Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Πιερ Ασουλίν Οι προσκεκλημένοι


Διάβασα αυτές τις μέρες το μυθιστόρημα  του Πιερ Ασουλίν «Οι προσκεκλημένοι» (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Πόλις). Ιδιαίτερα γοητευτικό, ανατέμνει την μεγαλοαστική τάξη της Γαλλίας προβάλλοντας τον υφέρποντα ρατσισμό και τα στερεότυπα καθώς συγκεντρώνονται   σε ένα δείπνο σοφά προετοιμασμένο ξεχωριστοί συνδαιτυμόνες  που όμως, αν τους κλείσεις σε ανελκυστήρα αποκαλύπτεται το επίχρισμα και η αλήθεια της ατομικής συμφεροντολαγνείας. Όταν εντελώς αναπάντεχα θα πρέπει να βρουν άλλον ένα ως ομοτράπεζο, για να αποφύγουν τον αριθμό 13, η λύση βρίσκεται στην οικιακή βοηθό Σόνια που θα αλλάξει τα πράγματα και τη βραδιά:  
 
 .....................................
  Κατόπιν ο Μπανόν στράφηκε προς την οικοδέσποινα:
«Μου επιτρέπετε να πάρω μια πρωτοβουλία;
— Φυσικά, παρακαλώ...» αποκρίθηκε η Σοφί, αρκετά ανή­συχη.
Ο Μπανόν κατευθύνθηκε προς τη Σόνια, που, μαρμαρω­μένη από την αρχή της ιστορίας, είχε αποσυρθεί στην πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα.
«Δεσποινίς, θέλετε να έρθετε εδώ, κοντά μας;»
Ενστικτωδώς, η οικιακή βοηθός κοίταξε πίσω της, σαν να ήταν αδιανόητο ένας προσκεκλημένος να απευθυνόταν σε εκεί­νη, με αυτό τον τρόπο, σε αυτό το χώρο. Κατόπιν έδειξε με το δάχτυλο τον εαυτό της αρθρώνοντας ένα δύσπιστο: «Εγώ;» που μόλις ακούστηκε, προτού πλησιάσει δειλά στο τραπέζι.
Από την αρχή της βραδιάς, η Σόνια είχε προσέξει πως δεν άφηνε αδιάφορο ετούτο τον άνδρα. Το είχε παρατηρήσει στον τρόπο με τον οποίο την κοίταζε στο σαλόνι. Δεν υπήρχε ίχνος από την ερωτική φαντασίωση του κυρίου για την υπη­ρέτρια. Ακριβώς το αντίθετο από εκείνους τους Ιταλούς που γδύνουν τις γυναίκες με βλέμμα δουλεμπόρου. Το δικό του βλέμμα ήταν τρυφερό και θωπευτικό. Για μια στιγμή, ένιω­σε την παράξενη ηδυπάθειά του, αλλά το απόδιωξε αμέσως από το μυαλό της. Αφότου την κάλεσε αυτός ο άνδρας, οι πά­ντες βάλθηκαν να την παρατηρούν, μάλιστα, αυτήν.
«Θέλετε να βγάλετε την ποδιά σας; Ναι, αυτή την ωραία κεντημένη άσπρη ποδιά, μπορείτε να τη βγάλετε, έτσι δεν εί­ναι;»
Ενοχλημένη, η Σόνια ρώτησε με το βλέμμα την κυρία της, η οποία το μόνο που κατάφερε να της ανταποδώσει ήταν η έκφραση της δικής της εκμηδένισης. Μα πώς ήταν δυνατόν ο Μπανόν να θέλει να δειπνήσει η υπηρέτρια μαζί τους;
Κι όμως, ναι.
Επειδή του έκανε ευχαρίστηση ή επειδή ήταν ανάγκη, αυ­τό είναι συζητήσιμο. Όμως ο Μπανόν φαινόταν αποφασι­σμένος. Άλλωστε, είχε εξαφανιστεί απλώς και μόνο για να επιστρέψει με μια καρέκλα την οποία πήρε από το σαλόνι. Η Σοφί ντυ Βιβιέ έχασε τη μιλιά της. Όταν την ξαναβρήκε, ο σύζυγος της, καθισμένος στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, την απέτρεψε, με ένα επίμονο βλέμμα, από το να ξαναμιλή­σει. Αυτό που η Σοφί διάβασε στο βλέμμα του ήταν απόλυτα σαφές: όχι αντιρρήσεις στον Ζωρζ Μπανόν, όχι απόψε, όχι εδώ. Η Μαρί-Ντο, που δεν έχασε το παραμικρό από ετούτη την ανταλλαγή βλεμμάτων, τη μετέφρασε αμέσως για τον εαυτό της: ο πελάτης είναι βασιλιάς. Όχι μόνο πληρώνει, αλλά εξηγεί και τις ενέργειες του:
«Έτσι είστε κι εσείς τώρα με βραδινό ένδυμα, όπως όλοι εμείς».
Η Σοφί είχε τα ελαττώματα της, αλλά ο πραγματισμός της και η προσαρμοστική της ικανότητα ήταν πραγματικά κάτι το απαράμιλλο. Κάλεσε τις κυρίες να σηκωθούν και, ενώ όλοι φλυαρούσαν όρθιοι, ζήτησε να κάνουν λίγη υπομο­νή. Η Σόνια έβαλε ένα ακόμα σερβίτσιο και έσπρωξε τα υπό­λοιπα περιφρονώντας κάθε σοφά υπολογισμένο χιλιοστόμε-τρο, φροντίζοντας όμως, παρ' όλα αυτά, τα μαχαιροπίρουνα να είναι τοποθετημένα με το καμπύλο μέρος τους προς τα πάνω, προκειμένου να φαίνεται το σκαλισμένο μονόγραμμα, όπως επιβάλλεται στη Γαλλία.
Την ίδια στιγμή, η κυρία-ντυ έτρεξε στην κουζίνα, αποκά­λυψε στον Οτμάν ότι η στιγμή ήταν σοβαρή, του περιέγραψε συνοπτικά την κατάσταση, του ζήτησε να βρει το άσπρο σα­κάκι για τις ειδικές περιστάσεις στο ντουλάπι του υπηρετικού προσωπικού και του εξήγησε ότι έπρεπε εκτάκτως να καταπιέσει τον εαυτό του και να σερβίρει στο τραπέζι. Ύστερα, χω­ρίς καν να περιμένει την απάντηση του, επέστρεψε στην τρα­πεζαρία και άρχισε να αλλάζει μερικές θέσεις, τουλάχιστον εκείνες που μπορούσε. Ο Μπανόν την πρόλαβε:
«Δεσποινίς, καθίστε εδώ, αυτό θα απλοποιήσει τα πράγ­ματα».
Η Ζοζεφίν έμεινε άναυδη. Αυτή δεν ήταν η θέση της; Η θέ­ση που όχι μόνο προοριζόταν γι' αυτήν, αλλά και στην οποία είχε καθίσει για λίγο; Κι έπρεπε να την παραχωρήσει; Και μάλιστα στην υπηρέτρια; Πλησίασε τη Σοφί για να της τσι­μπήσει διακριτικά το μπράτσο σφίγγοντας τα δόντια της τό­σο δυνατά που κόντευε να τα σπάσει, αλλά η μόνη αντίδραση που απέσπασε ήταν ένα σήκωμα των ώμων σε ένδειξη λύπης. Ο Σεβιλιάνο, ο μόνος που η αδιαφορία του για τα πάντα τον έκανε απρόβλεπτο, διασκέδαζε με αυτό το τσίρκο' έλεγε από μέσα του: «Αυτή η βραδιά δεν θα 'χει καλό τέλος, μ' αρέσει!»
Η οικιακή βοηθός, αφού απαλλάχθηκε από την ποδιά της, βρήκε τον εαυτό της. Μια γυναίκα όπως οι άλλες. Η οποία χειραφετήθηκε από έναν άρχοντα και κύριο και από τη δύνα­μη των περιστάσεων. Είναι αλήθεια πως είχε προτερήματα και ήξερε να τα χρησιμοποιεί. Με αδιαμφισβήτητη άνεση, σαν να ήταν κάτι το φυσικό γι' αυτήν, ζήτησε συγγνώμη προ­τού εξαφανιστεί για μια στιγμή στην τουαλέτα για να βάλει λίγο κραγιόν στα χείλη της, λίγη πούδρα στα μάγουλα της, λίγη τάξη στα μαλλιά της, αφού το σημαντικό ήταν να τα κά­νει όλα από λίγο. Όταν επέστρεψε, όλοι κάθονταν επιτέλους στο τραπέζι.
«Πόσοι είμαστε τελικά; ρώτησε μια φωνή.
- Δεκατέσσερις, σύμφωνα με τους διοργανωτές, δεκα­τρείς, σύμφωνα με την αστυνομία», απάντησε μια άλλη.

Μια υπηρέτρια φτωχή, καταγόμενη από τη μαύρη ήπειρο παίρνει θέση και κάθεται ανάμεσά τους. Πλούσιοι Γάλλοι μεγαλοαστοί, εκφραστές του κατεστημένου, και ανάμεσά τους μια ξένη, μια μετανάστης που όμως είναι τελείως απαραίτητη. Ειρηνική συνύπαρξη! Σιγά σιγά αποκαλύπτεται πως είναι γεννημένη στη Μασσαλία και ετοιμάζει διδακτορικό στην Σορβόνη στην Ιστορία της Τέχνης. Προσπαθούν να την προσβάλλουν, μειώνοντάς την, όμως αυτό που καταφέρνουν είναι να τους αποστομώσει με τις γνώσεις της και να αποκαλυφθούν όσα οι ίδιοι κρύβουν κάτω από το χαλί. Η ....προσκεκλημένη θα μας κάνει να σκεφτούμε το σημερινό φυλετικό –και όχι μόνο- ρατσισμό, το είναι και το φαίνεσθαι, τους δικούς μας μετανάστες, τις διώξεις και τα κυνηγητά.   
 .......................................
Μόνο στα κρατικά μέγαρα τα δείπνα πρέπει να διαρκούν μία ώρα και σαράντα πέντε λεπτά. Από την αρχή της βραδιάς, κανείς δεν είχε κοιτάξει το ρολόι του, ούτε καν διακριτικά· αυ­τό συμβαίνει όταν υπάρχει πραγματική δόνηση ανάμεσα σε ένα χώρο και στα σώματα. Όλοι αυτοί οι προνομιούχοι της κοινωνίας, τους οποίους θα ταξινομούσαμε εύκολα στον κατά­λογο με τους ευτυχείς του κόσμου, λες και η ατυχία σταματού­σε στο φράκτη του χρήματος και η δυστυχία δεν μπορούσε να τους φθάσει, απολάμβαναν εκείνο το βράδυ μια πολυτέλεια που ούτε καν υποψιάζονταν. Την πραγματική πολυτέλεια. Την πιο περιζήτητη και την πιο απρόσιτη: το χρόνο.
Το μυστικό είναι η διάρκεια. Όμως δεν πρέπει να παρα­σύρεσαι μέσα σε ετούτη τη φρικτή σπείρα, τη φρενίτιδα των χρονοβόρων δραστηριοτήτων από τις οποίες δεν μένει τίπο­τα. Πόσες φορές είχαν διαβάσει ένα βιβλίο, είχαν δει μια ται­νία, είχαν παρακολουθήσει κάποιο θέαμα, είχαν παρευρεθεί σε μια δεξίωση, είχαν κυριαρχήσει σε μια κοσμική βραδιά ή είχαν συμμετάσχει σε κάποιο δείπνο αναθεματίζοντας αμέ­σως μετά αυτό το οδυνηρό λάθος κρίσης που τους είχε κλέψει τρεις ώρες από τη ζωή τους; Κλοπή στην οποία είχαν συναι­νέσει από αδυναμία. Όχι ότι ετούτα τα βιβλία έπεσαν από τα χέρια τους ενώ τα διάβαζαν, αλλά ακόμα χειρότερα: τους έπεσαν τα χέρια. Αυτός ήταν ο λόγος που μισούσαν θανάσι­μα ετούτα τα βιβλία, τους συγγραφείς τους και όλους τους απογόνους τους. Το είδος του στοχασμού που κυριεύει τον άνθρωπο μετά τα πενήντα, όταν αρχίζει η αντίστροφη μέ­τρηση, όταν το τικ-τακ του φονικού μηχανισμού είναι μετρο-νομικός πόνος και τα λεπτά που άλλοτε θεωρούνταν χαμένα στο εξής γίνεται βίαια αντιληπτό ότι σπαταλήθηκαν. Δεν θα ανακτηθούν ποτέ πια.
Γίνεται σοφός όποιος το συνειδητοποιεί και αποφασίζει να μην αφήνει πια να τον κλέβει ό,τι θλιβερό μπορεί να πα­ράγει η κοινωνία. Τότε τον κυριεύει η επιθυμία να πάει να δει τι υπάρχει στην άλλη πλευρά του λόφου.
Είχαν μιλήσει και είχαν ακούσει, είχαν πιει και είχαν φά­ει, είχαν νιώσει την αγάπη και το μίσος, χωρίς να νοιάζονται για τους περιορισμούς της ώρας. Κι έτσι, σιωπηρά και χωρίς να συνεννοηθούν μεταξύ τους, σχεδόν κατάφεραν να παρα­μερίσουν το υπερβολικά επίκαιρο. Το γεγονός της ημέρας, ακόμα και των ημερών που προηγήθηκαν. Πρέπει να αγνο­είς τους νεωτερισμούς για να μένεις έξω από τον κόσμο. Από τα χυδαία μιάσματα της επικαιρότητας. Από τις αγωνίες του εφήμερου. Από την πτώση του ανθρώπου στο χρόνο. Εί­χαν απομακρύνει τη χυδαιότητα του καινούριου για να δώ­σουν στις πιο άχρονες συζητήσεις τους το εξαίσιο γούστο της πατίνας του χρόνου. Θα έλεγε κανείς πως ό,τι μόλις έγινε εί­ναι κατ' ανάγκη επιφανειακό. Δεν έχουμε προσέξει αρκετά ότι, κάθε φορά που κάποιος καλλιτέχνης θέλει να εκφράσει την παρακμή ενός κόσμου, βάζει να ηχούν οι κινήσεις του επιτοίχιου ρολογιού στα μεγάλα άδεια δωμάτια μιας μεγά­λης κατοικίας της παλιάς αριστοκρατίας.
Λεπτομέρειες. Λεπτομέρειες και μόνο. Απολάμβαναν το γε­γονός ότι είχαν γρόνο να αφιερωθούν σε αυτό που απωθούμε εν γένει με την ανάποδη του χεριού: τις λεπτομέρειες. Ορισμένοι κατάφεραν να κατανοήσουν τις προσωπικότητες μάλλον μέσα από απειροελάχιστα λαμπυρίσματα παρά από το περιτύλιγμα τους, συχνά πολύ χοντρό για να το διαπεράσουν η πολυπλο­κότητα του πνεύματος ή οι κινήσεις της ψυχής. Περιφρονούμε το περιττό, ενώ συχνά κρύβει θησαυρούς της ανθρωπότητας.

Ένα βιβλίο από αυτά που αξίζουν φέτος να διαβαστούν. Παραπέμπω και στο ΕΚΕΒΙ:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου