Είναι κάτι εκδοτικοί οίκοι που μ΄ αρέσουν, γιατί σε αντίξοες συνθήκες, όταν «όλην την οικουμένην σκεπάζουν σκοτεινά, ήσυχα, παγωμένα, τα μεγάλα πτερὰ της βαθείας νύκτας» τότε «ιδού, η πλάκα σείεται, ιδοὺ απὸ τα χαράγματα του μνήματος εκβαίνει λεπτὴ αναθυμίασις κ᾿ εμπρός μου μένει», παρηγορητικά ψιχία, νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω. Αναφέρομαι εν προκειμένω στις εξαιρετικές εκδόσεις Γαβριηλίδη που μας έχουν δώσει έργα αγαπημένων λογοτεχνών –ποιον να πρωτοθυμηθώ;- και συνεχίζουν ένα έργο δύσκολο.
Πριν λίγες μέρες διάβαζα τα ποιήματα του Μάρκου Μέσκου εκδομένα σε δύο τόμους με τίτλο Μαύρο Δάσος 1 και 2 και τώρα συνεχίζω με Τασούλα Καραγεωργίου. Η φρεσκότατη ποιητική της συλλογή έχει τίτλο «Η χελώνα του Κεραμεικού» από ένα ομώνυμο ποίημα για το οποίο είχα γράψει κάποιες σκέψεις στο παρόν ιστολόγιο, όταν το διάβασα στο περιοδικό Νέα Εστία. Τώρα διαβάζω τα είκοσι ποιήματα της παρούσας συλλογής και ανατρέχω σε αγαπημένους ποιητές με τους οποίους η εκλεκτή ποιήτρια συνομιλεί. Αφετηρία μας ο Ανδρέας Κάλβος με την τρίτην ωδήν του «εις Θάνατον», η οποία είναι μια νέκυια αφού…..
Ἰδού, ἡ πλάκα σείεται./ ἰδοὺ ἀπὸ τὰ χαράγματα/ τοῦ μνήματος ἐκβαίνει/ λεπτὴ ἀναθυμίασις /κ᾿ ἐμπρός μου μένει./ Ἐπυκνώθη· λαμβάνει/ μορφὴν ἀνθρωπικήν./Τί εἶσαι; εἰπέ μου; πλάσμα,/ φάντασμα τοῦ νοός μου/ τεταραγμένου; /Ἢ ζωντανὸς εἶσ᾿ ἄνθρωπος,/ καὶ κατοικεῖς τοὺς τάφους;/ χαμογελάεις;.... ἂν ἄφηκας/ τὸν ἅδην.... ἢ ὁ παράδεισος/ εἰπέ μου ἂν σ᾿ ἔχῃ. / -Mη μ᾿ ἐρωτᾶς· τὸ ἀνέκφραστον/ μυστήριον τοῦ θανάτου/ μὴν ἐρευνᾷς· τὰ στήθη,/ τὰ στήθη ῾ποὺ σ᾿ ἐβύζασαν/ ἐμπρός σου βλέπεις. / Ὦ τέκνον μου, ὦ τέκνον μου,/ ἀγαπητόν μου σπλάγχνον,/ ἀνόμοιος εἶναι ἡ μοῖρα μας,/ καὶ προσπαθεῖς ματαίως/ ῾νὰ μὲ ἀγκαλιάσῃς.
Στο χάσμα του σεισμού εμφανίζεται η μητέρα του ποιητή που τον παρηγορεί κάνοντάς τον να συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου, να μην τον φοβάται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο ποιητής ατρόμητος πλέον να αναλάβει δράση κατά των τυράννων υπερασπιζόμενος τους αδυνάτους.
Μειδίασον, χαίρου φίλε μου,/ μᾶλλον· ἀλλ᾿ ἂν ἡ πίκρα,/ ὅτι τὸν ἥλιον ἄφηκα,/ τώρα σὲ κυριεύῃ,/ παρηγορήσου./Τί κλαίεις; τὴν κατάστασιν/ ἀγνοεῖς τῆς ψυχῆς μου·/ καὶ εἰς τοῦτο τὸ μνῆμα/ τὸ σῶμα μου ἀναπαύεται/ ἀπὸ τοὺς κόπους./ Ναί, κόπος ἀνυπόφερτος/ εἶναι ἡ ζωή· ἡ ἐλπίδες,/ οἱ φόβοι, καὶ τοῦ κόσμου/ ἡ χαραὶ καὶ τὸ μέλι/ σᾶς βασανίζουν. /Ἐδῶ ἡμεῖς οἱ νεκροὶ/ παντοτινὴν εἰρήνην/ ἀπολαύσαμεν, ἄφοβοι,/ ἄλυποι, δίχως ὄνειρα/ ἔχομεν ὕπνον. /Σεῖς οἱ δειλοὶ ἀχνύζετε/ ὅτάν τις ψιθυρίσῃ/ τ᾿ ὄνομα τοῦ θανάτου/ ἀλλ᾿ ἄφευκτος ὁ θάνατος,/ἄφευκτος εἶναι. /Μία καὶ μόνη εἶναι/ἡ ὁδός, καὶ εἰς τὸν τάφον/ φέρνει· εἰς αὐτὴν ἡ ἀνάγκη/ ἀμάχητον μὲ᾿ χεῖρα/ ὠθεῖ τοὺς ζώντας. /Υἱέ μου πνέουσαν μ᾿ εἶδες/ ὁ ἥλιος κυκλοδίωκτος,/ὡς ἀράχνη, μ᾿ ἐδίπλωνε/ καὶ μὲ᾿ φῶς καὶ μὲ᾿ θάνατον/ ἀκαταπαύστως. …..Ἀλλὰ τὸ φέγγος χάνεται/ τῆς σελήνης· σὲ ἀφίνω·/ πάλιν θέλω σὲ εἰδεῖν/ ὅτε ἡ ζωή σου λείψει,/καὶ τότε μόνον. /Μὲ᾿ τὴν εὐχήν μου ὕπαγε·/ἄλλο δὲν λέγω· θέλω/ εἰς τὴν συνείδησίν σου/ τὰ λοιπὰ φανερώσειν/ ὕστερον... χαῖρε...
Τώρα, τώρα τὰ χείλη μου/ δύνανται ῾νὰ φιλήσουν/ τοῦ θανάτου τὰ γόνατα·/ ῾νὰ στέψω τὸ κρανίον του/δύναμαι τώρα/ Ποῦ εἶναι τὰ ρόδα; φέρετε/στεφάνους ἀμαράντους·/τὴν λύραν δότε·/ ὑμνήσατε·/ ὁ φοβερὸς ἐχθρὸς/ ἔγινε φίλος. / Κεῖνος ὁποὺ τὸ μέτωπον/ τρυφερῶν γυναικῶν/ ἀγκάλιασε, πῶς δύναται/ εἰς ἀνδρικὴν καρδίαν/ ῾νὰ ρίψῃ φόβον;/ Ποῖος ἄνθρωπος εἰς κίνδυνον/ εἶναι; τώρα ὁποὺ βλέπω/ τὸν θάνατον μὲ᾿ θάρρος,/ ἐγὼ κρατῶ τὴν ἄγκυραν/ τῆς σωτηρίας. / Ἐγὼ τώρα ἐξαπλώνω/ ἰσχυρᾶν δεξιὰν/ καὶ τὴν ἄτιμον σφίγγω/ πλεξίδα τῶν τυράννων/ δολιοφρόνων…../ Ὡς ἀπ᾿ ἕνα βουνὸν ὁ ἀετὸς εἰς ἄλλο/ πετάει, καἰγὼ τὰ δύσκολα/ κρημνὰ τῆς ἀρετῆς/ οὕτω ἐπιβαίνω. ( Α. Κάλβος).
Η ποιήτρια Καραγεωργίου Τασούλα που ανήκει στο αστικό τοπίο επισκέπτεται τον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού που βρίσκεται κάτω, σε άλλο επίπεδο (θυμηθείτε την προηγούμενη συλλογή της «Το μετρό») έχοντας κρυμμένη μια νέκυια στην τσάντα της. Αυτή η κάθοδος στο βάθος της σπηλιάς λειτουργεί εντελώς διαφορετικά από τον πλατωνικό μύθο. Εδώ στο βάθος της σπηλιάς στην επαφή με τους νεκρούς του Κεραμεικού και τα επιτύμβια είναι η αλήθεια· εδώ με την παλιά πατρίδα το δάγκωμα του ερπετού που μεταδίνει τη γνώση, μιας και ζώντας υπογείως έρχεται σε επαφή με τον κάτω κόσμο και έχει πρόσβαση στις δυνάμεις στην παντογνωσία και τη μαγεία που κατέχουν οι νεκροί. Το Φίδι μπορεί να απεικονίζει τις ηλιακές ακτίνες, είναι γνώση, δύναμη, δόλος, εξυπνάδα, πονηρία, μοχθηρία, διαφθορά και ο πειρασμός. Είναι η ίδια η μοίρα.
Απάνω το αστικό τοπίο με τα παιδιά στην ανεργία, παιδιά νικημένα απ’ τον καιρό, παιδιά ορφανά του χρόνου, με τους ταπεινωμένους που αναζητούν παρηγοριά, όλοι οι τόποι μας έχουν μετακομίσει, η ξενιτειά παραμονεύει, η ξενιτειά είναι ο θάνατος κι η προσφυγιά είναι Άδης, γκρίζα σκόνη, η ζωή έχει αγριέψει περισσότερο από το θάνατο, τουρίστες, φύλακες, παιδιά. Η πόλη κρύβει το μυστικό ποτάμι, άσφαλτος, υπόγειοι συρμοί και ένα άστεγο κορίτσι…. Πάνω που είχε συνηθίσει εδώ….
Όμηρος και νέκυια, Κάλβος κυκλοδίωκτος, Ελύτης ο τον Άδη νικήσαντας, Κική Δημουλά +γοήμων μνήμη ετυμολογεί το χάρο με το έαρ, Σικελιανός στην Ιερά Οδό, ο Σολωμός και το δημοτικό τραγούδι, δεκαπεντασύλλαβος, Αριστοφάνης με τον Έποπα τον τανυσίπτερο, πλατωνικός μύθος του σπηλαίου, Σεφέρης και μυθιστόρημα, Παπαδιαμάντης με μινυρίσματα και πάθια.
Στις υπώρειες του καιρού, στις εκβολές της λήθης, γοήμων μνήμη πολυδάκρυτη, φθορά του χρόνου, υπαινιγμοί ουτοπίας, ανεπίδοτοι έρωτες λανθάνουν. Ένας νόστος για να ριγήσει η μνήμη του νερού και να γίνει η αναγνώριση (από την άγνοια στη γνώση), όλα αυτά στη βαθειά πατρίδα, ενώ έξω παραμονεύει η ξενιτειά. Σε μια διαδήλωση κιονίσκων ενάντια στη λήθη η ποιήτρια ηγείται ενός άυλου αγώνα για ένα δίκαιο μοίρασμα της αιώνιας αγάπης, το δέσιμο της οποίας τρυπάει το θάνατο, αφού ο έρωτας είναι πιο κραταιός απ’ την τέχνη. Άφατη μελαγχολία στο γλυπτό της Αμφαρέτης, σαν οφειλή ανεξόφλητη, σαν να γλυστράει το άρρητο, σαν να απουσιάζει η αίσθηση του ηττημένου χρόνου.
Η ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο θριαμβεύει, η σφίγγα χαρίεσσα ατενίζει μετωπικά το επέκεινα κι η ποιήτρια κλέβει εξαίσιες λέξεις και δημιουργεί, μια χοϊκή κοσμογονία.
( Γλώσσα πλασμένη με τροχό κεραμεικό
σαν τον πτηνόμορφο πηλό είν’ έτοιμη για πτήση.)
Στην κατάβαση της στη βαθειά παλιά πατρίδα η ποιήτρια κατάφερε να αντλήσει το υλικό που θα της χρησιμεύει να πετάξει, να δημιουργήσει την ποιητική της γλώσσα. Εκεί στην αληθινή πατρίδα ο κότσυφας( η ποιήτρια;) - παράβαλε το σκοτεινό τρυγόνι του Παπαδιαμάντη- είναι πιο τυχερός από το άστεγο κορίτσι· γιατί εκεί έχει νερό, ποτάμι που τρέχει, αφράτο χώμα, απαραίτητα για την ποιητική δημιουργία, ενώ απάνω τα πάθη του κόσμου είναι ατέλειωτα. Και όπως η νέκυια στην ωδή του Κάλβου λειτουργεί λυτρωτικά για τον ποιητή και τον βοηθάει στον αγώνα του, έτσι και η νέκυια που αποκαλύπτεται από τα αναθηματικά επιγράμματα του Κεραμεικού μεταπλάθεται σε ποιητικό υλικό, ψήγματα αδαμάντινου ποιητικού λόγου που αποτελεί τη δικιά μας αριστοτελική κάθαρση και παρηγορία.
Ολίγες σκέψεις ατάκτως ερριμένες που τις καταγράφω για να επισημάνω που οδηγήθηκα εγώ διαβάζοντας τα ποιήματα αυτά τα οποία θεωρώ τα καλύτερα και πιο ώριμα από την μέχρι τώρα ποιητική παραγωγή της Τασούλας Καραγεωργίου. Θα χαρώ να μάθω από άλλους ειδήμονες της κριτικής μια πιο εμπεριστατωμένη ερμηνεία.
Η ΠΗΛΙΝΗ ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ
Δέν τά κοιτάζω πιά ἐκεῖνα τά μικρά κεραμικά ἀντικείμενα,
-τά περισσότερα κτερίσματα σέ τάφους·
τίς πινακίδες μόνο πού τά συνοδεύουν αντιγράφω.
Κρυφά ἀπό τούς τουρίστες καί τούς φύλακες
κλέβω εξαίσιες λέξεις.
Φεύγω κρατώντας μιά περιουσία,
σ' ἕνα μπλοκάκι, μιά χοϊκή κοσμογονία:
ὁμοίωμα ἔνθρονης θεᾶς, εἰδώλιο κουροτρόφου
ἀρύβαλλος και λήκυθος, ὑδρία, ὄλπη, σκύφος
κέρνος και κύλικα μελαμβαφής·
ἕνα μυροδοχεῖο.
(Γλώσσα, πλασμένη με τροχό κεραμικό,
σάν τόν πτηνόμορφο πηλό εἶν' ἕτοιμη γιά πτήση.)
"Φεύγουμε κρατώντας μια περιουσία" από την εξαιρετική προσέγγιση της ποιητικής συλλογής της κ.Καραγεωργίου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρήγορη η ποιητική της φωνή της, η ποιητική της κοσμογονία στους θλιβερούς καιρούς της οδύνης μας...
Πήλινη αλλά εύφορη κοσμογονία, καθώς μπολιάζει τη νεοελληνική μας αμηχανία με πανάρχαιες δροσερές πηγές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστούμε, Γιάννη, τις έχουμε ανάγκη αυτές τις συναντήσεις.
Το υπόγειο ποτάμι γίνεται υπόγεια διαδρομή και ενώνει τις όχθες θανάτου από τη Νέκυια του Κάλβου με την κρυμμένη νέκυια στην τσάντα της ποιήτριας. Συμφωνώ με την προσέγγισή σου...ελπίζω και η ποιήτρια....
ΑπάντησηΔιαγραφή