Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Παρωδίες καβαφικών ποιημάτων

Διαβάζοντας για τον Καβάφη από δω κι από κει διάλεξα μερικές παρωδίες των ποιημάτων του που συνδέονται άμεσα με την πρόσληψη της ποίησής του και δείχνουν πως τα ποιήματά του έχουν γίνει πια προσφιλής τρόπος στην καθημερινή μας συνεννόηση.Με την κωμική απομίμηση ενός καβαφικού ποιήματος σατιρίζεται το σήμερα, η καθημερινότητα και ο τρόπος ζωής μας. Το σκωπτικό, ειρωνικό πνεύμα   λειτουργεί συνειρμικά και συνδέεται με όλα αυτά που μας απασχολούν. Πηγές μας οι εφημερίδες και τα βιβλία : 1) Ξ. Α. Κοκόλη, Τριάντα παρωδίες ποιημάτων του Κ.Π.Καβάφη, εκδ. Καστανιώτη 2) Δ. Δασκαλόπουλου, Παρωδίες καβαφικών ποιημάτων 1917-1997, εκδ. Πατάκη



Καβαφικόν           (Εφημερίδα Καθημερινή)
Χωρίς λύπην, χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ  
κατέφαγον τα δέκα πέντε εκατομμύρια 
και τώρα φευ διαλογίζομαι εγώ 
πόσον ευκόλως τα κατέφαγον ως χοιρομήρια.
Α, όταν τα εμοίραζαν πώς να μην το προσέξω·
δεν θα ήτο τόσο δυσχερές εις την διανομή αυτήν να τρέξω
αλλά δεν ήκουσα ποτέ κρότον κλεπτών ή ήχον
κι ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από το γεύμα έξω!
[1935]

Τόσο πολύ ατένισα   (Του Ξ. Κοκόλη)

Την πόλη αυτή τόσο πολύ ατένισα, 
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.

Ξέχειλοι κάδοι σκουπιδιών. Στραβά μπαλκόνια
μ' ετοιμοθάνατα φυτά, με κλιματιστικά
που κατουρούν τα πεζοδρόμια. Μηχανάκια
που ορμούν αλλοπαρμένα, που στριγκλίζουν.
Και χίλιοι ακόμα εφιάλτες που τες νύχτες μας,
τες θλιβερές ημέρες μας στοιχειώνουν....
    
 Ο νέος ηγεμών εξ Η.Π.Α.

Άρεσε γενικώς εις τας Αθήνας,
από τες πρώτες μέρες που αφίχθη,
ο νέος Ηγεμών μας εκ των Η.Π.Α.
Υιός ανδρός μεγάλου και σπανίας μητρός.

Ως τ' όνομά του, το ίδιον ακριβώς
κι' η περιβολή, κομψή, ελληνική.

Δεχόταν ευχαρίστως τες τιμές,
αλλά δεν εφαίνετο ότι τες επιζητούσεν.
Εδιδάχθη, παιδιόθεν, να δείχνει μετριόφρων.
Αγόραζε βιβλία ελληνικά, μάλλον μεταφρασμένα
εις την μητρικήν του γλώσσαν.

Και εστόλιζεν τα ράφια του γραφείου του
χωρίς ουδέποτε ν’ ανοίξει τας σελίδας των.
Ήτο τόσο πολύ απασχολημένος με το σώμα του.
Δι' αυτόν τον λόγον ήτο και ολιγομίλητος.

Θάταν βαθύς στες σκέψεις του, σχολίαζαν
οι θαυμαστές του εις την αγοράν.
Διότι θεωρείται προσόν, εις τας πρωτεύουσας,
οι βαθυστόχαστοι να μη μιλούν πολλά.

Όσοι όμως τον γνώρισαν εκ του πλησίον,
αυτόν και τους υψηλούς προστάτας του,
(οίτινες εκάλυπταν εντέχνως τας ελλείψεις του, βαπτίζοντάς τας χαμηλοτόνους θέσεις...)
είχον ετέραν, σαφεστέραν, γνώμην σχηματίσει.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας διάδοχος, τυχαίος και συνήθης ήτο.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ' επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται,
κι έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωση.

Διότι ομιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς,
τα ελληνικά, υπήρχε μέγας κίνδυνος
να τον αντιληφθούν ακόμη κι οι πληβείοι.
Και να τον πάρουν οι πάντες στο ψιλό γαζί,
όπως το συνηθίζουν, όχι σπανίως άλλωστε,
όλοι αυτοί οι απαίσιοι Αθηναίοι.

Δι' αυτό και απέφευγε να ομιλεί άνευ παπύρου.

Διότι, ομιλώντας από στήθους, ο ταλαίπωρος,
(ότε ήτο, δυστυχώς, ανάγκη, να το κάνει..)
εμπέρδευε τες κλίσεις, τες λέξεις αλλά και την προφοράν, βαναύσως.

Προκαλώντας βαθιά μελαγχολία εις μερικούς
σοφούς, δυστυχισμένους, της Αυλής του,
απελπισίαν εις τους προστάτας του
και γέλωτας ειρωνικούς εις τους ακροατάς του.

Με θλιβεράν,κατάληξιν, μίαν και μοναδικήν:
Μηδέν εις το πηλίκιον...



Φρέντυ Γερμανός Απολείπειν ο Θεός Ιερώνυμον
(Εγράφη πριν υποβάλει ο τέως αρχιεπίσκοπος την παραίτηση του.)
Σαν έξαφνα ώρα μεσάνυχτα ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
μην ξαφνιασθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος
αποχαιρέτα την την Αρχιεπισκοπή που χάνεις.
Τίποτε πλέον δεν μπορείς να κάνεις.
(Σ 'το είπε κι ο Κοζάνης...)
Μην πεις: «Δεν παραιτήθηκα...»
Διότι:
ποιος τον ακούει τότε τον Καντιώτη...
Αλλά σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος
πες: «Είμαι τέως...»
Και γενναίος, σαν Βαρτάνης
αποχαιρέτα την
την Αρχιεπισκοπή που χάνεις...
[1974]

ΑφραγκείαΜ.Π. Σουλιώτης
Φτου στο καλό, ενώ ήσουν καμωμένος
για τα σκληρά, τα ντέρμπι ματς,
η τρύπια αυτή σου η τσέπη πάντα
τες ευωχίες των γκολ να σε αρνείται-
να σε πιέζουν χαμερπή ποσά,
και τα γραμμάτια, κ' οι εφορείες.
Και κούφια η ώρα που σ' τη δίνει
(επίτηδες για να γλιτώσεις σου τη δίνει)
και παριστάνεις τον τρελό και ψέλνεις μπούρδες
και σε τραβούν οι δανειστές στους νευρολόγους
που με χαρά σε σφικτοδένουν στα κρεβάτια
και σε ρωτούν «πού παίξατε μικρός;» και τέτοια.
Και συ τους απαντάς μπαρουτιασμένος
«σε γειτονιά, που δεν την ξέρεις». —
Γι' άλλα κλοτσά η ψυχούλα σου, γι' άλλα μουγκρίζει:
κατεβασιές του σεντερφώρ, των κυνηγών,
την άποψη των λάιτσμαν για τα φάουλ-
τες διαβολές των Π.Ο.Κ., διαιτητών, και Γραμματείας.
Αυτά πού να σ' τα δώσει η κλινική,
αυτά πώς να σ' τα βρουν οι νευρολόγοι-
κακιά ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.
[1974]


Φρέντυ Γερμανός Εις νέον δημοσιογράφον...
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη
μην εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος ρεπορτάζ, γεμάτος συνεντεύξεις...
Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες
να τους φοβάσαι. Πάντα
θε να τους συναντάς εμπρός σου...
Πάντα.
Ακόμα και όταν φτάσεις τα σαράντα...
Μην εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος.
Συνέχεια το μη θα ακούς
από καλούς κι από κακούς:
«Μην βλέπεις». «Μην μαθαίνεις».
«Μην ακούς».
Και προπαντός: «Μην γράφεις...».
Αν και αυτό δεν το 'πε ο Καβάφης...
Ο Καβάφης είπε: «Πάντα
στο νου σου νάχεις την Ιθάκη...»
Μα το 'πε πριν από μισό αιώνα.
(Μισό και βάλε..)
Τώρα θα σου 'λέγε:
«Την Ιθάκη απ' το νου σου βγάλε.
Κι αν η ψυχή σου
επιθυμεί να μην ακούει συνέχεια:
"Μη" άλλαξε γρήγορα γραμμή.
Μην εύχεσαι
να 'ναι μακρύς ο δρόμος
και ούτε σε πόλεις αιγυπτιακές
να πας για ρεπορτάζ...»
{Μπορεί να σε χτυπήσουν τα «Μιράζ»).
«Μείνε μακριά απ' το Σουέζ
και απ' τα υπόλοιπα κανάλια
γιατί θα γίνεις χάλια...
Τον πλούτο μην επιθυμήσεις,
μην μπλέξεις με διαφημίσεις.
Κι αν θες να μείνεις δημοσιογράφος
και να μην βγεις οφσάιντ
μην υποδουλωθείς στο "Τάιντ"».
(Ούτε να γίνεις όργανο τυφλό του «Τουμποφλό»...)
«Μην ψάχνεις στα κανάλια νά βρεις την Ιθάκη
γιατί εκεί που λες: "Την βρήκα"
θα την χάσεις Σαν το Μαστοράκη...
Η Ιθάκη ποτέ δεν θα σε δώσει
το ωραίο ταξίδι. Είσαι σαράντα ήδη...
Μην ελπίσεις ούτε σε υψηλές χαρές
ούτε σε υψηλές αυξήσεις...
Για σένα Ιθάκη δεν υπάρχει.
θα ασπρίσεις θα γεράσεις
κι όλο μπροστά σου θα 'ν' οι Νιάρχοι
κι ο Ωνάσης...
θα δίνεις πάντα μάχες
θα φτάνεις ως τα άκρα...»
(Μπορεί να κάνεις και φαλάκρα).
«Θα σε χτυπάνε όλοι.
Θα σου χαλάσουν το συκώτι
Θα γίνεις φίλος με τον Τόλη
θα τσακωθείς με τον Καντιώτη...
Θα ταξιδεύεις...
Θα γερνάς...
Θα ελπίζεις πάντα στην Ιθάκη».
(Αλλά θα βόσκεις διαρκώς στο Κολωνάκι...)
«Πάντα στο νου σου θα 'χεις την Ιθάκη
το φθάσιμον εκεί
θα 'ν' ο προορισμός σου...»
Το φθάσιμο, αλλά πού;
Ήδη σε λεν παππού...
και είσαι πλέον: «ο αιτών...».
(«Σύνταξιν εκ της Ενώσεως Συντακτών...»)
Το ωραίο ταξίδι τελείωσε,
άλλο δεν έχει να σε δώσει πια.
Είσαι εξήντα ετών,
και ακόμα δεν σταμάτησες να γράφεις
και να γράφεις...
Και να γράφεις...
(Σε πήρε στο λαιμό του ο Καβάφης).
Μα έτσι σοφός που έγινες
με τόσην πείρα.
Τόσα κιλά να σε βαραίνουν...
Ήδη θα το κατάλαβες
οι Ιθάκες τι σημαίνουν...
[1974]

Φρέντυ Γερμανός Σαν βγεις στον πηγαιμό για τον Δακτύλιο
Σαν βγεις στον πηγαιμό για τον Δακτύλιο
να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος κλήσεις.
Τους Λαιστρυγόνες και τον Τρίτση
δεν θα συναντήσεις
αν η ψυχή σου δεν τους κουβανεί
εντός της,
αν η Τροχαία δεν τους στήνει
εμπρός σου...
Να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος
αλλά μην τον αφήσεις
στον Δακτύλιο να σε φέρει,
Η Τόλμη δεν συμφέρει.
(Ρώτα και τον Καρατζαφέρη).
Μην πλησιάζεις ούτε στη Συγγρού.
Η Λεωφόρος ήδη
σε έδωσεν έναν Ζαρντινίδη•
άλλο δεν έχει να σε δώσει πια...
Πάντα στο νου σου
να 'χεις τον Δακτύλιο
αλλά μην βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Μην πλησιάζεις την Ομόνοια
ή την Αιόλου...
Στάσου μακριά απ' το Κολωνάκι.
Έστω
κι αν θες να δεις τον Βερυβάκη.
Μην τριγυρνάς
στην Αθηνάς.
(Είναι αδύνατον να μπεις
έστω
κι αν είσαι ο Κουλουμπής).
Η πόλις ήδη
σε έδωσεν έναν Ακριτίδη•
άλλο δεν έχει να σε δώσει πια...
Να εύχεσαι να 'ναι
μακρύς ο δρόμος
Το φθάσιμον εκεί
είναι ο προορισμός σου.
Και πάντως
πούλα το αυτοκίνητο σου...
«Η Αλλαγή
θέλει να περπατάς...»
(Το είπεν ο Γεννηματάς...)
Συχνά
θέλει και να πονείς...
(Το λέει κι ο Πεπονής).
Θα περπατήσεις
θα αδυνατίσεις
θα ρέψεις
και θα φρονιμέψεις.
Δεν θα φωνάζεις,
δεν θα απεργείς πολύ.
(Κι ούτε θα δίνεις δυάρα για τον Μπουμπλή ή για τον Κατσιφάρα...)
Κι αν πτωχικό τον βρεις
ο Δακτύλιος δεν σε γέλασεν.
Έτσι μισός που έμεινες
με τόσην φύρα,
δίχως ψυχή
(και δίχως Γιώτα-χι),
ήδη θα το κατάλαβες
οι Δακτύλιοι τι σημαίνουν...
[1982]

Alter Ego [= Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου] Τι θα έγραφαν...
Καβάφης, «Τα τείχη»
Χωρίς περίσκεψιν και με ετεροχρονισμόν
πορεύεται και η οικονομία μας στην τύχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ
πώς θα εξέλθουμε απ' του σοσιαλισμού τα τείχη.
Διότι αυτοί δεν άφησαν στην θέση ούτε λίθον.
Α, όταν έρριχνα την ψήφον
να μην προσέξω. Αλλά δεν γνώριζα
των πρασινοφρουρών τον μύθον
που αναισθήτως έρριξαν όλον τον κόσμον έξω.
[1983]

Φρέντυ Γερμανός «Απολείπειν ο Θεός Ευάγγελον...»
(Ελεύθερη μεταφορά από το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον»
του Κωνσταντίνου Καβάφη
— μετά από προφορική πάντα άδεια του ποιητή προς τον συντάκτη της στήλης.)

Σαν έξαφνα ώρα μεσάνυκτ' ακουσθεί
αόρατος θίασος να περπατά
μην ξαφνιασθείς ακόμα•
θα 'ναι το κόμμα που σ' αποχαιρετά...
Σαν έτοιμος από καιρό σαν θαρραλέος
πες: «Είμαι τέως».
Έκανες πολλές γκάφες τελευταίως:
Ομίλησες πολύ κι ενόχλησες
ακόμα και τον Καραμανλή.
Ήδη, ήλθεν η ώρα
τα βουνά να πάρεις
(σ' το λέγει κι ο Τσαλδάρης).
Αν πάρεις τα ρουμάνια
πάρε μαζί σου
και το Νιάνια...
Κι αν πας κατά την Πρώτη
πάρε μαζί
τον Βαρβιτσιώτη...
Στην ΕΡΤ
δεν θα εμφανισθείς ξανά — έχοντας δίπλα τον Νανά.
Τα ίδια και τα ίδια πλέον δεν θ' αναμασάς.
(Υπάρχει ο Παλαιοκρασσάς).
Εφάγαμε στη μούρη
πολλήν Φωτιά,
πολύ Τσεκούρι
τελευταίως
κι η Τηλεόραση άλλο
δεν έχει να σε δώσει πια.
Σαν έτοιμος από καιρό
σαν θαρραλέος
πες: «Είμαι τέως»
ώστε να ησυχάσει κι ο Ρωμαίος...
Διά τα εγκόσμια
πλέον μην σε μέλει.
(Κοίτα και λίγο τον Βαγγέλη).
Το κόμμα
βρίσκεται σε κώμα
μα θα γιάνει
εις το μνημόσυνον
του Μακρυγιάννη
και αργότερον
θα γίνει εντελώς καλά
εις του Μελιγαλά...
Σαν έτοιμος από καιρό
σαν θαρραλέος
φύγε ευθέως
πριν αποκάνεις
κι αποχαιρέτα την
την Ηγεσίαν σου που χάνεις...

Μειλίχιος Παλαιόφρων [= Μ. Ζ. Κοπιδάκης]
Απολείπειν τον Θεόν Ανδρέας
Σαν έξαφνα, ώρα μεσημβρινή, ακουσθεί
θίασος πασοκτζήδων να περνά
με μουσικές αυτοκινήτων, με φωνές
— την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που χαραμίστηκαν,
τα σχέδια της προεδρίας σου που βγήκαν όλα πλάνες,
μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα γνήσιος Σερραίος,
αποχαιρέτα τες, τες υπερεξουσίες σου που χάνεις.
Προ πάντων, να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειδος, πως πάλι απατήθηκεν η ακοή σου•
μάταιες ελπίδες παλινόρθωσης μην καταδεχτείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα γνήσιος Σερραίος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες δώμα στην Πολιτεία,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
των ανεψιών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία ακρόασι τους ήχους,
τις φωνασκίες και τις ιαχές του πλήθους,
κι αποχαιρέτα την, την δεύτερη θητεία σου που χάνεις.
[1985]

Φρέντυ Γερμανός Λιτότης 1988
«Οι αρμόδιοι οικονομικοί παράγοντες
μελετούν νέα μέτρα λιτότητας για τον φετινό χειμώνα...»
(Απο ΤΙΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ)
Σαν βγεις στον πηγαιμό για τον χειμώνα...
να εύχεσαι να μην κρατήσει έναν αιώνα...
Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες
δεν θα τους συναντήσεις αν λακίσεις...
Αν δεις μπροστά σου τον Τσοβόλα
ροβόλα.
Και στα Ιμαλάια ανέβα
αν πέσεις μπρος στον Κατσανέβα!
Πάντα στο νου σου να 'χεις την Ιθάκη,
μα πρόσεχε τον Άκη.
Να λες: «Τα βήματα μου θα μετρώ»,
μα στο μετρό μην μπεις!
Παραμονεύει ο Κουλουμπής!
Και φύγε μάνι-μάνι αν δεις μπροστά
τον Κακλαμάνη...
Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες
πίσω σου άσε. Και σπάσε...
Πάντα στο νου σου να 'χεις την Ιθάκη
μα πρόσεχε λιγάκι.
Φύγε μακριά απ' όλα.
(Και κράτα μόνο επαφή με την Κοκκόλα...)
Σε Τράπεζα μπροστά μην σταματάς.
Θα πουν: «0 Κοσκωτάς!»...
Μάθε να υπομένεις
όπως ο μάταιος ο Αρσένης
— και να πονείς
όπως ο Πεπονής...
Κι αν πτωχικό τον βρεις
ο χειμώνας δεν σε γέλασε.
Μην πεις: «ΑΤΑ δεν πήρα».
Έτσι σοφός που έγινες
με τόσην πείρα
ήδη θα το κατάλαβες οι ΑΤΕΣ τι σημαίνουν...
[1988]

Κ.Φ. Φαβάκης [= Μ.Π. Σουλιώτης]   0 εστιάτωρ
Εμ, είπες• «Θα τρώγω σ' άλλο ρεστοράν, θα μασουλώ αλλού.
Μάγειρον άλλον πάω να βρω στιλπνότερον αυτού.
Κάθε μπουκιά μου μπόχα ζέχνει οχετού•
κ' είν' το φαγί μου —αυθαίρετα— καρυκευμένο.
Έως πότε το στομάχι μου εδώ μέσα θα μαραίνω;
Ό,τι κι αν παραγγείλω κι ό,τι λιμπιστώ,
σβουνιάρικα φασόλια ξανά θα καταπιώ,
που τόσα πιάτα μ' έσκασαν με μπούκωσαν με τούρλωσαν».
Φαγάδικο άλλο δεν θα βρεις, να φας αλλού δε σφάξαν.
Στον εστιάτορα χρεωστάς λεφτά. Τη φασουλάδα θα ρουφάς
την ίδια. Και ίχνη από καρότο θα ερευνάς•
και μες στο ίδιο λαβαμπό θα φτύνεις.
Πάντα στου ίδιου εστιάτορα θα τρως. Για κάτι νοστιμότερο
—δεν τρως—
δεν τρέχει κάστανο για σε, δεν τρέχει τσάι.
Έτσι που περιδρόμιασες εδώ, σε στιλ χαραμοφάη,
στο μαγερειό αυτουνού, το ρυπαρό, για εφτά βόδια μπούκωσες.
[1974]

Κ.Φ• Φαβάκης [= Μ.Π. Σουλιώτης]
Αστοί δε υπερωρίμων
Τα παραγινωμένα τρων οι αστοί.
Τα άγουρα τα τρώνε οι χωρικοί,
φαιδροί και υποχόνδριοι κτήτορες οπωροφόρων δένδρων.
Από τα άγουρα οι μικροαστοί τα μετ' ολίγον
ώριμα διαλέγουν. Οι οφθαλμοί
αυτών, εν ώραις εν χερσίν καρπών εκστασιάζονται. Σγουροί χυμοί τους προγλυκαίνουν των προσεχών επιδορπίων. Και ξερογλείφοντ' ενεοί. Ενώ στες σάλες μέσα, μασούν τα μισοσάπια οι αστοί.
[1974]

Κ.Φ. Φαβάκης [= Μ.Π. Σουλιώτης]
Μονοτονία
Το ένα υποτυπώδες μπρέκφαστ άλλο
υποτυπώδες, με ίδια πτωχική ομελέτα, ακολουθεί. Θα φάμε
τα ίδια φαγητά, θα ξαναφάμε τα ίδια! —
οι όμοιες μπουκιές μάς βρίσκουνε και μας αφήνουν.
Γεύμα περνά και φέρνει άλλο γεύμα.
Αυτά που θα σερβιρισθούν εύκολα προεικάζεις•
είναι τα χθεσινά και χωνευμένα εκείνα.
Και καταντά το δείπνο μας απόρριμμα να μοιάζει.
[1974]

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Το πρόγραμμα των εξετάσεων!


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2010
ΓΕΝΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β΄) ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗΣ
ΗΜΕΡΑ
ΗΜΕΡ/ΝΙΑ
ΜΑΘΗΜΑ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
14-05-2010
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
ΔΕΥΤΕΡΑ
17-05-2010
ΒΙΟΛΟΓΙΑ
ΦΥΣΙΚΗ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
ΤΕΤΑΡΤΗ
19-05-2010
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤ/ΝΣΗΣ
ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤ/ΝΣΗΣ (ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΥΚΛΩΝ)
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
21-05-2010
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΒΙΟΛΟΓΙΑ
ΧΗΜΕΙΑ – ΒΙΟΧΗΜΕΙΑ
 
ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤ/ΝΣΗΣ
ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤ/ΝΣΗΣ
(ΚΥΚΛΟΣ ΤΕΧΝ/ΓΙΑΣ & ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ)
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤ/ΝΣΗΣ
(ΚΥΚΛΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ & ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ)
ΤΕΤΑΡΤΗ
26-05-2010
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΦΥΣΙΚΗ
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤ/ΝΣΗΣ
ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤ/ΝΣΗΣ (ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΥΚΛΩΝ)
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
28-05-2010
ΛΑΤΙΝΙΚΑ
ΧΗΜΕΙΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΙΑ
 
ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΣΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤ/ΝΣΗΣ
ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤ/ΝΣΗΣ (ΚΥΚΛΟΣ ΤΕΧΝ/ΓΙΑΣ & ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ)
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤ/ΝΣΗΣ (ΚΥΚΛΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ & ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ)
ΔΕΥΤΕΡΑ
31-05-2010
ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
ΜΑΘΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ
Ως ώρα έναρξης εξέτασης ορίζεται η 08:00 π.μ.
Οι υποψήφιοι πρέπει να προσέρχονται στις αίθουσες εξέτασης μέχρι τις 07.30 π.μ.
Η διάρκεια εξέτασης κάθε μαθήματος είναι τρεις (3) ώρες.

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Τι δε μάθαμε στο σχολείο 1

Στο σχολείο δεν έμαθα να μη βάζω τα πόδια μου πάνω στο κάθισμα του λεωφορείου.

Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Δημουλά Κική Tου Λαζάρου



Φωτογραφία από τη γιορτή του Αγίου Λαζάρου στο Βύρωνα.


Nεφοσκεπές ψιλόβροχο ημέρας.
Kάτι μωραί καμπάνες πιτσιλάνε
τον ύπνο του Λαζάρου να εξέλθει.
Kαλά στοκαρισμένο το φως γύρω γύρω.
Eίχα και γω να δεύρο κάποιους έξω
μα δε μου αποκρίθηκαν αν θέλουν.
Πώς ν' αποκριθούν
με ωτακουστή που άφησες καλά στοκαρισμένο
το φως γύρω γύρω.
Kι έπειτα γιατί τους ρωτάς αν θέλουν.
Tο θαύμα δε ρωτάει.
Σ' αρπάζει από το αυτί και
σέρνοντας σε πετάει στο φως.
Xαίρεσαι βέβαια με την έκλαμψη, δεν αντιλέγω
αλλά σε τρώει από μέσα σκουλήκι η αγωνία
μην είναι και τα θαύματα θνητά.
Άστους λοιπόν καλύτερα εκεί
μην έχωμεν να άρωμεν για δεύτερη φορά
κενόν τον κράββατόν τους.
Tίποτα δεν άκουσες;
Kι όμως, όλην αυτή την ώρα εδώ μέσα
με άλλα κουβεντιάζοντας να πάρω λίγο αέρα
σε σένανε μιλούσα εκεί κάτω.
ότι δε σε προσφώνησα;
Mε ποιο απ' όλα τα Λερναία ονόματα
να σε πρωτοφωνάξω.
Όποιο κι αν κόψω αποζητώντας σε
φυτρώνει αμέσως άλλο.

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Διονύσιος Σολωμός - Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι

"Καὶ βλέπω πέρα τὰ παιδιὰ ........
Εἶν᾿  ἕτοιμα στὴν ἄσπονδη πλημμύρα τῶν ἁρμάτων
δρόμο νὰ σχίσουν τὰ σπαθιά, κι ἐλεύθεροι νὰ μείνουν
ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸ χάρο."

Μετά τη σχολική γιορτή, τι πιο ωραίο από τη ζωὴ που ανασταίνεται μὲ όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα, παίρνοντας την πιο γνήσια έκφρασή της στην ανεμελιά και το άκουσμα του μαγευτικού τραγουδιού της άνοιξης . "...Κι᾿ ἄνθιζε μέσα μου ἡ ζωὴ μ᾿ ὅλα τὰ πλούτια πὤχει.". Η πλατεία παίζει εδώ το ρόλο ενός σκηνικού , κάτι από το αλωνάκι του ποιητή προσαρμοσμένο στις σύγχρονες παιδικές ανάγκες. 
Οι μεγαλύτεροι, ας διαβάσουμε ξανά το Σολωμό. Τι πιο αυθεντικό από το παρακάτω:

Διονύσιος Σολωμός - Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α´
I.

Τότες ἐταραχτήκανε τὰ σωθικά μου, καὶ ἔλεγα πὼς ἦρθε ὥρα νὰ ξεψυχήσω· κ᾿ εὑρέθηκα σὲ σκοτεινὸ τόπο καὶ βροντερό, ποὺ ἐσκιρτοῦσε σὰν κλωνὶ στάρι ῾ς τὸ μύλο ποὺ ἀλέθει ὀγλήγορα, ὡσὰν τὸ χόχλο ῾ς τὸ νερὸ ποὺ ἀναβράζει᾿ ἐτότες ἐκατάλαβα πὼς ἐκεῖνο ἤτανε τὸ Μεσολόγγι· ἀλλὰ δὲν ἔβλεπα μήτε τὸ κάστρο, μήτε τὸ στρατόπεδο, μήτε τὴ λίμνη, μήτε τὴ θάλασσα, μήτε τὴ γῆ ποὺ ἐπάτουνα, μήτε τὸν οὐρανό᾿ ἐκατασκέπαζε ὅλα τὰ πάντα μαυρίλα καὶ πίσσα, γιομάτη λάμψι, βροντή, καὶ ἀστροπελέκι· καὶ ὕψωσα τὰ χέρια μου καὶ τὰ μάτια μου νὰ κάνω δέηση, καὶ ἰδοὺ μές᾿ ῾ς τὴν καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα μὲ φόρεμα μαῦρο σὰν τοῦ λαγοῦ τὸ αἷμα, ὅπου ἡ σπίθα ἔγγιζε κ᾿ ἐσβενότουνε· καὶ μὲ φωνή, ποὺ μοῦ ἐφαίνονταν πὼς νικάει τὴν ταραχὴ τοῦ πολέμου, ἄρχισε·
«Τὸ χάραμα ἐπῆρα
Τοῦ Ἥλιου τὸ δρόμο,
Κρεμώντας τὴ λύρα
Τὴ δίκαιη ῾ς τὸν ὦμο,
Κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου χαράζει
Ὡς ὅπου βυθᾶ,

Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι.»
II.
Παράμερα στέκει
Ὁ ἄντρας καὶ κλαίει·
Ἀργὰ τὸ τουφέκι
Σηκώνει, καὶ λέει·
«Σὲ τοῦτο τὸ χέρι
»Τί κάνεις ἐσύ;
»Ὁ ἐχθρός μου τὸ ξέρει
»Πῶς μοῦ εἶσαι βαρύ.»
Τῆς μάνας ὢ λαύρα!
Τὰ τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα καὶ μαῦρα,
Σὰν ἴσκιους ὀνείρου·
Λαλεῖ τὸ πουλάκι
῾Σ τοῦ πόνου τὴ γῆ,
Καὶ βρίσκει σπειράκι,
Καὶ μάννα φθονεῖ.
III.
Γροικοῦν νὰ ταράζῃ
Τοῦ ἐχθροῦ τὸν ἀέρα
Μίαν ἄλλη, ποὺ μοιάζει
Τ᾿ ἀντίλαλου πέρα·
Καὶ ξάφνου πετειέται
Μὲ τρόμου λαλιά·
Πολληώρα γροικειέται
Κι᾿ ὁ κόσμος βροντᾶ.
IV.
Ἀμέριμνον ὄντας
Τ᾿ Ἀράπη τὸ στόμα
Σφυρίζει, περνώντας
῾Σ τοῦ Μάρκου τὸ χῶμα·
Διαβαίνει, κι᾿ ἀγάλι
Ξαπλώνετ᾿ ἐκεῖ,
Ποὺ ἐβγῆκ᾿ ἡ μεγάλη
Τοῦ Μπάϊρον ψυχή.
V.
Προβαίνει καὶ κράζει
Τὰ ἔθνη σκιασμένα.
VI.
Καὶ ὢ πείνα καὶ φρίκη!
Δὲ σκούζει σκυλί!
VII.
Καὶ ἡ μέρα προβαίνει,
Τὰ νέφια συντρίβει·
Νά, ἡ νύχτα ποὺ βγαίνει,
Κι ἀστέρι δὲν κρύβει.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β´
Ι.
Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα, καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ᾿ ἔχω ῾γὼ στὸ χέρι;
Ὁποῦ σὺ μοὔγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»
ΙΙ.
Τὸ Μεσολόγγι ἔπεσε τὴν ἄνοιξη· ὁ ποιητὴς παρασταίνει τὴν Φύση, εἰς τὴ στιγμὴ ποὺ εἶναι ὡραιότερη, ὡς μία δύναμη, ἡ ὁποία, μὲ ὅλα τ᾿ ἄλλα καὶ ὑλικὰ καὶ ἠθικὰ ἐνάντια, προσπαθεῖ νὰ δειλιάση τοὺς πολιορκημένους· ἰδοὺ οἱ Στοχασμοὶ τοῦ ποιητῆ:

Ἡ ζωὴ ποὺ ἀνασταίνεται μὲ ὅλες της τὲς χαρές, ἀναβρύζοντας ὁλοῦθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εἰς ὅλα τὰ ὄντα· ἡ ζωὴ ἀκέραιη, ἀπ᾿ ὅλα της φύσης τὰ μέρη, θέλει νὰ καταβάλῃ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γῆ, οὐρανός, συγχωνευμένα, ἐπιφάνεια καὶ βάθος συγχωνευμένα, τὰ ὁποῖα πάλι πολιορκοῦν τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ἐπιφάνεια καὶ εἰς τὸ βάθος της.

H ὡραιότης τῆς φύσης, ποὺ τοὺς περιτριγυρίζει, αὐξαίνει εἰς τοὺς ἐχθροὺς τὴν ἀνυπομονησία νὰ πάρουν τὴ χαριτωμένη γῆ, καὶ εἰς τοὺς πολιορκημένους τὸν πόνο ὅτι θὰ τὴ χάσουν.
Ὁ Ἀπρίλης μὲ τὸν Ἔρωτα χορεύουν καὶ γελοῦνε,
κι ὅσ᾿ ἄνθια βγαίνουν καὶ καρποὶ τόσ᾿ ἅρματα σὲ κλειοῦνε.

Λευκὸ βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει
Καὶ μὲς τὴ θάλασσα βαθειὰ ξαναπετειέται πάλι,
Κι᾿ ὁλόλευκο ἐσύσμιξε μὲ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.

Καὶ μὲς τῆς λίμνης τὰ νερά, ὅπ᾿ ἔφθασε μ᾿ ἀσπούδα
Ἔπαιξε μὲ τὸν ἴσκιο τῆς γαλάζια πεταλούδα,
Ποὺ εὐωδίασε τὸν ὕπνο της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο·
Τὸ σκουληκάκι βρίσκεται σ᾿ ὥρα γλυκειὰ κ᾿ ἐκεῖνο.

Μάγεμα ἡ φύσις κι᾿ ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη,
Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·
Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει:
Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.

Τρέμ᾿ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της.
III.

Ἐνῷ ἀκούεται τὸ μαγευτικὸ τραγούδι τῆς ἄνοιξης, ὁποῦ κινδυνεύει νὰ ξυπνήση εἰς τοὺς πολιορκημένους τὴν ἀγάπη τῆς ζωῆς τόσον, ὥστε νὰ ὀλιγοστέψῃ ἡ ἀντρεία τους, ἕνας τῶν Ἑλλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τοὺς ἄλλους εἰς συμβούλιο, καὶ ἡ σβημένη κλαγγή, ὁποῦ βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ τὸ ἀδυνατισμένο στῆθος του, φθάνοντας εἰς τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο παρακινεῖ ἕναν Ἀράπη νὰ κάμῃ ὅ,τι περιγράφουν οἱ στίχοι 4-12.
«Σάλπιγγα, κόψ᾿ τοῦ τραγουδιοῦ τὰ μάγια μὲ βία,
γυναικός, γέροντος, παιδιοῦ, μὴν κόψουν τὴν ἀντρεία».

Χαμένη, ἀλίμονο, κι ὀκνὴ τὴ σάλπιγγα γρικάει·
ἀλλὰ πῶς φθάνει στὸν ἐχθρὸ καὶ κάθ᾿ ἠχὼ ξυπνάει;
Γέλιο στὸ σκόρπιο στράτευμα σφοδρὸ γεννοβολιέται,
κι ἡ περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανὶς πετιέται·
καὶ μὲ χαρούμενη πνοὴ τὸ στῆθος τὸ χορτᾶτο,
τ᾿ ἀράθυμο, τὸ δυνατό, κι ὅλο ψυχὲς γιομᾶτο,
βαρώντας γύρου ὁλόγυρα, ὁλόγυρα καὶ πέρα,
τὸν ὄμορφο τρικύμισε καὶ ξάστερον ἀέρα·
τέλος μακριὰ σέρνει λαλιά, σὰν τὸ πεσούμεν᾿ ἄστρο,
τρανὴ λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητὴ κατὰ τὸ κάστρο.
IV.

Μόλις ἔπαυσε τὸ σάλπισμα ὁ Ἀράπης, μία μυριόφωνη βοὴ ἀκούεται εἰς τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο, καὶ ἡ βίγλα τοῦ κάστρου, ἀχνὴ σὰν τὸ Χάρο, λέει τῶν Ἑλλήνων: «Μπαίνει ὁ ἐχθρικὸς στόλος». Τὸ πυκνὸ δάσος ἔμεινε ἀκίνητο εἰς τὰ νερά, ὅπου ἡ ἐλπίδα ἀπάντεχε νὰ ἰδεῖ τὰ φιλικὰ καράβια. Τότε ὁ ἐχθρὸς ἐξανανέωσε τὴν κραυγή, καὶ εἰς αὐτὴν ἀντιβόησαν οἱ νεόφθαστοι μέσ᾿ ἀπὸ τὰ καράβια. Μετὰ ταῦτα μία ἀκατάπαυτη βροντὴ ἔκανε τὸν ἀέρα νὰ τρέμει πολλὴ ὥρα, καὶ εἰς αὐτὴ τὴν τρικυμία

Ἡ μαύρη γῆ σκιρτᾶ ὡς χοχλὸ μὲς τὸ νερὸ ποὺ βράζει.

- Ἕως ἐκείνη τὴ στιγμὴ οἱ πολιορκημένοι εἶχαν ὑπομείνει πολλοὺς ἀγῶνες μὲ κάποιαν ἐλπίδα νὰ φθάσῃ ὁ φιλικὸς στόλος, καὶ νὰ συντρίψῃ ἴσως τὸν σιδερένιο κύκλο ὁποῦ τοὺς περιζώνει· τώρα ὁποῦ ἔχασαν κάθε ἐλπίδα, καὶ ὁ ἐχθρὸς τοὺς τάζει νὰ τοὺς χαρίσῃ τὴ ζωὴ ἂν ἀλλαξοπιστήσουν, ἡ ὑστερινή τους ἀντίσταση τοὺς ἀποδείχνει Μάρτυρες.
V.
. . . . . . . . . . Στὴν πεισμωμένη μάχη
σφόδρα σκιρτοῦν μακριὰ πολὺ τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι,
καὶ τὰ γλυκοχαράματα, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
κι ὅταν θολώσουν τὰ νερά, κι ὅταν ἐβγοῦν τ᾿ ἀστέρια.
Φοβοῦνται γύρου τὰ νησιά, παρακαλοῦν καὶ κλαῖνε,
κι οἱ ξένοι ναύκληροι μακριὰ πικραίνονται καὶ λένε:
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, σπαθὶ Τουρκιᾶς, μολύβι,
πέλαγο μέγα βράζ᾿ ὁ ἐχθρὸς πρὸς τὸ φτωχὸ καλύβι.
VI.

Ἕνας πολέμαρχος ξάφνου ἀπομακραίνεται ἀπὸ τὸν κύκλο, ὅπου εἶναι συναγμένοι εἰς συμβούλιο γιὰ τὸ γιουροῦσι, γιατὶ τὸν ἐπλάκωσε ἡ ἐνθύμηση, τρομερὴ εἰς ἐκείνη τὴν ὥρα τῆς ἄκρας δυστυχίας, ὅτι εἰς ἐκεῖνο τὸ ἴδιο μέρος, εἰς τὲς λαμπρὲς ἡμέρες τῆς νίκης, εἶχε πέσει κοπιασμένος ἀπὸ τὸν πολεμικὸ ἀγῶνα, καὶ αὐτοῦ ἐπρωτάκουσε, ἀπὸ τὰ χείλη τῆς ἀγαπημένης του, τὸν ἀντίλαλο τῆς δόξας του, ὁποία ἕως τότε εἶχε μείνει ἄγνωστη εἰς τὴν ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ ψυχή του.
Μακρυὰ ἀπ᾿ ὅπ᾿ ἦτα᾿ ἀντίστροφος κι᾿ ἀκίνητος ἐστήθη·
Μόνε σφοδρὰ βροντοκοποῦν τ᾿ ἁρματωμένα στήθη·

Ἐχαμογέλασε πικρὰ κι ὁλούθενε κοιτάζει·
κι ἀνεῖ πολὺ τὰ βλέφαρα τὰ δάκρυα νὰ βαστάξουν:

-«Ἐκεῖ ῾ρθε τὸ χρυσότερο ἀπὸ τὰ ὀνείρατά μου·
μὲ τ᾿ ἅρματ᾿ ὅλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου.
Φωνή ῾πε: «Ὁ δρόμος σου γλυκὸς καὶ μοσχοβολισμένος·
στὴν κεφαλή σου κρέμεται ὁ ἥλιος μαγεμένος·
παλληκαρᾶ καὶ μορφονιέ, γειά σου, καλέ, χαρά σου!
Ἄκου, νησιά, στεριὲς τῆς γῆς, ἐμάθαν τ᾿ ὄνομά σου! -
Τοῦτος, ἄχ, ποῦ ῾ν᾿ ὁ δοξαστὸς κι ἡ θεϊκιὰ θωριά του;
Ἡ ἀγκάλη μ᾿ ἔτρεμ᾿ ἀνοιχτὴ κατὰ τὰ γόνατά του».
Ἔρριξε χάμου τὰ χαρτιὰ μὲ τσ᾿ εἴδησες τοῦ κόσμου
ἡ κορασιὰ τρεμάμενη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Χαρὰ τῆς ἔσβυε τὴ φωνὴ ποὖν᾿ τώρα ἀποσβυμένη·
ἄμε, χρυσ᾿ ὄνειρο, καὶ σὺ μὲ τὴ σαβανωμένη!
Ἐδῶ ῾ναι χρεία νὰ κατεβῶ, νὰ σφίξω τὸ σπαθί μου,
πρὶν ὅλοι χάσουν τὴ ζωή, κι ἐγ᾿ ὅλη τὴν πνοή μου·
τὰ λίγα ἀπομεινάρια τῆς πείνας καὶ τσ᾿ ἀντρείας,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
γκόλφι νὰ τά ῾χω στὸ πλευρὸ καὶ νὰ τὰ βγάλω πέρα,
ποὺ μ᾿ ἔκραξαν μ᾿ ἀπαντοχή, φίλο, ἀδελφό, πατέρα·
Δρόμ᾿ ἀστραφτὰ νὰ σχίσω τοὺς σ᾿ ἐχθροὺς καλὰ θρεμμένους,
σ᾿ ἐχθροὺς πολλούς, πολλ᾿ ἄξιους, πολλὰ φαρμακωμένους·
νὰ μείνῃς, χῶμα πατρικό, γιὰ μισητὸ ποδάρι·
ἡ μαύρη πέτρα σου χρυσῆ καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.»

Ἦταν μὲ σένα τρεῖς χαρὲς στὴν πίκρα φυτρωμένες,
ὅμως γιὰ μένα στὴ χαρὰ τρεῖς πίκρες ριζωμένες».

«Θύρες ἀνοίξτ᾿ ὁλόχρυσες γιὰ τὴν γλυκειὰν ἐλπίδα.»
VII.
- «Κρυφὴ χαρά ῾στραψε σ᾿ ἐσέ· κάτι καλό ῾χει ὁ νοῦς σου
πές, νὰ τὸ ξεμυστηρευτεῖς θὲς τ᾿ ἀδελφοποιτοῦ σου;».

-«Ψυχὴ μεγάλη καὶ γλυκειά, μετὰ χαρᾶς σ᾿ τὸ λέω:
Θαυμάζω τὲς γυναῖκες μας καὶ στ᾿ ὄνομά τους μνέω.

Ἐφοβήθηκα κάποτε μὴ δειλιάσουν καὶ τὲς ἐπαρατήρησα ἀδιάκοπα.

Ἀπόψε, ἐνῷ εἶχαν τὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ γιὰ τὴ δροσιά, μία ἀπ᾿ αὐτές, ἡ νεώτερη, ἐπῆγε νὰ τὰ κλείσει, ἀλλὰ μία ἄλλη τῆς εἶπε: «Ὄχι, παιδί μου· ἄφησε νὰ ῾μπεῖ ἡ μυρωδιὰ ἀπὸ τὰ φαγητά· εἶναι χρεία νὰ συνηθίσουμε».

Κι ἔτσι λέγοντας ἐματάνοιξε τὸ παράθυρο, καὶ ἡ πολλὴ μυρωδιὰ τῶν ἀρωμάτων ἐχυνότουν μέσα κι ἐγιόμισε τὸ δωμάτιο.

Καὶ ἡ πρώτη εἶπε: «Καὶ τὸ ἀεράκι μας πολεμάει».

Μία ἄλλη ἔστεκε σιμὰ εἰς τὸ ἑτοιμοθάνατο παιδί της.

Καὶ ἄλλη εἶπε χαμογελώντας, νὰ διηγηθεῖ καθεμία τ᾿ ὄνειρό της.

Καὶ μία εἶπε: «Μοῦ ἐφαινότουν ὅτι ὅλοι ἐμεῖς, ἄντρες καὶ γυναῖκες, παιδιὰ καὶ γέροι, ἤμαστε ποτάμια, ποιὰ μικρά, ποιὰ μεγάλα, κι ἐτρέχαμε ἀνάμεσα εἰς τόπους φωτεινούς, εἰς τόπους σκοτεινούς, σὲ λαγκάδια, σὲ γκρεμούς, ἀπάνου κάτου, κι ἔπειτα ἐφθάναμε μαζὶ στὴ θάλασσα μὲ πολλὴ ὁρμή».

Καὶ μία δεύτερη εἶπε:

Ἐγώ ῾δα δάφνες. - Κι ἐγὼ φῶς ..............................

- Κι ἐγὼ σ᾿ φωτιὰ μίαν ὄμορφη π᾿ ἀστράφταν τὰ μαλλιά της.

Καὶ ἀφοῦ ὅλες ἐδιηγήθηκαν τὰ ὀνείρατά τους, ἐκείνη ποὖχε τὸ παιδὶ ἑτοιμοθάνατο εἶπε: «Ἰδές, καὶ εἰς τὰ ὀνείρατα ὁμογνωμοῦμε, καθὼς εἰς τὴ θέληση καὶ εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα ἔργα». Καὶ ὅλες οἱ ἄλλες ἐσυμφώνησαν κι ἐτριγυρίσαν μὲ ἀγάπη τὸ παιδί της πού ῾χε ξεψυχήσει.

Ἰδού, αὐτὲς οἱ γυναῖκες φέρνονται θαυμαστά· αὐτὲς εἶναι μεγαλόψυχες, καὶ λένε ὅτι μαθαίνουν ἀπό μας· δὲ δειλιάζουν, μολονότι τοὺς ἐπάρθηκε ἡ ἐλπίδα ποὺ εἶχαν νὰ γεννήσουν τέκνα γιὰ τὴ δόξα καὶ γιὰ τὴν εὐτυχία. Ἐμεῖς λοιπὸν μποροῦμε νὰ μάθουμε ἀπ᾿ αὐτὲς καὶ νὰ τὲς λατρεύουμε ἕως τὴν ὕστερη ὥρα.

Πές μου καὶ σὺ τώρα γιατί ἐχθές, ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸ συμβούλιο, ἐνῷ ἐστεκόμαστε σιωπηλοί, ἀπομακρύνθηκες ταραγμένος·

Νὰ μοῦ τὸ πῇς νὰ τὄχω ῾γὼ γκολφισταυρὸ στὸν ἅδη.

Ἐχαμογέλασε πικρά, κι᾿ ὁλούθενε κοιτάζει·
Κι᾿ ἀνεῖ πολὺ τὰ βλέφαρα τὰ δάκρυα νὰ βαστάξουν.
VIII.

Παρασταίνεται ὁ Ἰμπραῒμ Πασὰς συλλογιζόμενος τὴ σημαντικότητα τῆς γῆς, τὴν ὁποία θέλει νὰ κυριέψῃ, καὶ τὸν πόνο καὶ τὴν ἐντροπή του ἂν δὲν τὸ κατορθώσῃ.
Καθὼς ἐκεῖ στὴν Ἀραπιά . . . . . . . .
Χύνεται ἀνάερα τὸ σκυλὶ τῆς δίψας λυσσασμένο.

Μὲς τὴν ψυχὴ τὴν ἀγροικᾶ σὰ σπίθα στὴ φωτιά της.

Καὶ συχνὰ τοὖ ῾π᾿ ἡ ἀράθυμη καὶ τρίσβαθη ψυχή του:

«Κάμποι, βουνὰ καρπόφορα, καὶ λίμνη ὡραία καὶ πλούσια.»

Σ᾿ τουφέκι ἀλλάξαν καὶ σπαθὶ τὸ δίχτυ καὶ τ᾿ ἀγκίστρι.».

«Μάνα καλὴ παληκαριῶν, καὶ κάμε τη δική σου.»

«Αἰώνια ἤθελ᾿ ἤτανε ὁ πόνος κι ἡ ντροπή μου.»
IX.

Ἐτοῦτ᾿ εἶν᾿ ὕστερη νυχτιά· ὅλα τ᾿ ἀστέρια βγάνει·
ὁλονυχτὶς ἀνέβαινε ἡ δέηση, τὸ λιβάνι.

Ὁ Ἀράπης, τραυηγμένος ἀπὸ τὴ μυρωδιὰ ποὺ ἐσκορποῦσε τὸ θυμίαμα, περίεργος καὶ ἀνυπόμονος, μὲ βιαστικὰ πατήματα πλησιάζει εἰς τὸ τεῖχος,

Καὶ ἀπάνου, ἀνάγκη φοβερή! σκυλὶ δὲν τοῦ ῾λυχτάει.

Καὶ ἀκροάζεται· ἀλλὰ τὴ νυχτικὴ γαλήνη δὲν ἀντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε ἀναστεναγμός· ἤθελε πεῖς ὅτι εἶχε παύσει ἡ ζωή· οἱ ἥρωες εἶναι ἑνωμένοι καί, μέσα τους λόγια λένε
Γιὰ τὴν αἰωνιότητα, ποὺ μόλις τὰ χωράει·
Στὰ μάτια καὶ στὸ πρόσωπο φαίνονται οἱ στοχασμοί τους·
Τοὺς λέει μεγάλα καὶ πολλὰ ἡ τρίσβαθη ψυχή τους.
Ἀγάπη κι ἔρωτας καλοῦ τὰ σπλάχνα τους τινάζουν.
Τὰ σπλάχνα τους κι ἡ θάλασσα ποτὲ δὲν ἡσυχάζουν·/
Γλυκιὰ κι ἐλεύθερ᾿ ἡ ψυχὴ σὰ νά ῾τανε βγαλμένη,
Κι ὑψῶναν μὲ χαμόγελο τὴν ὄψη τὴ φθαρμένη.
Χ.

Ἀφοῦ ἔκαψαν τὰ κρεβάτια, οἱ γυναῖκες παρακαλοῦν τοὺς ἄντρες νὰ τὲς ἀφήσουν νὰ κάμουνε ἀντάμα, εἰς τὸ σπήλαιο, τὴν ὑστερινὴ δέηση. Μι᾿ ἀπ᾿ αὐτές, ἡ γεροντότερη, μιλεῖ γιὰ τὲς ἄλλες: «Ἄκουσε, παιδί μου, καὶ τοῦτο ἀπὸ τὸ στόμα μου,
Ποὖμ᾿ ὅλη κάτου ἀπὸ τὴ γῆ κι᾿ ἕνα μπουτσούνι ἀπ᾿ ἔξω.
Ὁρκίζουν σε στὴ στάχτ᾿ αὐτὴ . . . . . . . . . . . . . . . . .
Καὶ στὰ κρεβάτια τ᾿ ἄτυχα μὲ τὸ σεμνὸ στεφάνι·
N᾿ ἀφῆστε σᾶς παρακαλοῦν νὰ τρέξουμε σ᾿ ἐκεῖνο,
Νὰ κάμουμ᾿ ἅμα τὸ στερνὸ χαιρετισμὸ καὶ θρῆνο.»

Κι᾿ ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀργοῦσε ὀλίγο νὰ δώσῃ τὴν ἀπόκριση,

Ὅλες στὴ γῆ τὰ γόνατα ἐχτύπησαν ὀμπρός του,
Κι᾿ ἐβάστααν ὅλες κατ᾿ αὐτὸν τὴ χοῦφτα σηκωμένη,
Καὶ μὲ πικρὸ χαμόγελο τὴν ὄψη τὴ φθαρμένη,
Σὰ νἄθελ᾿ ἔσπλαχνα ὁ Θεὸς βρέξῃ ψωμὶ σ᾿ ἐκεῖνες.
ΧΙ.

Οἱ γυναῖκες, εἰς τὲς ὁποῖες ἕως τότε εἶχε φανῆ ὅμοια μεγαλοψυχία μὲ τοὺς ἄντρες, ὅταν δέονται καὶ αὐτές, δειλιάζουν λιγάκι καὶ κλαῖνε· ὅθεν προχωρεῖ ἡ Πράξη· διότι ὅλα τὰ φερσίματα τῶν γυναικῶν ἀντιχτυποῦν εἰς τὴν καρδιὰ τῶν πολεμιστάδων, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ὑστερινὴ ἐξωτερικὴ δύναμη ποὺ τοὺς καταπολεμάει, ἀπὸ τὴν ὁποίαν, ὡς ἀπ᾿ ὅλες τες ἄλλες, αὐτοὶ βγαίνουν ἐλεύθεροι.
XII.

Εἶναι προσωποποιημένη ἡ Πατρίδα, ἡ Μεγάλη Μητέρα, θεάνθρωπη, ὥστε νὰ αἰσθάνεται ὅλα τὰ παθήματα, καὶ καθαρίζοντάς τὰ εἰς τὴ μεγάλη ψυχή της νὰ ἀναπνέῃ τὴν Παράδεισο·
Πολλὲς πληγὲς κι᾿ ἐγλύκαναν γιατ᾿ ἔσταξ᾿ ἁγιομύρος.

Μένει ἄγρυπνη μέρα καὶ νύχτα, καρτερώντας τὸ τέλος τοῦ ἀγῶνος· δὲν τὰ φοβᾶται τὰ παιδιά της μὴ δειλιάσουν· εἰς τὰ μάτια της εἶναι φανερὰ τὰ πλέον ἀπόκρυφα τῆς ψυχῆς τους·

Στοῦ τέκνου σύρριζα τὸ νοῦ, Θεοῦ τῆς μάνας μάτι·
Λόγο, ἔργο, νόημα . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἀπὸ τὸ πρῶτο μίλημα στὸν ἀγγελοκρουμό του.

Γιὰ τοῦτο αὐτὴ εἶναι

Ἥσυχη γιὰ τὴ γνώμη τους, ἀλλ᾿ ὄχι γιὰ τὴ Μοῖρα,
Καὶ μὲς στὴν τρίσβαθη ψυχὴ ὁ πόνος της πλημμύρα,

Ἐπειδὴ βλέπει τὸν ἐχθρὸν ἄσπονδον, ἄπονον ἀπὸ τὸ πολὺ πεῖσμα, καὶ καταλαβαίνει ὅτι ἂν τὸ Ἔλεος ἔχυνε μὲς στὰ σπλάχνα του ὅλους τοὺς θησαυρούς του, τοῦτοι

Τριαντάφυλλά ῾ναι θεϊκὰ στὴν κόλαση πεσμένα.
ΧΙΙΙ.

Μένουν οἱ Μάρτυρες μὲ τὰ μάτια προσηλωμένα εἰς τὴν ἀνατολή, νὰ φέξῃ γιὰ νὰ βγοῦνε στὸ γιουρούσι, καὶ ἡ φοβερὴ αὐγή.
Μνήσθητι, Κύριε, -εἶναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε, ἐφάνη!
ἐπάψαν τὰ φιλιὰ στὴ γῆ . . . . . . . .
Στὰ στήθια καὶ στὸ πρόσωπο, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια.

Μιὰ φούχτα χῶμα νὰ κρατῶ καὶ νὰ σωθῶ μ᾿ ἐκεῖνο.

Ἰδού, σεισμὸς καὶ βροντισμός, κι ἐβάστουναν ἀκόμα,
ποὺ ὁ κύκλος φθάνει ὁ φοβερὸς μὲ τὸν ἀφρὸ στὸ στόμα·
κι ἐσκίστη ἀμέσως, κι ἔβαλε στῆς Μάνας τὰ ποδάρια,
τῆς πείνας καὶ τοῦ . . . . . . . τὰ λίγα ἀπομεινάρια·
τ᾿ ἀπομεινάρια ἀνέγγιαγα καὶ κατατρομασμένα,
τὰ γόνατα καὶ τὰ σπαθιὰ τὰ ῾ματοκυλισμένα.
XIV.
Τὸ μάτι μου ἔτρεχε ρονιά, κι᾿ ὀμπρός του δὲν ἐθώρα,
κι᾿ ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολλὴ ὥρα,
π᾿ ἄστραψε γέλιο ἀθάνατο, παιχνίδι τῆς χαρᾶς του,
στὸ φῶς τῆς καλωσύνης του, στὸ φῶς τῆς ὀμορφιᾶς του.
XV.

Ἔχε ὅσες ἔχ᾿ ἡ Ἀνατολὴ κι᾿ ὅσες εὐχὲς ἡ Δύση.
XVI.

Μ᾿ ὅλον ποὺ τότ᾿ ἀσάλευτος στὸ νοῦ μ᾿ ὁ νιὸς ἐστήθη,
κ᾿ εἶχε τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι στήθη.
XVII.

Κι᾿ ἄνθιζε μέσα μου ἡ ζωὴ μ᾿ ὅλα τὰ πλούτια πὤχει.
XVIII.

Συχνὰ τὰ στήθια ἐκούρασα, ποτὲ τὴν καλωσύνη.
XIX.

Ὁ υἱός σου κρίνος μὲ δροσιὰ φεγγαροστολισμένος.
XX.

Στὸν ὕπνο της μουρμούριζε τὴν κλάψα τῆς τρυγόνας.
XXI.

Ἀνάξιε δοῦλε τοῦ Χριστοῦ, κάτου τὰ γόνατά σου.
XXII.

Γιά, κοίτα ῾κεῖ χάσμα σεισμοῦ βαθιὰ στὸν τοῖχο πέρα,
καὶ βγαίνουν ἄνθια πλουμιστά, καὶ τρέμουν στὸν ἀέρα.
λούλουδα μύρια, προκαλοῦν χρυσὸ μελισσολόϊ,
ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα, καὶ κρύβουνε τὴ χλόη.
XXIII.

Χιλιάδες ἦχοι ἀμέτρητοι, πολὺ βαθυὰ στὴ χτίσι.
ἡ Ἀνατολὴ τ᾿ ἀρχίναγε κ᾿ ἐτέλειωνε τὸ ἡ Δύσι.
Κάποι ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, κι᾿ ἀπὸ τὴ Δύσι κάποι.
κάθ᾿ ἦχος εἶχε καὶ χαρά, κάθε χαρὰ κι᾿ ἀγάπη.
XXIV.

Κάνε σιμὰ κ᾿ εἶναι ψιλές, κάνε βαρειὲς καὶ πέρα,
σὰν τοῦ Μαϊοῦ τὲς εὐωδιὲς γιομόζαν τὸν ἀέρα.
XXV.

Ἡ ὄψη ὀμπρός μου φαίνεται, καὶ μὲς τὴ θάλασσ᾿ ὄχι,
ὄμορφη ὡς εἶναι τ᾿ ὄνειρο μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὤχει·
XXVI.

Χρυσ᾿ ὄνειρο ἠθέλησε τὸ πέλαγο ν᾿ ἀφήσῃ,
τὸ πέλαγο, ποὺ πάτουνε χωρὶς νὰ τὸ συγχίσῃ.
XXVII.

Κ᾿ ἔφυγε τὸ χρυσ᾿ ὄνειρο ὡς φεύγουν ὅλα τ᾿ ἀλλα.
XXVIII.

Ἦταν μὲ σένα τρεῖς χαρὲς στὴν πίκρα φυτρωμένες,
ὅμως γιὰ μένα στὴν χαρὰ τρεῖς πίκρες ριζωμένες.
XXIX.

Ὅλοι σὰν ἕνας, ναί, χτυποῦν, ὅμως ἐσὺ σὰν ὅλους.
XXX.

Τοῦ πόνου ἐστρέψαν οἱ πηγὲς ἀπὸ τὸ σωθικό μου,
ἔστρωσ᾿ ὁ νοῦς, κ᾿ ἀνέβηκα πάλι στὸν ἑαυτό μου.
XXXI.

Τὸ γλυκὸ σπίτι τῆς ζωῆς, ποὖχε χαρὰ καὶ δόξα.
XXXII.

Παράπονο χαμὸς καιροῦ σ᾿ ὅ,τι κανεὶς κι᾿ ἂ χάσῃ.
XXXIII.

Χαρὰ στὰ μάτια μου νὰ ἰδῶ τὰ πολυαγαπημένα,
ποὺ μὤδειξε σκληρ᾿ ὄνειρο στὸ σάβανο κλεισμένα.
XXXIV.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Καὶ μετὰ βίας
τί μὤστειλες, χρυσοπηγὴ τῆς Παντοδυναμίας;
XXXV.

Ἔστρωσ᾿, ἐδέχθ᾿ ἡ θάλασσα ἄντρες ριψοκινδύνους,
κ᾿ ἐδέχθηκε στὰ βάθη τους τὸν οὐρανὸ κ᾿ ἐκείνους.
XXXVI.

Πάντ᾿ ἀνοιχτά, πάντ᾿ ἄγρυπνα, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου.
XXXVII.

Ὁποὖν᾿ ἐρμιὰ καὶ σκοτεινιὰ καὶ τοῦ θανάτου σπίτι.
XXXVIII.

Τὸ πολιορκούμενο Μεσολόγγι ἔχει τριγύρου χάντακα,
Πὤφαγε κόκκαλο πολὺ τοῦ Τούρκου καὶ τ᾿ Ἀράπη.
XXXIX.

Χθὲς πρωτοχάρηκε τὸ φῶς καὶ τὸν γλυκὸν ἀέρα.
XL.

Πάλι μοῦ ξίππασε τ᾿ αὐτὶ γλυκειᾶς φωνῆς ἀγέρας.
XLI.

Ὀλίγο φῶς καὶ μακρυνὸ σὲ μέγα σκότος κ᾿ ἔρμο.
XLII.

Κι᾿ ὅπου ἡ βουλή τους συφορά, κι᾿ ὅπου τὸ πόδι χάρος.
XLIII.

Σὲ βυθὸ πέφτει ἀπὸ βυθὸ ὡς ποὺ δὲν ἦταν ἄλλος·
ἐκεῖθ᾿ ἐβγῆκε ἀνίκητος.
XLIV.

Φῶς ποὺ πατεῖ χαρούμενο τὸν Ἅδη καὶ τὸ Χάρο.
XLV.

(Ὁ ἀριθμὸς τοῦ ἐχθροῦ),

Τόσ᾿ ἄστρα δὲν ἐγνώρισεν ὁ τρίσβαθος αἰθέρας.
XLVI.

(Ἡ Ἐλπίδα περνάει ἀπὸ φριχτὴν ἐρημία μὲ)

Τὰ χρυσοπράσινα φτερὰ γιομᾶτα λουλουδάκια.
XLVII.

Χάνονται τ᾿ ἄνθη τὰ πολλά, ποὖχ᾿ ἄσπρα μὲ τὰ φύλλα.
XLVIII.

Γιὰ νὰ μοῦ ξεμυστηρευθῆ τὰ αἰνίγματα τὰ θεῖα.
XLIX.

Σ᾿ ἐλέγχ᾿ ἡ πέτρα ποὺ κρατεῖς, καὶ κλεῖ φωνὴ κι᾿ αὐτήνη.
L.

Μὲς τ᾿ Ἅγιο Βῆμα τῆς ψυχῆς.
LI.

Ἡ δύναμή σου πέλαγο, κ᾿ ἡ θέλησή μου βράχος.
LII.

Στὸν κόσμο τοῦτον χύνεται καὶ σ᾿ ἄλλους κόσμους φθάνει.
LIII.

Μὲ φουσκωμένα τὰ πανιὰ περήφανα κι᾿ ὡραῖα.
LIV.

Πολλοί ῾ν᾿ οἱ δρόμοι πὤχει ὁ νοῦς.
LV.

(Ἡ βοὴ τοῦ ἐχθρικοῦ στρατόπεδου παρομοιάζεται μὲ τὸν ἄνεμο),

Ὁποῦ περνάει τὸ πέλαγο καὶ κόβεται στὸ βράχο.
LVI.

Καὶ τὸ τριφύλλι ἐχόρτασε καὶ τὸ περιπλοκάδι,
κ᾿ ἐχόρευε, κ᾿ ἐβέλαζε, στὸ φουντωτὸ λιβάδι.
LVII.

Ὦ γῆ . . . . . . . . . .
Ὁ Οὐρανὸς σὲ προσκαλεῖ, κ᾿ ἡ κόλασι βρυχίζει.
LVIII.

Καὶ μὲ τὸ ροῦχο ὁλόμαυρο σὰν τοῦ λαγοῦ τὸ αἷμα.
LIX.

Καὶ τὲς ἀτάραχες πνοὲς τὲς πολυαγαπημένες.
LX.

(Οἱ Ἕλληνες, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ φθάσῃ ὁ φιλικὸς στόλος, κοιτάζουν τὸν μακρινὸ ξάστερον ὁρίζοντα κι᾿ εὔχονται)

Νὰ θόλωνε στὰ μάτια τους μὲ κάτι, ποὺ προβαίνει.
LXI.

Κ᾿ ἐπότισέ μου τὴν ψυχὴ ποὺ χόρτασεν ἀμέσως.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ´
I.

Μητέρα, μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα,
κι ἂν στὸ κρυφὸ μυστήριο ζοῦν πάντα τὰ παιδιά σου
μὲ λογισμὸ καὶ μ᾿ ὄνειρο, τί χάρ᾿ ἔχουν τὰ μάτια,
τὰ μάτια τοῦτα, νὰ σ᾿ ἰδοῦν μὲς στὸ πανέρμο δάσος,
ποὺ ξάφνου σοῦ τριγύρισε τ᾿ ἀθάνατα ποδάρια
(κοίτα) μὲ φύλλα τῆς Λαμπρῆς, μὲ φύλλα τοῦ Βαϊῶνε!
Τὸ θεϊκό σου πάτημα δὲν ἄκουσα, δὲν εἶδα·
ἀτάραχη σὰν οὐρανὸς μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη πὤχει,
ποὺ μέρη τόσα φαίνονται καὶ μέρη ῾ναι κρυμμένα!
Ἀλλά, Θεά, δὲν ἠμπορῶ ν᾿ ἀκούσω τὴ φωνή σου,
κι εὐθὺς ἐγὼ τ᾿ ἑλληνικοῦ κόσμου νὰ τὴ χαρίσω;
Δόξα ῾χ᾿ ἡ μαύρη πέτρα του καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.

(Ἡ Θεὰ ἀπαντάει εἰς τὸν ποιητὴ καὶ τὸν προστάζει νὰ ψάλῃ τὴν πολιορκία τοῦ Mεσολογγιοῦ).
II.

Ἔργα καὶ λόγια, στοχασμοί, -στέκομαι καὶ κοιτάζω,-
Λούλουδα μύρια, πούλουδα, ποὺ κρύβουν τὸ χορτάρι,
Κι᾿ ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα, καλοῦν χρυσὸ μελίσσι.
Ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸν Χάρο.

Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
καὶ σὰ θολώσουν τὰ νερά, καὶ τ᾿ ἄστρα σὰν πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι.
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τόπ᾿ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμᾶ, βαρεῖ τὸ καλυβάκι·
κι ἀλιά, σὲ λίγο ξέσκεπα τὰ λίγα στήθια μένουν!
Ἀθάνατή ῾σαι, ποὺ ποτέ, βροντή, δὲν ἡσυχάζεις;»
Στὴν πλώρη, ποὺ σκιρτᾶ, γυρτός, τοῦτα ῾π᾿ ὁ ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τὰ νησιά, παρακαλοῦν καὶ κλαῖνε,
καὶ μὲ λιβάνια δέχεται καὶ φῶτα τὸν καημό τους
ὁ σταυροθόλωτος ναὸς καὶ τὸ φτωχὸ ξωκκλήσι.
Τὸ μῖσος ὅμως ἔβγαλε καὶ ῾κεῖνο τὴ φωνή του:
«Ψαροῦ, τ᾿ ἀγκίστρι π᾿ ἄφησες, ἀλλοῦ νὰ ρίξῃς ἄμε.»
II δίς. (Παραλλαγή)

Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
κι ὅταν θολώσουν τὰ νερά, κι ὅταν πληθύνουν τ᾿ ἄστρα,
ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι.
Γέρος μακριά, π᾿ ἀπίθωσε στ᾿ ἀγκίστρι τὴ ζωή του,
τὸ πέταξε, τ᾿ ἀστόχησε, καὶ περιτριγυρνώντας:
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τοπ᾿ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγ᾿, ἀλίμονο, βαρεῖ τὸ καλυβάκι·
σὲ λίγην ὥρα ξέσκεπα τὰ λίγα στήθη μένουν!
Ἀθάνατή ῾σαι, ποὺ ποτέ, βροντή, δὲν ἡσυχάζεις;»
III.

Δὲν τοὺς βαραίν᾿ ὁ πόλεμος, ἀλλ᾿ ἔγινε πνοή τους,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . κ᾿ ἐμπόδισμα δὲν εἶναι
στὲς κορασιὲς νὰ τραγουδοῦν, καὶ στὰ παιδιὰ νὰ παίζουν.
IV.

Ἀπὸ τὸ μαῦρο σύγνεφο κι᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη πίσσα,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἀλλ᾿ ἥλιος, ἀλλ᾿ ἀόρατος αἰθέρας κοσμοφόρος,
ἀπὸ τὸ μαῦρο σύγνεφο κι ἀπὸ τὴ μαύρη πίσσα,
ὁ στύλος φανερώνεται, μὲ κάτου μαζωμένα
τὰ παλληκάρια τὰ καλά, μ᾿ ἀπάνου τὴ σημαία,
ποὺ μουρμουρίζει καὶ μιλεῖ καὶ τὸ Σταυρὸν ἁπλώνει
παντόγυρα στὸν ὄμορφον ἀέρα τῆς ἀντρείας.
Κι ὁ οὐρανὸς καμάρωνε, κι ἡ γῆ χεροκροτοῦσε·
κάθε φωνὴ κινούμενη κατὰ τὸ φῶς μιλοῦσε,
κι ἐσκόρπα τὰ τρισεύγενα λουλούδια τῆς ἀγάπης:
«Ὄμορφη, πλούσια, κι ἄπαρτη, καὶ σεβαστή, κι᾿ ἁγία!»
V.

Ἀπὸ τὴν ἄπειρην ἐρμιὰ τὰ μάτια μαθημένα
Χαμογελάσαν κι᾿ ἄστραψαν, κ᾿ εἶπαν τὰ μαῦρα χείλη:
«Παιδί, στὴν πόρτα χαίρεσαι μὲ τὴ βοή, ποὺ στέρνεις·
Μπροστά, λαγέ, στὸν κυνηγό, κατακαμπῆς καπνίζεις·
Γλάρε, στρειδόφλουντσα ξερνᾶς, ἀφρό, σαλιγκοκαύκι.»

Καὶ τώρα δά, τ᾿ ἀράθυμο πάτημ᾿ ἀργοπορώντας,
κατὰ τὸ κάστρο τὸ μικρὸ πάλε κοιτᾶ, καὶ σφίγγει,
σφίγγει στενὰ τὴ σπάθα του στὸ λαβωμένο στῆθος,
ποὺ μέσα ἀγρίκα τὴν ψυχὴ μεγάλη καὶ τὴ θλίψη.
VI.
Ὁ Πειρασμός.

Ἒστησ᾿ ὁ Ἔρωτας χορὸ μὲ τὸν ξανθὸν Ἀπρίλη,
Κι᾿ ἡ φύσις ηὗρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα,
Καὶ μὲς στὴ σκιὰ ποὺ φούντωσε καὶ κλεῖ δροσιὲς καὶ μόσχους
Ἀνάκουστος κιλαϊδισμὸς καὶ λιποθυμισμένος.
Νερὰ καθάρια καὶ γλυκά, νερὰ χαριτωμένα,
Χύνονται μὲς στὴν ἄβυσσο τὴ μοσχοβολισμένη,
Καὶ παίρνουνε τὸ μόσχο της, κι᾿ ἀφήνουν τὴ δροσιά τους,
Κι᾿ οὖλα στὸν ἥλιο δείχνοντας τὰ πλούτια της πηγῆς τους,
Τρέχουν ἐδῶ, τρέχουν ἐκεῖ, καὶ κάνουν σὰν ἀηδόνια.
Ἔξ᾿ ἀναβρύζει κι᾿ ἡ ζωή, σ᾿ γῆ, σ᾿ οὐρανό, σὲ κύμα.
Ἀλλὰ στῆς λίμνης τὸ νερό, π᾿ ἀκίνητό ῾ναι κι ἄσπρο,
Ἀκίνητ᾿ ὅπου κι᾿ ἂν ἰδῆς, καὶ κάτασπρ᾿ ὡς τὸν πάτο,
Μὲ μικρὸν ἴσκιον ἄγνωρον ἔπαιξ᾿ ἡ πεταλούδα,
Ποῦ ῾χ᾿ εὐωδίσει τς ὕπνους της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο.
Ἀλαφροΐσκιωτε καλέ, γιὰ πὲς ἀπόψε τί ῾δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρὶς ποσῶς γῆς, οὐρανὸς καὶ θάλασσα νὰ πνένε,
Οὐδ᾿ ὅσο κάν᾿ ἡ μέλισσα κοντὰ στὸ λουλουδάκι,
Γύρου σὲ κάτι ἀτάραχο π᾿ ἀσπρίζει μὲς στὴ λίμνη,
Μονάχο ἀνακατώθηκε τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι,
Κι᾿ ὄμορφη βγαίνει κορασιὰ ντυμένη μὲ τὸ φῶς του.
VII.

Ἔρμα ῾ν᾿ τὰ μάτια, ποὺ καλεῖς, χρυσὲ ζωῆς ἀέρα.
VIII.

Εἰς τὸ ποίημα ἕν᾿ ἀπὸ τὰ σημαντικότερα πρόσωπα ἦταν μία κόρη, ὀρφανή, τὴν ὁποίαν οἱ ἄλλες πλέον ἡλικιωμένες γυναῖκες εἶχαν ἀναθρέψει καὶ τὴν ἀγαποῦσαν ὅλες ὡς θυγατέρα τους. Πέφτει εἰς τὸν πόλεμον ἕνας τῶν ἐνδοξοτέρων ἀγωνιστάδων, τὸν ὁποῖον αὐτὴ εἶχε ἀγαπήσει εἰς τὸν καιρὸν τῆς εὐτυχίας· ὥστε ἀπὸ τὸ ἄκρο της ἐλπίδας ἡ καρδιά της βυθίζεται εἰς τὴν λύπη· εὑρίσκει ὅμως παρηγορία κοιτάζοντας τ᾿ ἀγαπημένα πρόσωπα καὶ τὸ ὑψηλὸ παράδειγμα τῶν ἄλλων γυναικῶν. Αὐτὰ ἀρκοῦν νὰ διαφωτίσουν ὁπωσδήποτε τοῦτο τὸ κομμάτι, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ἐνθουσιασμένη νέα στρέφεται νοερῶς πρὸς τὸν Ἄγγελο, τὸν ὁποῖον εἶδε στ᾿ ὄνειρό της νὰ τῆς προσφέρῃ τὰ φτερά του· γυρίζει ἔπειτα πρὸς τὲς γυναῖκες νὰ τοὺς εἰπῇ, ὅτι αὐτὴ τὰ θέλει τὰ φτερὰ πραγματικῶς, ἀλλ᾿ ὄχι γιὰ νὰ φύγῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ κρατῇ κλεισμένα ἐκεῖ κοντά τους καὶ νὰ περιμείνῃ μαζί τους τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Μετὰ ταῦτα ἀνατρέχει ἡ φαντασία της εἰς ἄλλα περασμένα· πῶς τὴν ἐπαρηγοροῦσαν, ἐνῷ ἐκείτετο ἄῤῥωστη, «οἱ ἀτάραχες πνοὲς οἱ πολυαγαπημένες» τῶν ἄλλων γυναικῶν ὁποῦ ἐκοιμοῦνταν κοντά της· καὶ τέλος πῶς εἶχε ἰδεῖ τὸν νέον νὰ χορεύῃ, εἰς τὴ χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς νίκης.

«Ἄγγελε, μόνο στ᾿ ὄνειρο μοῦ δίνεις τὰ φτερά σου;
Στ᾿ ὄνομ᾿ Αὐτοῦ ποὺ σ᾿ τά ῾πλασε, τ᾿ ἀγγειὸ τσ᾿ ἐρμιᾶς τὰ θέλει.
Ἰδοὺ ποὺ τὰ σφυροκοπῶ στὸν ἀνοιχτὸν ἀέρα,
χωρὶς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Τὰ θέλω γώ, νὰ τά ῾χω γώ, νὰ τὰ κρατῶ κλεισμένα,
ἐδῶ π᾿ ἀγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες.

Κι᾿ ἄκουα πού ῾λέγετε: «Πουλί, γλυκιὰ ποὖν᾿ ἡ φωνή σου!»
Ἀηδονολάλειε στῆθος μου, πρὶν τὸ σπαθὶ σὲ σχίσῃ·
Καλὲς πνοὲς παρηγοριὰ στὴ βαριὰ νύχτα κι᾿ ἔρμη·
Μὲ σᾶς νὰ πέσω στὸ σπαθί, κι᾿ ἄμποτε νἆμαι πρώτη!
Τὸ στραβὸ φέσι στὸ χορὸ τ᾿ ἄνθια στ᾿ αὐτὶ στολίζει,
Τὰ μάτια δείχνουν ἔρωτα γιὰ τὸν ἀπάνου κόσμο,
Καὶ στὴ θωριά του εἶν᾿ ἔμορφο τὸ φῶς καὶ μαγεμένο!
IX.

Τὰ σπλάχνα μου κι᾿ ἡ θάλασσα ποτὲ δὲν ἡσυχάζουν,
Κι᾿ ὅσα ἄνθια θρέφει καὶ καρποὺς τόσ᾿ ἅρματα σὲ κλειοῦνε.
X.

Φεύγω τ᾿ ἀλόγου τὴν ὁρμὴ καὶ τοῦ σπαθιοῦ τὸν τρόμο.
T᾿ ὀνείρου μάταια πιθυμιά, κι᾿ ὄνειρο αὐτὴ ῾ν᾿ ἡ ἴδια!
Ἐγύρισε ἡ παράξενή του κόσμου ταξιδεύτρα,
Μοὖπε μὲ θεῖο χαμόγελο βρεμένο μ᾿ ἕνα δάκρυ:
Κόψ᾿ τὸ νερὸ στὴ μάνα του, μπάσ᾿ τὸ στὸ περιβόλι,
Στὸ περιβόλι τῆς ψυχῆς τὸ μοσχαναθρεμμένο.
XI.

(Μία τῶν γυναικῶν προσφεύγει εἰς τὸ στοχασμὸ τοῦ θανάτου ὡς μόνη σωτηρία της μὲ τὴ χαρὰ τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται τὸ πουλάκι,

Ὁποῦ ῾δε σκιᾶς παράδεισο καὶ τήνε χαιρετάει
Μὲ τοῦ φτεροῦ τὸ σάλαγο καὶ μὲ κανέναν ἦχο,

εἰς τὴ στιγμὴν ὁποῦ εἶναι κοπιασμένο ἀπὸ μακρινὸ ταξίδι, εἰς τὴ φλόγα καλοκαιρινοῦ ἥλιου.)
XII.

Καὶ βλέπω πέρα τὰ παιδιὰ καὶ τὲς ἀντρογυναῖκες
γύρου στὴ φλόγα π᾿ ἄναψαν, καὶ θλιβερὰ τὴ θρέψαν
μ᾿ ἀγαπημένα πράματα καὶ μὲ σεμνὰ κρεβάτια,
ἀκίνητες, ἀστέναχτες, δίχως νὰ ρίξουν δάκρυ·
καὶ γγιζ᾿ ἡ σπίθα τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ λιωμένα ροῦχα.
Γλήγορα, στάχτη, νὰ φανεῖς, οἱ φοῦχτες νὰ γιομίσουν.
XIII.

Εἶν᾿ ἕτοιμα στὴν ἄσπονδη πλημύρα τῶν ἁρμάτων
δρόμο νὰ σχίσουν τὰ σπαθιά, κι ἐλεύθεροι νὰ μείνουν
ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸ χάρο.
XIV.

(Μία γυναῖκα εἰς τὸ γιουροῦσι)

Τουφέκια τούρκικα σπαθιά!
Τὸ ξεροκάλαμο περνᾶ.
XV.

Σὰν ἥλιος, ὁποῦ ξάφνου σκεῖ πυκνὰ καὶ μαῦρα νέφη,
τ᾿ ὄρος βαρεῖ κατάραχα καὶ σπίτια ἰδὲς στὴ χλόη.

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης 2010 αφιερωμένη στον Νίκο Καββαδία


Σε έναν από τους πιο γνωστούς και εμπνευσμένους Έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα, στον Νίκο Καββαδία  αφιερώνει φέτος το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, τιμώντας τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του.
Η καθιερωμένη καμπάνια ποίησης που διοργανώνει κάθε χρόνο το ΕΚΕΒΙ θα περιλαμβάνει εικονογραφημένους στίχους του Καββαδία που θα προβάλλονται κατά τη διάρκεια της χρονιάς στις οθόνες στις αποβάθρες του ΜΕΤΡΟ αλλά και μέσα στα οχήματα του ΤΡΑΜ. Από τις 21 Μαρτίου, ημέρα που γιορτάζεται παγκοσμίως η ποίηση, θα ταξιδεύουν στην πόλη οι στίχοι του ποιητή που έπλασε το μυθικό του alter ego ως περιπλανώμενου ποιητή των θαλασσών εισάγοντας στο έργο του στοιχεία κοσμοπολιτισμού και εξωτισμού.
Η καμπάνια ποίησης του ΕΚΕΒΙ που επαναλαμβάνεται με μεγάλη επιτυχία από το 2005 στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς συναντά κάθε Άνοιξη το κοινό δίνοντας μια ποιητική διάσταση στις καθημερινές του μετακινήσεις. Η επιτυχία μάλιστα της περσινής καμπάνιας αφιερωμένης στον Γιάννη Ρίτσο, προέτρεψε στη συνέχιση της μέχρι το τέλος της χρονιάς.
Ο εορτασμός πραγματοποιείται στο πλαίσιο του ετήσιου αφιερώματος που οργανώνει το ΕΚΕΒΙ τιμώντας τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Νίκο Καββαδία (1910-1975). Βιωματικός στην ποίηση αλλά και στον πεζό του λόγο ο «Κόλιας» όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, διαβάστηκε και αγαπήθηκε από το ευρύ αναγνωστικό κοινό, ενέπνευσε τον κινηματογράφο, τη μουσική, τις εικαστικές τέχνες και συνεχίζει μέχρι σήμερα να αποτελεί σημείο αναφοράς των λογοτεχνικών μας αναζητήσεων.

διαδικτυακός ιστότοπος kavvadias.ekebi.gr
Ο ηλεκτρονικός κόμβος του ΕΚΕΒΙ θα φιλοξενήσει, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, ιστότοπο αφιερωμένο στον Νίκο Καββαδία που περιλαμβάνει χρονολόγιο, εργογραφία, βιβλιογραφία και επιλογή κριτικών, δίνοντας μια πλήρη παρουσίαση του έργου ενός ποιητή της «γενιάς του ‘30» που ακροβάτησε μέσα από τους στίχους αλλά και τα πεζά του στα όρια του υπερρεαλισμού, πάντα όμως στο πλαίσιο της παραδοσιακής στιχουργικής φόρμας και ρυθμικής τεχνικής. 
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΕΚΕΒΙ, συνεχίζοντας το πρόγραμμα δημιουργίας ειδικών ιστοτόπων για τους Έλληνες λογοτέχνες που έχει τιμήσει με επετειακά αφιερώματα από το 2000 μέχρι και σήμερα, μετά τον Καραγάτση, τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και τον Γιάννη Ρίτσο ολοκληρώνει και παρουσιάζει τις σελίδες για τους Κωστή Παλαμά, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Γρηγόριο Ξενόπουλο, Άγγελο Σικελιανό, Γιώργο Θεοτοκά και Νίκο Εγγονόπουλο.
κινητή έκθεση
Κινητή έκθεση-αφιέρωμα στον Καββαδία που θα συνοδεύει εκδηλώσεις στο πλαίσιο του εορτασμού, έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα του ΕΚΕΒΙ «Εκθέσεις στα Σχολεία» και θα εξακολουθήσει να περιοδεύει στη χώρα μας και στο εξωτερικό και μετά το 2010. Στόχος του ΕΚΕΒΙ είναι να δώσει κίνητρο σε πολιτιστικούς φορείς, σχολεία, βιβλιοπωλεία, έδρες νεοελληνικών σπουδών, δημοτικές βιβλιοθήκες και λέσχες ανάγνωσης να οργανώσουν εκδηλώσεις για το ευρύ κοινό φιλοξενώντας την έκθεση. Η έκθεση περιλαμβάνει ταμπλό με εργοβιογραφικά στοιχεία, εξώφυλλα βιβλίων, φωτογραφικό και αρχειακό υλικό για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα.
εκδηλώσεις σε σχολεία
Κατά τη διάρκεια της χρονιάς το ΕΚΕΒΙ θα οργανώσει σε σχολεία σε όλη την Ελλάδα επισκέψεις συγγραφέων και εκδηλώσεις για τον συγγραφέα Νίκο Καββαδία στο πλαίσιο του προγράμματος «Συγγραφείς και εικονογράφοι στα σχολεία».
ημερολόγιο εκδηλώσεων
Το ΕΚΕΒΙ θα καταγράφει καθημερινά στο «Ημερολόγιο εκδηλώσεων για το βιβλίο» που λειτουργεί στον κόμβο του όλες τις εκδηλώσεις που θα πραγματοποιηθούν στην ελληνική περιφέρεια και στο εξωτερικό προς τιμή του Καββαδία – όπως βέβαια καταγράφει και κάθε άλλη εκδήλωση για το βιβλίο.
Μια πλήρης ατζέντα όπου μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να ενημερωθούν για την βιβλιοφιλική δραστηριότητα στην πόλη τους ενθαρρύνοντας τη συνέχιση και ανάπτυξη των δράσεων αυτών.

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

ΚΙΛΕΛΕΡ στον ήλιο μοίρα

Το συγγραφέα Θωμά Ψύρρα γνώρισα όψιμα από το βιβλίο του «Μαράν Αθά» και γι’ αυτό με ενδιαφέρον στάθηκα στο αναλόγιο του Ιανού αντικρίζοντας το «ΚΙΛΕΛΕΡ στον ήλιο μοίρα» των εκδόσεων «Μεταίχμιο». Επέτειος της εξέγερσης στο Κιλελέρ σήμερα 6 Μαρτίου και ομιλητές στο πατάρι του Ιανού:
Ο Δημήτρης Παπαδημούλης, βουλευτής του Συνασπισμού που αναφέρθηκε στο αγροτικό πρόβλημα στη Θεσσαλία, υπενθυμίζοντάς μας πως τον Τούρκο δυνάστη αντικατέστησε ο ντόπιος τσιφλικάς• την κατάσταση που χειροτέρεψε ακολούθησαν εξεγερτικές τάσεις των κολίγων με αποκορύφωμα την εξέγερση στο σιδηροδρομικό σταθμό Κιλελέρ και το πανθεσσαλικό συλλαλητήριο στη Λάρισα• χωρικοί προσπαθούν να ανέβουν στο τρένο συγκρούονται με την χωροφυλακή που ανοίγει πυρ• η εξέγερση φουντώνει. Συλλήψεις, φυλακίσεις, σκοτωμοί, κύμα συμπάθειας από τον πολύ κόσμο, δίκη και αθώωση των κολίγων. Αυξήθηκε η κοινωνική πίεση για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος. Ο Ελ. Βενιζέλος παίρνει ορισμένα μέτρα υπέρ των κολίγων, αλλά αναδιανομή γης δεν έγινε. Μετά το 1923, όταν το πρόβλημα της αποκατάστασης των προσφύγων έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, άρχισαν απαλλοτριώσεις τσιφλικιών.
Ο Μανόλης Ρασούλης μίλησε για το τραγούδι του Σαββόπουλου «Το Κιλελέρ» ένα τραγούδι πολύ δυνατό με φοβερή μοντερνιτέ(!), μια διαχρονικότητα που δείχνει ένα δρόμο: να ενδιαφερόμαστε για τα κοινωνικο-ιστορικά γεγονότα. Μόλις χτες -είπε-γίνανε οι πρώτες συγκρούσεις για τα νέα μέτρα, και στην πρώτη γραμμή βρέθηκε ο ήρωας Μ. Γλέζος που κατέβασε τη σημαία των Γερμανών από την Ακρόπολη• την Ακρόπολη που μας ζητούν οι Γερμανοί να την πουλήσουμε• σάμπως δεν αγοράζουν τα νησιά μας οι Γερμανοί; Αναφέρθηκε στο νεοπατριωτισμό των ημερών μας• «μα πατρίδα είναι οι θησαυροί του λαϊκού μας πολιτισμού και της λόγιας ποίησης, τα οποία μέσα στο έλος που δημιουργήθηκε τα τελευταία 25 χρόνια, θέλουν να τα περάσουν στο ντούκου, γιατί είχαν άλλες αξίες, έναν διαφορετικό κώδικα αξιών από αυτόν που υπήρχε διαχρονικά σαν άξονας μέσα στην ελληνική εμπειρία, ιδεολογία και φιλοσοφία. Η μοντερνιτέ του τραγουδιού είναι αγέραστη, φρέσκια, ένα αριστούργημα του λαϊκού μας πολιτισμού, μια πρόταση να το ακούσει η νεολαία και να το ξανακούσει η γερολαία, γιατί το καλό ελληνικό τραγούδι ενδιαφέρεται σφόδρα για τα κοινωνικά και ιστορικά τεκταινόμενα. Τα φωτίζει• είναι μια κιβωτός που περιέχει και παρέχει το έναυσμα, για να ξαναθυμηθούμε• να αφυπνιστεί η μνήμη από τα λήθαργα που μας έχουν επιβάλει ο μέσος όρος των σουπερμάρκετ και των τραπεζών. Επαναστάτες, εξάλλου, και ποιητές βρίσκονται στο ίδιο γίγνεσθαι. Δε γίνεται αλλιώς. Είθε οι νέες γενιές, παρόλο το βάρος και το χρέος που τους φορτώσαμε, να ξαναγιορτάσουν στις 6 Μαρτίου του 2110 το έπος του Κιλελέρ τραγουδώντας το υπέροχο τραγούδι του Σαββόπουλου».
Ο Σαββόπουλος, πριν μας το τραγουδήσει με συνοδεία μόνο πιάνου, διηγήθηκε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγραψε το τραγούδι το 1970. Στο κλαμπ Ροντέο με τα Μπουρμπούλια, όπου παίζανε πολλά δημοτικά (Τ. Χαλκιάς, Αηδονίδης, Μόσχος, Δόμνα Σαμίου), το πρόγραμμα συνδεότανε με τα δικά του ( Μπάλο, Ωδή στον Γ. Καραϊσκάκη,…). Έτσι το ένα τραγούδι φωταγωγούσε το άλλο και καταλάβαινες ότι ουδεμία σχέση έχει αυτό το πράγμα με τους γελοίους συνταγματάρχες με τα μαύρα γυαλιά που χορεύανε καλαματιανά μες τους στρατώνες. Από τη μια το μαφιόζικο στιλ της χούντας κι από την άλλη το παραδοσιακό μας τραγούδι. Το δικό μας Ροκ σε πλήρη αντίθεση με τη χορευτική μόδα περιέχει ένα προωθημένο επαναστατικό στοιχείο της εποχής όπως ακριβώς το Κιλελέρ είναι μια προωθημένη επαναστατική πράξη που βγαίνει μέσα από έναν κόσμο παραδοσιακά αγροτικό. Μια μουσική αναλογία που περιέχει το στοιχείο της εξέγερσης βγαλμένο φυσιολογικά μέσα από τα τραγούδια της παράδοσής μας. Εκεί γράφτηκε το τραγούδι. Αν προσθέσουμε, μάλιστα, και την ευγενική και μαρτυρική φιγούρα του Μαρίνου Αντύπα που πρώτος έπεσε στη φωτιά, αν και διανοούμενος, καταλαβαίνουμε τη σημασία που έχει για τον συνθέτη το να βλέπει έναν διανοούμενο να ξεπερνά τις αμφιβολίες του, να αναστέλλει τις όποιες ερωτήσεις και να θυσιάζεται. Τα κορίτσια της νεότητός του παραπονιόντουσαν ότι το ψητό ήταν εδώ κι αυτός αλλού και οι ιδεολογικοί του σύντροφοι κάτι ανάλογο είχαν να του προσάψουν. Δεν μπόρεσε - μας είπε- να εκχωρήσει τον εαυτό του στον κόσμο, τόσο καλά όσο μέσα από το τραγούδι. Κατέληξε, λέγοντας πως δεν μπορεί να υπάρξει τραγούδι, ούτε κοινωνία, αν δεν αποκτήσει σαφή συνείδηση της αναγκαιότητος της εξέγερσης μέσα στη ζωή, σε πνευματικό και ηθικό επίπεδο κυρίως παρά σε πολιτικό. Είναι επείγον να αλλάξουμε νοοτροπία.

Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

ΛΑΤΙΝΙΚΑ Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ : ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ Δ΄ ΣΥΖΥΓΙΑΣ ΚΑΙ Γ΄ΣΥΖΥΓΙΑΣ ΣΕ -IO


ΠΙΝΑΚΑΣ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΣΥΖΥΓΙΑΣ

aperio, aperui, apertum, aperire                         = ανοίγω, αποκαλύπτω
audio, audivi -ii, auditum, audire                       =ακούω,πληροφορούμαι
 desilio, desilui,       -,    desilìre                         = πηδώ κάτω
dormio, dormivi (-ii), dormitum, dormire            = κοιμάμαι
expedio, expedivi (-ii), expeditum, expedire     =απελευθερώνω
 inveηio, inveni, inventum, invenire                  =βρίσκω
munio, munivi (-ii), munitum, munire                 =οχυρώνω
nutrio, nutrivi (-ii), nutritum, nutrire                     = τρέφω, ανατρέφω
punio, punivi (-ii), punitum, punire                      =  τιμωρώ
sentio, sensi, sensum, sentire                             = καταλαβαίνω
venio, veni, ventum, venire                                = έρχομαι
orior, ortus sum, oriri (αποθετικό)                   = ανατέλλω, γεννιέμαι,  εμφανίζομαι

 ΡΗΜΑΤΑ ΣΕ    -IΟ   ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΣΥΖΥΓΙΑΣ

accipio - accepi - acceptum – accipĕre                = (απο)δέχομαι
adficio (afficio) - adfeci - adfectum – adficĕre   = περιβάλλω
aspicio - aspexi - aspectum – aspicĕre                 =  κοιτάζω
capio - cepi - captum -capĕre                               = πιάνω
concipio - concepì - conceptum – concipĕre        =   συλλαμβάνω, πιάνω
concutio - concussi - concussum –concutĕre        = συνταράζω
confugio - confugi,     -,    confugĕre                        = καταφεύγω
cupio - cupivi/-ii, cupitum - cupĕre                           = επιθυμώ
deficio - defeci - defectum - deficĕre                       = χάνομαι, παθαίνω έκλειψη
fugio - fugi - fugitum - fugĕre                                   =φεύγω
interficio - interfecì - interfectum – interficĕre     = σκοτώνω
pario - peperi - partum – parĕre                   = γεννώ, ( μετοχή μέλλοντα  pariturus)
reficio - refeci - refectum – reficĕre                  = αναψύχω,ξεκουράζω
morior - mortuus sum - mori                      = πεθαίνω(μετοχή μέλλοντα  moriturus)