Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

ΑΡΓΥΡΗ ΧΙΟΝΗ Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΩΝ ἤ Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ


Ο   ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ   ΧΑΡΤΑΕΤΩΝ   Ο   ΔΑΙΜΩΝ   ΤΗΣ   ΟΜΟΡΦΙΑΣ

    ΗΤΑΝ Ο ΗΡΩΑΣ μου· ὀχτώ χρόνια μεγαλύτερος μου καί ἀγγελικά ὡραῖος, ἕνας Ἄδωνις, ὁ πρωτοξάδερφός μου Ἀντώνης. Ἤμασταν τά μόνα ἀγόρια σέ ἕνα σόι γεμάτο ἀδερφές καί ξαδέρφες πού κυριολεκτικά μᾶς λάτρευαν· ἐμένα, τόν μικρότερο, ὡς παιχνιδάκι, ὡς μπιμπε­λό· εκεῖνον, τόν μεγαλύτερο, ὡς τόν ἰδα­νικό καβαλιέρο. Ἐδῶ πρέπει νά πῶ ὅτι τό σόι μας διακατεχόταν ἀπό ἕνα πάθος, μιά μανία γιά τήν ομορφιά·  ἴσως ἐπειδή, ἔτσι φτωχοί πού ἤμασταν, δέν εἴχαμε κανένα ἄλλο δυνατό χαρτί καί πιστεύαμε ὅτι και μόνον αὐτή ἔφτανε γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στήν ἐπιτυχία, νά μᾶς βγάλει ἀπ' τή μι­ζέρια μας. Τά κορίτσια θά 'βρισκαν τούς πρίγκιπες τοῦ παραμυθιοῦ καί τά ἀγόρια τίς πριγκίπισσες. Αὐτός πού πίστεψε πε­ρισσότερο σ' αὐτό τό παραμύθι ἦταν ὁ ξά­δερφος Ἀντώνης. Ἔτσι, ἐνῶ ἦταν ἕνα ιδι­αίτερα προικισμένο ἄτομο, δέν ἔκανε τί­ποτε γιά νά ἀναπτύξει τίς ἐξαιρετικές του ἱκανότητες,  ἀλλά παρέδωσε,  ἄνευ ὁρίων, ἄνευ ὅρων, ὅλη τήν ὕπαρξη του, τήν ἴδια τήν ψυχή του στόν δαίμονα τῆς ὀμορφιάς. Ἡ πιό σημαντική, στά παιδικά μου μά­τια, ἱκανότητα τοῦ Ἀντώνη ήταν νά φτιά­χνει τέλειους χαρταετούς  (γιά  μένα,  βέ­βαια) καί υπέροχα πατίνια (πάλι γιά μέ­να).  Δέν  θά  ξεχάσω  ποτέ ἐκείνους τούς χαρταετούς  (σμυρνάκια  και  βουηχτάρια) πού ποτέ δέν ἀρνήθηκαν νά σηκωθοῦν ἀπό τή  γῆ  καί  ν'  ἀνεβοῦν  τόσο  ψηλά  στόν οὐρανό, ώστε, κάποια στιγμή, τούς ἔχαναν τά μάτια σου καί μόνον ἀπ' τόν τεντωμέ­νο σπάγκο πού σοῦ πλήγωνε τά δάχτυλα μποροῦσες νά εἰκάσεις ὅτι ἤτανε ἀκόμη κάπου ἐκεῖ πάνω, μεταμορφωμένοι, σίγου­ρα, σέ ἀληθινούς ἀετούς, φαιούς και ἁρπα­χτικούς.
    'Αργότερα,   ὅταν   μεγάλωσα   κάπως, ἀνακάλυψα κι ἄλλα σημαντικά προσόντα καί ταλέντα  του.  Ἤτανε  ἔξυπνος,  ἀρι­στοῦχος  μαθητής  στό  γυμνάσιο,  φανα­τικός  ἀναγνώστης,  ἐξαίρετος   ὁμιλητής καί ἔγραφε ποιήματα πού πολύ εἶχα θαυ­μάσει (όταν κάποια στιγμή μοῦ τά διάβα­σε) καί πού σίγουρα ἔχουν πλέον χαθεῖ. Τί ἔκανε μέ ὅλ' αὐτά τά χαρίσματα; Ἀπολύ­τως τίποτε ἤ, μᾶλλον, χρησιμοποίησε μό­νο  δύο  (τήν  ομορφιά καί  τήν  εὐφράδεια του), ἀλλά πρός τί; Γιά νά ρίχνει ἁπλῶς τίς γκόμενες πού τίς ἄλλαζε σάν πουκάμι­σα, ἀναζητώντας τήν πριγκίπισσα πού θά τόν ἔβαζε στό παλάτι της καί θά τόν ἔκανε βασιλιά μόνο γιά τά ωραῖα γαλάζια μά­τια του καί τά ζαχαρωμένα λόγια του. Οὔτε ἀνώτερες σπουδές, λοιπόν, οὔτε δου­λειά, μέχρι πού πῆγε φαντάρος.
    Ἐνῶ ὑπηρετοῦσε ἀκόμη, κατάφερε, στή διάρκεια μιᾶς ἄδειας του, νά γκα­στρώσει ὄχι τήν πριγκίπισσα τῶν ὀνείρων του, ἀλλά μιά κοπελίτσα τῆς γειτονιᾶς. Ἔγινε, ἄρον ἄρον, ἕνας θλιβερός γάμος καί, μόλις ἀπολύθηκε, τήν κοπάνησε, νύ­χτα, γιά τή Γερμανία. Ἦταν ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ '60 καί ὁ Ἐθνάρχης μας, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος εἶχε τόν διακαή πόθο νά συμβάλει στή δημιουργία του «γερμανικοῦ θαύματος», τροφοδο­τοῦσε γενναιόδωρα τίς φάμπρικες αὐτῆς τῆς χώρας μέ τά πιο δυναμικά στοιχεῖα τῆς δικῆς μας. Στήν περίπτωση ὅμως τοῦ ξαδέρφου μου, ὁ Ἐθνάρχης ἔπεσε ἔξω- ὁ Ἀντώνης δέν δούλεψε ἐκεῖ οὔτε μία μέρα. 'Έτσι τουλάχιστον  μέ  διαβεβαίωσε,   μέ ὑπερηφάνεια,   ὅταν   ξανασυναντηθήκαμε μετά ἀπό χρόνια.
     Αυτό συνέβη τό 1966, λίγο μετά τή δι­κή μου ἀπόλυση ἀπό τό στράτευμα ὅπου ὑπηρέτησα ὡς πυροβολητής, χωρίς εὐτυχῶς νά πυροβολήσω κανέναν, ἐκτός ἀπό κάτι καθίκια, ἀξιωματικούς καί ὑπα­ξιωματικούς, πού ἐκτελοῦσα, κάθε νύχτα, στόν ὕπνο μου. Εἶχε ἐπιστρέψει, μετά ἀπό μία περίπου ἑξαετία, γιά σύντομες δια­κοπές στήν πατρίδα. Συναντηθήκαμε δύο, ὅλες κι ὅλες, φορές: τή μιά, παρουσία συγγενῶν και φίλων τήν ἄλλη, μόνον οἱ δυό μας. Ἤτανε πιό ὡραῖος παρά ποτέ· ὁ Ὡραῖος Μπροῦμελ ἤ ὁ Ντόριαν Γκρέι · ψηλό λιανό σκαρί, κυματιστό μεταξένιο μαλλί, γκρίζο λινό κοστούμι (τρία κομμά­τια), γαλάζια, σάν τά μάτια του, μετα­ξωτή γραβάτα, παπούτσια μαύρα, χειρο­ποίητα, ἀπαστράπτοντα... Μοῦ δώρισε ἕνα νάυλον πουκάμισο, ἀπ' αὐτά πού δέν θέλουνε σιδέρωμα, καί μιά ξυριστική μη­χανή μπαταρίας, πού ἀποπειράθηκα, μία μόνο φορά νά χρησιμοποιήσω καί δέν ἐπανέλαβα τήν απόπειρα, γιατί, ἀντί νά μοῦ κόβει τά γένια, τά μάγκωνε καί μοῦ τά ξερίζωνε.
     Τόν ρώτησα γιά τή ζωή του στή Γερ­μανία, γιά τή δουλειά πού έκανε ἐκεῖ. Μοῦ ἀποκρίθηκε πώς ζούσε μιά χαρά, ζωή και κότα, δίχως νά κάνει τίποτε. Ἐξέφρασα τήν ἀπορία μου καί μοῦ ἐξήγησε, μέ τό πιό γλυκό, ἀφοπλιστικό χαμόγελο του, ὅτι ὅσο ὑπάρχουν γυναῖκες στόν πλανήτη μας, αὐτός, ὁ Ἀντώνης, δέν χρειάζεται νά δου­λέψει ὄχι μόνο γιά νά ζήσει, ἀλλά καί γιά νά ζήσει καλά. Φαντάστηκα ὅτι εἶχε ἐπεν­δύσει στό μοναδικό περιουσιακό στοιχεῖο πού διέθετε, στήν ὀμορφιά του, καί ζοῦσε ὡς ζιγκολό. Δέν εἶχα πέσει καί πολύ ἔξω, ἀλλά μέ προσγείωσε ἀκόμη περισσότερο, λέγοντας μου ὅτι ἔριχνε Γερμανίδες καί, στή συνέχεια, τίς ἐξέδιδε. Βλέποντας τήν κατάπληξη καί τήν ἀηδία στό πρόσωπο μου, πάσχισε (ἀλλά ἔκανε ἀκόμη χειρότε­ρα τά πράγματα) νά δώσει κάποιο ἰδεολο­γικό περιεχόμενο σ' αὐτή τή δραστηριό­τητα του. «Οἱ κωλογερμανοί μᾶς γαμήσανε στην Κατοχή» εἶπε. «Τώρα, τούς γαμάω ἐγώ τίς γυναῖκες». Δέν ὑπῆρξε τρίτη συνάντηση μας.
Ἕνα χρόνο μετά, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1967, ἔφυγα κι ἐγώ, γιά ἄλλους λόγους, στό ἐξωτερικό καί, μετά ἀπό ενάμιση χρόνο στό Παρίσι, βρέθηκα στό Ἄμστερ­νταμ πού δέν ἀπεῖχε καί πολύ ἀπό τό Ἀμβοῦργο ὅπου δροῦσε ὁ ξάδερφος. Ποτέ ὡστόσο δέν μοῦ πέρασε ἀπ' τό μυαλό νά τόν ἀναζητήσω, μετά ἀπό ἐκείνη τήν ἀπο­γοητευτική συνάντηση μας στήν Ἀθήνα.
Τόν Ἀπρίλη τοῦ 1975, πῆρα ἕνα τηλε­γράφημα ἀπό τούς δικούς μου, πού μοῦ 'λεγε ὅτι ὁ Ἀντώνης πέθανε ἀπό καλπάζοντα καρκίνο σ' ἕνα νοσοκομείο τοῦ 'Αμ­βούργου. Ἦταν μόλις σαράντα ἐτῶν κι ἐγώ εἶχα μόλις κλείσει τά τριάντα δύο. Ἔ­κλαψα πικρά γιά κεῖνον καί γιά μένα πού, ἀκολουθώντας μιά στενόκαρδη ἴσως ἠθι­κή, τόν εἶχα βγάλει ἀπό τή σκέψη καί τή ζωή μου, τόν είχα σκοτώσει μέσα μου, πρίν πεθάνει.
    Ὅταν ἐπέστρεψα στήν Ἑλλάδα, τό 1977, ἄκουσα ἀπό τά χείλη συγγενοῦς, πού τοῦ παραστάθηκε στίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του, τά ἑξῆς: Ξέροντας ὅτι ζύ­γωνε τό τέλος του, ὁ Ἀντώνης ἔστειλε τόν ἐν λόγῳ συγγενῆ, σέ παραπλήσιο ἑλληνικό ἐστιατόριο, νά ἀγοράσει μεζέδες καί πιοτά. Ὅταν αὐτό ἐγινε, κάλεσε τό προσωπικό τοῦ νοσοκομείου, γιατρούς καί νοσοκόμες, κι ἀφοῦ κέρασε ὅλον τόν κόσμο κι ἤπιε κι αὐτός, κάλυψε μέ τό σεντόνι τό πρόσωπο του καί πέθανε.
   Ἀπό τότε, πέρασαν χρόνια πολλά, δύσκολα κι εὔκολα, ἀλλά κυρίως πολλά, κι ὁ πανδαμάτωρ χρόνος δάμασε τή μνήμη μου κι ἔσβησε ἀπ' αὐτήν τόν ξάδερφο Ἀντώνη.

      Πέρσι, σέ ἡλικία ἑξήντα τριῶν ἐτῶν, δέν ξέρω πῶς μοῦ 'ρθε (μᾶλλον ἀπό παλιμπαιδισμό), ἀποφάσισα νά πετάξω ἀετό τήν Καθαρή Δευτέρα. Ἀγόρασα λοιπόν ἕνα βουηχτάρι, μπόλικο σπάγκο καί σερπαντίνες γιά τήν οὐρά. Τήν παραμονή τό βράδυ ἔφτιαξα μέ ἀκρίβεια τά ζύγια καί τήν οὐρά, καί ἀνήμερα, πρωί-πρωί, κίνη­σα γιά ἕνα σημεῖο, ἔξω ἀπ' τό χωριό, ὅπου δέν ὑπάρχουν οὔτε δέντρα οὔτε κα­λώδια τῆς ΔΕΗ.

    Ὁ ἀετός σηκώθηκε ἀμέσως, ἀλλά τό ἴδιο ἀμέσως ἔκανε μιά κωλοτούμπα και καρφώθηκε στή γῆ. Ὅσες ἀπόπειρες κι ἄν ἔκανα νά τόν πετάξω, τό αποτέλεσμα ἦταν πάντα τό ἴδιο. Ἤλεγξα καί ξαναήλεγξα μάνες καί ζύγια καί δέν βρῆκα κα­νένα λάθος. Γιατί λοιπόν δέν ἔλεγε νά πε­τάξει, ὁ γαμημένος; Εἶχα γίνει ἔξω φρε­νῶν κι ἤμουν ἕτοιμος νά τοῦ τραβήξω μιά κλοτσιά καί νά τόν στείλω στόν διάβολο, ὅταν συνειδητοποίησα ὅτι ἔφταιγε ὁ ἀέρας πού ήταν πολύ δυνατός καί ἡ οὐρά πού δέν ἦταν ἐπαρκῶς μακριά γι' αὐτή τήν περί­σταση. Πῶς ὅμως νά τήν ἐπιμηκύνω πού δέν εἶχα μαζί μου σερπαντίνες;
Καί, ἐξαίφνης, μετά ἀπό τόσα χρόνια λήθης, ἐπέστρεψε στή στομωμένη μνήμη μου ὁ ξάδερφος Ἀντώνης καί τόν ξαναεῖδα, κάτω ἀπό ἀνάλογες συνθῆκες, νά δέ­νει στήν ουρά τοῦ ἀετοῦ σπερδούκλια. Κοίταξα γύρω κι εἶδα ὅτι ὁ τόπος ἤτανε γεμάτος ὁλάνθιστα σπερδούκλια. Ἔκοψα κάμποσα καί τά 'δεσα στήν ἄκρη τῆς οὐρᾶς. Ὁ ἀετός σηκώθηκε ἀμέσως κι ἄρχισε νά πετᾶ, βουίζοντας εὐτυχισμένος. Σέ λίγο, δέν ἄκουγα πιά τό βούισμά του.
Ἀμόλαγα ἀδιάκοπα καλούμπα κι ἀδιάκο­πα ἀνέβαινε, ώσπου τόν χάσανε τά μάτια μου. Έκοψα τότε τόν σπάγκο καί ψιθύρι­σα: «Τράβα στον Ἄδωνι καί δῶσ' του τά λουλούδια, γιατί, ἄν δέν βρίσκεται στά Ἠλύσια Πεδία, ἀλλά στόν Τάρταρο, δέν ἔχει ἐκεῖ ἀσφοδέλους».

 Το παραπάνω κείμενο του αγαπημένου Αργύρη Χιόνη είναι από το βιβλίο του "Περί αγγέλων και δαιμόνων" εκδόσεις Γαβριηλίδη και το παραθέτω με την ευχή μου για Καλή Σαρακοστή.
 

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Κοτσύφι: εφημέριος μιας σκοτεινής θρησκείας

 Διαβάζοντας ποίηση στο σπίτι πίσω από το τζάμι παρατηρώ τη σημαδιακή εμφάνιση των κοτσυφιών στη βεράντα και θυμάμαι τους στίχους του Μιχάλη Γκανά: "Βρέξει χιονίσει/ φοράει το μαύρο του./ Κανένα πένθος/ Πληγωμένο κοτσύφι/  από κλαρί σε κλαρί.
Καθώς το αίμα του/ στάζει στο χιόνι, / πληθαίνει το μαύρο.
 
Δεν τολμώ να μαζέψω το πιάτο της γλάστρας, αφού καθημερινά οι φτερωτοί συμπολίτες μου απολαμβάνουν το μπάνιο τους στο νερό που μαζεύτηκε από τη βροχή. Μετά τους σχετικούς στίχους που εντόπισα στην τελευταία συλλογή της Τασούλας Καραγεωργίου και σχολίασα προ ημερών, σήμερα απολαμβάνω τον Γκανά να διαβάζει στο δεύτερο βιντεάκι το ποίημά του "Το κοτσύφι" και να εξομοιώνει τον εαυτό του με το λιγνό καλογεράκι το κοτσύφι που μετά τα βραχνά αδέξια τεριρέμ την άνοιξη έρχεται κάτι και του λύνει τον κόμπο που ’χει στο λαιμό  κι αναπηδάει φωνή  θρεμμένη από σιωπή και στέρηση, και γίνεται εφημέριος μιας σκοτεινής θρησκείας και μιας θεάς....  
 ΘΗΛΥΚΟ ΚΟΤΣΥΦΙ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ



 ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ: ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΜΙΑΣ ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ



                                    Μιχάλης Γκανάς  ΤΟ ΚΟΤΣΥΦΙ 
Λιγνό καλογεράκι το κοτσύφι
με τεριρέμ βραχνά και προσευχές
αδέξιες όλο το χρόνο, αλλά την άνοιξη
μες στα λαμπρά πλατάνια λειτουργεί
σε τόπους γνώριμους και δέντρα
ειπωμένα, τότε που έβρεχε,
που φύσαγε κι έκανε κρύο, τότε
που χιόνιζε κι αυτό κρεμότανε
στα μαύρα σπόρια του κισσού
για να ταΐσει λιγοστό κορμάκι
κι ύστερα σ’ ένα κλαδί αφηνόταν,
μια μαύρη φλόγα μες στο χιόνι
περιμένοντας,
                     ώσπου την άνοιξη
έρχεται κάτι και του λύνει
τον κόμπο που ’χει στο λαιμό
κι αναπηδάει φωνή που το ξαφνιάζει,
θρεμμένη από σιωπή και στέρηση,
και γίνεται εφημέριος μιας σκοτεινής
θρησκείας και μιας θεάς που όλο
το παιδεύει, βάζοντας κυνηγούς
και γάτες και νυφίτσες να το φοβερίζουν
για να τραγουδάει,
                        όσο προλάβει,
μέχρι να πέσει μπρούμυτα και πάλι
στη χειμερία νάρκη της φωνής του.

Από τη συλλογή
Γυάλινα Γιάννενα,  εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1989

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ - ΕΝΟΤΗΤΑ 42η


42. Nonnulli sunt in hoc ordine, qui aut ea, quae imminent, non videant, aut ea, quae vident, dissimulent: qui spem Catilinae mollibus sententiis aluerunt coniurationemque nascentem non credendo confirmaverunt; quorum auctoritatem secuti multi, non solum improbi verum etiam imperiti, si in hunc animadvertissem, crudeliter et regie id factum esse dicerent. Nunc intellego, si iste in Manliana castra pervenerit, quo intendit, neminem tam stultum fore, qui non videat coniurationem esse factam, neminem tam improbum, qui non fateatur.

Β. Παρατηρήσεις
1. α) Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις :
hoc ordine                                                  ονομαστική ενικού
spem                                                           γενική ενικού
mollibus sententiis                                   ονομαστική ενικού
coniurationemque nascentem                  ονομαστική ενικού
auctoritatem                                               κλητική ενικού
improbi                                                       γενική πληθυντικού
imperiti                                                      γενική ενικού
coniurationem                                          κλητική ενικού
improbum                                            αιτιατική πληθυντικού 

β) Να κλιθούν οι αντωνυμίες, ενικό και πληθυντικό στο ίδιο γένος:  
Nonnulli, ea, quae, hunc,  iste , neminem.

2. α) Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται για καθέναν από τους παρακάτω τύπους :
imminent                           γ ενικό οριστικής μέλλοντα
videant                               σουπίνο αφαιρετική
dissimulent                       δοτική γερουνδίου
nascentem                          β πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
confirmaverunt                 β πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα και παρατατικού
secuti                                  β ενικό κ πληθυντικό προστακτικής ενεστώτα
animadvertissem               μετοχή μέλλοντα  
dicerent                               α πληθυντικό υποτακτικής παρακειμένου
intellego                              β πληθυντικό υποτακτικής υπερσυντελίκου
pervenerit                           μετοχή ενεστώτα
intendit                                απαρέμφατο ενεστώτα  
esse factam                          β ενικό υποτακτικής ενεστώτα
fateatur                                 α πληθυντικό υποτακτικής υπερσυντελίκου

2β)  Να γράψετε τους άλλους βαθμούς όπου είναι δυνατόν (τα επίθετα ίδια πτώση, γένος και αριθμό) : 
 mollibus, multi, improbi, imperiti, crudeliter, regie, stultum, improbum.

3. Να αναγνωριστούν συντακτικά οι προτάσεις,  τον τρόπο εισαγωγής τους  και να αιτιολογήσετε την έγκλιση και το χρόνο εκφοράς τους:
qui aut ea, quae imminent, non videant, aut ea, quae vident, dissimulent:/
 qui spem Catilinae mollibus sententiis aluerunt coniurationemque nascentem non credendo confirmaverunt;/
 qui non videat coniurationem esse factam, qui non fateatur.

 4. α)  qui spem Catilinae mollibus sententiis aluerunt coniurationemque nascentem non credendo confirmaverunt;: Να μετατραπεί η ενεργητική φωνή στην παθητική

4β. Οι υποθετικοί λόγοι να γραφούν σε όλα τα είδη(4): 
  si in hunc animadvertissem/
si iste in Manliana castra pervenerit.

4 γ. Να γίνει μετοχική η πρώτη: qui spem Catilinae mollibus sententiis aluerunt coniurationemque nascentem non credendo confirmaverunt./
 Να γίνει μετοχική:  ea, quae imminent

5. Ανάλυση μετοχών:  coniurationem nascentem confirmaverunt

6. Να αιτιολογήσετε γιατί η παρακάτω αναφορική πρόταση εκφέρεται με οριστική, παρόλο που
βρίσκεται στα πλαίσια του πλαγίου λόγου. «quo intendit»

6. Από ευθύ σε πλάγιο με εξάρτηση:   Dicit   Quintus   Mucius   Scaevola      :
 «Nonnulli sunt in hoc ordine, qui aut ea, quae imminent, non videant, aut ea, quae vident, dissimulent:
 qui spem Catilinae mollibus sententiis aluerunt coniurationemque nascentem non credendo confirmaverunt»

7. . από πλάγιο σε ευθύ: 
 Nunc intellego... neminem... fore /
 (multi) crudeliter et regie id factum esse dicerent/
 ... qui non videat coniurationem esse factam


Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ - ΕΝΟΤΗΤΑ 41η


41. Curius et Fabricius, antiquissimi viri, et his antiquiōres Horatii plane ac dilucide cum suis locūti sunt; non Sicanōrum aut Pelasgōrum, qui primi coluisse Italiam dicuntur, sed aetātis suae verbis utebantur. Tu autem, proinde quasi cum matre Evandri nunc loquāris, sermōne abhinc multis annis iam obsolēto uteris, quod neminem scire atque intellegere vis, quae dicas. Quin, homo inepte, taces, ut consequāris, quod vis? Sed antiquitātem tibi placēre dicis, quod honesta et bona et modesta sit. Sic ergo vive, ut viri antīqui, sed sic loquere, ut viri aetātis nostrae; atque id quod a C. Caesare scriptum est, habe semper in memoriā et in pectore: "tamquam scopulum, sic fugias verbum insolens atque inaudītum".

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1. Sic ergo vive, 
sed sic loquere, 
habe semper in memoriā et in pectore: 
 Να δηλώσετε την απαγόρευση με δυο τρόπους.

2. ut consequāris:
Να δηλωθεί ο σκοπός με όλους τους δυνατούς  τρόπους

3. tamquam scopulum:
Να αναλυθεί σε δευτερεύουσα πρόταση

4. antiquissimi, plane, dilucide, primi, multis, obsolēto, inepte, honesta, bona, inaudītum, insolens, modesta
Να γράψετε τους άλλους δύο βαθμούς επιθέτων και επιρρημάτων όπου είναι δυνατόν · των επιθέτων στην ίδια πτώση, ίδιο αριθμό.

5. antiquissimi viri                                   γενική ενικού
aetātis suae                                              αφαιρετική ενικού
verbis                                                       αιτιατική πληθυντικού
matre                                                       γενική πληθυντικού
sermōne                                                  ονομαστική ενικού
annis                                                        δοτική ενικού
homo inepte                                           αφαιρετική ενικού
viri antīqui                                                   γενική πληθυντικού
aetātis nostrae                                             ονομαστική ενικού
pectore                                                         ονομαστική πληθυντικού
verbum insolens atque inaudītum             ονομαστική ενικού

6. neminem, his : Να κλιθούν 

7.Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται:
 locūti sunt                    β ενικό οριστικής ενεστώτα και υποτακτ. παρατατικού
dicuntur                        β  ενικό προστακτικής ενεργ - μέση
coluisse                        σουπίνο
utebantur                     απαρέμφατο ενεστώτα
taces                             β πληθυντικό οριστ. μέλλοντα
vis                                β  πληθ. υποτακτ. παρατατικού και ενεστώτα
scire                             κλίνουμε  προστακτική ενεστώτα
consequāris                   γ πληθ. υποτακτ. μέλλοντα
placēre                         α πληθυντικό υποτακτ. παρακειμένου
vive                               γ ενικό υποτακτ. υπερσυντελίκου
habe                            γενική γερουνδίου
fugias                           γενική ενικού γερουνδιακό αρσενικό
  
8.   proinde quasi cum matre Evandri nunc loquāris,
quod neminem scire atque intellegere vis,
quae dicas,
quod vis,
ut viri antīqui,
ut viri aetātis nostrae:
Να αναγνωριστούν (εισαγωγή,εκφορά, αιτιολόγηση)

9. quod a C. Caesare scriptum est
sic fugias verbum insolens atque inaudītumΝα μεταφερθούν στην άλλη φωνή

10. Να γίνουν μετοχικές οι προτάσεις:
Tu autem, proinde quasi cum matre Evandri nunc loquāris
quod neminem scire atque intellegere vis
quod a C. Caesare scriptum est                        

11. Από ευθύ σε πλάγιο με εξάρτηση Caesar dixit:  
 Curius et Fabricius, antiquissimi viri, et his antiquiōres Horatii plane ac dilucide cum suis locūti sunt;
non Sicanōrum aut Pelasgōrum, qui primi coluisse Italiam dicuntur, sed aetātis suae verbis utebantur.
Tu autem  sermōne abhinc multis annis iam obsolēto uteris,
Sed antiquitātem tibi placēre dicis, quod honesta et bona et modesta sit. 

Με εξάρτηση  Philosophus admonet / admonuit illum
Sic ergo vive, ut viri antīqui, sed sic loquere, ut viri aetātis nostrae
 atque id quod a C. Caesare scriptum est, habe semper in memoriā et in pectore: "tamquam scopulum, sic fugias verbum insolens atque inaudītum".

Με εξάρτηση το Interrogat/ interrogavit :  Quin, homo inepte, taces, ut consequāris, quod vis?

12  Από πλάγιο σε ευθύ:   Sed antiquitātem tibi placēre dicis, quod honesta et bona et modesta sit., 
    qui primi coluisse Italiam dicuntur.