Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΩΝ ἤ Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ
ΗΤΑΝ Ο ΗΡΩΑΣ μου· ὀχτώ χρόνια μεγαλύτερος μου καί ἀγγελικά ὡραῖος, ἕνας Ἄδωνις, ὁ πρωτοξάδερφός μου Ἀντώνης. Ἤμασταν τά μόνα ἀγόρια σέ ἕνα σόι γεμάτο ἀδερφές καί ξαδέρφες πού κυριολεκτικά μᾶς λάτρευαν· ἐμένα, τόν μικρότερο, ὡς παιχνιδάκι, ὡς μπιμπελό· εκεῖνον, τόν μεγαλύτερο, ὡς τόν ἰδανικό καβαλιέρο. Ἐδῶ πρέπει νά πῶ ὅτι τό σόι μας διακατεχόταν ἀπό ἕνα πάθος, μιά μανία γιά τήν ομορφιά· ἴσως ἐπειδή, ἔτσι φτωχοί πού ἤμασταν, δέν εἴχαμε κανένα ἄλλο δυνατό χαρτί καί πιστεύαμε ὅτι και μόνον αὐτή ἔφτανε γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στήν ἐπιτυχία, νά μᾶς βγάλει ἀπ' τή μιζέρια μας. Τά κορίτσια θά 'βρισκαν τούς πρίγκιπες τοῦ παραμυθιοῦ καί τά ἀγόρια τίς πριγκίπισσες. Αὐτός πού πίστεψε περισσότερο σ' αὐτό τό παραμύθι ἦταν ὁ ξάδερφος Ἀντώνης. Ἔτσι, ἐνῶ ἦταν ἕνα ιδιαίτερα προικισμένο ἄτομο, δέν ἔκανε τίποτε γιά νά ἀναπτύξει τίς ἐξαιρετικές του ἱκανότητες, ἀλλά παρέδωσε, ἄνευ ὁρίων, ἄνευ ὅρων, ὅλη τήν ὕπαρξη του, τήν ἴδια τήν ψυχή του στόν δαίμονα τῆς ὀμορφιάς. Ἡ πιό σημαντική, στά παιδικά μου μάτια, ἱκανότητα τοῦ Ἀντώνη ήταν νά φτιάχνει τέλειους χαρταετούς (γιά μένα, βέβαια) καί υπέροχα πατίνια (πάλι γιά μένα). Δέν θά ξεχάσω ποτέ ἐκείνους τούς χαρταετούς (σμυρνάκια και βουηχτάρια) πού ποτέ δέν ἀρνήθηκαν νά σηκωθοῦν ἀπό τή γῆ καί ν' ἀνεβοῦν τόσο ψηλά στόν οὐρανό, ώστε, κάποια στιγμή, τούς ἔχαναν τά μάτια σου καί μόνον ἀπ' τόν τεντωμένο σπάγκο πού σοῦ πλήγωνε τά δάχτυλα μποροῦσες νά εἰκάσεις ὅτι ἤτανε ἀκόμη κάπου ἐκεῖ πάνω, μεταμορφωμένοι, σίγουρα, σέ ἀληθινούς ἀετούς, φαιούς και ἁρπαχτικούς.
'Αργότερα, ὅταν μεγάλωσα κάπως, ἀνακάλυψα κι ἄλλα σημαντικά προσόντα καί ταλέντα του. Ἤτανε ἔξυπνος, ἀριστοῦχος μαθητής στό γυμνάσιο, φανατικός ἀναγνώστης, ἐξαίρετος ὁμιλητής καί ἔγραφε ποιήματα πού πολύ εἶχα θαυμάσει (όταν κάποια στιγμή μοῦ τά διάβασε) καί πού σίγουρα ἔχουν πλέον χαθεῖ. Τί ἔκανε μέ ὅλ' αὐτά τά χαρίσματα; Ἀπολύτως τίποτε ἤ, μᾶλλον, χρησιμοποίησε μόνο δύο (τήν ομορφιά καί τήν εὐφράδεια του), ἀλλά πρός τί; Γιά νά ρίχνει ἁπλῶς τίς γκόμενες πού τίς ἄλλαζε σάν πουκάμισα, ἀναζητώντας τήν πριγκίπισσα πού θά τόν ἔβαζε στό παλάτι της καί θά τόν ἔκανε βασιλιά μόνο γιά τά ωραῖα γαλάζια μάτια του καί τά ζαχαρωμένα λόγια του. Οὔτε ἀνώτερες σπουδές, λοιπόν, οὔτε δουλειά, μέχρι πού πῆγε φαντάρος.
Ἐνῶ ὑπηρετοῦσε ἀκόμη, κατάφερε, στή διάρκεια μιᾶς ἄδειας του, νά γκαστρώσει ὄχι τήν πριγκίπισσα τῶν ὀνείρων του, ἀλλά μιά κοπελίτσα τῆς γειτονιᾶς. Ἔγινε, ἄρον ἄρον, ἕνας θλιβερός γάμος καί, μόλις ἀπολύθηκε, τήν κοπάνησε, νύχτα, γιά τή Γερμανία. Ἦταν ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ '60 καί ὁ Ἐθνάρχης μας, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος εἶχε τόν διακαή πόθο νά συμβάλει στή δημιουργία του «γερμανικοῦ θαύματος», τροφοδοτοῦσε γενναιόδωρα τίς φάμπρικες αὐτῆς τῆς χώρας μέ τά πιο δυναμικά στοιχεῖα τῆς δικῆς μας. Στήν περίπτωση ὅμως τοῦ ξαδέρφου μου, ὁ Ἐθνάρχης ἔπεσε ἔξω- ὁ Ἀντώνης δέν δούλεψε ἐκεῖ οὔτε μία μέρα. 'Έτσι τουλάχιστον μέ διαβεβαίωσε, μέ ὑπερηφάνεια, ὅταν ξανασυναντηθήκαμε μετά ἀπό χρόνια.
Αυτό συνέβη τό 1966, λίγο μετά τή δική μου ἀπόλυση ἀπό τό στράτευμα ὅπου ὑπηρέτησα ὡς πυροβολητής, χωρίς εὐτυχῶς νά πυροβολήσω κανέναν, ἐκτός ἀπό κάτι καθίκια, ἀξιωματικούς καί ὑπαξιωματικούς, πού ἐκτελοῦσα, κάθε νύχτα, στόν ὕπνο μου. Εἶχε ἐπιστρέψει, μετά ἀπό μία περίπου ἑξαετία, γιά σύντομες διακοπές στήν πατρίδα. Συναντηθήκαμε δύο, ὅλες κι ὅλες, φορές: τή μιά, παρουσία συγγενῶν και φίλων τήν ἄλλη, μόνον οἱ δυό μας. Ἤτανε πιό ὡραῖος παρά ποτέ· ὁ Ὡραῖος Μπροῦμελ ἤ ὁ Ντόριαν Γκρέι · ψηλό λιανό σκαρί, κυματιστό μεταξένιο μαλλί, γκρίζο λινό κοστούμι (τρία κομμάτια), γαλάζια, σάν τά μάτια του, μεταξωτή γραβάτα, παπούτσια μαύρα, χειροποίητα, ἀπαστράπτοντα... Μοῦ δώρισε ἕνα νάυλον πουκάμισο, ἀπ' αὐτά πού δέν θέλουνε σιδέρωμα, καί μιά ξυριστική μηχανή μπαταρίας, πού ἀποπειράθηκα, μία μόνο φορά νά χρησιμοποιήσω καί δέν ἐπανέλαβα τήν απόπειρα, γιατί, ἀντί νά μοῦ κόβει τά γένια, τά μάγκωνε καί μοῦ τά ξερίζωνε.
Τόν ρώτησα γιά τή ζωή του στή Γερμανία, γιά τή δουλειά πού έκανε ἐκεῖ. Μοῦ ἀποκρίθηκε πώς ζούσε μιά χαρά, ζωή και κότα, δίχως νά κάνει τίποτε. Ἐξέφρασα τήν ἀπορία μου καί μοῦ ἐξήγησε, μέ τό πιό γλυκό, ἀφοπλιστικό χαμόγελο του, ὅτι ὅσο ὑπάρχουν γυναῖκες στόν πλανήτη μας, αὐτός, ὁ Ἀντώνης, δέν χρειάζεται νά δουλέψει ὄχι μόνο γιά νά ζήσει, ἀλλά καί γιά νά ζήσει καλά. Φαντάστηκα ὅτι εἶχε ἐπενδύσει στό μοναδικό περιουσιακό στοιχεῖο πού διέθετε, στήν ὀμορφιά του, καί ζοῦσε ὡς ζιγκολό. Δέν εἶχα πέσει καί πολύ ἔξω, ἀλλά μέ προσγείωσε ἀκόμη περισσότερο, λέγοντας μου ὅτι ἔριχνε Γερμανίδες καί, στή συνέχεια, τίς ἐξέδιδε. Βλέποντας τήν κατάπληξη καί τήν ἀηδία στό πρόσωπο μου, πάσχισε (ἀλλά ἔκανε ἀκόμη χειρότερα τά πράγματα) νά δώσει κάποιο ἰδεολογικό περιεχόμενο σ' αὐτή τή δραστηριότητα του. «Οἱ κωλογερμανοί μᾶς γαμήσανε στην Κατοχή» εἶπε. «Τώρα, τούς γαμάω ἐγώ τίς γυναῖκες». Δέν ὑπῆρξε τρίτη συνάντηση μας.
Ἕνα χρόνο μετά, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1967, ἔφυγα κι ἐγώ, γιά ἄλλους λόγους, στό ἐξωτερικό καί, μετά ἀπό ενάμιση χρόνο στό Παρίσι, βρέθηκα στό Ἄμστερνταμ πού δέν ἀπεῖχε καί πολύ ἀπό τό Ἀμβοῦργο ὅπου δροῦσε ὁ ξάδερφος. Ποτέ ὡστόσο δέν μοῦ πέρασε ἀπ' τό μυαλό νά τόν ἀναζητήσω, μετά ἀπό ἐκείνη τήν ἀπογοητευτική συνάντηση μας στήν Ἀθήνα.
Τόν Ἀπρίλη τοῦ 1975, πῆρα ἕνα τηλεγράφημα ἀπό τούς δικούς μου, πού μοῦ 'λεγε ὅτι ὁ Ἀντώνης πέθανε ἀπό καλπάζοντα καρκίνο σ' ἕνα νοσοκομείο τοῦ 'Αμβούργου. Ἦταν μόλις σαράντα ἐτῶν κι ἐγώ εἶχα μόλις κλείσει τά τριάντα δύο. Ἔκλαψα πικρά γιά κεῖνον καί γιά μένα πού, ἀκολουθώντας μιά στενόκαρδη ἴσως ἠθική, τόν εἶχα βγάλει ἀπό τή σκέψη καί τή ζωή μου, τόν είχα σκοτώσει μέσα μου, πρίν πεθάνει.
Ὅταν ἐπέστρεψα στήν Ἑλλάδα, τό 1977, ἄκουσα ἀπό τά χείλη συγγενοῦς, πού τοῦ παραστάθηκε στίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του, τά ἑξῆς: Ξέροντας ὅτι ζύγωνε τό τέλος του, ὁ Ἀντώνης ἔστειλε τόν ἐν λόγῳ συγγενῆ, σέ παραπλήσιο ἑλληνικό ἐστιατόριο, νά ἀγοράσει μεζέδες καί πιοτά. Ὅταν αὐτό ἐγινε, κάλεσε τό προσωπικό τοῦ νοσοκομείου, γιατρούς καί νοσοκόμες, κι ἀφοῦ κέρασε ὅλον τόν κόσμο κι ἤπιε κι αὐτός, κάλυψε μέ τό σεντόνι τό πρόσωπο του καί πέθανε.
Ἀπό τότε, πέρασαν χρόνια πολλά, δύσκολα κι εὔκολα, ἀλλά κυρίως πολλά, κι ὁ πανδαμάτωρ χρόνος δάμασε τή μνήμη μου κι ἔσβησε ἀπ' αὐτήν τόν ξάδερφο Ἀντώνη.
Πέρσι, σέ ἡλικία ἑξήντα τριῶν ἐτῶν, δέν ξέρω πῶς μοῦ 'ρθε (μᾶλλον ἀπό παλιμπαιδισμό), ἀποφάσισα νά πετάξω ἀετό τήν Καθαρή Δευτέρα. Ἀγόρασα λοιπόν ἕνα βουηχτάρι, μπόλικο σπάγκο καί σερπαντίνες γιά τήν οὐρά. Τήν παραμονή τό βράδυ ἔφτιαξα μέ ἀκρίβεια τά ζύγια καί τήν οὐρά, καί ἀνήμερα, πρωί-πρωί, κίνησα γιά ἕνα σημεῖο, ἔξω ἀπ' τό χωριό, ὅπου δέν ὑπάρχουν οὔτε δέντρα οὔτε καλώδια τῆς ΔΕΗ.
Ὁ ἀετός σηκώθηκε ἀμέσως, ἀλλά τό ἴδιο ἀμέσως ἔκανε μιά κωλοτούμπα και καρφώθηκε στή γῆ. Ὅσες ἀπόπειρες κι ἄν ἔκανα νά τόν πετάξω, τό αποτέλεσμα ἦταν πάντα τό ἴδιο. Ἤλεγξα καί ξαναήλεγξα μάνες καί ζύγια καί δέν βρῆκα κανένα λάθος. Γιατί λοιπόν δέν ἔλεγε νά πετάξει, ὁ γαμημένος; Εἶχα γίνει ἔξω φρενῶν κι ἤμουν ἕτοιμος νά τοῦ τραβήξω μιά κλοτσιά καί νά τόν στείλω στόν διάβολο, ὅταν συνειδητοποίησα ὅτι ἔφταιγε ὁ ἀέρας πού ήταν πολύ δυνατός καί ἡ οὐρά πού δέν ἦταν ἐπαρκῶς μακριά γι' αὐτή τήν περίσταση. Πῶς ὅμως νά τήν ἐπιμηκύνω πού δέν εἶχα μαζί μου σερπαντίνες;
Καί, ἐξαίφνης, μετά ἀπό τόσα χρόνια λήθης, ἐπέστρεψε στή στομωμένη μνήμη μου ὁ ξάδερφος Ἀντώνης καί τόν ξαναεῖδα, κάτω ἀπό ἀνάλογες συνθῆκες, νά δένει στήν ουρά τοῦ ἀετοῦ σπερδούκλια. Κοίταξα γύρω κι εἶδα ὅτι ὁ τόπος ἤτανε γεμάτος ὁλάνθιστα σπερδούκλια. Ἔκοψα κάμποσα καί τά 'δεσα στήν ἄκρη τῆς οὐρᾶς. Ὁ ἀετός σηκώθηκε ἀμέσως κι ἄρχισε νά πετᾶ, βουίζοντας εὐτυχισμένος. Σέ λίγο, δέν ἄκουγα πιά τό βούισμά του.
Ἀμόλαγα ἀδιάκοπα καλούμπα κι ἀδιάκοπα ἀνέβαινε, ώσπου τόν χάσανε τά μάτια μου. Έκοψα τότε τόν σπάγκο καί ψιθύρισα: «Τράβα στον Ἄδωνι καί δῶσ' του τά λουλούδια, γιατί, ἄν δέν βρίσκεται στά Ἠλύσια Πεδία, ἀλλά στόν Τάρταρο, δέν ἔχει ἐκεῖ ἀσφοδέλους».
Το παραπάνω κείμενο του αγαπημένου Αργύρη Χιόνη είναι από το βιβλίο του "Περί αγγέλων και δαιμόνων" εκδόσεις Γαβριηλίδη και το παραθέτω με την ευχή μου για Καλή Σαρακοστή.
Φοβάμαι, Γιάννη, πως αν αρχίσω να μιλάω για τον Αργύρη Χιόνη πάλι, θα γίνω ( ακόμα πιο) μονότονος. Τουλάχιστον να δηλώσω τη συγκίνησή μου που (μου/μας) δίνεις την ευκαιρία να τον συναντάμε σ' αυτές τις ζεστές γωνιές του διαδικτύου. Να είσαι καλά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι από τους αγαπημένους μου.Η ποίησή του είναι εδώ παρούσα και μας ενώνει. Το ταξίδι συνεχίζεται.
ΑπάντησηΔιαγραφή