Διαβάζοντας ποίηση στο σπίτι πίσω από το τζάμι παρατηρώ τη σημαδιακή εμφάνιση των κοτσυφιών στη βεράντα και θυμάμαι τους στίχους του Μιχάλη Γκανά: "Βρέξει χιονίσει/ φοράει το μαύρο του./ Κανένα πένθος/ Πληγωμένο κοτσύφι/ από κλαρί σε κλαρί.
Καθώς το αίμα του/ στάζει στο χιόνι, / πληθαίνει το μαύρο.
Δεν τολμώ να μαζέψω το πιάτο της γλάστρας, αφού καθημερινά οι φτερωτοί συμπολίτες μου απολαμβάνουν το μπάνιο τους στο νερό που μαζεύτηκε από τη βροχή. Μετά τους σχετικούς στίχους που εντόπισα στην τελευταία συλλογή της Τασούλας Καραγεωργίου και σχολίασα προ ημερών, σήμερα απολαμβάνω τον Γκανά να διαβάζει στο δεύτερο βιντεάκι το ποίημά του "Το κοτσύφι" και να εξομοιώνει τον εαυτό του με το λιγνό καλογεράκι το κοτσύφι που μετά τα βραχνά αδέξια τεριρέμ την άνοιξη έρχεται κάτι και του λύνει τον κόμπο που ’χει στο λαιμό κι αναπηδάει φωνή θρεμμένη από σιωπή και στέρηση, και γίνεται εφημέριος μιας σκοτεινής θρησκείας και μιας θεάς.... Καθώς το αίμα του/ στάζει στο χιόνι, / πληθαίνει το μαύρο.
ΘΗΛΥΚΟ ΚΟΤΣΥΦΙ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ: ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΜΙΑΣ ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
Μιχάλης Γκανάς ΤΟ ΚΟΤΣΥΦΙ
Λιγνό καλογεράκι το κοτσύφι
με τεριρέμ βραχνά και προσευχές
αδέξιες όλο το χρόνο, αλλά την άνοιξη
μες στα λαμπρά πλατάνια λειτουργεί
σε τόπους γνώριμους και δέντρα
ειπωμένα, τότε που έβρεχε,
που φύσαγε κι έκανε κρύο, τότε
που χιόνιζε κι αυτό κρεμότανε
στα μαύρα σπόρια του κισσού
για να ταΐσει λιγοστό κορμάκι
κι ύστερα σ’ ένα κλαδί αφηνόταν,
μια μαύρη φλόγα μες στο χιόνι
περιμένοντας,
ώσπου την άνοιξη
έρχεται κάτι και του λύνει
τον κόμπο που ’χει στο λαιμό
κι αναπηδάει φωνή που το ξαφνιάζει,
θρεμμένη από σιωπή και στέρηση,
και γίνεται εφημέριος μιας σκοτεινής
θρησκείας και μιας θεάς που όλο
το παιδεύει, βάζοντας κυνηγούς
και γάτες και νυφίτσες να το φοβερίζουν
για να τραγουδάει,
όσο προλάβει,
μέχρι να πέσει μπρούμυτα και πάλι
στη χειμερία νάρκη της φωνής του.
Από τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1989
Λιγνό καλογεράκι το κοτσύφι
με τεριρέμ βραχνά και προσευχές
αδέξιες όλο το χρόνο, αλλά την άνοιξη
μες στα λαμπρά πλατάνια λειτουργεί
σε τόπους γνώριμους και δέντρα
ειπωμένα, τότε που έβρεχε,
που φύσαγε κι έκανε κρύο, τότε
που χιόνιζε κι αυτό κρεμότανε
στα μαύρα σπόρια του κισσού
για να ταΐσει λιγοστό κορμάκι
κι ύστερα σ’ ένα κλαδί αφηνόταν,
μια μαύρη φλόγα μες στο χιόνι
περιμένοντας,
ώσπου την άνοιξη
έρχεται κάτι και του λύνει
τον κόμπο που ’χει στο λαιμό
κι αναπηδάει φωνή που το ξαφνιάζει,
θρεμμένη από σιωπή και στέρηση,
και γίνεται εφημέριος μιας σκοτεινής
θρησκείας και μιας θεάς που όλο
το παιδεύει, βάζοντας κυνηγούς
και γάτες και νυφίτσες να το φοβερίζουν
για να τραγουδάει,
όσο προλάβει,
μέχρι να πέσει μπρούμυτα και πάλι
στη χειμερία νάρκη της φωνής του.
Από τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1989
Περιττό να αναφέρω πως είναι ωραίο παράλληλο για ......! Ω, λάτρεις της Λογοτεχνίας Κατεύθυνσης, μελετήστε το.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχο ποίημα Γιάννη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΘέλουμε κι άλλες δοκιμασίες!
«εφημέριος μιας σκοτεινής
θρησκείας και μιας θεάς που όλο
το παιδεύει, βάζοντας κυνηγούς
και γάτες και νυφίτσες να το φοβερίζουν
για να τραγουδάει,
όσο προλάβει,
όσο προλάβει,
μέχρι να πέσει μπρούμυτα και πάλι
στη χειμερία νάρκη της φωνής του.»
Γιώργης Παυλόπουλος,
Η Λέξη
Τυφλός από χρόνια
πάλευε μ' ένα μαύρο κάρβουνο
να γράψει μια λέξη
πάνω στο απόλυτο σκοτάδι.
Καμιά γραφή και καμιά φωνή δε θα μπορούσε ν' αποδώσει το φριχτό νόημα της.
Δε βρισκόταν σε κανένα λεξικό. (…)
Πολύ ωραία ανάρτηση, Γιάννη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαράλληλα υπεκφεύγοντας εγώ, δυο παράλληλα άλλης διάστασης σου στέλνω. Από τον αγαπημένο Χιόνη. Το πρώτο από το Τότε που η σιωπή τραγούδησε και το δεύτερο από το Στο υπόγειο.
1) Στο χιονισμένο κάμπο, ένας κοκκινολαίμης, λίγο πιο μεγάλος από μια σταγόνα αίμα, πατάει για μια στιγμή στο χιόνι, κοιτάει τριγύρω, μάταια, για κάνα σπόρο, βγάζει ένα «τσιρπ» και ξαναφεύγει. Μένουν τα ίχνη των ποδιών του, ελάχιστοι αστερίσκοι, πάνω σε αχανή, λευκή σελίδα, όχι όμως για πολύ·καινούργιο χιόνι, νέα λευκή σελίδα τα σκεπάζει.
Κάποιος, ωστόσο, ήταν εκεί και πρόλαβε να δει τους αστερίσκους και να διαβάσει εκείνη την απελπισμένη υποσημείωση στην άσπλαχνη ωραιότητα, κείνο το «τσιρπ».
Τώρα, μια και για κοτσύφια ο λόγος:
2) Στάθηκε ο γεροκότσυφας ακίνητος, βαθιά αποφασισμένος κατάστηθα τα σκάγια να δεχτεί και να γλιτώσει έτσι απ’ τον αργό, μίζερο θάνατο.
Ο κυνηγός, γέρος κι αυτός και τρεμουλιάρης, που όλο τον σημάδευε και όλο αστοχούσε, κάνει επιτέλους διάνα. Διόλου δεν χαίρεται, ωστόσο, ούτε καμαρώνει, ζηλεύει μόνο ( αχ, πώς ζηλεύει!) τον κότσυφα που γλίτωσε απ’ τον αργό, μίζερο θάνατο.
Συναδελφικά τιτιβίσματα για το τριήμερο!
Με συγκίνησες Διονύση. Τον αγαπάμε κι οι δυο το Χιόνη και τον μνημονεύουμε συχνά. Καλή Σαρακοστή!
ΑπάντησηΔιαγραφή