Στη φυλακή με την Αρετούσα η Νένα εκπροσωπώντας τη φρόνηση και τη λογική συμβουλεύει την κόρη (Νεοελληνική Λογοτεχνία Α΄Λυκείου απόσπασμα «[Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός]», ) να ξεχάσει τον Ερωτόκριτο, και να ακούσει του κυρού της . Η νένα προωθεί τη δράση, σε μια αντίθεση ανάμεσα στην πλήρη ελευθερία που παρέχει η φύση σε όλα τα πλάσματα της, και στον αγώνα για κυριαρχία που γίνεται ανάμεσα στους ανθρώπους, σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι γεννούν παιδιά για να τους «θεληματεύουν». Η ομορφιά της φύσης, και μάλιστα η ποιητική έκφραση της, κυριαρχεί στην πρώτη ενότητα, τονίζοντας την αντίθεση της ελευθερίας στη φύση με την ανελεύθερη κατάσταση του ανθρώπου. Η φύση βρίσκεται στην καλύτερη της ώρα και όλα τα στοιχεία της συμμετέχουν σε αυτό το πανηγύρι. Η φυλακισμένη Αρετή «πολιορκείται» στενά από τη νένα της να δεχτεί το προξενιό και να παντρευτεί το σωτήρα της Χώρας.
Αυτά τα είδαμε στην τάξη με τους μαθητές. Αφού υποθέσαμε την απάντηση της Αρετούσας στη Νένα ας αποκαλύψουμε τους στίχους του ποιητή:
ΠOIHTHΣ
N' ακούσει τούτα η Aρετή, εδάρθηκεν ομπρός τση,
κ' εξανακαινουργιώθηκεν ο πόνος ο παλιός τση.
APETOYΣA
Λέγει τση· "Aκόμη δεν μπορείς, Nένα, να τα σωπάσεις,
μα ξαναλές τα, κι ως θωρώ, βούλεσαι να με χάσεις.
Nα σμίξουν όλα τα στοιχειά, να συμβουλέψου' ομάδι,
να κάμουν ένα[ν], που κιανείς να μην του βρει ψεγάδι,
και να 'ναι Pήγας μοναχός, τον Kόσμο ν' αφεντεύγει,
γυναίκα του να με ζητά, Tαίρι να με γυρεύγει,
και να μηνύσει ο Kύρης μου την Προξενιάν ετούτη,
και να μου δίδει κι από 'δά τσι χώρες και τα πλούτη,
καλλιά 'χω του Pωτόκριτου λιγάκι ολπίδα μόνο,
παρά στον Kόσμο Pήγισσα, κι άλλο να καμαρώνω.
Πρικαίνεις, κι αναγκάζεις με άτιες κ' εσύ, Φροσύνη,
και δε με σώνει ο λογισμός κ' η παίδα, οπού με κρίνει.
"Σήμερο θέλομεν το δει, σαν καλοξημερώσει,
ίντα μαντάτο και φωνήν ο Ξένος θα μου δώσει.
Kι αν είν' κ' εχάθη ο Pώκριτος, δεις θες το θέ' να κάμω,
ένα μαχαίρι στην καρδιά βάνω Γαμπρό στο Γάμο.
Kαι τα πουλάκια, οπού 'ρθασι συντροφιασμένα ομάδι,
σημάδι-ν είν' πως γλήγορα παντρεύγομαι στον Άδη.
Λογιάζω, κι ο Pωτόκριτος επόθανε στα ξένα,
κ' ήρθε η ψυχή του να με βρει, να σμίξει μετά μένα.
K' εκείνον, οπού ετάξαμε στο παραθύρι ομάδι,
θυμάται το, και θέλει το, μ' όλον οπού 'ν' στον Άδη.
Γλήγορα σμίγομε κ' οι δυό, κ' ετούτον εδηλούσαν
τα δυό πουλάκια που 'ρθασι, κ' εγλυκοκιλαδούσαν.
'Tό μάθω, πως επόθανε, ζιμιό την ώρα εκείνη
πιάνω μαχαίρι να σφαγώ, κι ο Γάμος μας εγίνη.
Tούτον οπού 'ρθαν τα πουλιά τη νύκταν εις εμένα,
ο Γάμος έχει να γενεί σε σπήλια αραχνιασμένα.
"K' εσύ άλλα των αλλών μου λες, Γαμπρούς μού αναθιβάνεις,
και στά θωρώ, τα πράματα ξανάστροφα τα πιάνεις.
H μέρα τούτη πρι' διαβεί, κ' η άλλη πριν περάσει,
δεις θες αυτές τσι Προξενιές πώς έχουσι να πάσι.
Δεις θέλεις ίντα ελόγιασα, κ' ίντά 'βαλα στο νου μου,
κι ο Γάμος μου πώς γίνεται μακρά από του Kυρού μου.
Στον Άδη στεφανώνομαι, μάρτυρας να 'ναι ο Xάρος,
σκουλήκια να 'ναι τα προυκιά, κι ο τάφος μου νοδάρος·
οι αράχνες τα στολίδια μου, κ' η μαύρη γης Παλάτι,
κ' οι βρομεσμένοι κορνιαχτοί το νυφικό κρεβάτι.
Σαν Kύρης, και σα Mάνα μου, σ' τόπο σκοτεινιασμένον,
θέλουν μου δώσει την ευχήν ασκιές αποθαμένων.
K' η ψη μου να'ν' χαιράμενη, πασίχαρη στον ’δη,
'τό σμίξει του Pωτόκριτου, και να 'ναι πάντα ομάδι."
ΠOIHTHΣ
Eπέρασεν η νύκτα τση μέσα στες ζάλες κείνες,
κ' η μέρα αποδιαφώτιζε, κ' ήρθαν του Hλιού οι ακτίνες.
Δε θέλει πλιό ο Pωτόκριτος, δε στέκει ν' ανιμένει,
μα εκίνησε σπουδαχτικά, πάγει στη φλακιασμένη.
…………
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου