Την Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010, η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων έκοψε την πίτα της στο Βιβλιοπωλείο IANOS αφιερώνοντας τη βραδιά στον φιλόλογο, λογοτέχνη, ποιητή και μεταφραστή Γιάννη Δάλλα.
Η εκδήλωση άρχισε με εισήγηση του προέδρου της ΠΕΦ κ. Αναστάσιου Στέφου για τον ποιητή και φιλόλογο• στη συνέχεια ο Δημήτρης Ρεντίφης, δ.φ., Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος, αναφέρθηκε στην ενδοποιητική στο ποιητικό έργο του ποιητή ενώ η κριτικός Χρύσα Σπυροπούλου, η οποία έχει εκπονήσει ήδη διδακτορική διατριβή για τον Γιάννη Δάλλα, μας ξεκλείδωσε αρκετά του ποιήματα. Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, στάθηκε στο μεταφραστικό έργο του Γιάννη Δάλλα ενώ ο κριτικός λογοτεχνίας Αλέξης Ζήρας, στάθηκε στο δοκιμιακό έργο του.
Στις καλύτερες στιγμές της βραδιάς ο ποιητής, ο κατιών του Αρίωνα και της Διοτίμας, μάς διάβασε ποιήματά του τα περισσότερα των οποίων παραθέτονται στη συνέχεια. Διατηρείται η στίξη και το πολυτονικό .
ΚΑΤΑΒΑΣΗ
Ὅταν κατέβηκα ἀπ' τό σκάφος δέν μέ περίμενε ὄχημα
παρά τ' ἀλογάκι τῶν παιδικών χρόνων πού ἐκείνη μοῦ
χάρισε κι ἐγώ τ' ἀνέβηκα κι ἔφτασα μέ μιάν ἀνάσα καλ-
πάζοντας στήν ἄράχνη κατοικία της — Γιάννη γιατί μέ
παράτησες; ἄκουσα τή φωνή της — Μάνα δέν σέ παρά-
τησα, εἶπα — Μ' ἄφησες στά χέρια τῆς δύστυχης στρίγ-
γλας παιδί μου — Δέν σ' ἄφησα παρά ἀπό κείνη την
ὥρα παράγγειλα σ' ὅλα τά διαστημόπλοια καί τ' ἄλλα
πετούμενα κι ὁ ἴδιος περιφέρομαι τρία χρόνια στούς οὐ-
ρανούς μήν τύχει καί δῶ τήν ψυχούλα σου Καί τώρα πού
σέ ξαναβρίσκω ἔλα νά σέ πάρω μαζί μου Καί τ' ἀλο-
γάκι νά γονατίζει καί μέ τά σπασμένα του πόδια νά χλι-
μιτρᾶ καί νά σκάβει τό χῶμα Καί τότε ἀκούστηκε βοή
κι ἀντιβοή μέσα ἀπ’ τά μνήματα κι ἡ ραγισμένη φωνή
της πού ὀλόλυζε — Δέν εἶπα νά μή μέ σκεπάσετε μέ
πλάκα ἀπό πάνω, ὀλόλυζε Και τώρα ποῦ νά βρῶ τή χα-
μένη φωνή μου νά τήν τρυπήσω
Κάν ἔλα σύ νά ξαναμπεῖς καί νά κουρνιάσεις στή μήτρα
σου
νά μή ρεκάζεις και τρέμουν
τά καταχθόνια
γιέ μου
από τη συλλογή «Γεννήτριες»
ΕΚΠΟΙΗΣΗ
Ὁ μαῦρος ἀλέκτωρ
καί τό λειρί του νά τρέμει
ὁ πρῶτος σπασμός
τῆς ἐρχόμενης μέρας
Ξημερώνει μέρα πολύκροτη
Τόσα καί τόσα γεγονότα βουίζοντας
στίς εἰσόδους καί στίς παρόδους τῆς ἀγοράς
πολυτονική μουσική
γιά τήν ἡδονή τοῦ κορμιοῦ καί τοῦ κέρδους
Τά πρωινά παραρτήματα πνέοντας
στή χοάνη της σάν ἀνεμοστρόβιλοι
ὥς τήν ὀροφή παλλόμενα στόματα
χείλια καί φιλιά φυσερά τ' οὐρανοῦ
Καί στό βάθος τοῦ τοῦνελ ὁ ἀργυρόηχος
ἴλιγγος
Γιά δές ἕνα ζευγάρι ἐκεῖ πάνω, φώναξα
ἀπό τό πολύ στροβίλισμα ἔγινε νόμισμα
οὐράνια σφαίρα σέ περιφορά δύο ὄψεων
κι ὅπου νά 'ναι θά σκάσει
κορώνα γράμματα κάτω στ' ὁδόστρωμα
(«Τί κάλπικη ὑδρόγειος ἡ ἀγάπη μας!»)
Καί τώρα ἡ σειρά σας... Ἀνακλιθῆτε
καθένας στήν περιστροφική πολυθρόνα του
στόν ἀναβατήρα σας σέρ, και σύ σύντροφε
ακρωτηριασμένε ἀπό τήν παγκόσμια εὐτυχία
Ὅλοι ἐπί ποδός... Προσδεθῆτε ἐκτοξευτῆτε
γιά τό κυνήγι, τῆς σκύλας Ἐπιτυχίας
Ἡ σκύλα θεά! Θά μᾶς λιανίσει ἕναν-ἕναν
μπῆκε στήν ἀγορά μυστικός ὑλοτόμος
σάν καρδιοσχίστης καί σάν τό σαράκι
σάν τό σαράκι τοῦ Δέντρου τῆς Γνώσεως
νά σχίζεται ἡ ρίζα
καί τά πουλιά στά κλαδιά νά σαρώνονται
Χιλιάδες δοῦναι-λαβεῖν ἀνεμόδαρτα
Στό βάθος τοῦ τοῦνελ ἁλυσίδα ἀπό Τράπεζες
τῶν Ἡμεδαπῶν τῶν Ἑταίρων τῶν Διεθνῶν Forum
ἀπ' ὅλα τά στόμια ὁ ἀργυρόηχος λόξυγγας
κι ἡ κίτρινη σκόνη νά κυκλοφορεῖ στά αἱμοσφαίρια
ὁ κίτρινος ἴλιγγος
Πριμοδοτῆστε Ποντάρετε Ὑπογράψτε Περάστε τα
ἀπό χέρι σέ χέρι στή σημαδεμένη θυρίδα
Κι ἀπό κάτω ἄλλοι κύκλοι... Ζυγοί τῶν ζυγῶν
ἀπό τήν Τράπεζα Παροχῶν στήν Τράπεζα Πίστεως
(«Γιά ποιά ἀνάληψη μιλᾶς ἀδελφέ μου;»)
Οἱ γνωστές παροχές... Ἡ πίστη τά ὁράματα
ὅλα στό σφυρί διαμαρτυρημένα
Ἀπό τόν καρποσυλλέκτη Ἀδάμ ὥς τόν Ἄνταμ
τί χάσμα!
αυτοδιαχείριση μερκαντιλισμός ἐκβιομηχάνιση
κι ἡ συσσώρευση κεφαλαίου ἔλεγε ὁ Μάρξ
ἀνεξέλεγκτη σάν τοῦ μάγου
ὄχι τοῦ μάγου πού ἤξερε νά μεταμορφώνεται
παίρνοντας τή μορφή τοῦ χρυσοῦ τοῦ φιδιοῦ
ἤ τοῦ νάνου
μέ τά κέρατα στά δυό σκέλια τῆς φουρκισμένης
(guarda le piu violenti passioni, τόνιζ' ὁ Ποιητής)
ἀλλά τοῦ μάγου πού παραφρόνησε κι ὅρμησε
ἐξουσιασμένος ἀπ' τή μαγεία του ἕρμαιος
τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων πού ὁ ἴδιος ξεσήκωσε
ἀναρχούμενος μές στήν κυκλοθυμία τῆς ἀγορᾶς
Τέτοια κι ἡ συσσώρευση κεφαλαίου στίς μέρες μας
ἡ συσσώρευση θλίψης, συμπλήρωσε ὁ Σιγισμοῦνδος
(Ὁ θεῖος Κάρολος ὁ δαιμόνιος Σιγισμοῦνδος)
Καί τώρα σᾶς μιλῶ σάν ἀπό κυλιόμενη σκάλα
Τόσα ὀδοντωτά γεγονότα... Ἀπό ποῦ νά πιαστεῖς;
Ἡ μεταμόρφωση ἀέναη... Κι ἡ πόλη βραδιάζοντας
μέ κλειστές τίς ἐξόδους ἠχεῖ σάν κερματοδέκτης
ὅπου περνᾶ ὁ καθένας κι ἀφήνει τή μέρα του
κι ὕστερα βιάζεται νά χωθεῖ μές στό σπίτι
κι ἐκεῖ ὁληνύχτα διασκεδάζει τήν πλήξη του
πυροβολώντας μέ τό τηλεκοντρόλ τήν ὀθόνη
Οἱ πρῶτες σκηνές τά γνωστά και τά τετριμμένα
νονοί τῆς μαφίας πρωθυπουργοί καί νυμφίδια
κι ἄλλα τέτοια — φτηνή χαρμολύπη
Ἔξω ἕνας γύπας ἀποτελειώνει τή μέρα
καί μέσα άλλα γεγονότα-σφαγεῖα
Τά λόγια πολτός
σάν τό αἷμα πού τρέχει
Ἡ κίνηση τῆς ὁδοῦ Σοφοκλέους ραγδαία
οἱ τιμές ἄνω κάτω... Καιρός θυελλώδης
χιονίζει
ἀπό τήν ὀθόνη ὥς τή μακρινή μου πατρίδα
Μετά τά μεσάνυχτα προβολή τῆς ταινίας
0Ι ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ἡ γνωστή ἐπανάληψη
(τό αἷμα δέν λιώνει λεκιάζει το χιόνι)
καί τό μάτς μεταξύ δολλαρίου καί μάρκου
μετά τά μεσάνυχτα
συνεχίζεται
από τη συλλογή «Στοιχεῖα Ταυτότητας»
26
Ἐπειδή ἡ νεότητα μας ἦταν κάποτε εὐαγγελισμός τῆς ζούγκλας
Καί τώρα τό αὔριο πάντα τό αὔριο εἶναι τό κλουβί μας μ' ἀνοιχτές
τίς πόρτες Ἐπειδή εἶμαι ὁ Γιάννης ὁ τυφλός οἰωνοσκόπος και
μοῦ δείχνει ἕνα παιδί πῶς στρίβει τό κλειδί Βγαίνει ὁ Μιχάλης
πού τζακίστη πρῶτος νεύοντας ἀντισταθεῖτε μέ φτερά ἀλμπατρός
Ἡ Ελένη ἡ Νίκη πόσες νίκες σάν αὐγά ἀντιλόπης κι ἀποκάτω ὁ
Μάξ ὀνείρων φαροφύλακας Ἐπειδή ‘σαι ἐσύ ὁ Μανόλης σ' ἐ-
ποχή λιμοῦ κι ἔμεινε ὁ Μίλτος ματωμένος καί κυνηγός Ἐπει-
δή 'ναι ὁ Ἄρης σέ διπλά πριονιστήρια ἐπειδή τό δάσος δέν ἀπαν-
θρακώθηκε ἐπειδή... Πετάγομαι μέσ' ἀπ' τήν πάχνη τοῦ ύπνου
και φωνάζω στό παιδί «Φυλάξου Κωνσταντίνε μου Ἐσύ 'σαι
κληρονόμος τῶν κλουβιῶν μή μᾶς κοιτᾶς μέ φρίκη τώρα πού ἕ-
νας ἕ¬νας ἡμερέψαμε Νά πάρε τό ραβδί καί φύτεψε το μές στήν ἄνυ-
δρη ἀγορά μπορεῖ καί νά πετάξει ἕνα κλαδί Μπορεῖ πρίν νά
σφυρίξει ἡ σφαίρα ν' ἀκουστεῖ μιά τελευταία φωνή πού δέν ἐξαγο-
ράζεται»
Μπορεί —
από τη συλλογή «Ανατομία»
ΕΡΩΤΙΚΟ, ΤΗΣ ΑΧΕΡΟΥΣΙΑΣ
Ἔτσι ὅπως ἀνεπαίσθητα περνᾶς ἀπό τή μιά ἐποχή στήν ἄλλη κι
ὅλα εἶν' ἀκαθόριστα καθώς τό φῶς τό χρῶμα κ' οἱ φωνές τῆς μιᾶς
γίνονται αἴσθημα καί χύνονται μέσα στήν ἄλλη Ὅμοια κ' ἐγώ
ταξίδευα κάτω ἀπ' τά δέντρα αὐτοῦ τοῦ γέρου ποταμοῦ κ' εἶχα τήν
ἀχερούσια γυναίκα πού ἄλλαζε μορφές στήν ἀγκαλιά μου Μα-
στοί τῆς γῆς πλόκαμοι ἰτιᾶς μάτια καί δέρμα σκίρτημα βυθῶν και
κάτω ἡ γύμνια της ἀτέλειωτη μές στό κουπί μου Καί στη
στροφή πού βράδιαζε γυρίζω και τή βλέπω πού κιτρίνιζε σάν ν'
ἅρπαξε ὁ μισός Ἀχέροντας φωτιά κι αὐτή στή μέση τρίζοντας νά
καμπουριάζει Κ' ἐγώ πού 'χα τό σῶμα τῆς ἀγάπης κ' ἔτρεμε
γεμίζοντας τίς χοῦφτες πήγαινα βουλιάζοντας ἀπό τή μιά στήν ἄλ-
λη μου ηλικία Μ' ἕνα λαγήνι στάχτη πέρασα στόν Ἅδη
από τη συλλογή «Το τίμημα»
ΧΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΣΑΡΚΕΣ
Τί θέλει πάλι αὐτός ὁ ἴσκιος στά ποιήματα
ὁ γρυλισμός καί τά καπούλια αὐτοῦ τοῦ ζώου;
Περνᾶ σάν σίφουνας καί δέν ἀναγνωρίζεται
Ἄλλοτε ἐλάφι ἀπ’ τά πολύκλαδα τῆς νιότης μου
ἤ ταῦρος σέ νυχτομαχίες καί σέ μπλόκα
τώρα τραγέλαφος καί βουκεφάλας τοῦ μυαλοῦ μου
Βγάζει τή μάσκα του μά δέν ἀναγνωρίζεται
Τότε τό κάθε πέρασμά του κ' ἕνα ποίημα
τώρα ξερνᾶ δαγκώνει φτύνει τά ποιήματα
Τά ἑλληνοζωικά μου λεξικά κομματιασμένα
χαρτιά και σάρκες
από τη συλλογή «Το τίμημα»
CITY BANC
Στή «Σίτυ Μπάνκ» ἔφτασε τελευταῖος καί εἶδε νά γυρίζει και να
κόβει ἡ μηχανή ἀμέτρητα ρολά μοιράζοντας σέ χέρια νευρικά
Χαρτονομίσματα χαρτοροή χαρτοποιήματα
Καί ὁ νεαρός πού ἔτρεχε νά τά προλάβει ἦταν ὁ τιμάριθμος τῆς
ποίησης πού ἀνέβαινε ὁ σφυγμός της σάν τά παραμιλητά ἑνός
τρελοῦ
ἐνῶ ὁ γεροτυφλός σέ μιά γωνιά τοῦ χρόνου ἀκουμπώντας σέ κολόνα
ἰωνική
ἄναυδος ἄκουγε τή μυστική χαρτοβοή
από τη συλλογή «Ο ποιητής και το ποίημα»
Είχα πολύ καιρό να σε "επισκεφτώ" αλλά αποζημιώθηκα με το παραπάνω καθώς μου ήρθαν μαζεμένα όλα τα καλά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο, φίλε. Ευχαριστούμε για την καλή ενημέρωση.