἦλθεν ἄλλη ἰδέα.
- Στάσου, βάζω κ᾿ ἐγὼ τὸ κασκέτο µου στὴν τσέπη, καὶ παρουσιαζόµεθα καὶ οἱ δυὸ ξεσκούφωτοι. Καὶ ἔκαµεν ὡς εἶπε.
- Τώρα, θὰ τὸ δώσης τὸ ραβασάκι; ἠρώτησε καὶ πάλιν ὁ Ἀλέκος.
- Αυτό δὲν τὸ κάνω ἐγὼ ποτέ, ἀπήντησεν ὁ φρόνιµος Σωτῆρος.
- Αυτό ἤθελα νὰ σοῦ πῶ κ᾿ ἐγὼ γιὰ νὰ διαβάσουµε τί γράφει µέσα.
- Ὄχι δά... κι αὐτὸ δὲν πρέπει... εἶπεν αὐστηρῶς ὁ Σωτῆρος.
- Γιατί;
- Καὶ τί θὰ διαβάσης; Δὲν ξέρεις τί γράφει µέσα; ∆ὲν διάβασες ποτέ σου τὸν «Σκανδαλώδη Ἔρωτα» καὶ τὴν «Φιλοµειδὴ Ἀφροδίτην»;
-Ναί.
- Ἐγὼ νὰ σοῦ πῶ τί θὰ γράψη. «Ψυχή µου, µάτια µου, καρδιά µου, συκώτι µου», καὶ ὕστερα θὰ ἔχη κάτι στίχους ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ σοῦ εἶπα: «Εἶσαι καρπὸς τοῦ Ἔρωτος, παιδὶ τῆς Ἀφροδίτης», ἢ «Ἔχεις ἀνάστηµα µικρόν, ἀλλὰ ψυχὴν µεγάλην, ὡς ἄρωµα πολύτιµον εἰς πάγχρυσον φιάλην», καὶ ὕστερα θὰ λέγη: «Ἀπὸ τὰ µπεντένια πέφτω,
πέφτω γιὰ νὰ σκοτωθῶ, κ᾿ ἡ ἀγάπη µου φωνάζει, πιάστε τον, γιὰ τὸ Θεό!» Αὐτὰ θὰ γράφη.
   Ὁ Σωτῆρος ἐµνηµόνευσεν ἀνωτέρω δυὸ συλλογὰς τοῦ Γαλατᾶ, ἐξ ἐκείνων αἵτινες τοιαῦτα δίστιχα περιέχουν τῷ ὄντι, ὧν πολλὰ µὲν κακόζηλα, πλεῖστα δὲ ἀνόητα καὶ ὅλα γελοῖα.
   Καὶ ὅµως ἡ περιέργεια τοῦ Ἀλέκου δὲν ἀνεπαύετο.
 
Βασίλης Πέρρος
   Παρὰ τὴν ἑστίαν πατριαρχικῶς καθήµενος ὁ µπάρµπα-Θανασός, ἔχων ἀντικρὺ τὴν πιστὴν συµβίαν του, καὶ περιστοιχούµενος ὑπὸ τῶν τεσσάρων θυγατέρων του καὶ τῶν τεσσάρων νεωτέρων υἱῶν του, διότι οἱ δυὸ πρεσβύτεροι ἔλειπον µὲ τὸ καράβι, ὡς ἀνωτέρω εἶποµεν, ἀπήλαυε τῆς µακάριας ἡδονῆς τοῦ οἴκου, ἣν µόνος ὁ ἐπὶ µακρὸν στερηθεὶς αὐτῆς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκτιµήσῃ.
   Ὁ καπετάν-Θανασὸς δὲν εἶχε µετρίας ἀπαιτήσεις. Ἤθελε πλὴν τοῦ κοινοῦ ᾄσµατος τῶν Φώτων, ἓν δι᾿ ἑαυτόν, ἓν διὰ τὴν σύζυγόν του, ἓν διὰ τὸ καράβι, ἀνὰ ἓν διὰ τοὺς ἓξ υἱούς του, ἀνὰ ἓν διὰ τὰς τρεῖς θυγατέρας του, καὶ δυὸ διὰ τὴν τρίτην κόρην του, τὸ Μπραϊνάκι, τὸ ὅλον δεκαπέντε ᾄσµατα.
  Ποῦ νὰ τὰ ὀρµαθιάσουν τόσα οἱ δυὸ αὐτοσχέδιοι µελῳδοί;
   Ἐφέτος εἶχον ἀντλήσει ἐκ τῶν ἀκένωτων πηγῶν τῆς µνήµης τῆς γηραιᾶς µάµµης, καὶ κατώρθωσαν σχεδὸν νὰ φθάσωσι τὸν ἀριθµόν.
   Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ καπετάν-Θανασὸς παρέτασσεν ἐπὶ τῆς ἑστίας τόσα εἰκοσιπενταράκια τούρκικα ἢ ἑλληνικὰ τοῦ Ὄθωνος, ὅσα ἦταν καὶ τὰ παρ᾿ αὐτοῦ ἀπαιτούµενα ᾄσµατα, καὶ ἔλεγεν: «Αὐτὸ γιὰ µένα, αὐτὸ γιὰ τὴν καπετάνισσα, αὐτὸ γιὰ τὸ καράβι... αὐτὸ γιὰ τὸν Κωνσταντῆ, γιὰ τὸν Γιάννη, γιὰ τὸν Παναγῆ, γιὰ τὸ Βασίλη, γιὰ τὸν Ἀνδρέα, γιὰ τὸν Γιωργῆ... αὐτὸ γιὰ τὴν Φλωροῦ, γιὰ τὴ Σινιωρίτσα... αὐτὰ τὰ δυὸ γιὰ τὸ Μπραϊνάκι... κι αὐτὸ γιὰ τὸ Γηρακώ...»
   Ἡ σύζυγος τοῦ καπετάν-Θανασοῦ ἐρρέµβαζε παρὰ τὸ πτερύγιον τῆς ἑστίας.   Οἱ λογισµοί της ἴπταντο πρὸς τοὺς δυὸ υἱούς της, οἵτινες ἐταξίδευον ἐφέτος «χειµωνιάτικα». Ὅλα σχεδὸν τὰ πλοῖα ἦσαν δεδεµένα, περιµένοντα τὴν αὔριον «νὰ φωτισθοῦν τὰ νερά» καὶ εἶτα ν᾿ ἀποπλεύσωσι. Τὸ ἰδικόν των τὸ πλοῖον ἦτο «πρωτοτάξειδο», εἶχε καθελκυσθῆ τὸν παρελθόντα Αὔγουστον, τὸν Σεπτέµβριον εἶχεν ἐκπλεύσει, καὶ φυσικῶς δὲν ἠδύνατο νὰ παραχειµάση εἰς τὸν λιµένα «πρώτη χρονιά».
   Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο ὅπερ ἔφερεν εἰς τοὺς ὀφθαλµούς της δάκρυα ἦτο τὸ ἑξῆς ᾄσµα, ὀφειλόµενον εἰς τὴν µνήµην τῆς µάµµης, καὶ ὅπερ ἐτραγούδησαν οἱ δυὸ νέοι:
Κυρά µου, τὰ παιδάκια σου, κυρά µου, τ᾿ ἀκριβά σου,
καράβι τριοκάταρτο στὸ πέλαγο ἀρµενίζουν
καὶ µὲ τ᾿ ἀφέντη τὴν εὐχὴ γρόσα πολλὰ θὰ φέρουν·
Κι ὁ κὺρ Βορρηᾶς τὰ κύµατα φυσάει καὶ τὰ σπρώχνει.
Σπρῶχνε, Βορρηά, τὰ κύµατα, νὰ µὤρθῃ τὸ παιδί µου,
τἀγαπηµένο µου πουλὶ καὶ τὸ ξεπεταρούδι,
ἀνάθρεµµα τῆς ἀγκαλιᾶς, τῆς ξενητειᾶς λουλούδι!... 
Ἐνθουσιῶν ὁ καπετάν-Θανασὸς ἠγέρθη αὐτοµάτως καὶ ἐλθὼν προσεκόλλησε σφάντζικον ἐπὶ τοῦ µετώπου τοῦ Σωτήρου, µειδιῶντος καὶ ἀνεχοµένου· τὸ αὐτὸ ἠθέλησε νὰ κάµη καὶ εἰς τὸν Ἀλέκον, ἀλλ᾿ οὗτος φοβερῶς µορφάσας, ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον καὶ εἶπε:
- ∆ὲν εἶµ᾿ ἐγὼ βιολιτζῆς, µπάρµπα!

   Ἀφοῦ ἐκαλονύκτισαν τὴν οἰκογένειαν, τὸ Μπραϊνάκι ἔλαβε λυχνίαν καὶ ἠθέλησε νὰ προπέµψη µέχρι τῆς αὐλείου θύρας τοὺς δυὸ ἐξαδέλφους της. Κατόπιν αὐτῶν ἔτρεχεν καὶ ἡ ὀκταέτις Γηρακώ.
- Μὴ µᾶς πᾶς ἀπ᾿ τὴν ἔξω σκάλα, τῇ εἶπε τότε µυστηριωδῶς ὁ Σωτῆρος, µὴ µᾶς πᾶς ἀπ᾿ τὴ µεγάλη πόρτα.
- Γιατί;
- Άνοιξε τὴν κλαβανὴ ποὺ σοῦ λέγω.
Εἶχον ἐξέλθει εἰς τὸν πρόδοµον. Τὸ Γηρακώ, εἰς ἓν νεῦµᾳ τῆς ἀδελφῆς της, ἤνοιξε τὴν καταπακτὴν καὶ κατῆλθον εἰς τὸ ἰσόγειον.
- Τί τρέχει; γιατί ἀλήθεια, εἶσαι χωρὶς φέσι;...
- Τ᾿ ἄφησα στὸ σπίτι.
- Τοῦ ἐπῆραν τὸ φέσι του! ἀνέκραξε µὴ κρατηθεὶς ὁ Ἀλέκος.
Ὁ Σωτῆρος συνωφρυώθη.
- Γηρακώ, εἶπε, ξέχασα νὰ ρωτήσω τὸν πατέρα σου· σύρε µία στιγµή... νὰ τὸν ρωτήσης τί ὥρα συνεννοήθηκαν οἱ ῾πίτροποι µὲ τοὺς παππᾶδες νὰ σηµάνουν τὸ πρωί.
- Καὶ τί ὥρα θ᾿ ἀπολύσῃ ἡ λειτουργία... καὶ τί ὥρα θὰ ψαλῆ ὁ ἁγιασµός... καὶ τί ὥρα θὰ ρίξουν τὸ Σταυρὸ στὴ θάλασσα... εἶπεν ὁ Ἀλέκος.
Ὅλα ταῦτα τὰ «τί ὥρα» ἦσαν τόσον δυσµήχανα διὰ τὴν µικρὰν Γηρακώ, ὅσον καὶ τὰ δεκαπέντε ᾄσµατα διὰ τοὺς δυὸ νέους...
- Πῶς νὰ πῶ; πῶς νὰ πῶ; ἠρώτησε τὸ Γηρακώ.
- Τρέξε γλήγορα! Ἐπανέλαβε κτυποῦσα διὰ τοῦ ποδὸς τὸ ἔδαφος ἡ ἀδελφή της.
Ἡ Γηρακὼ ἀνῆλθε τὴν κλίµακα. Τὸ Μπραϊνάκι ἔµεινε µόνη µὲ τοὺς δυὸ νέους.
    Τὸ Μπραϊνάκι ἦτο δεκατετραέτις κόρη, ἀρκετὰ ἀνεπτυγµένη ἤδη τὸ ἀνάστηµα, ξανθή, ὕπωχρος καὶ λεπτοφυής. Οἱ δυὸ µακροὶ πλόκαµοί της, κρεµάµενοι ἐπὶ τῶν νώτων, ἔφθανον κάτω τῆς ὀσφύος. Ἐφόρει λευκοτάτην πάντοτε ἐσθῆτα, µετὰ τοσαύτης ἰδιορρύθµου χάριτος, ὥστε δὲν ὑπῆρχε ναύτης ἐπιστρέφων ἐκ µακροῦ  ταξειδίου, ὅστις νὰ µὴ τῆς κάµη πατινάδα, καὶ δὲν ὑπῆρχε µαθητὴς τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου, ὅστις ἐν µέσῳ τῶν τετραδίων καὶ τῶν βιβλίων του νὰ µὴ ἀναπολῆ τὴν εἰκόνα της.
- Θὰ µοῦ πῆς τί τρέχει; ἐπανέλαβεν αὕτη.
- Νά, µᾶς ηὖρεν Ἐλόγου του, εἶπεν ὁ Σωτῆρος.
- Ποιός; ὁ ∆ιπλοκαϋµός;
   ∆ιπλοκαϋµὸς ἦτο τὸ δεύτερον παρωνύµιόν του Ἐλόγου του, ὅπερ τῷ εἶχον δώσει τὰ κοράσια, διότι αὐτὸς πάντοτε ὤρθριζε µέχρι τοῦ λυκαυγοῦς τραγουδῶν ὑπὸ τὰ παράθυρά των τὴν γνωστὴν ἐπῳδόν: «Ξύπνα, ποὺ δὲν ἐχόρτασες -διπλὸς καϋµός- ἄχ! τὸν ὕπνο νὰ κοιµᾶσαι», καὶ εἶχε τὴν καλωσύνην νὰ τὰς ἐξυπνᾷ ἀείποτε τὸ πρωὶ διὰ τῆς παραπλησίας µὲ γκάϊδα φωνῆς του...
- Καὶ τί σᾶς εἶπε; ἐπανέλαβε τὸ Μπραϊνάκι.
Ὁ Σωτῆρος διηγήθη ἐν ὀλίγοις τὴν σκηνήν, ἐφυλάχθη µόνον νὰ µὴ ἀναφέρῃ τι περὶ τῆς ἐρωτικῆς ἐπιστολῆς.
- Μᾶς εἶπεν ὅτι καίεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ σένα.
Ἐκάγχασαν καὶ οἱ τρεῖς.
- Καὶ µᾶς εἶπε νὰ τοῦ στείλης καὶ σηµάδι, προσέθηκεν ὁ Σωτῆρος.
- Σηµάδι; Γουού!
Καὶ εἶτα ἐπανέλαβε:
- Σηµάδι ἔχει ἀπ᾿ τὸ θεό, καὶ σηµαδιακὸς κι ἀταίριαστος εἶναι.
   Ἠνίσσετο τὴν βλάβην, ἣν εἶχεν ἐκ γενετῆς ὁ Ἐλόγου του εἰς τὸν ἀριστερὸν ὀφθαλµόν.
    Καὶ πάλιν προσέθηκε µὲ τόσην χάριν, ὥστε δὲν ἐφαίνετο κἂν τὸ χυδαῖον τῆς εἰκόνος:
- ∆ὲν ἔχω δῶ τὸ γάϊδαρό µου νὰ βγάλω καµπόσαις τρίχες ἀπ᾿ τὴν οὐρά του, νὰ τοῦ στείλω σηµάδι.
- Ἐκεῖνος δὲν χρειάζεται τρίχες, χρειάζεται τριχιές, εἶπεν ὁ Ἀλέκος, ὅστις θὰ εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ πρεσβυτέρους τὸ δηµῶδες τοῦτο λογοπαίγνιον.
- Γι᾿ αὐτὸ ἤθελα νὰ τοῦ στείλω τρίχες, γιὰ νὰ κάµη τριχιές, ἀπήντησε µεθ᾿ ἑτοιµότητος ἡ παιδίσκη.
- Μᾶς εἶπεν πῶς τὸν ἀγαπᾶς, εἶπεν πάλιν ὁ Ἀλέκος. 
- Πά νὰ χαθῆ! ὁ στερεµένος, ὁ λοχεµένος, ἤρχισε νὰ καταρᾶται τὸ Μπραϊνάκι εἰς τὸ γυναικεῖον ἰδίωµα. Κακὸ χρό ῾νἄχῃ, δυὸ νἆν᾿ οἱ ὥραις του!..
Ἀποτεινοµένη δὲ πρὸς τὸν Σωτῆρον ἠρώτησε:
- Τώρα πῶς θὰ πᾶς, ἀρέ, στὴν ἐκκλησιὰ χωρὶς φέσι;
- Στὴν ἐκκλησιὰ θὰ εἶναι χωρὶς φέσι, εἶπεν ὁ Ἀλέκος.
- Νὰ σοῦ φέρω ἕνα παληὸ τοῦ Παναγῆ, σοῦ κάνει τάχα;
Ὁ Σωτῆρος ἀπεποιήθη.
Ἐπέστρεψε τότε καὶ τὸ Γηρακώ. Κανεὶς δὲν ἐπρόσεξεν εἰς τὰς ἀπαντήσεις, τὰς ὁποίας ἐκόµιζε.
- Νὰ σᾶς βγάλω ἀπ᾿ τὴ µικρὴ πόρτα;
   Ἐξῆλθον διὰ τοῦ ἰσογείου ἀθορύβως, ἀφοῦ τὸ Μπραϊνάκι ἔσβεσε τὸν λύχνον, καὶ ὁ Σωτῆρος ἐκράτει τὸν φανὸν ὑπὸ τὸ ἐπανωφόρι του. Τοῦτο διὰ νὰ εἶναι ἀπαρατήρητος ἔξωθεν.
   Ἡ νέα κόρη ἤνοιξεν ἀψοφητὶ τὴν µικρὰν θύραν τῆς αὐλῆς.
- Ἥσυχα κάµετε, νὰ κοιτάζω, µὴν τὸ πῆρε πονηρὰ ὁ ∆ιπλοκαϋµὸς καὶ κάνει καρτέρι ἀπὸ κάτω.
   Οἱ δυὸ δροµίσκοι ἔφερον τῷ ὄντι πρὸς µικρὸν ὄχθον γῆς, κάτωθεν τοῦ ὁποίου ἐσχηµατίζετο ἀποτόµως κατωφερὴς χείµαρρος. Περιπατῶν τίς ἐπὶ τοῦ µέρους ἐκείνου ἠδύνατο νὰ ἐπιτηρῆ καὶ τὰς δυὸ θύρας.
- Νὰ σᾶς δώσω συνοδεία; εἶπε τὸ Μπραϊνάκι.
Θέλετε νἄρθουν µαζὺ καὶ τ᾿ ἀδέρφια µου;
- ∆ὲν εἶν᾿ ἀνάγκη, εἶπεν ὁ Σωτῆρος. ∆ὲν πρέπει νὰ γείνη λόγος στὸ σπίτι. Καὶ ποιὸς τὸν φοβᾶται;
   Τὸ Μπραϊνάκι προέβαλε τὴν κεφαλὴν διὰ τῆς θύρας, µόλις διανοιγείσης.
   Πράγµατι Ἐλόγου του τὸ ἐπῆρε πονηρά, καθὼς εἶπεν ἡ νέα.
Ἐσουλατσάριζεν Ἐλόγου του ὑπὸ τοὺς τοίχους τῆς παρακείµενης οἰκίας, ἐπιβλέπων ἀµφοτέρας τὰς θύρας τῆς αὐλῆς.
- Γηρακώ, εἶπε τότε τὸ Μπραϊνάκι, πάρε τὸ φανάρι, σήκωσε το ψηλά, νὰ πᾶς νὰ χτυπήσης µὲ βρόντο τὴ µεγάλη πόρτα, καὶ νὰ φωνάξης τρεῖς φοραίς: Καληνύχτα, καληνύχτα, καληνύχτα σας! 
Τὸ Γηρακώ, χωρὶς νὰ ἐννοῆ τίποτε, ἐξετέλεσε πιστῶς τὴν παντοµίµαν καὶ τὸ λογύδριον.
Ἐλόγου του ἐξαπατηθεῖς, ἔτρεξε πρὸς τὴν µεγάλην θύραν, βέβαιος περὶ τοῦ θηράµατος.
- Τώρα ἄµοιρος νὰ γένης, ἀρέ! εἶπεν εἰς τὸ γυναικεῖον ἰδίωµα τὸ Μπραϊνάκι.
   Οἱ δυὸ νέοι ἐτράπησαν διὰ τῆς µικρᾶς θύρας εἰς φυγήν, κερδήσαντες ἑκατὸν βήµατα τουλάχιστον διὰ τοῦ στρατηγήµατος τούτου, καὶ ἔχοντες ἀσυγκρίτως ἐλαφρότερους τοὺς πόδας ἀπὸ τὸν Ἐλόγου του.


   Τὴν πρωίαν ὁ Ἀλέκος, ὅστις ἦτο ὑπνοφάγος, ἀργὰ ὑπῆγεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἀλλ᾿ ὁ Σωτῆρος, «τῆς εὐχῆς τὸ παιδί», ὡς τὸν ἐκάλει ἡ µήτηρ του, ὑπῆγε, συγχρόνως µετὰ τοῦ νεωκόρου πρὸ τῶν ψαλτῶν καὶ τοῦ καπετᾶν-Θανασοῦ, ὅστις ἦτο ἐπίτροπος.
   Μετά τὴν λειτουργίαν καὶ τὸν ἁγιασµόν, ἡ ἱερὰ ποµπὴ ἐξῆλθε πρὸς τὴν ἀποβάθραν, ὅπου ἔµελλε νὰ τελεσθῆ ἡ κατάδυσις τοῦ Τιµίου Σταυροῦ.  
   Μέγα ἐνέπνεεν ἐνδιαφέρον ἡ ἑορτὴ αὕτη. Ὄχι τόσον διὰ τὸ µεγαλεῖον τῆς ἱερᾶς ποµπῆς, ὄχι τόσον διὰ τὸ τὶς θ᾿ ἀναλάβη τὸν Σταυρὸν ἀπὸ τοῦ κύµατος, ὅσον διὰ τό... τὶς θ᾿ ἁρπάση τὸν Σταυρὸν ἀπὸ τῶν χειρῶν τοῦ πρώτου λαβόντος, διότι οὖτος µὲν ἀπεκλείετο, ἐκεῖνος δέ, ὁ εὐτυχής, ἔµελλε ν᾿ ἀργυρολογήση καὶ νὰ µεθοκοπήση ἐπὶ δυὸ ἡµέρας.
   ∆ύο ἦσαν οἱ ἥρωες τῆς ἡµέρας. Ὁ Φτίκας καὶ ὁ Σοροκᾶς. Οὗτοι διηγωνίζοντο κατ᾿ ἔτος περὶ τοῦ γέρατος.
   Καὶ ἔφερον πασίδηλα τὰ ἴχνη τῆς µακροετοῦς ταύτης πάλης. Ὁ µὲν Φτίκας εἶχεν ἑπτὰ δακτύλους εἰς τὰς δύο χεῖρας του, ὁ δὲ Σοροκᾶς ἕνα ὀφθαλµὸν ὀλιγώτερον τῶν  λοιπῶν ἀνθρώπων.
   ∆ωδεκὰς λέµβων ἵστατο πλησίον τῆς ἀποβάθρας. Αὗται περιεῖχον τὸ πλήρωµα τῶν δυὸ µπουλουκιῶν, διότι ὁ Φτίκας καὶ ὁ Σοροκᾶς εἶχαν µπουλούκια, σχεδὸν πολεµάρχαι.
   Ἄλλαι πολυάριθµοι λέµβοι ἵσταντο ἀπωτέρω, φέρουσαι µόνον θεατάς. Καὶ ὅλη ἡ ἀποβάθρα, καὶ ὅλη ἡ παραθαλάσσιος ἀγορά, καὶ ὅλοι οἱ ἐξῶσται καὶ τὰ παράθυρα πλήρη κόσµου. Ὁµιλοῦµεν σχετικῶς, διότι ἡ πολίχνη µας δὲν ἔχει πλείονας ἢ τεσσάρας χιλιάδας κατοίκων.
   Ὁ Σωτῆρος καὶ ὁ Ἀλέκος ἵσταντο πλησίον τοῦ ἱερέως καὶ ἐκοίταζον νὰ ἴδωσι ποῦ τὸν Ἐλόγου του.
   Ὁ Τίµιος Σταυρὸς ἔπεσε τέλος εἰς τὸ κύµα καὶ ἡ µάχη ἤρχισεν.
   Εὐτυχῶς ὑπῆρξε σύντοµος κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο.
   Ὁ µπουλουκτσῆς τοῦ Φτίκα, ὅστις ἤρπασε πρῶτος τὸν Σταυρόν, εὑρίσκετο ἀρκετὰ πλησίον τῆς λέµβου του, καὶ εἶχεν ἀρκετὴν ἐπιδεξιότητα, ὥστε οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων  τοῦ Σοροκᾶ ἐπρόφθανε νὰ τοῦ κόψη τὰ δάκτυλα ἢ νὰ τοῦ δοκιµάση τὸν γρόνθον, διὰ νὰ τοῦ τὸν ἀποσπάση.
    Ἅµα πατήσας εἰς λέµβον, εὑρίσκετο εἰς οὐδέτερον ἔδαφος ἢ µᾶλλον εὑρίσκετο εἰς τὴν οἰκίαν του καὶ δὲν ἐπετρέπετο πλέον µάχη.
   Τὸ µπουλούκι τοῦ Φτίκα ἠλάλαξεν ἐν θριάµβῳ. Ἦτο τέταρτον ἔτος τοῦτο ἀφότου κατὰ σειρὰν ἑνίκα. Ὁ Φτίκας ἦτο ἄνθρωπος εὐτυχὴς τὴν ἡµέραν ἐκείνην.

Καὶ ὅµως ἦτο τὶς εὐτυχέστερός του Φτίκα, ἐπὶ δέκα λεπτὰ τῆς ὥρας τουλάχιστον. Ἦτον Ἐλόγου του.
   Ὅταν ἐπέστρεφεν εἰς τὸν ναὸν ἡ ποµπή, ὁ Σωτῆρος, ὅσον καὶ ἂν ἐβάδιζε πλησίον τοῦ ἱερέως, εὑρέθη ἀντιµέτωπος τοῦ νυκτερινοῦ ἐπιδροµέως του.
   Ὁ Σωτῆρος εἶχε σχεδιάσει νὰ κλείση τὸ ἐπιστόλιον τοῦ Ἐλόγου του, τὸ ὁποῖον δὲν κατεδέχθη ν᾿ ἀνοίξη, εἰς ἄλλον φάκελλον, νὰ κάµη ἐπιγραφὴν πρὸς τὸν ∆ιπλοκαϋµόν, διὰ λεπτῆς ἐπιτηδευµένης γραφῆς, ἥτις νὰ φαίνεται ὡς γραφὴ κορασίου, νὰ τὸν ἐξαπατήση δίδων αὐτῷ τὸν φάκελλον ὡς ἀπάντησιν τάχα τῆς νεαρᾶς κόρης, καὶ νὰ λάβη ὀπίσω τὸ φέσι του.
   Ταῦτα ἐσκέπτετο νὰ πράξη µετὰ τὸ τέλος τῆς ἱερᾶς ποµπῆς.
    Όταν ὅµως εὑρέθησαν ἤδη πλησίον ἀλλήλων, ὁ Ἀλέκος, ὅστις ἔβλεπε τὴν τσέπην τοῦ µικροῦ µασσαλιωτικοῦ ἐπενδύτου τοῦ Ἐλόγου του κάπως φουσκωµένην, ὑπεψιθύρισε πρὸς τὸν Σωτῆρον:
- Στὴν τσέπη τὸ ἔχει τὸ φέσι του.
   Ὁ Σωτῆρος ἐσκέφθη ὅτι αὐτὴ ἦτο ἡ καλλίτερα εὐκαιρία, καὶ ἂς ἔλειπεν ὁ δεύτερος φάκελλος, διότι ἐν µέσῳ τόσου κόσµου ὁ ∆ιπλοκαϋµὸς δὲν θὰ ἤνοιγεν ἀµέσως τὸ γράµµα.
   Ἐλόγου του ἐκοίταζε προκλητικῶς τὸν Σωτῆρον. Ἐφαίνετο περιµένων ἀκόµη τὸ σηµάδι.
    Ὁ Σωτῆρος ἐξήγαγε τοῦ κόλπου του τὸν ἐρωτικὸν ἐπιστόλιον, τὸ ἐδίπλωσε µὲ τέχνην, µὲ τὴν ἐπιγραφὴν ἔσωθεν, τὸ ἐσκέπασε καλῶς µὲ τὴν παλάµην καὶ εἶπε εἰς τὸν Ἐλόγου του:
- Νά, πάρε τὴν ἀπάντησι. ∆ός µου τὸ φέσι µου.
    Ἐλόγου του ἤρπασε τὸ ἐπιστόλιον, τὸ ὤθησεν ἀµέσως εἰς τὸ θυλάκιον τοῦ περιστηθίου καὶ τῷ ἔδωκε τὸ φέσι.
   Καὶ οὕτως ἔλαβεν ἑκάτερος τὸ ἴδιον ἑαυτοῦ πράγµα. Ὁ Σωτῆρος τὸ φέσι του, καὶ ὁ ∆ιπλοκαϋµὸς τὴν ἐπιστολήν του.
Μετ᾿ ὀλίγας ἡµέρας, τώρα µετὰ τὴν κατάδυσιν τοῦ Σταυροῦ, θ᾿ ἀπέπλεεν Ἐλόγου του, καὶ ὁ Σωτῆρος δὲν τὸν ἐφοβεῖτο πλέον. 


  (1889)