Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Δημήτρης Βανέλλης - Θανάσης Πέτρου Η μεγάλη βδομάδα του Πρεζάκη

Μεγαλοβδομαδιάτικα έπιασα να ξαναδιαβάσω Το Μεγάλο Συναξάρι του Μ. Καραγάτση, όπου υπάρχει το εκτενές διήγημα με τίτλο «Η μεγάλη βδομάδα του Πρεζάκη»  σε συνδυασμό με το ομότιτλο graphic novel του  Δημήτρη Βανέλλη (σενάριο) και του Θανάση Πέτρου (σχέδια) στις εκδόσεις  Τόπος Εκτιμώ ιδιαίτερα τη δουλειά τους που την έχω θαυμάσει στο «Παραρλάμα» του Δημοσθένη Βουτυρά και το «Γιούσουρι», που βασἰζεται σε διηγήματα των Καβάφη, Καρυωτάκη, Παπαδιαμάντη κ.ά.
Παραθέτω ἐνα απόσπασμα από τον Μ. Καραγάτση μέρα που ‘ναι σήμερα για να μπούμε στο σχετικό κλίμα:

.... Έξαφνα, ανάμεσα στο πλήθος του φτωχόκοσμου που με κεφάλι σκυφτό δεόταν στο Θεό του, δυο άνθρωποι προ­χώρησαν. Ένας άντρας πολύ καλοντυμένος, πολύ σικ, με γάντια κρεμ και μονόκλ. Και μια γυναίκα ψιλόλιγνη, με μακριά ξανθά μαλλιά και μάτια μενεξελιά. Μια γυναίκα πολύ όμορφη, πολύ ερωτιάρα, γεννημένη για τη χαρά των άντρων. Οι Κουτσικαριώτες παραμέρισαν, γεμάτοι ξάφνια­σμα και δέος μπροστά στους επισκέπτες ενός άλλου κόσμου. Κι άκουσαν τον άντρα να λέει, πολύ στεναχωρεμένος :
What a strange idea, Μαντώ! Να έρθουμε στο Κουτσικάρι, σε μια eglise si banale! Γιατί δεν πηγαίναμε στο Αμαλίειο, που είναι tres smart ; Ή στον Άι Δημήτρη το Λουμπαρδιάρη, που είναι tres genre ;
Shut up ! του είπε η Μαντώ. Προχώρησε με γοργή περπατησιά κατά το τέμπλο. Και χώθηκε σε μια μισοσκό­τεινη γωνιά, πλάι στη δεξιά Πύλη.
Τ' αστέρια λαμπύριζαν στον κρουσταλλένιο ουρανό, όταν αντήχησαν οι πρώτοι φθόγγοι του βαρύθυμου θρήνου της μεγάλης  αμαρτωλής:
—Κύριε, Κύριε!
Οι ψυχές των χριστιανών σφίχτηκαν βαθιά μέσα στ' άδυτα του στέρνου. Ξαπλώθηκε η πνοή της τραγικής συν­τριβής στο θερμασμένο απ' τις λαμπάδες αγέρα. Ο καθένας κλείστηκε στ' ανθρώπινο κάστρο του  και ζούσε τ' απόκρυφο και μυστικό δράμα της ζωής του.
«Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή » . .
Τα μάτια του Χρίστου υψώθηκαν στον ουρανό. Σαν κάτι να λαμπύριζε στα πεθαμένα τους μαυράδια. Σαν κάτι να καθρεφτίστηκε στον ίσκιο τους απ' το σβησμένο κόσμο της ψυχής του. Η βαριά μελωδία ανάσταινε εντός του ει­κόνες παλιές. Εικόνες χαμένες στους πηχτούς καπνούς του χασισιού, στους χιονάτους αχνούς της ηρωίνης.
« ότι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας » . , .
 Ενας λυγμός — κλάμα στριγγό, που πρέπει να ξέσκισε το στέρνο που τ' ανάδωσε — αντήχησε στην καταθλιπτική γαλήνη του ναού. Μια γυναίκα έκλαιγε. Μια γυναίκα που ίσως θρηνούσε τις αμαρτίες της. Ο κόσμος αναταράχτηκε. Kι  ο Χρίστος, σκίζοντας τη μάζα των κορμιών, προχώρησε λαγοπατώντας κατά κει όπου ή αμαρτωλή ρέκαζε το βα­θύτατο πόνο της ψυχής της.
« ζοφώδης τε και ασέληνος έρως της αμαρτίας » . . .
Στη σκοτεινή γωνιά της η Μαντώ, με το πρόσωπο χω­μένο στις παλάμες, έκλαιγε. Δίπλα της, ο χαζός με το μο­νόκλ, την κοιτούσε σαστισμένος.
Ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο της. Το κορμί της γυ­ναίκας αναταράχτηκε.
—Μαγδαληνή...  Μαγδαληνούλα.
Η  φωνή του Χρίστου είχε κάτι απαλό. Κάτι που μονάχα ο Θεός μπορεί να χαρίσει σ' εκείνον που αγαπάει.  Η γυ­ναίκα, γυρνώντας το κεφάλι, τον κοίταξε στα μάτια. Ήσαν τα μάτια της γεμάτα απελπισία. Και με μιας ωσάν να ξανεμίστηκε η δύναμη των αρμών της, έπεσε στα γόνατα. Ναι! Γονάτισε μπροστά στα πόδια του πρεζάκη.
« καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας »
Το  κέρινο του χέρι χάιδευε τώρα στοργικά τα ολόξανθα μαλλιά της. Τ’ αχείλι του σα να χαμογελούσε.
—Χρίστο, είπε η κοπέλα. Συχώρα με, την αμαρτωλή, για το κακό που σου 'κάνα.
Στα μάτια του Χρίστου λαμπύρισαν δυο δάκρυα. Κοί­ταξε τον Ποιμένα του τέμπλου, που ευλόγα τον Κόσμο με τ' άχραντο Του χέρι. Ύστερα η ματιά του ήρθε και στά­θηκε στ'  όμορφο κεφάλι της πόρνης.
—Μαγδαληνή, είπε σιγανά. Δεν μου 'κανες κακό. Δεν έχω τίποτα να σου συχωρέσω. Έτσι μίλησε ο Χρίστος Νεζερίτης, ο πρεζάκης. Και με σιγανή περπατησιά βγήκε απ' την εκκλησιά έξω, στο δρόμο  κάτω απ' το νυχτερινό ουρανό, που καθαρός κι αστρόφωτος βασίλευε στοχαστικά πάνω στην κοιμισμένη Γη.



Ό Χρίστος ξύπνησε αργά, κατά το μεσημέρι. Έξω, ο ήλιος έλαμπε χαρωπός, παιγνιδίζοντας με το πλατύ πέλαγο που ξαπλωνόταν προς το νοτιά. Τα παιδιά, μαζεμένα στην πόρτα, έλιαζαν τα κουρέλια και τις ψείρες τους. Κάθισε πλάι τους και στοχάστηκε σιωπηλός, ως την ώρα πού έγειρε ο ήλιος. Κι όταν ή δύση πύρωσε στ' άγγισμα του κουρασμένου αστεριού, ο Χρίστος είπε :
— Παιδιά! 'Απόψε κερνάω εγώ! Η γριά με χαρτζιλίκωσε γερά. Πάμε στην ταβέρνα του 'Ανάσταση ; Στον Αι Γιάννη το Ρέντη ;
Καμιά αντίρρηση. Ξεκίνησαν το λοιπόν όλοι μαζί. Μπροστά πήγαινε ο Πέτρος ο  Άντερος, με το Γιουδά τον  Εβραίο. Ξοπίσω τους ο Χρίστος με τους άλλους. Οι δρόμοι του Περαία ήσαν βουτηγμένοι στην πρόσχαρη και ξένοια­στη κίνηση του δειλινού. Τ' αγόρια περπατούσαν σε μικρές κεφάτες παρέες. ΟΊ εργατικοί γυρνούσαν στα σπίτια τους σέρνοντας βαριά τα κουρασμένα τους πόδια. Οι  γυναικούλες πήγαιναν στην εκκλησιά. Τα κορίτσια γελούσαν στις πόρ­τες. Κι οι καμπάνες δονούσαν τον αέρα, θυμίζοντας στους ανθρώπους πώς κοντεύει το μαρτύριο του Θεανθρώπου.
 Εκεί, κοντά στο μύλο του Κουμάνταρου, ο Γιουδάς το 'σκασε :
—Εμένα έει ντουλειά, είπε. Τα έρκεται να σας άνταμώνει   πιο   ύστερα.
Οι  άλλοι τράβηξαν το δρόμο τους. Κι έφτασαν στον Ά ι Γιάννη το Ρέντη, στην ταβέρνα του Ανάσταση, που βρι­σκόταν μέσα σ' ένα μεγάλο κήπο με μποστανικά. Πήγαν και κάθισαν σ' ένα τραπέζι, κάτω από μιαν ελιά. Τα νυχτολούλουδα είχαν ανοίξει τα κεφαλάκια τους και καλησπε­ρίζονταν αναμεταξύ τους.
Ό 'Ανάστασης — με τη χοντρή κοιλιά και το παχύ μουστάκι — έφερε μια ξέχειλη οκά και κρεμμυδάκια, και σαρδελίτσες, και ταραμά. Τα παιδιά τον περικάλεσαν να τους κάνει παρέα. Δέχτηκε μετά χαράς. Ρετσίνα βάρσαμο! Εις υγειασάν σας! Πιοτί με ρέγουλα, κατά πώς αρμόζει σ' άθρώπους μερακλήδες. Κέφι σιγανό, πού δλο κι αύγάταινε, γεμίζοντας χαρά τις μαστούρικες καρδιές τους. Μά πού ξέσπασε μόνο σάν έφτασαν οί τσίροι, προκλητικοί κι αλύγι­στοι μεσ' το λαδόξυδο.
Κι άρχισαν το λιανοτράγουδο.  Οχι σερέτικο, ούτε χασικλίδικο — « από κάτω απ' τά ραδίκια » και τα τοιαύτα. Κάθε πράμα στην ώρα του και το τσιφτετέλι, και το ζεϊμπέκι. Τώρα, μόνο κανταδίτσα ποθούσε ή ψυχή τους. Κανταδίτσα όλο μέγκλα και κολπάκι.
Έτσι πέρασε ή ώρα. Κύλησαν τ' αστέρια το δρόμο τους. "Απλωσε ή νύχτα τά φτερά της και μεσουράνησε, στοιχειό σιωπής και σκοταδιού. όλοι τους είχαν κάπως κουραστεί .
Κάθονταν αμίλητοι πάνω απ' τα μισόγιομα ποτήρια, με μά­τια θολά και γαληνεμένα.
Και τότε έγιναν τ' αξιοσημείωτα γεγονότα. Στην πόρτα του κήπου πρόβαλαν δυο πολιτσιμάνοι. Ξοπίσω τους, το ύπουλο κεφάλι του Γιούδα, του Σαλονικιού.
—Να, αυτός είναι! είπε ο Οβριός δείχνοντας το Χρί­στο.
Οι πολιτσιμάνοι προχώρησαν και στάθηκαν πάνω απ' τον πρεζάκη, γιομάτοι βλοσυρή απειλή.
Συ 'σαι ό Χρίστος Νεζερίτης ; ρώτησε ό αρχιφύλακας. —'Εγώ 'μαι, μουρμούρισε ό Χρίστος, σαστισμένος.
Σήκω κι ακολούθα μας!
Ό Χρίστος απόμεινε σύξυλος.
—Τι  έκανά,  ρε παιδιά ;  τόλμησε να διαμαρτυρηθεί.
Μα δεν πρόφτασε. Σαν κεραυνοί, δυο γκλόμπια έπεσαν στο έρμο του κεφάλι, ταράζοντας φοβερά τις λιγοστές ιδέες που του 'χαν απομείνει. Τ' άλλα παιδιά, σαν είδαν πώς βρω­μάει μπαρούτι, λάκισαν απ' τα ντουβάρια κι έγιναν λαγοί.

—Να, παλιόσκυλο! Να μάθεις άλλη φορά να παρασταίνεις τον κομμουνιστή!
.......
Διαβάστε Το Μεγάλο Συναξάρι και μην αρκεστείτε στα ολίγα και περιληπτικά που αναφέρω εδώ. Ο Καραγάτσης είναι υπέροχος. Σαρκαστικός και ειρωνικός καταγγέλλει την κοινωνία και την παθογένεια της μεταπολεμικής εποχής, που ζουν οι κάτοικοι του Πειραιά, οι εργάτες, οι πρόσφυγες, οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι σαν τον Χρήστο Νεζερίτη, τον ήρωά του, τον Νυμφίο και τη μάνα του την κυρα-Παναγιώτα.( Χριστός Ναζωραίος-μάνα Παναγιά).  Λιμάνι, εργοστάσια, ναρκωτικά, πάθη, Μεγάλη Εβδομάδα, και το διήγημα δομείται κάπως έτσι: Α’ Νυμφίος , Β’ Μαγδαληνή , Γ’ Δείπνος , Δ’ Πραιτώριον , Ε’ Ταφή , Στ’ Ανάστασις , Ζ’ Λύτρωσις.  
 Στο απόσπασμα που παρέθεσα παραπάνω από τον Καραγάτση έχουμε τη μετανοούσα Μαντώ ( Μαγδαληνή) παλιά αγάπη του Χρήστου Νεζερίτη και πιο μετά την παρέα του που θα τραβήξουν για τον τελευταίο κοινό δείπνο  στον Αι- Γιάννη τον Ρέντη στην ταβέρνα του Αναστάση.  Εκεί θα συλληφθεί από την αστυνομία ως επικίνδυνος κομμουνιστής, μετά από προδοσία του «Γιουδά του Σαλονικιού». Πραιτώριο, ανακρίσεις, κελί, 
«Την Μεγάλη Δευτέρα έβγαλε λόγο σε μιά ταβέρνα, όπου τρων λιμενεργάτες και τούς είπε πώς είναι άδικο να περιδρομιάζει ο Παπαδήμας κι αυτοί να πεινάν και να παν σπίτι του, να τα κάνουν λίμπα». Ένα ακίνδυνο πρεζόνι και όχι  επαναστάτης που μέσα στο κελί ο αρχιφύλακας Γκλομπέκης  του έδωσε ηρωίνη και ενώ οι καμπάνες σημαίναν πένθιμα, αργά, θρηνώντας τον θάνατο του θεάνθρωπου, “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας”.  Και την ίδια ώρα ο Χρήστος Νεζερίτης παράδωσε την ψυχή στον Κύριο και θεό του. Θα βρεθεί νεκρός, από καθαρή δόση ηρωίνης.  

Η ψυχή του  θα περιπλανηθεί στους ουρανούς , αλλά θα κριθεί ανεπιθύμητος -τι ειρωνεία!-, δεν κάνει ούτε για παράδεισο ούτε για την κόλαση. 
Έχει γέλιο, αφού  άγιοι και άγγελοι τον ρωτούν  αν τουλάχιστο είχε συστατικό γράμμα από κάνα βιομήχανο ή κανένα βουλευτή. 
Το καθαρτήριο   στο αέτωμα αναγράφει «Ελευθερία, Αδελφότης, Ισότης»,

αλλά κι από δω τον διώχνουν. Όξω αποδώ.
 Και η «Λύτρωσις»;Η Ανάσταση του Χριστού μαζί με την ανάσταση του Χρήστου Νεζερίτη θα έλθει με  ένα καράβι, το α/Π «Redemptor» και θα τραβήξει αλλού, «προς την δύση, προς άλλους κόσμους». 

Λογοτεχνία και κόμικς υπέροχα ταιριάζουν και μας προσφέρουν όμορφες δημιουργικές στιγμές. Φιλοσοφία, τέχνη, η τέχνη της ζωής και η φιλοσοφία της τέχνης. Ο Θανάσης Πέτρου και ο Δημήτρης Βανέλλης έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά. Καλά διαβάσματα και
                                 ΚΑΛΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ!