Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Δημήτρη Αλεξίου Αλάτι κόκκινο


Πήρα χτες εν μέσω καύσωνος  το βιβλίο του Δημήτρη Αλεξίου "Αλάτι κόκκινο" εκδ. Διόπτρα και άρχισα να το διαβάζω σε καφετέρια με τη δροσιά του κλιματιστικού και τη συνοδεία ενός ελληνικότατου φρέδο. Ο καφές τελείωσε, εγώ δεν έλεγα να ξεκολλήσω, το βιβλίο με είχε συνεπάρει. Συνέχισα να το διαβάζω βολεμένος σε ένα άνετο τρόλεϊ, κοιτάζοντας δεξιά αριστερά μη με φωτογραφίσει κανένας από αυτούς τους περίεργους που ψάχνουν τι διαβάζουμε στα λεωφορεία και μετά ανεβάζουν τη φωτογραφία σε σχετική ομάδα στο φατσοβιβλίο κάνοντας τα σχετικά σχόλια. Δεν κατάλαβα για πότε έπρεπε να κατέβω. Χωρίς να το βάλω μέσα στη τσάντα μου φτάνω σπίτι, θρονιάζομαι στην αναπαυτική μου κλιματιζόμενη πολυθρόνα και το συνεχίζω μέχρι….τέλους. Πρώτο συμπέρασμα : Ρουφιέται το άτιμο. Ευκολοδιάβαστο, βιβλίο αξιώσεων, από αυτά που λες : θέλω κι άλλο. Ένα το κρατούμενο.
Παρακολουθώντας την εκδοτική δραστηριότητα, θα έλεγα πως τον τελευταίο μήνα βγήκαν πολλά αστυνομικά βιβλία,, Ιδιαίτερα προβάλλονται αυτά που έχουν σχέση με το Μαρή, φαντάζομαι ότι θα μοσχοπουλήσουν , αφού ο κόσμος επιλέγει ευκολοδιάβαστα βιβλία για την παραλία. Θα μπορούσα ευκολότατα να κατατάξω το βιβλίο στα αστυνομικά, αφού και αστυνομική πλοκή έχει, και αστυνόμο με δισύλλαβο όνομα έχει ( Ψαθάς) και εύκολα θα μπορούσε να εμφανιστεί σε νέες περιπέτειες σε επόμενα βιβλία του συγγραφέα, σαν τον Μπέκα, τον αστυνόμο Χαρίτο, τον Ρέμπους τον επιθεωρητή Κουρτ Βαλάντερ και άλλους. Όμως δε θα το έλεγα απλά αστυνομικό. Είναι πολυεπίπεδο. Δύο τα κρατούμενα.

      Με το σεισμό του 2001 το νησί της Σκύρου ζει μες την ένταση, αφού υπάρχει ο φόβος ενός δεύτερου σεισμού, το νερό της πηγής που  υδροδοτούσε το νησί χάνεται και μια δεκαεξάχρονη βρίσκεται κρεμασμένη σε ένα ξωκλήσι. Από την Αθήνα έρχεται ο αστυνόμος Ψαθάς να εξιχνιάσει την υπόθεση. Κι άλλα πτώματα ανακαλύπτονται στην πορεία καθώς βγαίνουν στην επιφάνεια προλήψεις, στερεοτυπικές αντιλήψεις, βαθιά κρυμμένα μυστικά,  ρατσιστική αντιμετώπιση των περιθωριακών, των ξένων, του άλλου, του σημαδεμένου. Τα έθιμα καλά κρατούν, τα πανηγύρια, ο Γέρος , η Κορέλα αλλά χρησιμοποιούνται από το συγγραφέα ως καμβάς για να υφανθεί απλά κι όμορφα  το μυθιστόρημά του. Ο ελληνικός λαϊκός πολιτισμός της Σκύρου με χορούς, αποκριάτικα παγανιστικά έθιμα και σκυριανά αλογάκια καθώς και η ενδιαφέρουσα ντοπιολαλιά με οδηγούν στο τρίτο σημείο επιλογής.
   Σκέφτομαι του χρόνου, αν καταφέρω να πάω διακοπές στη Σκύρο, να το χρησιμοποιήσω ως σημείο αναφοράς , κάτι σαν τουριστικό  οδηγό, ένα πράγμα οδοιπορικού οδηγού της Σκύρου. Ο δήμος Σκύρου θα μπορούσε να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Οι ξένοι γιατί το κάνουνε; Με ένα Νταν Μπράουν παραμάσκαλα επισκέπτες του Λονδίνου ψάχνουν τα τοπωνύμια που αναφέρονται στον Κώδικα ντα Βίντσι και ξαναζούν το στόρι . Να πώς η βιομηχανία του τουρισμού κάνει θαύματα. Θα το παίξω περιηγητής με το Αλάτι Κόκκινο. Τέσσερα τα κρατούμενα.
Παράλληλα με τη μυθιστορηματική αστυνομική αφήγηση έχουν εγκιβωτιστεί δέκα παραμύθια τη Ειρήνης όπου η αφήγηση αντλεί κίνηση από το αλκοόλ. Σαν την Νέκυια της Οδύσσειας ένα πράγμα μόνο που εδώ οι μορφές πίνουν από τα λόγια της αφηγήτριας:

Ο γιατρός μου είπε ότι πρέπει να μη μιλάω. Και να μην καπνίζω. Και να μην πίνω παρά μόνο φασκόμηλο και χαμομήλι. Πες μου αν έχεις ακούσει πιο ηλίθιο άνθρω­πο! Τους γιατρούς τους έχουμε για να φροντίζουν να μην πεθάνουμε· αν είναι να μας πεθάνουνε αυτοί, είναι το λιγότερο ηλίθιοι αν όχι αγύρτες. Και πώς θα ζήσω χωρίς το μυρωδάτο μου άφιλτρο; Πώς θα ζήσω χωρίς οινόπνευμα να κινεί το αίμα στις φλέβες και να ξυπνάει το μυαλό; Πώς θα ζήσω χωρίς να πω τις ιστορίες που μου έμαθε η ζωή; Οι ιστορίες δεν είναι μόνο για να τις ακούμε, να θαυμάζουμε τα κατορθώματα των αγνώ­στων, να περνάμε την ώρα μας και μετά να τις ξεχνάμε. Κρύβουν ζωή μέσα τους. Πάθος, μίσος, αγάπη και αίμα. Κρύβουν τη ζωή. Και γι' αυτό πρέπει να ζούνε κι αυτές όσο περισσότερο γίνεται. Να τις λέμε συνέχεια. Να τις μαθαίνουν κι άλλοι. Θα μου πεις γιατί δεν τις γράφεις; Να μείνουν τα γραπτά και να τα διαβάσουν περισσό­τεροι, να μάθουν πιο πολλοί την ιστορία; Γιατί διαβά­ζοντας θα δούνε μόνο κουκκιδίτσες σε άσπρο χαρτί. Σημάδια στη σειρά. Πράγματα σε συνέχεια. Δεν θα δουν την κόρη του ματιού μου να μικραίνει στη λάμψη του ξίφους. Δεν θα δουν το πράσινο των ματιών μου να σκουραίνει απ' το αίμα. Δεν θ' ακούσουν τη φωνή μου να γλυκαίνει από φιλί αγάπης. Δεν θ' ακούσουν το λυγ­μό του θανάτου, τον ήχο του. Πόσα χρώματα να πάρει το άσπρο χαρτί, πόσους ήχους να πάρουν τα γράμματα; Χώρια που τρέμει πια το χέρι το δεξί. Τώρα μόνο το τσι­γάρο μου μπορεί να κρατήσει, γιατί το ποτό το κρατάω στο αριστερό να μη χύνεται εύκολα στην τρικυμία. Και να 'θελα δεν θα είχα χέρι να τα γράψω. Γι' αυτό θα τα λέω. Γιατί όσο τα κρατάω για μένα, με κρατούν κι αυτά. Έρχονται στον ύπνο μου το βράδυ να με τυραννήσουν. Να μου θυμίσουν την ύπαρξη τους. Να με κάνουν να πω την ιστορία τους. Κι άμα την πω μ' αφήνουν ήσυχη για καιρό. Μέχρι να έρθουν άλλοι και να ζητάνε τη δική τους δόξα. Κάθε βράδυ.
Χθες βράδυ ήρθαν οι παρθένες. Όλες μαζί και μία-μία δίπλα μου. Τριάντα τις μέτρησα κι όλες διψούσαν. Και έκλαιγαν με λυγμούς. Δεν αντέχω να ξανάρθουν απόψε. Το κρασί δεν φτάνει να σκεπάσει τις φωνές τους κι αυτές δεν το πίνουν. Θρηνούν μόνο πιο δυνατά. Γι' αυτό θα σου πω την ιστορία τους. Να πιουν τα λόγια μου, να ξεδιψάσουν και να πάψουν τις φωνές τους στον ταραγμένο μου ύπνο.
Ήταν χρόνια πολλά πριν, αιώνες θα 'λεγαν οι γνω­στικοί. Τότε που τα πλοία είχαν κατάρτια με πανιά, οι πόλεις άλογα και οι άνθρωποι σπαθιά στη ζώνη. Σε μια πόλη πλούσια, με κάμπους και κοιλάδες εύφορες που χρύσιζε απ' τα σπαρτά και πρασίνιζε απ' τα δέντρα, με λιμάνι μεγάλο όπου έδεναν τα δικάταρτα και μετέφεραν υφάσματα μεταξωτά και μπαχάρια σπάνια, όπου οι άν­θρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι. Τα παιδιά τους ήταν όμορ­φα και ροδαλά, οι γυναίκες μύριζαν μύρο και χαμομήλι και άντρας με καμπούρα δεν υπήρχε πουθενά στην πόλη αυτή. Ήταν όλοι ευτυχισμένοι και χαρούμενοι και για την καλοτυχία τους κάθε πρωί ευλογούσαν τον Θεό και κάθε βράδυ ψιθύριζαν όλοι τις προσευχές τους να μην τελειώ­σει η ευτυχία τους. Κι ήτανε σίγουροι ότι ο Θεός θα τους προστάτευε και θα τους έδειχνε πάντα την εύνοια του, γιατί ήταν καλοί άνθρωποι και νοικοκύρηδες, δούλευαν σκληρά και φέρονταν καλά, αγαπούσαν τις φαμελιές και τους συντοπίτες τους και λάτρευαν μ' ευλάβεια τον Θεό τους. Και πάνω απ' όλα είχαν αρχές. Στις οποίες πί­στευαν. Την ανδρεία, την τιμιότητα και την αγνότητα……… 

Γοητευτικότατα τα δέκα παραμύθια ερμηνεύουν θρύλους πειρατικούς, στάσεις ζωής απέναντι στην εξουσία κα το αδηφάγο τέρας που τη συνοδεύει την πλεονεξία. Μορφές βγαλμένες από τα θανάσιμα αμαρτήματα του Ιερώνυμου Μπος. Το σημειώνω ως πέμπτο στοιχείο.
Ένα έκτο στοιχείο που με γοήτευσε ως προς την ανάπτυξή του ήταν η σχέση του αστυνόμου με την ποίηση: 

Την τελευταία πληροφορία δεν την άκουσε. Το μυαλό του άστραψε και σταμάτησε στην προηγούμενη φράση. Πολύ κοινή στην ξύλινη γλώσσα των δημόσιων λειτουρ­γών. Πολύ τυπική. Πολύ ευγενικά ξεκάθαρη. «Διαθέσιμος χρόνος». Μια πολύ συνηθισμένη έκφραση που μάλλον κανείς δεν πρόσεχε ποτέ ιδιαίτερα μέχρι ν' ακουστεί την κατάλληλη στιγμή, εκείνη που το μυαλό του αναζητούσε απελπισμένα μετά από μία ώρα θαλασσινού ταξιδιού μια απόδραση. Ο αστυνόμος έψαχνε -ίσως από στερεοτυπική αντίληψη- την ηρεμία και ομορφιά της ποίησης στη θέα της θαλάσσιας απεραντοσύνης. Οι ποιητές, είχε διδαχθεί, εμπνέονταν απ' αυτήν. Ντρεπόταν να σκεφτεί ότι ο ίδιος έβρισκε πιο συχνά έμπνευση σε ανήλιαγα υπόγεια και σε κουλούριασμένα σώματα λαθρομεταναστών. Τόση λαμπρή ομορφιά, τέτοια δύναμη ατιθάσευτη μεν αλλά ήρεμη θα έπρεπε να τον είχε ήδη εμπνεύσει.
Ήταν 29 χρόνια στο Σώμα. Και πριν στο Στρατό. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τη μυστική του ενασχόληση. Τη διέξοδο του, την ψυχική και πνευματική του ξεκούραση και ανα­ζωογόνηση. Πολλοί ήξεραν ότι είχε σπουδάσει Φιλολογία πριν μπει στην αστυνομία. Ένα πτυχίο Ανώτατης Σχολής υπάρχει πάντα στο βιογραφικό του υπηρεσιακού φακέ­λου. Αλλά κανείς δεν ήξερε το κουσούρι που κουβαλούσε μαζί του από τότε. Το σαράκι του. Ας μην τον αδικούμε, κανείς δεν θα παραδεχόταν ανοιχτά στους συναδέλφους του αστυνομικούς ότι λάτρευε την ποίηση. Θα ήταν σχε­δόν εξίσου καταστροφικό με δημόσια παραδοχή ομοφυλο­φιλίας. Θα προκαλούσε την ίδια δυσπιστία με το να έχει ασπαστεί ένα όργανο της ελληνικής δημόσιας τάξης το μω­αμεθανισμό. Θα τον έβλεπαν όπως ακριβώς κάποιον που έκανε πορεία διαμαρτυρίας με πανό και κόκκινες σημαίες στα χέρια. Η ποίηση στις τάξεις του επαγγέλματος του εί­ναι κόκκινη σημαία. Μία από τις πολλές. Οι περισσότεροι θα προτιμούσαν να κριθεί παράνομη, όπως καθετί ακα­τανόητο σ' αυτούς. Σίγουρα κάτι σθεναρά αντικρουόμενο στη διατήρηση της τάξης και της ασφάλειας, στο κύρος και τη νομοτελειακή σταθερότητα των ειδικών σωμάτων, στη λογική του νόμου και της εξουσίας. Δεν το θεωρούσε παράλογο, γι' αυτό και το κρατούσε αυστηρά για τον εαυ­τό του. Η ποίηση ήταν η δική του ρινορραγία, το δικό του τραύλισμα. Δεν το έμαθε ποτέ κανείς. Εκτός...
«Διαθέσιμος χρόνος». Ο χρόνος είναι μια πολύσημη έν­νοια. Επιδέχεται πολλά επίθετα, διαφορετικούς χρωματι­σμούς, γεννά αντικρουόμενα συναισθήματα. Πανδαμάτωρ, ανελέητος, ανύποπτος, παλαιός, νέος, παρελθών, μέλλων, υπερβαίνων, ελλιπής,. Διαθέσιμος……
Έβγαλε τη μικρή μαύρη ατζέντα από τη δεξιά εσωτε­ρική τσέπη του σακακιού του. Σημείωσε με ευλάβεια το σημερινό του ποίημα. Δύο λέξεις. «Διαθέσιμος χρόνος». Δεν είχε γράψει ποτέ του ολόκληρο ποίημα. Τα δικά του ποιήματα ήταν λέξεις μεμονωμένες. Λέξεις που έρχονταν ξαφνικά να διαρρήξουν την πραγματικότητα γύρω του, να τη φωτίσουν διαφορετικά, να την ανακατασκευάσουν με πρώτη ύλη γράμματα. Από γράμματα σε λέξεις, από λέ­ξεις σε στίχους, από στίχους σε ποιήματα. Είχε πολύ χρόνο μπροστά του μέχρι να μπορεί να γράψει ποιήματα. Διαθέ­σιμο χρόνο.

Όποιος έχει χρόνο για διάβασμα νομίζω ότι μπορεί να τον διαθέσει στην ανάγνωση ενός πολύ καλού βιβλίου, σαν κι αυτό. Σταματώ εδώ τα σχόλια για να μην σας χαλάσω το σασπένς και θυμίζω ότι ο Δημήτρης Αλεξίου έχει γράψει άλλα δύο βιβλία: Τα πικρά κεράσια και Τα αμαρτωλά θαύματα. Είμαι σίγουρος ότι όποιος διαβάσει το τελευταίο θα αναζητήσει και τα προηγούμενα. Θα ανακαλύψει ενδιαφέροντα στοιχεία που εγώ παραλείπω. Εξάλλου, ο καθένας μας βρίσκει κάτι διαφορετικό στον κόσμο που αποκαλύπτεται στους  λογοτεχνικούς βυθούς. Καλές βουτιές.

2 σχόλια:

  1. Βιβλιοφάγε φίλε μου εξαιρετική η επιλογή σου για καλοκαιρινές αναγνώσεις. Περιμένω τις επόμενες προτάσεις σου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τα βιβλία μας δροσίζουν και μας χορταίνουν, Βάσω. Είμαι σίγουρος ότι και συ έχεις να μας προτείνεις ενδιαφέροντα βιβλία που διάβασες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή