Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ


ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Κείμενα αναφοράς: 

Α. Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, Β 6.4-8, 1106a26-b7

Ἐν παντὶ δὴ συνεχεῖ καὶ διαιρετῷ ἔστι λαβεῖν τὸ μὲν πλεῖον τὸ δ’ ἔλαττον τὸ δ’ ἴσον, καὶ ταῦτα ἢ κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἢ πρὸς ἡμᾶς... Λέγω δὲ τοῦ μὲν πράγματος μέσον τὸ ἴσον ἀπέχον ἀφ’ ἑκατέρου τῶν ἄκρων, ὅπερ ἐστὶν ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πᾶσιν, πρὸς ἡμᾶς δὲ ὃ μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει· τοῦτο δ’ οὐχ ἕν, οὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν. Οἷον εἰ τὰ δέκα πολλὰ τὰ δὲ δύο ὀλίγα, τὰ ἓξ μέσα λαμβάνουσι κατὰ τὸ πρᾶγμα· ἴσῳ γὰρ ὑπερέχει τε καὶ ὑπερέχεται· τοῦτο δὲ μέσον ἐστὶ κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν ἀναλογίαν. Τὸ δὲ πρὸς ἡμᾶς οὐχ οὕτω ληπτέον· οὐ γὰρ εἴ τῳ δέκα μναῖ φαγεῖν πολὺ δύο δὲ ὀλίγον, ὁ ἀλείπτης ἓξ μνᾶς προστάξει· ἔστι γὰρ ἴσως καὶ τοῦτο πολὺ τῷ ληψομένῳ ἢ ὀλίγον· Μίλωνι μὲν γὰρ ὀλίγον, τῷ δὲ ἀρχομένῳ τῶν γυμνασίων πολύ. Ὁμοίως ἐπὶ δρόμου καὶ πάλης. Οὕτω δὴ πᾶς ἐπιστήμων τὴν ὑπερβολὴν μὲν καὶ τὴν ἔλλειψιν φεύγει, τὸ δὲ μέσον ζητεῖ καὶ τοῦθ’ αἱρεῖται, μέσον δὲ οὐ τὸ τοῦ πράγματος ἀλλὰ τὸ πρὸς ἡμᾶς.

Β.   Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, Β 6.10-13-16 1106b18-28, 1106b36-1107a6

Οἷον καὶ φοβηθῆναι καὶ θαρρῆσαι καὶ ἐπιθυμῆσαι καὶ ὀργισθῆναι καὶ ἐλεῆσαι καὶ ὅλως ἡσθῆναι καὶ λυπηθῆναι ἔστι καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον, καὶ ἀμφότερα οὐκ εὖ· τὸ δ᾿ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ’ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ, μέσον τε καὶ ἄριστον, ὅπερ ἐστὶ τῆς ἀρετῆς. Ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τὰς πράξεις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον. Ἡ δ᾿ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ πράξεις ἐστίν, ἐν οἷς ἡ μὲν ὑπερβολὴ ἁμαρτάνεται καὶ ψέγεται καὶ ἡ ἔλλειψις, τὸ δὲ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται· ταῦτα δ᾿ ἄμφω τῆς ἀρετῆς. Μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου.
 Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν. Μεσότης δὲ δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ’ ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ’ ἔλλειψιν· καὶ ἔτι τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν τὰς δ᾿ ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἔν τε τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς πράξεσι, τὴν δ᾿ ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι.

          

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Α1. Με βάση το δεύτερο κείμενο (αναφοράς) να χαρακτηρίσετε τις παρακάτω διατυπώσεις ως Σωστές ή Λανθασμένες με ένα Σ ή Λ αντίστοιχα. Να τεκμηριώσετε την επιλογή σας γράφοντας τη χαρακτηριστική φράση του αρχαίου κειμένου που την επιβεβαιώνει.
α) Η συναισθηματική συμπεριφορά του ανθρώπου δεν χαρακτηρίζεται από ποσοτικές διαβαθμίσεις.
β) Οι συνθήκες εκδήλωσης ενός συναισθήματος είναι μία από τις παραμέτρους κατά τον Αριστοτέλη που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη κατά την αξιολόγηση των συναισθημάτων.
γ) Η λέξη ἄριστον και η λέξη ἀρετὴ δεν παρουσιάζουν καμμία γλωσσική συγγένεια κατά τον Αριστοτέλη.
δ) Η αρετή επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο αλλά δεν εξαρτάται από την επίτευξη  της    αντικειμενικής μεσότητας.
ε) Οι κακίες οφείλονται κατά κύριο λόγο στην υπέρβαση του μέτρου.
                                                                                                    Μονάδες 10
Β1.  Να σχολιάσετε τον αριστοτελικό ορισμό της αρετής.

                                                                                                Μονάδες 10

Β2. Να δείξετε με επιχειρήματα ότι όσα λέγονται στο πρώτο κείμενο αναφοράς υποστηρίζουν  τη βασική αριστοτελική θέση ότι καμία από τις ηθικές αρετές δεν υπάρχει εκ φύσεως σε εμάς.
                                                                                               Μονάδες 10

 Β3. Για καθεμιά από τις παρακάτω προτάσεις να γράψετε Σ, αν είναι σωστή και Λ, αν είναι   λανθασμένη.
α.  Τον Πλάτωνα πάντως ο Αριστοτέλης δεν τον βρήκε τότε στην Αθήνα αλλά στη   Σικελία.
β.  Ο Πλάτωνας όμως φορτώθηκε  κι ένα δεύτερο παρατσούκλι από στον Αριστοτέλη·  τον είπε "αναγνώστη".
γ.   Η διδασκαλία του στην Ακαδημία και οι ιδέες που με αυτήν μετέδιδε στους  μαθητές  του έφεραν συχνά τον   Αριστοτέλη αντιμέτωπο με το  συνάδελφό του  στην Ακαδημία, τον Ξενοκράτη·  
δ. Στη Μακεδονία ο Αριστοτέλης έμεινε ως το 335. Το κλίμα που επικρατούσε τώρα στην Αθήνα ευνοούσε την επάνοδό του εκεί.
ε. Ο Αριστοτέλης χαρακτήρισε την πόλη που τον φιλοξένησε τριάντα τόσα χρόνια με  το  επίθετο  παγκάλη.
                                                                                             Μονάδες 10
  Β4. Με ποιες λέξεις του κειμένου παρουσιάζουν ετυμολογική συγγένεια οι λέξεις: ἐπισταμένως, λιποψυχία, πρόσληψις, συνοχή, ταυτότης, δυόσμος, πένθος,  λείψανο,  απόρρητος, αρχαιρεσίες.
                                                                                                 Μονάδες 10
Β5.  Αφού μελετήσετε το παρακάτω απόσπασμα από την "Πολιτεία" του Πλάτωνα  και    το    δεύτερο κείμενο αναφοράς από τα "Ηθικά" του Αριστοτέλη να απαντήσετε στο   εξής   ρώτημα: Ποια κοινή αντίληψη αναδεικνύεται   στα δύο κείμενα αναφορικά   με την ανθρώπινη ευθύνη στη διαμόρφωση της ηθικής του συμπεριφοράς;
  
  " Και τότε ένας προφήτης, αφού πρώτα τους έβαλε να παραταχθούν με τάξη, πήρε έπειτα από τα γόνατα της Λάχεσης κλήρους και παραδείγματα βίων κι ανεβαίνοντας σ' ένα ψηλό βήμα φώναξε: «Της κόρης Λάχεσης, θυγατέρας της Ανάγκης, είναι τούτος ο λόγος. Ψυχές της μιας ημέρας, αρχίζει για το θνητό γένος άλλος ένας κύκλος με κατάληξη το θάνατο. Δεν θα σας πάρει με κλήρο κάποιος δαίμονας, θα τον διαλέξετε εσείς το δαίμονα. Οποιανού λάχει ο πρώτος κλήρος, αυτός πρώτος να διαλέξει τη ζωή που αναγκαστικά θα ζήσει. Δεν έχει δεσπότη η αρετή· ανάλογα αν την τιμάει κανείς ή την περιφρονεί, θα 'ναι και πιο μεγάλο ή πιο μικρό το μερτικό του επάνω της. Η ευθύνη είναι αυτουνού που διαλέγει· ο θεός δεν έχει ενοχή».                          Πλάτων, Πολιτεία, 617d-e
                                                                                                           Μονάδες 10

  ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΩΝ Β΄, 53. ( Ο λοιμός της Αθήνας - αποτελέσματα)
 
Α.  ΚΕΙΜΕΝΟ:

      Πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημα. Ῥᾷον γὰρ ἐτόλμα τις ἃ πρότερον ἀπεκρύπτετο μὴ καθ᾽ ἡδονὴν ποιεῖν, ἀγχίστροφον τὴν μεταβολὴν ὁρῶντες τῶν τε εὐδαιμόνων καὶ αἰφνιδίως θνῃσκόντων καὶ τῶν οὐδὲν πρότερον κεκτημένων, εὐθὺς δὲ τἀκείνων ἐχόντων.   Ὥστε ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν ποιεῖσθαι, ἐφήμερα τά τε σώματα καὶ τὰ χρήματα ὁμοίως ἡγούμενοι.   Καὶ τὸ μὲν προσταλαιπωρεῖν τῷ δόξαντι καλῷ οὐδεὶς πρόθυμος ἦν, ἄδηλον νομίζων εἰ πρὶν ἐπ᾽ αὐτὸ ἐλθεῖν διαφθαρήσεται· Ὅτι δὲ ἤδη τε ἡδὺ πανταχόθεν τε ἐς αὐτὸ κερδαλέον, τοῦτο καὶ καλὸν καὶ χρήσιμον κατέστη.   Θεῶν δὲ φόβος ἢ ἀνθρώπων νόμος οὐδεὶς ἀπεῖργε, τὸ μὲν κρίνοντες ἐν ὁμοίῳ καὶ σέβειν καὶ μὴ ἐκ τοῦ πάντας ὁρᾶν ἐν ἴσῳ ἀπολλυμένους, τῶν δὲ ἁμαρτημάτων οὐδεὶς ἐλπίζων μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι βιοὺς ἂν τὴν τιμωρίαν ἀντιδοῦναι, πολὺ δὲ μείζω τὴν ἤδη κατεψηφισμένην σφῶν ἐπικρεμασθῆναι, ἣν πρὶν ἐμπεσεῖν εἰκὸς εἶναι τοῦ βίου τι ἀπολαῦσαι.

Γ1. Να γράψετε στο τετράδιό σας τη μετάφραση του παρακάτω αποσπάσματος: «Ὅτι δὲ ἤδη τε ἡδὺ ... τοῦ βίου τι ἀπολαῦσαι.».                                       
                                                                                            Μονάδες 10
 Γ2.  Ποιες αλλαγές καταγράφει ο Θουκυδίδης  στη συμπεριφορά των Αθηναίων  λόγω του  λοιμού και πώς τις αιτιολογεί;
                                                                                              Μονάδες 10

Γ3.α. «Ῥᾷον γὰρ ἐτόλμα ... ὁμοίως ἡγούμενοι. »: στο παραπάνω απόσπασμα να εντοπίσετε τα ρήματα σε παρατατικό (μονάδες 3) και να μεταφέρετε το καθένα από αυτά στο β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ενεστώτα και της ίδιας φωνής (μονάδες 3).                             
                                                                                           (μονάδες 6)
Γ3.β. «πολὺ δὲ μείζω ... τοῦ βίου τι ἀπολαῦσαι.»: να μεταφέρετε  τα επίθετα στους άλλους βαθμούς στην ίδια πτώση.   (μονάδες 4).                                                           
                                                                                                                 
 Γ4.α.  «ἃ πρότερον ἀπεκρύπτετο», «τἀκείνων ἐχόντων»: Η πρώτη ρηματική φράση να συμπτυχθεί  σε μετοχική,  ενώ η μετοχή που ακολουθεί να αναλυθεί σε πρόταση.
                                                                                        (μονάδες 6)
 Γ4.β.  Στο απόσπασμα  «Καὶ τὸ μὲν προσταλαιπωρεῖν ... χρήσιμον κατέστη.» να εντοπίσετε τις           δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις και να τις χαρακτηρίσετε συντακτικά (είδος,  εισαγωγή, ρόλος).                                                                (μονάδες  4)
                                                                                                     Μονάδες 10


Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

Εμμανουήλ Ροΐδη, Τα ευτυχήματα της αρρωστίας


Για να διασκεδάσουμε λιγάκι το ζόφο με όλο αυτό που ζούμε και παρακολουθούμε από τηλεοράσεως ανεβάζω προς ανάγνωση το υπέροχο διήγημα του αγαπημένου μου Ροΐδη "Τα ευτυχήματα της αρρωστίας". Το αντέγραψα από το ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, έκδοση της Νεοελληνικής Βιβλιοθήκης του ιδρύματος Ουράνη.

ΤΑ ΕΥΤΥΧΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΡΩΣΤΙΑΣ
Πιθανόν είναι, αναγνώστα, η μόνη επιγραφή του παρόντος άρθρου να σε κάμει να υψώσεις τους ώμους και ν’ ανακράξεις εκ των προτέρων «Παραδοξολογία!» Ουχί όμως αν έτυχε να αρρωστήσεις βαρέως και ενθυμείσαι ακόμη όσα τότε ησθάνθης.
Το πρώτον και μέγιστον ίσως πλεονέκτημα της ασθενείας είναι ότι μόνον κατά τας ημέρας εκείνας της καταναγκαστικής απραξίας αισθάνεσαι εντελώς απηλλαγμένος πάσης υποχρεώσεως και πάσης ευθύνης προς τον εαυτόν σου, την γυναίκα σου, τα τέκνα σου, την κοινωνίαν και τους δανειστάς σου. Τότε μόνον δύνασαι εν αναπαύσει συνειδήσεως να είπης- «Δεν πταίω εγώ ο,τιδήποτε και αν συμβή».
Εφ’ όσον είσαι υγιής, η λεγομένη ανθρώπινη οικογένεια δεν σοι οφείλει απολύτως τίποτε, ούτε εργασίαν, ούτε περίθαλψιν, ούτε πίστωσιν, ούτε όργανα εργασίας, ούτε προστασίαν, ουδέ καν τεμάχιον άρτου. Εχεις βραχίονας και εις σε απόκειται να πορισθής πάντα ταύτα. Αν δε η τύχη σε καταδιώξη και δεν δυνηθής με όλην την καλήν διάθεσιν να εύρης ούτε πελάτας αν είσαι δικηγόρος, ούτε θαμώνας αν έχεις καφφενεἰον, ούτε αυθέντην αν είσαι υπηρέτης, αν πρωίαν τινά σε μετέβαλεν ο κ. υπουργός από τελωνοφύλακος εις παυσανίαν, και ματαίως εζήτησες δικόγραφα ν’ αντιγράψης ή πρόβατα να βοσκήσης, ώ τότε είσαι βεβαίως άξιος να ονομασθής «οκνηρός, ακαμάτης, χασομέρης, μπόσικος, ντεμπέλης». Μυριάκις ολιγώτερον ταπεινωτική δια την φιλοτιμίαν σου είναι η ιδιότης του αρρώστου.
Καί όχι μόνον από βιοποριστικάς φροντίδας είσαι απηλλαγμένος, αλλά καί από οχληροτάτας κοινωνικάς υποχρεώσεις, τας επισκέψεις, τα επισκεπτήρια, τας εθνικάς και βασιλικάς εορτάς, το χειροφίλημα, τα ονόματα, και την μετάβασιν εις τας κηδείας.

Αντί να φροντίζης κατά καθήκον περί των οικείων σου, τους βλέπεις όλους φροντίζοντας περί σου. Ὀλους περί την κλίνην σου, ανησύχους, προσεκτικούς, προθύμους, αφωσιωμένους, περιποιητικούς, προσπαθούντας να ευχαριστήσωσι πάσαν σου επιθυμίαν ή και ιδιοτροπίαν.
Οι φίλοι και οι γνώριμοί σου, οι συνήθως φροντίζοντες περί σου όσον και περί του Χάνου της Ταρταρίας, νομίζουν ότι η καθιερωμένη συνήθεια και το κοινωνικόν καθήκον επιβάλλει εις αυτούς να ζητώσιν ειδήσεις σου και να υποκρίνωνται ολίγην ανησυχίαν.
Αν πάλιν συγγενείς και φίλοι σ’ εγκαταλείψουν, ουδ’ η τελεία εκείνη εγκατάλειψις στερείται μικρού τινος θελγήτρου. Η ιδέα ότι παλαίεις μόνος κατά του πόνου και του θανάτου, έχει τι το δυνάμενον να ικανοποιήση την φιλοτιμίαν σου. Σου παρέχει ευκαιρίαν να παρομοιάσης τον εαυτόν σου προς τον μεγάλον ήρωα του Αισχύλου, τον Προμηθέα Δεσμώτην, όστις απέμεινε κ’ εκείνος επί του ερήμου βράχου του μόνος μετά του σπαράσσοντος τό ήπάρ του γυπός, αφού τον εγκατέλειψαν αι άσπλαγχνοι Ωκεανίδες.
Πλην τούτου η γενική εκείνη εγκατάλειψις θέλει συμπληρώση τας μελέτας και την πείράν σου περί της ανθρωπίνης καρδίας και θα σοι παρέχη έπειτα ανεξάντλητον ύλην γέλωτος δια την πρώην πίστιν σου εις τό συγγενικόν καί φιλικόν φίλτρον.
—’Αλλά θά αισθάνωμαι τας δυνάμεις μου εκλιπούσας, τας αισθήσεις μου ναρκουμένας, την κεφαλήν μου βαρείαν καί δεν θα δύναμαι πλέον να σκέπτωμαι.
— Και παραπονείσαι, αχάριστε, δια τούτο; Αφού επί τόσα έτη σ’ εβασάνισαν αι σκέψεις, ευεργέτημα βεβαίως και ουχί δυστύχημα είναι η επί τινα καιρόν διακοπή της βασανιστικής λειτουργίας του κουρασμένου εγκεφάλου.
Αν πάλιν διετήρησες λείψανά τινα αυτής, δεν είναι αμέτοχοι καί μελαγχολικής τινος γλυκύτητος αι ιδέαι του γαληνιαίου τέλους του δικαίου, της απαλλαγής από των εγκοσμίων βασάνων, της αιωνίου ειρήνης, του παραδείσου των χριστιανών, της συνταυτίσεως μετά του Θεοϋ των πανθεϊστών, του Νιρβανά των φιλοσόφων, και, δια να είπωμεν την γυμνήν αλήθειαν, πολύ περισσότερον πάντων τούτων η μέχρι της εσχάτης πνοής παραμένουσα ελπίς σωτηρίας;
Αλλά το μέγιστον υπέρ της αρρωστίας επιχείρημα είναι ότι δεν δύναται τις χωρίς ν’ ασθενήση να εντρυφήση εις την υπερτάτην μακαριότητα της αναρρώσεως.
Μετά ένα μήνα απολύτου νηστείας σου επιτρέπει ο ιατρός να φάγης ένα ψημένον μήλον, ο δέ πρώτος εκείνος επιτετραμμένος καρπός σου φαίνεται ασυγκρίτως γλυκύτερος του συλλεγέντος υπό της Εύας απηγορευμένου. Έπειτα μίαν σούπαν την ημέραν, δύο σούπες, τρεις σούπες την ημέραν. Τίς δεν λείχει τά δάκτυλά του ενθυμούμενος την γεύσιν αμβροσίας της πρώτης πτέρυγος ορνιθίου και το γλυκύτερον νέκταρος πρώτον ποτήριον οίνου;

Βαθμηδόν αι δυνάμεις σου, αι σωματικαί και διανοητικαί, επανέρχονται και αισθάνεσαι ότι η νόσος σου απέδωκεν είδος τι παρθενίας, ότι το πρώην σώμά σου το μολυσμένον, το κακόχυμον, το εξηντλημένον και πεπαλαιωμένον, ανεκαινίσθη, ότι κυκλοφορεί εις τας φλέβας σου νέον αίμα και νέαι σάρκες ενδύουσι τα οστά σου, ότι σ’ εχάρισε δευτέραν ύπαρξιν ο Πανάγαθος Θεός.

Αφού αποδοθής εις την οικογένειαν και τους φίλους σου, απομένεις επί ικανόν ακόμη καιρόν χλωμός, πράος, γλυκύς, άκακος ως παιδίον, ευπροσήγορος, ενδιαφέρων· όλους τους αγαπάς και όλοι σε αγαπούν, χάρις εις την εύλογημένην αρρώστιαν, ήτις σε απήλλαξε πάσης περίσσειας χολής και σε κατέστησε σχεδόν ανεπίδεκτον οργής, δυστροπίας και ερεθισμού.
*
* *
Τι δε να είπωμεν περί της πρώτης μετά μακράν ασθένειαν εξόδου; Μεταβλέπεις τον ήλιον, τα δένδρα, τα πεζοδρόμια, τας προθήκας των εμπορικών, τας αγγελίας των θεάτρων, την φρουράν μεταβαίνουσαν εις τα Ανάκτορα τους ανθοπώλας, τους εφημεριδοπώλας, τα άλογα και τους σκύλους. Και όσα σ’ έκαμναν πριν να χασμάσαι, σε θέλγουν, σ’ ευφραίνουν και σε συγκινούν, δια τον μόνον λόγον ότι εκινδύνευσες να μη τα μεταΐδης πλέον.  Αν δε τύχει να σε στείλη ο ιατρός εις το Φάληρον ή την Κηφισσιάν, πόσον πλέον πράσινα ή πριν σε φαίνονται τα δένδρα και ή θάλασσα κυανωτέρα!
Αλλ’ ημέραν τινά εις το μέσον της οδού, ενώ έχασκες ακροώμενος πλανόδιον οργανέτον, το οποίον είχες τόσον καιρόν ν’ ακούσης, βλέπεις διερχόμενον προ των οφθαλμών σου άλλον ασθενή, όστις δεν είχε την καλήν τύχην να γλυτώση ως συ και μεταφέρεται ήδη εις το τελευταίον του κατάλυμα εντός του πρώτου ή του δευτέρου νεκροταφείου.
Η πένθιμος εκείνη παρέλασις, καίτοι ικανώς συνήθης εις τας οδούς των  Αθηνών, σοι προξενεί πρώτην φοράν εντύπωσιν βαθείαν και συγκινεί της καρδίας σου τους μυχούς. ’Αλλά και πόσην αισθάνεσαι απόκρυφον χαράν συγκρίνων την τύχην σου προς την του δυστυχούς νεκρού!
«Αν ήμην εγώ, σκέπτεσαι, μέσα εις το αποτρόπαιον εκείνο φέρετρον, θα μετέβαινα ως ούτος εν μέσοι του αδιαφορούντος τούτου πλήθους εις τήν μαύρην τρύπαν, από την οποίαν δεν εξέρχεται τις πλέον. Οι διαβάται θ’ αφήρουν αναλγήτως τον πίλον των και θα εξηκολούθουν τον δρόμον των ως πράττουσι τώρα. ΄Η εγώ ή άλλος δεν θα τους έμελε τους αχρείους εγωιστάς. Η αλήθεια είναι, ότι πρέπει να ευχαριστώ τον Θεόν, όστις ηυδόκησε να ευρίσκωμαι ορθός επάνω εις αυτό το πεζοδρόμιον αντί να είμαι εξαπλωμένος μέσα εις το άσχημον εκείνο κουτίον».
Επί τινας ακόμη εβδομάδας εξακολουθείς να παρατηρής τας κηδείας μετά πολλού ενδιαφέροντος, νομίζων ότι οφείλεις να υποκλίνεσαι μετά σεβασμού και συγκινήσεως προ των νεκρών εκείνων, μετά των οποίων ολίγον έλειψε να συναριθμηθής, ως θα επεθύμεις να υποκλίνωνται και οι άλλοι προ του ιδικοϋ σου λειψάνου.
 Η μαύρη στολή νεκροφόρου με τον σταυρόν εις την ράχιν σε προξενεί ανατριχίασιν, προ πάντων αν είσαι ακόμη ολίγον ωχρός και τύχη ο νεκροφόρος να σε κυττάξη ως να έλεγεν «Εσύ, φίλε μου, δεν θ’ αργήσης να λάβης την ανάγκην μου».
Εφ’ όσον όμως παρέρχεται ο καιρός αποβάλλεις βαθμηδόν την συνήθειαν να συγκινήσαι εκ της θέας των νεκρών, συλλογιζόμενος τον εαυτόν σου. Αι παρειαί σου είναι ήδη στρογγύλαι και ροδοκόκκινοι και έπαυσαν να σε κυττάζουν οι νεκροφόροι και σύ να προσέχης εις αυτούς. Μετ’ ολίγον δε αποκαλύπτεσαι και συ μηχανικώς και παρέρχεσαι αδιάφορος προ των δυστυχισμένων νεκρών, προς τους οποίους ουδέν πλέον αισθάνεσαι κοινόν.
Ο καιρός εξακολουθεί το έργον του. Καθ’ εκάστην αποβάλλεις μέρος της ευαισθησίας σου και της ικανότητος προς συγκίνησιν και χαράν. Τα χασμήματα υπερισχύουν και πάλιν και ο καθημερινός βίος σε φαίνεται όπως πριν πεζός, πληκτικός, μονότονος και ανούσιος ως νερόβραστος κολοκύνθη. Ουδ’ υπάρχει ελπίς να γευθής και πάλιν την ηδονήν να είσαι ζωντανός, εκτός αν ευτυχήσης να κρούσης και δευτέραν φοράν εις του Πλούτωνος την θύραν.
                                                                                                                ’Εμπρός, (11 Ιαν. 1889)

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2020

Ο Θουκυδίδης περιγράφει το λοιμό της Αθήνας ( Β, 49-53)

Για τους μαθητές μου της Γ΄Λυκείου που έχουν χρόνο αυτές τις μέρες να διαβάσουν λίγο παραπάνω Αρχαία Ελληνικά, αφού παραμένουν σπίτια τους λόγω κορονοϊοπροστασίας, παραθέτω το σχετικό απόσπασμα, όπου ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ  (Ἱστορίαι 2, 49- 53) μιλάει για τον λοιμό της Αθήνας. 

Διαβάστε το κείμενο και τη μετάφραση που ακολουθεί. Ετοιμάζω ΚΡΙΤΉΡΙΟ από το κεφάλαιο 53, γι΄αυτό δεν παραθέτω τη μετάφρασή του.
                           
Εισαγωγικό:
Τις πρώτες ημέρες του θέρους του 430 π.Χ., ενώ οι Πελοποννήσιοι είχαν εισβάλει, όπως και τον προηγούμενο χρόνο, στην Αττική, ξαφνικά ενέσκηψε στην Αθήνα ο λοιμός, που περιγράφεται από τον Θουκυδίδη, με την εμπειρία του ανθρώπου που νόσησε ο ίδιος, στο δεύτερο βιβλίο της Ιστορίας του, αμέσως μετά τον επιτάφιο του Περικλή. Ο λοιμός, που έως σήμερα δεν έχει ταυτιστεί πειστικά με κάποια γνωστή επιδημία, κράτησε αρχικά δύο χρόνια και επανεμφανίστηκε αργότερα, το 427/426 π.Χ. Σύμφωνα με την περιγραφή του Θουκυδίδη επρόκειτο για άκρως μεταδοτική νόσο, που έπληττε και τους ανθρώπους και τα ζώα. Όσοι προσβάλλονταν και διέφευγαν το θάνατο είχαν πλέον ανοσία.

Ο ιστορικός, θέλοντας, μεταξύ άλλων, να είναι η μαρτυρία του και πρακτικά χρήσιμη, αν τυχόν εμφανιζόταν και πάλι κάποια ανάλογη επιδημία, περιγράφει λεπτομερώς τα εξωτερικά και εσωτερικά συμπτώματα, παρακολουθώντας την πορεία που ακολουθούσε η ίδια η νόσος (από το κεφάλι προς τα κάτω άκρα), τα γενικά χαρακτηριστικά της αρρώστιας και την κατάρρευση των κοινωνικών φραγμών και αξιών που επέφερε ο λοιμός. Ανεξάρτητα από την όποια επιστημονική αξία της περιγραφής, βέβαιη είναι η λογοτεχνική της αξία: η περιγραφή του Θουκυδίδη αποτελεί το αρχέτυπο για τις περιγραφές λοιμών, ένα θέμα που άσκησε ιδιαίτερη έλξη στη λατινική και στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία.


ΚΕΙΜΕΝΟ: ΘΟΥΚΥΔ. Β΄, 49-53.

49.   Τὸ μὲν γὰρ ἔτος, ὡς ὡμολογεῖτο, ἐκ πάντων μάλιστα δὴ ἐκεῖνο ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας ἐτύγχανεν ὄν· εἰ δέ τις καὶ προύκαμνέ τι, ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη.  τοὺς δὲ ἄλλους ἀπ᾽ οὐδεμιᾶς προφάσεως, ἀλλ᾽ ἐξαίφνης ὑγιεῖς ὄντας πρῶτον μὲν τῆς κεφαλῆς θέρμαι ἰσχυραὶ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις ἐλάμβανε, καὶ τὰ ἐντός, ἥ τε φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα, εὐθὺς αἱματώδη ἦν καὶ πνεῦμα ἄτοπον καὶ δυσῶδες ἠφίει· ἔπειτα ἐξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ βράγχος ἐπεγίγνετο, καὶ ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ πόνος μετὰ βηχὸς ἰσχυροῦ· καὶ ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν, ἀνέστρεφέ τε αὐτὴν καὶ ἀποκαθάρσεις χολῆς πᾶσαι ὅσαι ὑπὸ ἰατρῶν ὠνομασμέναι εἰσὶν ἐπῇσαν, καὶ αὗται μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης.  λύγξ τε τοῖς πλέοσιν ἐνέπιπτε κενή, σπασμὸν ἐνδιδοῦσα ἰσχυρόν, τοῖς μὲν μετὰ ταῦτα λωφήσαντα, τοῖς δὲ καὶ πολλῷ ὕστερον.  καὶ τὸ μὲν ἔξωθεν ἁπτομένῳ σῶμα οὔτ᾽ ἄγαν θερμὸν ἦν οὔτε χλωρόν, ἀλλ᾽ ὑπέρυθρον, πελιτνόν, φλυκταίναις μικραῖς καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκός· τὰ δὲ ἐντὸς οὕτως ἐκάετο ὥστε μήτε τῶν πάνυ λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων τὰς ἐπιβολὰς μηδ᾽ ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι, ἥδιστά τε ἂν ἐς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν. καὶ πολλοὶ τοῦτο τῶν ἠμελημένων ἀνθρώπων καὶ ἔδρασαν ἐς φρέατα, τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ ξυνεχόμενοι· καὶ ἐν τῷ ὁμοίῳ καθειστήκει τό τε πλέον καὶ ἔλασσον ποτόν.  καὶ ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν καὶ ἡ ἀγρυπνία ἐπέκειτο διὰ παντός. καὶ τὸ σῶμα, ὅσονπερ χρόνον καὶ ἡ νόσος ἀκμάζοι, οὐκ ἐμαραίνετο, ἀλλ᾽ ἀντεῖχε παρὰ δόξαν τῇ ταλαιπωρίᾳ, ὥστε ἢ διεφθείροντο οἱ πλεῖστοι ἐναταῖοι καὶ ἑβδομαῖοι ὑπὸ τοῦ ἐντὸς καύματος, ἔτι ἔχοντές τι δυνάμεως, ἢ εἰ διαφύγοιεν, ἐπικατιόντος τοῦ νοσήματος ἐς τὴν κοιλίαν καὶ ἑλκώσεώς τε αὐτῇ ἰσχυρᾶς ἐγγιγνομένης καὶ διαρροίας ἅμα ἀκράτου ἐπιπιπτούσης οἱ πολλοὶ ὕστερον δι᾽ αὐτὴν ἀσθενείᾳ διεφθείροντο.  διεξῄει γὰρ διὰ παντὸς τοῦ σώματος ἄνωθεν ἀρξάμενον τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πρῶτον ἱδρυθὲν κακόν, καὶ εἴ τις ἐκ τῶν μεγίστων περιγένοιτο, τῶν γε ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινεν.  κατέσκηπτε γὰρ ἐς αἰδοῖα καὶ ἐς ἄκρας χεῖρας καὶ πόδας, καὶ πολλοὶ στερισκόμενοι τούτων διέφευγον, εἰσὶ δ᾽ οἳ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν. τοὺς δὲ καὶ λήθη ἐλάμβανε παραυτίκα ἀναστάντας τῶν πάντων ὁμοίως, καὶ ἠγνόησαν σφᾶς τε αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπιτηδείους.  
50.  Γενόμενον γὰρ κρεῖσσον λόγου τὸ εἶδος τῆς νόσου τά τε ἄλλα χαλεπωτέρως ἢ κατὰ τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν προσέπιπτεν ἑκάστῳ καὶ ἐν τῷδε ἐδήλωσε μάλιστα ἄλλο τι ὂν ἢ τῶν ξυντρόφων τι· τὰ γὰρ ὄρνεα καὶ τετράποδα ὅσα ἀνθρώπων ἅπτεται, πολλῶν ἀτάφων γιγνομένων ἢ οὐ προσῄει ἢ γευσάμενα διεφθείρετο.  τεκμήριον δέ· τῶν μὲν τοιούτων ὀρνίθων ἐπίλειψις σαφὴς ἐγένετο, καὶ οὐχ ἑωρῶντο οὔτε ἄλλως οὔτε περὶ τοιοῦτον οὐδέν· οἱ δὲ κύνες μᾶλλον αἴσθησιν παρεῖχον τοῦ ἀποβαίνοντος διὰ τὸ ξυνδιαιτᾶσθαι.
51.   Τὸ μὲν οὖν νόσημα, πολλὰ καὶ ἄλλα παραλιπόντι ἀτοπίας, ὡς ἑκάστῳ ἐτύγχανέ τι διαφερόντως ἑτέρῳ πρὸς ἕτερον γιγνόμενον, τοιοῦτον ἦν ἐπὶ πᾶν τὴν ἰδέαν. καὶ ἄλλο παρελύπει κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον οὐδὲν τῶν εἰωθότων· ὃ δὲ καὶ γένοιτο, ἐς τοῦτο ἐτελεύτα.  ἔθνῃσκον δὲ οἱ μὲν ἀμελείᾳ, οἱ δὲ καὶ πάνυ θεραπευόμενοι. ἕν τε οὐδὲ ἓν κατέστη ἴαμα ὡς εἰπεῖν ὅτι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν· τὸ γάρ τῳ ξυνενεγκὸν ἄλλον τοῦτο ἔβλαπτεν.  σῶμά τε αὔταρκες ὂν οὐδὲν διεφάνη πρὸς αὐτὸ ἰσχύος πέρι ἢ ἀσθενείας, ἀλλὰ πάντα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα.  δεινότατον δὲ παντὸς ἦν τοῦ κακοῦ ἥ τε ἀθυμία ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων (πρὸς γὰρ τὸ ἀνέλπιστον εὐθὺς τραπόμενοι τῇ γνώμῃ πολλῷ μᾶλλον προΐεντο σφᾶς αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀντεῖχον), καὶ ὅτι ἕτερος ἀφ᾽ ἑτέρου θεραπείας ἀναπιμπλάμενοι ὥσπερ τὰ πρόβατα ἔθνῃσκον· καὶ τὸν πλεῖστον φθόρον τοῦτο ἐνεποίει.  εἴτε γὰρ μὴ ᾽θέλοιεν δεδιότες ἀλλήλοις προσιέναι, ἀπώλλυντο ἐρῆμοι, καὶ οἰκίαι πολλαὶ ἐκενώθησαν ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύσοντος· εἴτε προσίοιεν, διεφθείροντο, καὶ μάλιστα οἱ ἀρετῆς τι μεταποιούμενοι· αἰσχύνῃ γὰρ ἠφείδουν σφῶν αὐτῶν ἐσιόντες παρὰ τοὺς φίλους, ἐπεὶ καὶ τὰς ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων τελευτῶντες καὶ οἱ οἰκεῖοι ἐξέκαμνον ὑπὸ τοῦ πολλοῦ κακοῦ νικώμενοι.  ἐπὶ πλέον δ᾽ ὅμως οἱ διαπεφευγότες τόν τε θνῄσκοντα καὶ τὸν πονούμενον ᾠκτίζοντο διὰ τὸ προειδέναι τε καὶ αὐτοὶ ἤδη ἐν τῷ θαρσαλέῳ εἶναι· δὶς γὰρ τὸν αὐτόν, ὥστε καὶ κτείνειν, οὐκ ἐπελάμβανεν. καὶ ἐμακαρίζοντό τε ὑπὸ τῶν ἄλλων, καὶ αὐτοὶ τῷ παραχρῆμα περιχαρεῖ καὶ ἐς τὸν ἔπειτα χρόνον ἐλπίδος τι εἶχον κούφης μηδ᾽ ἂν ὑπ᾽ ἄλλου νοσήματός ποτε ἔτι διαφθαρῆναι.
52.   Ἐπίεσε δ᾽ αὐτοὺς μᾶλλον πρὸς τῷ ὑπάρχοντι πόνῳ καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ, καὶ οὐχ ἧσσον τοὺς ἐπελθόντας.  οἰκιῶν γὰρ οὐχ ὑπαρχουσῶν, ἀλλ᾽ ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτωμένων ὁ φθόρος ἐγίγνετο οὐδενὶ κόσμῳ, ἀλλὰ καὶ νεκροὶ ἐπ᾽ ἀλλήλοις ἀποθνῄσκοντες ἔκειντο καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο καὶ περὶ τὰς κρήνας ἁπάσας ἡμιθνῆτες τοῦ ὕδατος ἐπιθυμίᾳ.  τά τε ἱερὰ ἐν οἷς ἐσκήνηντο νεκρῶν πλέα ἦν, αὐτοῦ ἐναποθνῃσκόντων· ὑπερβιαζομένου γὰρ τοῦ κακοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅτι γένωνται, ἐς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως.  νόμοι τε πάντες ξυνεταράχθησαν οἷς ἐχρῶντο πρότερον περὶ τὰς ταφάς, ἔθαπτον δὲ ὡς ἕκαστος ἐδύνατο. καὶ πολλοὶ ἐς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο σπάνει τῶν ἐπιτηδείων διὰ τὸ συχνοὺς ἤδη προτεθνάναι σφίσιν· ἐπὶ πυρὰς γὰρ ἀλλοτρίας φθάσαντες τοὺς νήσαντας οἱ μὲν ἐπιθέντες τὸν ἑαυτῶν νεκρὸν ὑφῆπτον, οἱ δὲ καιομένου ἄλλου ἐπιβαλόντες ἄνωθεν ὃν φέροιεν ἀπῇσαν.
53.        Πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημα. ῥᾷον γὰρ ἐτόλμα τις ἃ πρότερον ἀπεκρύπτετο μὴ καθ᾽ ἡδονὴν ποιεῖν, ἀγχίστροφον τὴν μεταβολὴν ὁρῶντες τῶν τε εὐδαιμόνων καὶ αἰφνιδίως θνῃσκόντων καὶ τῶν οὐδὲν πρότερον κεκτημένων, εὐθὺς δὲ τἀκείνων ἐχόντων.   ὥστε ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν ποιεῖσθαι, ἐφήμερα τά τε σώματα καὶ τὰ χρήματα ὁμοίως ἡγούμενοι.   καὶ τὸ μὲν προσταλαιπωρεῖν τῷ δόξαντι καλῷ οὐδεὶς πρόθυμος ἦν, ἄδηλον νομίζων εἰ πρὶν ἐπ᾽ αὐτὸ ἐλθεῖν διαφθαρήσεται· ὅτι δὲ ἤδη τε ἡδὺ πανταχόθεν τε ἐς αὐτὸ κερδαλέον, τοῦτο καὶ καλὸν καὶ χρήσιμον κατέστη.   θεῶν δὲ φόβος ἢ ἀνθρώπων νόμος οὐδεὶς ἀπεῖργε, τὸ μὲν κρίνοντες ἐν ὁμοίῳ καὶ σέβειν καὶ μὴ ἐκ τοῦ πάντας ὁρᾶν ἐν ἴσῳ ἀπολλυμένους, τῶν δὲ ἁμαρτημάτων οὐδεὶς ἐλπίζων μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι βιοὺς ἂν τὴν τιμωρίαν ἀντιδοῦναι, πολὺ δὲ μείζω τὴν ἤδη κατεψηφισμένην σφῶν ἐπικρεμασθῆναι, ἣν πρὶν ἐμπεσεῖν εἰκὸς εἶναι τοῦ βίου τι ἀπολαῦσαι.

                              ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ     Σκουτερόπουλος, εκδόσεις Πόλις.






 



                                                                                               Καλό διάβασμα.