Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Παραλογοτεχνία και πώς διαβάζουμε.

  Αγαπημένο περιοδικό  ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ με εξαιρετικά θέματα  πάντοτε που ενδιαφέρουν και απασχολούν τους εραστές της γλώσσας και της λογοτεχνίας καταπιάνεται στο τελευταίο τεύχος με το θέμα της παραλογοτεχνίας φιλοξενώντας απόψεις που αξίζει να διαβαστούν. Κράτησα κάποιες σημειώσεις που αντιγράφω εδώ από τις απόψεις των εξαιρετικών κειμενογράφων.

   Ο  Στάντης  Αποστολίδης  υποστηρίζει πως γνωστά ονόματα της λογοτεχνίας επιδίδονται στην παραλογοτεχνία, είτε ηθελημένα είτε -τάχα- αθέλητα. Επειδή έχουν διαπιστώσει ότι δεν κινείται εμπορικά η πραγματική λογοτεχνία (γιατί ίσως κάποτε είχαν να εκφράσουν κάτι ψυχικά βαθύτερο και διαπίστω­σαν ότι αυτό δεν κίνησε το μεγάλο ενδιαφέρον του κοινού - που ποτέ, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται ασμένως σε ποιοτικά μεγέθη), στρά­φηκαν στην εύκολη γραφή. Καλλιέργησαν τρόπους με βάση κάποιες ντιρεκτίβες. Δηλαδή ακολούθησαν μια γραμμή η οποία επέβαλε το κείμενό τους να είναι ευανάγνωστο και να απευθύνεται σε πολλούς αποδέκτες. Τα υλικά συνταγής έπρεπε να είναι δημοφιλή: όπως λίγη Κατοχή, λίγο σεξ, λίγη ομοφυλοφιλία και ισόποση Αριστερά (γιατί κι αυτή στη σωστή δοσολογία έχει τους πελάτες της)…  Οι έλληνες συγγραφείς παραλογοτεχνίας πιάνουν στον αέρα κάτι από τα διεθνή πρότυπα και κινούνται ανάλογα. Έτσι βλέπεις να κυκλοφορούν μυθιστορήματα για τη Μικρασιατική καταστροφή, τα εμφυλιακά, τα «πέτρινα χρόνια», για τη Σύρο του 1880, που μπορούν να γίνουν εύκολα σενάρια τηλεοπτικών σειρών. Αυτές οι γραφές δεν είναι απλώς «εύκολες», είναι μια βιομη­χανία στην οποία υπείκουν και πολλοί επώνυμοι συγγραφείς.
  Η Βενετία Αποστολίδου υποστηρίζει πως με τον όρο  ΠΑΡΑΛΟΓΟΤΕΧΝΙA συνήθως εννοούμε εκείνα τα γραπτά έργα μυθοπλασίας τα οποία δεν θεωρούνται ότι διαθέτουν ένα μίνιμουμ αισθητικής αξίας και επομένως δεν αξιώνονται καν τον χα­ρακτηρισμό «λογοτεχνικά». Η παραλογοτεχνία δηλαδή δεν ταυτίζεται με την κακή λογοτεχνία διότι η δεύτερη, ακόμη κι αν έχει χίλια ελατ­τώματα, αναγνωρίζεται ως λογοτεχνία. Ο παραπάνω ορισμός ωστό­σο σκοντάφτει στη σχετικότητα της έννοιας «αισθητική αξία» και του ρήματος «αναγνωρίζεται». Διότι, ως γνωστόν, η αισθητική αξία αποτελεί ένα διακύβευμα που ορίζεται ιστορικά, φιλοσοφικά και, εν τέλει, υποκειμενικά. Από την άλλη το «αναγνωρίζεται» χρειάζεται ένα υποκείμενο. Ποιος είναι αρμόδιος να σταθμίζει την αξία κάθε έργου στο χρηματιστήριο των γραμμάτων; Τέτοιου είδους ερωτήματα απαντώνται με τη βοήθεια των εννοιών λογοτεχνικό «σύστημα» και λογοτεχνικό «πεδίο».
…Από μια άποψη, η παραλογοτεχνία είναι απαραίτητη για το λογοτεχνικό σύστημα διότι ενισχύει την ύπαρξή του, επιβεβαιώνοντας διαρκώς το δικαίωμά του να διακρίνει και να αποκλείει. Παλαιότερα ολόκληρα κειμενικά είδη θεωρούνταν συλλήβδην παραλογοτε­χνία, όπως το αστυνομικό μυθιστόρημα, η επιστημονική φαντασία, τα κόμικς, το ερωτογράφημα κλπ. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι τα παραπάνω είδη συμπεριλαμβάνουν και καλά λογοτεχνικά έργα, οπότε η καταχώρηση στην παραλογοτεχνία κρίνεται κατά έργο. Ήδη η εν λόγω μετατόπιση δείχνει την ιστορικότητα των όρων και των κατατάξεων.
Είναι γνωστό πως τα έργα της παραλογοτεχνίας έχουν τη μεγαλύτερη διάδοση, αποτελούν δηλαδή την πλειοψηφία στις λίστες των ευπωλήτων, χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως ήδη σημειώθηκε, πως και ένα  καλό λογοτεχνικό έργο δε μπορεί να γίνει best seller. Τούτο είναι καθαρά θέμα λογοτεχνικής εκπαίδευσης αφού το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και ο δημόσιος λόγος για τη λογοτεχνία, ο οποίος είναι αυτός μια άτυπη μορφή εκπαίδευσης, δεν έχει κατορθώσει (και μόνο στη χώρα μας) να δημιουργήσει αναγνώστες λογοτεχνίας σε μεγάλους αριθμούς. Να καλλιεργήσει το λογοτεχνικό γούστο, να εξοικειώσει τους μαθητές και μελλοντικούς ενήλικους αναγνώστες με μια ποικιλία λογοτεχνικών μορφών. Από την εμπειρία της με φοιτητές διαπιστώνει πως το σημείο στο οποίο σκοντάφτουν, και γι αυτό ρέπουν προς τις εύκολες αναγνώσεις, είναι οι μοντερνιστικές τεχνικές, η αμφισημία, το ανοικτό τέλος, η αβεβαιότητα του νοήματος. Επιθυμούν το ρεαλισμό, το μοναδικό νόημα και την ξεκάθαρη ηθική στάση.
   Ο Γιώργος Αριστηνός  υποστηρίζει πως τίποτε δεν απειλεί τη λογοτεχνία, όμως κάτι την ενοχλεί. Εί­ναι απλώς ένα υβρίδιό της, ένα πλάσμα τεχνητά φτιαγμένο, απατηλό, που ξεπατικώνει αδέξια τους όρους της τέχνης -τη γλώσσα και τις στρατηγικές της- όμως ό,τι κατορθώνει είναι ένα θολό αποτύπωμα. Πώς ενεργεί;  Από τη θεματολογία επιλέγει το πιο βρώσιμο (Εμφύλιος με τις παθολογικές συμφύσεις του, Προσφυγικό με το συναισθημα­τικό άλγος της. Οικονομική Κρίση με τη συνθηματολογική εκφορά της, Μετανάστευση με το ανθρωπιστικό μήνυμά της, Ετερότητα με το φυλετικό πάθος της, Σεξ με τη φεμινιστική παράνοιά του, Ηθογραφία με τη μεμψιμοιρία και τον ασφυχτικό της μικρόκοσμο).
Η γλώσσα επιπλέον θα αναμοχλευτεί -ας μη φαντάζεται κανείς οποιαδήποτε ανασκαφή στα βαθιά της κοιτάσματα, απλώς κάτι επι­φανειακά ορνιθοσκαλίσματα- για να προσφέρει τον αφρό της γενειοφόρας παράδοσής της. Εννοώ κάτι «μαλλιαρά» ρινίσματα που για τον παραχαράκτη παίζουν το ρόλο τους: προβάλλονται σαν φα νταχτερά ψιμύθια για να ξιπάσουν τον αφελή αναγνώστη. Συνάμα, κάτι «αρχαιολογικά» «πάρεξ», «προσώρας», κ.λπ., τα οποία συνδυάζονται με μια «πίσω-μπρος», όπως θάλεγε ο Μαρωνίτης, σύνταξη, δηλαδή χρήση υπερβατών και άλλων δημοτικοφανών τρόπων, δίνουν στη γλώσσα το λούστρο μιας παστρικής -παστρικές έλεγαν παλιότερα τις πουτάνες- λογοτεχνίας: «λογοτεχνίας» ευανάγνωστης, χωρίς συστροφές και περιελίξεις, ευθύγραμμης, που χρησιμοποιεί μια ιστο­ρία αναγνωρίσιμη κι ένα μύθο φαντασιωσικής αναπαράστασης, χωρίς ύφος και δύστροπα εκφραστικά μέσα.
Στη χαρούμενη μεταμοντερνιστική λογοτεχνία   όπου κυριαρχεί το παχύρευστο συναίσθημα και η σιτεμένη ερωτική σχέση, όλα οδηγούν στο λυσιτελές ή μάλλον παραμυθητικό αποτέλεσμα, ακόμη και στην περίπτωση δραματικών «ατυχημάτων».  Στην Ελλάδα, που ο μοντερνισμός έχει δυσφημιστεί ή έχει θεωρη­θεί παρωχημένος και εξαντλημένος από το κριτικό «βαλανείο», είναι λογικό τα υποκατάστατά του να μεσουρανούν.
   Η Ρέα Γαλανάκη με τον όρο παραλογοτεχνία ορίζει τα άσχετα με τη λογοτεχνία, τα άτεχνα έργα. Το μυθιστόρημα είναι ασφαλώς το βαρύ πυροβολικό της παραλογοτεχνίας για λόγους οικονομικούς. Σήμερα συνυπάρχουν στην αγορά  λογοτεχνικά και παραλογοτεχνικά έργα, αλλά συνυπήρχαν και πριν  μερικές δεκαετίες, και παλιότερα ακόμα. Εντοπίζει τρεις θεμελιώδεις διαφορές σήμερα:
Η πρώτη, ότι παλιότερα έβγαιναν πολύ λιγότερα αυτοτελή παραλογοτεχνικά μυθιστορήματα, γιατί συχνά δημοσιεύονταν σε συνέχειες : ελαφρά γυναικεία περιοδικά και άλλα συναφή, έχοντας από τότε χαρακτηριστικά σίριαλ. Η δεύτερη διαφορά είναι ότι, ενώ παλιότερα το βάρος και το ενδιαφέρον των πάντων έπεφτε μόνο στη λογοτεχνία  σήμερα το βάρος πέφτει εξίσου και στην παραλογοτεχνία για λόγους βασικά οικονομικούς, αλλά και για λόγους αλλαγής των κοινωνικών δομών και συμπεριφορών. Η τρίτη διαφορά, αποτέλεσμα εν μέρει των παραπάνω, είναι το έγκλημα που διαπράττεται εναντίον της τέχνης του λόγου: τόσο το λογοτεχνικό, όσο και το παραλογοτεχνικό μυθιστόρημα ταυτίζονται, μπαίνοντας στο ίδιο ράφι του βιβλιοπωλείου, στον ίδιο χώρο στον κα­τάλογο του εκδότη, στην ίδια στήλη «ευπώλητων» των εφημερίδων. Αυτό σημαίνει ότι, δυνητικά, και στο μυαλό του αναγνώστη ταυτίζο­νται τα έντεχνα και τα εντελώς άτεχνα έργα. Και ενώ το οικονομικό κίνητρο του εκδότη και του βιβλιοπώλη είναι κατακριτέο, η προβολή έργων λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας από τις εφημερίδες κάτω από τον γενικό τίτλο «ευπώλητα» χωρίς καμιά αναμεταξύ τους διάκριση, όχι μόνο είναι αδιαφανής, αλλά μπερ­δεύει (σκόπιμα;) τον αναγνώστη. Έτσι όμως χαντακώνεται η έντεχνη λογοτεχνία ενώ η κάθε γραμμένη βλακεία, η κάθε γραμμένη κοινοτο­πία, αναδεικνύεται και στεριώνεται ως λογοτεχνικό ανάγνωσμα. Στο εξωτερικό και οι εκδότες, και οι βιβλιοπώλες, και τα μέσα ενημέρωσης διαχωρίζουν  τη λογοτεχνία από την παραλογοτεχνία.
   Η παραλογοτεχνία προκαλεί «κατ’ αναλογίαν» ένα είδος παρανάγνωσης της λογοτεχνίας (η παρανάγνωση αφορά τον τομέα της παλαι­ογραφίας). 0 αναγνώστης, όπως ήδη αναφέρθηκε, εθίζεται να θεωρεί λογοτεχνικό ένα κείμενο που δεν έχει καμιά σχέση με τη λογοτεχνία. Αντί, λοιπόν, να καλλιεργείται, να ανησυχεί, να αναζητεί τη γνώση του εαυτού του, την κατανόηση του άλλου και της κοινωνίας, της ιστορίας και των ιδεών, τη διερεύνηση των στερεότυπων και της ίδιας της μητρι­κής του γλώσσας τελικά, μέσω ενός παραλογοτεχνικού αναγνώσματος απλώς αποχαυνώνεται, επειδή τίποτα δεν ερεθίζει το συναίσθημα και τo μυαλό του. Τα έργα της παραλογοτεχνίας είναι πολύ συντηρητικά, καθώς αναμασούν  όλα τα φτηνά στερεότυπα, όλα τα αφελή κλισέ, επιδιώκοντας όχι την αφύπνιση, αλλά τον πνευματικό λήθαργο του αναγνώστη της. 0 αναγνώστης της είναι, ή γίνεται, ένας βαθιά συντηρητικός άνθρωπος· ο συντηρητισμός του είναι μικροαστικός, μεγαλοαστικός ή και επαναστατικός, αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία…
   Από τα λόγια του Γιώργη Γιατρομανωλάκη σημείωσα κάποια συμπεράσματα:πως δεν είναι η «παραλογοτεχνία» (ό,τι και αν σημαίνει όρος) που πρέπει να μας ενοχλεί. Την παραμορφωμένη και παραμορφωτική «κριτική» είναι που οφείλουμε να εχθαίρουμε. Αλλά να γίνει αυτό πρέπει προηγουμένως να έχουμε αποκτήσει τη δική μας κριτική σκέψη. Τη δική μας φωνή. Δια της παιδείας και λογοτεχνίας. Όταν ένας λαός συγγραφέων/αναγνωστών / διανοούμενων / πολιτικών / εκπαιδευτικών δεν ξέρει να αναγιγνώσκει «κριτικά» και δεν δέχεται κριτική για το έργο του ( ακόμη και την κακόπιστη), δεν μπορεί να πάει μπροστά. Να ένας η λόγος για τον οποίο είμαστε μέσα στην παραοικονομία, την παραμορφωτική πολιτική, την παρα-κριτική, την παρα-ιδεολογία. Είναι καλύτερο να διαβάζουμε και να κρίνουμε ακόμη και «παραλογοτεχνία» από το να παραμένουμε μη-αναγνώστες. Και η παραλογοτεχνία» κάτι χρήσιμο μπορεί να δώσει.
   Συζητώντας ο Γιάννης Δάλλας με τον Τάσο Γουδέλη για Χάρολντ Μπλουμ,Τζορτζ Στάινερ  και αναγνωστική θεωρία επισημαίνει πως ως προς την ανάγνωση, η μελέτη των πραγμάτων έχει ανά­γκη τη «λοξή γωνία»: μιλάμε ή για τον σύγχρονο αναγνώστη που θέλει να διαφοροποιήσει την επίσημη οπτική της ανάγνωσης ενός κει­μένου ή για τον απλό αναγνώστη απέναντι σε ένα κείμενο, ας πούμε μυθοπλασίας, διαθέσιμο να αναζητήσει εκεί την απλή αναπαραγωγή των επεισοδίων της ζωής ή και την παραδοξότητα. Υπάρχει η τάση να επικρατήσει, σε γενικές γραμμές, το γούστο του μέσου και απλού αναγνώστη μόνο που παλιότερα οι απλοί αναγνώστες υποδέχονταν διαφορετικά τις λαϊκές» ιστορίες, τόσο τις τρέχουσες και εντυπωσιακές του νεοελληνικού  βίου όσο και τις εισηγμένες, π.χ. τις ανατολίζουσες για την Χαλιμά ή τις δυτικίζουσες για τον Μπερτόλδο. Υπήρχαν σαφείς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους υποψιασμένους αναγνώστες και σε αυτούς που αναφέρουμε. Σήμερα οι συγκεκριμένες διχοτομίες κινδυνεύουν, με την έννοια ότι ένα νέο γούστο που ξεκινά από χαμηλά τείνει να κατακτήσει το «υψηλό». Δεν αντιλαμβανόμαστε απόλυτα τη διείσδυση αυτών των φορέων του νέου στην αντίληψη, στη γραφή και την ανάγνωση.
    Ο Γιάννης Δάλλας συσχετίζει  την έννοια της παρανάγνωσης με τη νέα παραλογοτεχνία (όχι με την παλιά «ελαφρά φιλολογία») ή τη σημερινή «πεζογραφία των μαζών» (της μαζικής κατανάλωσης). Η πρόθεση παρά, κρινόμενη όχι με αντιθετικό και αξιολογικό χαρακτή­ρα, μας οδηγεί σε μια έννοια που κινείται δίπλα στη λογοτεχνία: σε μια άλλη λογοτεχνία. Η παρανάγνωση προσδιορίζει όχι απλώς μια διαδικασία σωστής ή λανθασμένης πρόσληψης ενός κει­μένου αλλά εκείνη την εσωτερική διεργασία με την οποία, θεληματικά ή αθέλητα, δημιουργούμε μέσα μας ένα νέο κείμενο. Ως συγγραφέας και αναγνώστης αντιμετωπίζει  την παραλογοτεχνία ως κάτι διαφορετικό. Τη βλέπει ως μια άλλη λογοτεχνία.
     Ο Γιάννης Δούκας υποστηρίζει πως για ν' αποδεχθούμε την έννοια της παρανάγνωσης πρέπει πρώτα να συμφω­νήσουμε ότι υπάρχει η έννοια της ορθής ανάγνωσης... Χαρακτηρίζει ένα έργο ως καλό ή κακό,   με βάση ένα κριτήριο, το οποίο, όμως, είναι μεταβλητό και προσδιορίζεται από εποχή σε εποχή. Απέναντι σε ένα κλασικό κείμενο έχουμε διαρκώς ανανεούμενες ερμηνείες. Άλλος είναι ο ελι­σαβετιανός Σέξπιρ, άλλος ο βικτωριανός, άλλος της νεωτερικότητας Το γούστο υπόκειται στο νόμο της μεταβλητότητας. Άρα πρέπει vα προστρέξουμε σε θεωρητικά εργαλεία, όπως και σε εμπειρικά, με βάση την ενσυναίσθηση: δηλαδή με κριτήριο το πώς βιώνουμε ένα κείμενο. Ο Έλιοτ λέει ότι η πραγματική ποίηση μπορεί να συγκινήσει πριν γίνει κατανοητή. Αυτό μπορεί να ισχύσει εξίσου καλά στο χώρο των εικαστικών, της μουσικής κ.λπ.
   Ο Λευτέρης Καλοσπύρος θεωρεί πως είναι δύσκολο να περιγραφεί   ο κανόνας  που δεσμεύει τους επαρκείς αλλά και τους λιγότερο επαρκείς δέκτες. Γιατί και αυτοί οι τελευταίοι μπορούν επίσης να νιώσουν μια εγκεφαλική ή συναισθηματική συγκίνηση στην επαφή τους με ένα κλασικό έργο. Τη μόνη σταθερή αξία που μπορεί να αποδεχτεί εν σχέσει με τα έργα, ο μόνος ασφαλής κανόνας είναι η δοκιμασία του χρόνου. Ένα ποιοτικό έργο διασχίζει το χρόνο και αφορά επαρκείς, και μη, δέκτες...
    Ο Πέτρος Μαρτινίδης που μας έχει δώσει τη «Συνηγορία της παραλογοτεχνίας» υποστηρίζει πως ακόμη κι οι πιο μεγάλοι δημιουργοί έχουν γράψει «μπακατέλες»! Αλλά καμιά υποδιαίρεση δεν είναι, συνολικά, προς βαθύτατο σεβασμό ή προς πλήρη περιφρόνηση. Υψηλές φιλοσοφικές ιδέες μπορεί μια χαρά να βρεθούν σε ένα πορνογράφημα (στον ντε Σαντ, λ.χ.), ορθές ανθρωπολογικές επισημάνσεις σε έργα επιστημονικής φαντασίας (στην Ούρσουλα λε Γκουέν, λ.χ.) ανάγλυφη ιστορική ατμόσφαιρα σε ένα αστυνομικό (στον Φίλιπ Κερ λ.χ.) ή κοινωνική κριτική σε κόμικς (στους Ταξιδιώτες του ανέμου του Μπουρζόν, λ.χ.). Προφανώς, για να είναι ένα μυθιστόρημα «αστυνομικό», λ.χ., οφεί­λει να δίνει έμφαση σ’ ένα γρίφο με απρόβλεπτη επίλυση· όπως, για να είναι «ιστορικό» οφείλει να δίνει έμφαση στην ατμόσφαιρα και τους χαρακτήρες μιας παρελθούσας εποχής. Κάθε επί μέρους ειδο­λογική απόχρωση έχει τις δικές της δεσμεύσεις, αλλά η υπακοή σε αυτές δεν καθιστά το έργο υποδεέστερο. Εάν κάποιο τις παραβλέπει, όπως ένα αστυνομικό χωρίς γρίφο και χωρίς απροσδόκητη ανατροπή, απλώς μεταπηδά σε άλλη κατηγορία. (Σε «κοινωνικό μυθιστόρημα», αν όλη η έμφαση είναι στις συνθήκες μιας οικονομικής κρίσης, ή σε «οδηγό γαστρονομίας» αν, όπως στις υποθέσεις του Πέπε Καρβάλιο του Βαθκέθ Μονταλμπάν, αφθονούν οι συνταγές μαγειρικής που πα­ραθέτει ο ήρωας.)
Από την άλλη μεριά, κάθε ανάγνωση συνιστά παρανάγνωση, με την έννοια ότι κανείς (ούτε καν ο Τζορτζ Στάινερ ή ο Χάρολντ Μπλουμ) δεν μπορεί να είναι βέβαιος πως αναγνωρίζει τι είχε στο μυαλό του ο συγγραφέας ενόσω έγραφε, διόρθωνε ή αναθεωρούσε, ποιες μνήμες προσωπικών εμπειριών ή ποιες φράσεις από προηγού­μενα διαβάσματα οδήγησαν στην επιλογή των λέξεων που έμειναν στο χαρτί, ώστε να προβαίνει στην πιο πλήρη και διαυγή ανάγνωση. Αντί­θετα, οι περισσότεροι αναγνώστες βιάζονται να παρακολουθήσουν την πλοκή, κάποιοι βραδυπορούν, ώστε ν’ απολαμβάνουν εύγλωττες διατυπώσεις, και όλοι προσλαμβάνουν τα όσα διαβάζουν ανάλογα με τη σχάρα της δεξιότητας που έχουν ήδη καλλιεργήσει. Άρα οι πάντες  παραναγιγνώσκουν.
Δεν φαντάζεται, βέβαια, κάποιον να βρίσκει στη Μεταμόρφωση ό,τι στις μαγικές αλλαγές του Χάρι Πότερ ή κάποιον να βυθίζεται στον ερωτισμό του Μεγάλου Ανατολικού δίχως να προσέχει το αυτοκρατορικό μεγαλείο της γλώσσας του Εμπειρικού. Ωστόσο, δεν υπάρχουν όρια στην παρανάγνωση. Ένα μεγάλο μέρος του κοινού του Νταν Μπράουν μπορεί να διατηρεί την εντύπωση ότι διαβάζει λογοτεχνία εφάμιλλη με του Ρόμπερτ Μούζιλ ή να θεωρεί ότι το 0 φονιάς μέσα μου, του Τζιμ Τόμσον, είναι ένα εκσυγχρονισμένο Έγκλημα και Τιμωρία. Στα εικαστικά άλλωστε, από τότε που το ουρητήριο του Ντισάμ άρχισε να εκτιμάται όχι ως ιδιοφυής κριτική της τέχνης, αλλά ως μεγάλο έργο το ίδιο, και μέχρι τις αηδίες του Τζεφ Κουνς, οι οποίες δημοπρατούνται για εκατομμύρια, η παρανάγνωση κι οι παραναγνώστες είναι κανόνας.
    Η Μαίρη Μικέ μας θυμίζει μερικούς από τους κανόνες του παράλογου τεχνικού παιχνιδιού: τυποποιημένη, διαφανής, ουδέτερη γραφή, προ κατασκευασμένα μέσα, στερεότυπη γλώσσα, μεταχειρισμένα σχήματα, γλωσσική, ιδεολογική και εκφραστική συμμόρφωση με σταθερές νόρμες, μονοφωνικός αναγνωστικός μονόδρομος (μακριά από την πολυσημία και την πολλαπλή νοηματοδότηση), ολοσχερής σχεδόν απουσία της ειρωνείας, απουσία ερωτηματικών και αντίθετα εγγύηση της βεβαιότητας με την παντογνωσία του αφηγητή, πρωταγωνιστική παρουσία της τέρψης, ενσωμάτωση στο μόρφωμα μαζική κουλτούρα-ψυχαγωγία, ορμητική διείσδυση στην αγορά με στόχο τη βιβλιεμπόρια και το οικονομικό κέρδος, προβολή της συλλογικής εικόνας του δέκτη, συσκευασμένη γνώση, παραμερισμός της σκέψης κ.ο.κ. Τα όρια ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην παραλογοτεχνία είναι πορώδη, ασαφή κα εφήμερα, με ενδιάμεσες γκρίζες ζώνες. Έτσι εντοπίζονται ομοιότητες και διαφορές ανάμεσά τους, συγκλίσεις και αποκλίσεις. Μάλιστα επειδή «η παραλογοτεχνία υπάρχει ως διφυής καρπός αντιθέσεων, ως ανάγκη και ως άλλοθι», η καταναλωτική διόγκωση αναγκάζει λογοτεχνία-τέχνη αφενός να περιορίζεται σε έναν στενό κύκλο και αφετέρου να προχωρεί καιροσκοπικά σε υποχωρήσεις και συμβιβασμούς.
    Η Άννα Κουστινούδη υπογραμμίζει πως η μαζική κουλτούρα είναι αυτή που σύμφωνα με το Μπαρτ, «συνδέεται με μια βολική  άσκηση της ανάγνωσης» και που αποτυγχάνει να θέσει υπό αμφισβήτηση τα ίδια τα μέσα παραγωγής του κειμένου, δηλαδή, τη γενεσιουργό του αιτία, την κουλτούρα και τη γλώσσα, όπως και την ίδια την υπόσταση του αναγνώστη/τριας μέσα σ’ αυτές, ως ομιλούν και γράφον υποκείμενο… Η λογοτεχνία  σε αντίθεση με την παραλογοτεχνία, παραμορφώνει, μέσα από το ανοικειωτικό της λεκτικό πρίσμα και τους γλωσσικούς μηχανισμούς της την αντίληψή μας για τα πράγματα και τον κόσμο, δίχως απλώς να την αντανακλά, κλονίζοντας συμβάσεις, στερεότυπα, βεβαιότητες και δογματικές σταθερές, διαλεγόμενη, ταυτόχρονα, και με μια σειρά άλλων -συχνά κατώτερων- κει­μένων, διακειμενικώς κείμενη και υποκινούμενη. Οι Ρώσοι φορμαλιστές υποστήριξαν, ωστόσο, ταυτόχρονα, μια άποψη που εξακολουθεί να ισχύει και στις μέρες μας, ότι η θέση οποιουδήποτε έργου μέσα στο λογοτεχνικό σύστημα δεν παύει να είναι μεταβλητή, μια και τα όρια ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην παραλογοτεχνία συχνά καθίστανται ρευστά και ασαφή, αφού και η ίδια η έννοια (και η αξία) του λογοτεχνικού Κανόνα συχνά χαρακτηρίζεται ως κατασκεύασμα, το οποίο έχει διαμορφωθεί από συγκεκριμένες ομάδες (κριτικών, ακαδημαϊκών για συγκεκριμένους λόγους σε μια συγκεκριμένη εποχή, ενώ και αυτός ο ίδιος ο Κανόνας, όπως και εκείνος της παραλογοτεχνίας, εξάλλου φαίνεται να εμπεριέχει μια σειρά από εσωτερικές διαβαθμίσεις, που κι αυτές μεταβάλλονται ανάλογα με τις εποχές και τις ιστορικές συνθήκες υπό τις οποίες παράγεται, προσλαμβάνεται και καταναλώνεται η λογοτεχνία ως πολιτισμικό αγαθό. Ο ίδιος ο Μπαχτίν παρατήρησε ότι όλα τα λογοτεχνικά είδη τείνουν να ενταχθούν στον κανόνα των αποδεκτών κειμένων, ο οποίος συχνά διαμορφώνεται με τρόπο που δεν μπορεί εύκολα να εξηγηθεί. Εξάλλου, οι διάφορες θεωρίες της πρόσληψης, που επικράτησαν κυρίως από τη δεκαετία του 1970 κ εντεύθεν, μας εφιστούν την προσοχή στην κυρίαρχη θέση του ανα γνωστικού (και ιστορικού) υποκειμένου, ως σημαντικού παράγοντα της αναγνωστικής σχέσης, το οποίο με τη σειρά του δομείται από μια σειρά εξωκειμενικών-ιδεολογικών (και όχι μόνο) παραγόντων, όπως η φυλή, το φύλο η μόρφωση και η κοινωνικο-οικονομική θέση, παράγοντες οι οποίοι διαμορφώνουν τα αναγνωστικά κριτήρια μιας συγκεκριμένης εποχής. Η έννοια της παραλογοτεχνίας η οποία συνδέεται άμεσα με το ευρύτερο φαινόμενο της κουλτούρας, εξακολουθεί να παραμένει έννοια αμφιλεγόμενη,αφού δεν παύει να μας υπενθυμίζει ότι τα λεγόμενα κατώτερα είδη λαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο χώρο στο σύγχρονο κόσμο της έντυπης  και ηλεκτρονικής πλέον παραγωγής και κατανάλωσης. Ωστόσο, πάντα θα υπάρχει εκείνη η μικρή αλλά άκρως υποψιασμένη αναγνωστών/τριών, που θα αποζητά τη συγκίνηση μόνο μέσω του οργασμικού και όχι του απλά απολαυστικού, κατά Μπαρτ, κειμένου:»Να μην καταβροχθίζεις», γράφει ο Μπαρτ, «να μην καταπίνεις, βοσκάς, να φιλολογείς σχολαστικά... να είσαι αριστοκράτης αναγνώστης».
  Ο Ερρίκος Μπελιές: «Καλυμμένοι πίσω απ’ το άλλοθι της δήθεν απαίτησης μιας εποχής με άλλα προτάγματα σε σχέση με τα παρελθόντα, οι συγγραφείς αυτοί υπηρετούν το εύπεπτο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι παράγουν έναν αβασάνιστο, παρατακτικό λόγο που δεν οδηγεί πουθενά. Δεν υπακούουν στην εσωτερική τους ανάγκη και ενδίδουν στην αγορά.  Αυτοί που άλλαξαν τροχιά και εισφέρουν στην παραλογοτεχνία είναι περισσότερο υπεύθυνοι από τους ανέκαθεν «ευπώλητους». Να πω και κάτι ακόμα: οι περισσότεροι στράφηκαν στο μεγάλο κοινό όχι μόνοι από την ανάγκη της αναγνώρισης και του υλικού οφέλους, αλλά και εκ του λόγου ότι είχαν στερέψει, δεν είχαν κάτι καινούργιο να αρθρώσουν.
Τώρα, όσον αφορά το λεγόμενο κοινό... Εάν επισκεφθείς ένα γνωστό βιβλιοπωλείο, όπως π.χ. την Πολιτεία, και παρατηρήσεις τις επιλογές της πολύχρωμης πελατείας της θα διαπιστώσεις το ανέκαθεν συμβαίνον: οι ειδοποιημένοι να αγοράζουν τα ποιοτικά βιβλία και οι άλλοι τα «ευπώλητα». Δεν έχει αλλάξει τίποτα σήμερα εν σχέσει προς το παρελθόν».
   Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος αναφέρει: «Η παραλογοτεχνία υπάρχει και υπήρχε πάντα. Η πρώτη πολεμική εναντίον της βρίσκεται στην αττική κωμωδία, με τις λεγάμενες «Ευ ριπίδειες» κωμωδίες του Αριστοφάνη, ιδιαίτερα με τους Βατράχους, όπου οι βάτραχοι συναγωνίζονται με τον Διόνυσο. Ο Αριστοφάνης ταυτίζεται με τον Διόνυσο και ταυτίζει τους δύσμορφους και ανόη­τους βατράχους με τους «άθλιους ριμαδόρους της Αθήνας» κατά τον Αλέξη Σολομό. Σημεία των καιρών: η κριτική δεν αποφαίνεται πια για το αν ένα κείμενο είναι λογοτεχνία ή όχι- και όταν, σπάνια, το κάνει, αυτό γί­νεται υπαινικτικά ή έμμεσα, με κάποιες παρατηρήσεις. Γενικά, χά­νει έδαφος η αισθητική αξίωση, όπως και η ερμηνευτική, κερδίζει η θεωρητική ανάγνωση με έννοιες των επιστημών του ανθρώπου και της γλωσσολογίας. Και συνήθως δεν εξετάζεται αν αυτές οι έννοιες αναπνέουν, ζουν, ευδοκιμούν εκεί, ή απλώς παρεισάγονται είτε εκμαι­εύονται, ή αναπαράγονται όπως τα τεχνητά φυτά. Η αισθητική απαξίωση ευνοείται από τη μετεξέλιξη του μοντερνι­σμού. Ανάμεσα στους νεωτερισμούς είναι η λεγάμενη «απομάγευση» ή «αποϊεροποίηση της τέχνης», η πρόκληση του conceptual σκουπι­διού...
Η απώλεια της αίγλης του έργου και του δημιουργού, ο «θάνα­τος του συγγραφέα», η κατάχρηση της διακειμενικότητας, η αυτοαναφορικότητα ως κριτήριο αναβαθμού, ακολούθησαν την εισβολή της μαζικής κουλτούρας, της πολιτιστικής βιομηχανίας. «Το καινούργιο», γράφουν οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ στη Διαλεκτική του Λόγου, «δεν είναι πως η τέχνη έγινε εμπόρευμα, αλλά το ότι σήμερα αναγνωρίζε­ται ανοιχτά η ίδια ως τέτοια, είναι το γεγονός ότι παραιτείται από την αυτονομία της, ότι, υπερηφάνως αυτοτοποθετούμενη στα καταναλω­τικά αγαθά, προσθέτει το γόητρό της σ’ αυτόν τον νεωτερισμό». Βιομηχανική και ως γραφή είναι η παραλογοτεχνια, ενώ η κριτική υποδοχή της είναι ερασιτεχνική... Στα δικά μας, εμβληματικό όνομα της «βιομηχανικής λογοτεχνίας» -για να μη λέμε σημερινά ονόμα­τα- ήταν η Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου, η οποία έτεκε 215 μυθιστορήματα σε 35 χρόνια: ένα κάθε δίμηνο, κι αυτό παράλληλα με τη δημοσιογραφική και μουσική της δραστηριότητα. Για ένα από τα 215, το Μυρτώ, ο Ξενόπουλος έγραψε πως ήταν το καλύτερο μυθιστό­ρημα που είχε γραφτεί στην Ελλάδα από γυναίκα «και ίσως και από άντρα». Αυτό, όταν, τουλάχιστον από άντρες, είχαμε εκείνα τα χρόνια την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα, όταν είχαμε τον Βουτυρά, τη «γενιά του ’30»...
 Αποσπασματικά τα όσα αντέγραψα που αδικούν τις εξαιρετικές θέσεις των συγγραφέων του περιοδικού. Αξίζει να το διαβάσει κανείς. Θα βρει κείμενα του Ίαν ΜακΓιούαν, του Αντρέα Καμιλέρι, του Ντονάτο Καρίζι, Βάλτερ Μπένζαμιν, Ντίνο Μπουτζάτι, Χουάν Μπος. Ποιήματα του Σέις Νόοτεμποομ, της Αντριές Ριτς, του Τζέιμς Άρλιγκτον Ράιτ. 
                      ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, Τεύχος 195-196. Καλοδιάβαστο!