Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Ερωφίλη για Κρητικούς και όχι μόνον αναγνώστες του Σολωμού.

Μια πρόταση της φίλης και συναδέλφου Πολίνας με οδήγησε στην Ερωφίλη του Χορτάτζη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως παράλληλο στον Κρητικό και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού αλλά και στον Ερωτόκριτο που διδάσκουμε στην Α Λυκείου. Αν διαβάζοντας το απόσπασμα της Ερωφίλης έχετε κάποια δυσκολία με τα....Κρητικά μπορώ λόγω καταγωγής να βοηθήσω.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Πανάρετος, Ερωφιλη
ΠΑΝ.  Όντεν αστράφτει και βροντά κι ανεμικές φυσούσι,                
            κ' εις το γιαλό τα κύματα τα θυμωμένα σκούσι,
και το καράβι αμπώθουσι σε μια μερά κ' εις άλλη
τση φουσκωμένης θάλασσας, με ταραχή μεγάλη,                  50
τότες γνωρίζεται ο καλός ναύκλερος, μόνο τότες
τιμούνται οι κατεχάμενοι κι αδύνατοι ποδότες,
γιατί με τέχνη κι ο γιαλός πολλές φορές νικάται,
κ' εκείνος απού κυβερνά ψηλώνει και τιμάται.
Γιαύτος κ' εγώ σ' τση τύχης μου την ταραχή την τόση,         55
απού έτσι ξάφνου μ' εύρηκε για να με θανατώσει,
δε θε ν' αφήσω να χαθώ δίχως να δοκιμάσω
στο δύνομαι να βουηθηθώ, πριν τη ζωή μου χάσω.
ΕΡΩ.   Οϊμένα κ' ίντα του γροικώ; Τάχα καινούργια πάλι
κακομοιριά ν' απόσωσε να σμίξει με την άλλη;               60
ΠΑΝ.   Μα την κερά μου συντηρώ κ' έρχεται προς εμένα,
κ' έχει το πρόσωπο κλιτό, τ' αμμάτια θαμπωμένα.
Έρωτα, μ' όσα βάσανα με κάνεις να γροικήσω,
τση δύναμης σου δε μπορώ παρά να φχαριστήσω,
γιατί με μια γλυκεία θωριά πλερώνει πάσα κρίση
                        65
τούτη απ' ως ήλιος δύνεται τον κόσμο να στολίσει.
Τα περιστέρια όντε νερό και ταραχή γροικούσι,
απού τσι κάμπους με σπουδή προς τσι φωλιές πετούσι·
κ' εσύ, κερά, στην ταραχή τση τόσης κακοσύνης
τση τύχη μας, για ποια αφορμή την κάμερα σου αφήνεις        70
κ' έρχεσαι σ' τούτη τη μερά, κ' η θαμπωμένη σου όψη
δύνεται την καημένη μου καρδιά σε δυο να κόψει;
ΕΡΩ.    Σ' πάσα πολύ μου βάσανο και πρίκα μου μεγάλη,
παρηγοριά, Πανάρετε, ποτέ δεν ηύρηκα άλλη,
παρά το βγενικότατο πρόσωπο το δικό σου,
                                 75
καθώς, θαρρώ, πολλά καλά το ξεύρεις απατός σου.
Για τούτον ήρθα ως εδεπά μονάχας να σε δούσι
τ' αμμάτια μου τση ταπεινής, να παραλαφρωθούσι.
ΠΑΝ.   Βασιλιοπούλα αφέντρα μου, θάρρος κι απαντοχή μου,
την πρίκαν οπού πλάκωσε σήμερο το κορμί μου,                        80
γλώσσα, λογιάζω, μηδεμιά μπορεί να τη μιλήσει,
μηδ' άλλο πράμα δύνεται να με παρηγορήσει,
παρά ή θωριά σου μοναχάς. Κι ωσάν το διψασμένο
λάφι γλακά στον ποταμό, πλήσα πεθυμισμένο
να πιει νερό να δροσιστεί, τέτοιας λογής, κερά μου,                   85
για να σε δούσι ετρέχασι τ' αμμάτια τα δικά μου,
να μου ζυγώξεις τση καρδιάς το βάρος το περίσσο
κι αποδεπά πασίχαρος περίσσα να γυρίσω.
Μα πρίχου σώσω, ο βασιλιός μου μήνυσε να δράμω,
να πα τον εύρω, κ' ήτονε χρειά μου ζιμιό να κάμω                      90
τον ορισμό του αφέντη μου, για κείνο μετά σένα
δεν είμαι, απόστα μ' εύρηκεν η ακριβή σου νένα.
ΕΡΩ.    Κ ιντά 'θελε με τόση βιά;
ΠΑΝ.                                      Τρέμουσι και δειλιούσι
τα χείλη μου ν' ανοίξουσι να σου το δηγηθούσι.
Δυο προξενιές για λόγου σου του φέρασι, κερά μου,                  95
κι ως μου 'πεν, αποφάσισεν, ώφου, ωχ οϊμέ η καρδιά μου,
να σε παντρέψει, κι ογιατί σαν κακοκαρδισμένη,
λέγει, πως σ' είδε, ως τ' άκουσες, ψυχή μου αγαπημένη,
με λόγια και με σιργουλιές μ' έστειλε να σε κάμω
να συβαστείς να κάμετε τον πρικαμένο γάμο.            
         100
Κι απόστα του το γροίκησα, λόγιασε εσύ, κερά μου,
πόσες φωτιές μου καίγουσι τη δόλια την καρδιά μου!
Το θάνατο και τη σκλαβιά τόσα πρικιά δεν κράζω
σαν έν' πρικύ το βάσανο που τώρα δοκιμάζω·
το 'να απ' αυτάνα τσι καημούς τελειώνει, κ' εις την άλλη      105 
με τον καιρόν η λευτεριά τέλος μπορεί να βάλει.
Μα κείνον απού μου κρατεί το νου τον πρικαμένο
μέσα στον Άδη ζωντανό, στον κόσμο αποθαμένο,
πάντα με θέλει πολεμά, δίχως ποτέ να δώσει
           τέλος γή αλάφρωση κιαμιά στην κρίση μου την τόση.             110
ΕΡΩ.     Πάσα κιανείς απ' αγαπά, δίκιο 'χει να φοβάται
          με πάσα λίγην αφορμή, μα να παρηγοράται
          πάλι τυχαίνει, οντά θωρεί την κόρη τη δική του
          πως μια ψυχή 'ναι μετ' αυτό κ' ένα με το κορμί του.
          Πως σ' αγαπώ κατέχεις το· γνωρίζεις πως μηδένα
                    115
θάρρος δεν πρέπει να 'χω πλιό στον κόσμο παρά σένα.
Στην ευγένεια σου την πολλή, στη χάρη σου την τόση,
στη δύναμη, σ' τσι διάξες σου και την πολλή σου γνώση
τον πόθο μου εθεμέλιωσα, και πλια από κτίσμαν άλλο
μέσα στα φύλλα τση καρδιάς τονέ κρατώ μεγάλο.
               120
          Για τούτο μόνο ό θάνατος μπορεί να τον χαλάσει
          σ' τούτο τον κόσμο, κ' οι ψυχές πάλι στον Άδη αν πάσι,
          πως θέλου σμίξει κ' εδεκεί με πλιάν αγάπη ελπίζω,
          γιατί κ' εσύ πιστότατα πως μ' αγαπάς γνωρίζω.
          Οϊμέ, κι ας μου 'το μπορετό, το στήθος μου ν' ανοίξω,         125      
           και φυτεμένο στην καρδιά πως σ' έχω να σου δείξω,
          για να 'χες πει, Πανάρετε, «χωρίς το θάνατο μου
          ν' ανασπαστώ, Ερωφίλη μου, δεν είναι μπορετό μου».
ΠΑΝ.    Τούτα τ' αμμάτια, αφέντρα μου, καλά και δε θωρούσι
πως στην καρδιά σου βρίσκομαι, του νου το συντηρούσι     130
τ' αμμάτια, απ' έχου να θωρού χάρη σγουραφισμένο
το πράμαν απού βρίσκεται στον οφθαλμό χωσμένο.
Μα δε μπορεί η καημένη μου καρδιά να μην τρομάσσει
το πράμα κείνο που αγαπά τόσα πολλά, μη χάσει,
κ' είμαι σαν έναν ακριβό πόχει τσι θησαυρούς του
              135
χωσμένους σ' τόπο αδυνατό, μ' όλον ετούτο ο νους του
στέκει με χίλιους λογισμούς, μ' έγνοια πολλά μεγάλη
μη λάχει να τσι βρούσινε και πάρουσί του τσι άλλοι.
'Οϊμέ, κι αν άλλος δε μπορεί, γι' αψήφιστο λογάρι,
σωστή στον κόσμο ανάπαψη ποτέ κιαμιά να πάρει,             140
πώς θες να μη φοβούμαι εγώ, πώς θες να μην τρομάσσω,
τα κάλλη σου τ' άρίφνητα κιαμιά φορά μη χάσω;
Στον ήλιον έχω ντήρηση κ' εις τ' άστρα που περνούσι
και τσ' ομορφιές σου, αφέντρα μου, κάτω στη γη θωρούσι,
μηδέ χυθού κι αρπάξου σε, κ' εμένα τον καημένο
                   145
παρ' άλλον άθρωπο στη γη ν' αφήσου πρικαμένο.
ΕΡΩ.    Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν είν' τα κάλλη,
μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται τη μεγάλη.
Μα γή όμορφη 'μαι γή άσκημη, Πανάρετε ψυχή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.
                    150
ΠΑΝ.   Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσα μου,
καθώς τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι τήν πρικιά μου.
Μ' όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την αγάπη εκείνη
που μας ανάθρεψε μικρά και πλια παρ' άλλη εγίνη
πιστή και δυνατότατη σ' εμένα κ' εις εσένα
                          155
και τα κορμιά μας σ' άμετρο πόθο κρατεί δεμένα,
περίσσα σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις
να σε νικήσει ο βασιλιός, να μ' απολησμονήσεις.
ΕΡΩ.   Οϊμένα, να 'βρω δε μπορώ ποιαν αφορμή ποτέ μου
σου 'δωκα, στην αγάπη μου φόβο, Πανάρετε μου,            160
 να πιάνεις τόσα δυνατό, σα να μηδέ γνωρίζεις
 το πως το νου και την ψυχή και την καρδιά μου ορίζεις.
 Έρωτα, απείς τ' αφέντη μου τ' αμμάτια δε μπορούσι
 πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι,
 μιαν απού τσι σαΐτες σου φαρμάκεψε και ρίξε
                     165
μέσα στα φυλλοκάρδια μου και φανερά του δείξε                   
 με τον πρικύ μου θάνατο πως ταίρι του απομένω,
και μόνο πως για λόγου του στον Άδη κατεβαίνω.
ΠΑΝ.   Τούτο ας γενεί σ' εμένα ομπρός, φόβο κιανένα αν έχω
στον πόθο σου, νεράιδα μου, γή αν έν' και δεν κατέχω       170 
πως μηδέ ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις
τον πόθο σου από λόγου μου κι αλλού να τονέ δώσεις.
Μα δεν κατέχω ποια αφορμή με κάνει και τρομάσσω,
το πράμα που στο χέρι μου κρατώ σφικτά μη χάσω,
κ' εκείνο απού παρηγοριά πρέπει να μου χαρίζει,
                175
τσ' ελπίδες μου τσ' αμέτρητες σε φόβο μου γυρίζει.
ΕΡΩ.    Τούτο 'ναι απού το ξαφνικό μαντάτο που μας δώσα,
μα μην πρικαίνομέστανε, Πανάρετε μου, τόσα,
γιατί ουρανός, απού 'καμε κ' εσμίξαμεν αντάμι,
να στέκομε παντοτινά ταίρια μας θέλει κάμει.
               180
Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα,
τ' άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύκτα, την ημέρα,
παρακαλώ ν' αρματωθού, να 'ρθουν αντίδικα μου,
την ώρα οπ' άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου.
Μ' απείτις να μιλούμε εδώ πλιότερα δε μπορούμε,
                185
στην κάμερα μου έλα, εύρε με, στράτα κιαμιά να βρούμε,
να κάμομε τσι προξενιές τούτες να ξηλωθούσι,
κ' ύστερα τ' άλλα πλια εύκολα δύνουνται να σαστούσι.
Πάγω και μην αργείς λοιπό.
ΠΑΝ.                                                    Ας πηαίνει η αφεντιά σου,
γιατί κ' εγώ έρχομαι ζιμιό κατά την ορδινιά σου.                   190

3 σχόλια:

  1. Επειδή έχω ζηλέψει τη δεξιοτεχνία σου στις μαντινάδες, λέω να σου πω "ευχαριστώ", με μια μαντινάδα! Άτεχνη μεν..αλλά δική μου!

    Φεγγάρι μου καλύτερα να πάψεις να διαβαίνεις,
    παρά το φίλο τον καλό κοντά μου να μη φέρνεις.

    Φιλιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η απάντηση αλιευμένη όχι από το Σολωμό αλλά φεγγαρολουσμένη με κρητική ποίηση στην οποία ο αλαφροΐσκιωτος είχε εντρυφήσει:

    Φεγγάρι μου ανε ντη δεις
    όντε θα βγεις σεργιάνι
    μη σου φανεί παράξενο
    το φως σου ανέ λιγάνει.

    Συγχώρα με φεγγάρι μου
    που δεν παινώ το φως σου
    Μα πες μου αν έχω άδικο
    όντε τη δεις ομπρός σου.

    Και το φεγγάρι άμα σε δει
    το χρώμα του αλλάζει
    αφού εσύ φεγγοβολάς
    εκείνο σκοτεινιάζει!

    Τη θάλασσα των αστεριών
    με βάρκα το φεγγάρι
    η σκέψη μου ταξιδευτής
    έρχεται να σε πάρει.

    Φεγγάρι που 'σαι μπιστικός
    τσ' αγάπης ταχυδρόμος
    πες της πως θα την αγαπώ
    μέχρι να στέκει ο κόσμος.

    Εύχομαι λογοτεχνικά ταξίδια με ούριο άνεμο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Χωρίζω μία από τις αγαπημένες μου:

    Και το φεγγάρι να βρεθεί
    σε λίγωση γεμώζει
    και γίνεται πανσέληνος
    να σε ποκαμαρώσει!

    ΑπάντησηΔιαγραφή