Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Η Γαλάτεια, ο Θέμος και η Βικτόρια


 πειτα μτηρ κα γυν, διπλον πος,
πλεκτα
σιν ρτναισι λωβται βον·

Διδάσκοντας Αντιγόνη πάντοτε στεκόμουνα στο ρήμα εκείνο το «λωβᾶται» και το συνέδεα με λέξεις νεοελληνικές. Σήμερα όμως ξεκίνησα από τα Λεξικά και μάλιστα από Περσέα μεριά με το  LSJ και άλλα σχετικά αρχαιοελληνικά. Αξίζει να ανατρέξει κανείς στις παραπομπές που αναφέρονται παρακάτω:
λωβ-άομαι , Ion. λωβ-έομαι Id.Art.35 (as v.l.), λωβ-εμαι Herod.3.69; Dor. impf.
A. [select] λωβτοSophr.21: fut. -ήσομαι Pl.Cri.47d: aor. “λωβησάμηνHdt.3.154, cf. Theoc.5.109, etc.: for pf. and aor. Pass., v. infr.: (λώβη):—outrage, maltreat, c. acc. pers., also with cogn. acc. added, λώβην λωβσθαί τινα do one despite, Il.13.623; esp. maim, mutilate, τινα Hdt. l. c.; ωυτν λωβται λώβην νήκεστον ibid.; ρτάναισι λωβται βίον brings her life to a shameful end by the halter, S.Ant.54; νδρν ενιδας λ. dishonouring them, E.Or.929; λ. τος νέους harm their pupils, Pl.Prt.318d; of the effect of drudging work, “τ σώματα λωβνταιArist.Pol.1258b37; also “λ. πόλινLys.26.9; [“στεα] κατ κραςTheoc. 16.89; pillage, “πόλινPlb.4.54.2; damage statues, etc., IG3.1417: less freq. c. dat., Ar.Eq.1408, Pl.Cri.47e, D.H.13.4, Orac. ap. Jul.Ep.88: abs., act outrageously, Il.1.232, 2.242.
II. [select] Act. λωβάω only Ps.Phoc.38, and κατ-ελώβησαν in Plb.15.33.9: but pf. is used as Pass., λελωβημένος mutilated, Hdt.3.155, Pl.Grg.511a, R.611b, etc.; esp. of leprous persons, Man. ap. J.Ap.1.28: also aor. Pass., “μεγάλας λώβας λωβηθείςPl.Grg.473c: and Ion. pres. 3pl. λωβέονται in Hp.Art. l.c.(v.l.); cf. πο-, κ-λωβάομαι.
I. [select] to treat despitefully, to outrage, maltreat, λώβην λωβσθαί τινα to do one despite, Il.: esp. to maim, mutilate, Hdt.; λ. βίον to make ruin of one's life, Soph.; λ. τος νέους to corrupt the youth, Plat.:—sometimes, like λυμαίνομαι, c. dat., Ar., Plat.:—absol. to do despite, act outrageously, Il.
II. [select] the perf. is used in pass. sense, λελωβημένος mutilated, Hdt., Plat.; also aor1 pass., μεγάλας λώβας λωβηθείς Plat.

Αφού ικανοποιηθούμε οι επίδοξοι ταξιδευτές, ανατρέχουμε και στο ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη στο λήμμα «λώβη» απ’ όπου οδηγούμαστε στη λέπρα  και συνειρμικά στη σύγχρονη τηλεοπτική  επικαιρότητα με το Νησί της Victoria Hislop. Εμείς στην ανατολική Κρήτη χρησιμοποιούμε τις λέξεις λούβα και λουβιάρης, μιας και η Σπιναλόγκα είναι στο Νομό μας και οι σχετικές αναμνήσεις είναι ζωντανές. Το θέμα εξάλλου της λέπρας των Χανσενικών  στις αρχές του 20ου αιώνα έχει ήδη προβληματίσει Κρήτες συγγραφείς. Ο Θέμος Κορνάρος γράφει τη «Σπιναλόγκα» του και μας την πετάει μ’ οργή κατάμουτρα. Έντονα καταγγελτικός, ανυποχώρητος θίγει τη σαπίλα της εξουσίας χρησιμοποιώντας στις περιγραφές του λεξιλόγιο που αναστατώνει τα στομάχια των βολεμένων αστών:  

 «Στη Σπιναλόγκα βλέπει, κανένας όλη τη σαπίλα των χρεωκοπημένων αξιών, για τις όποιες καμαρώνει ο ση­μερινός, μασκέ, πολιτισμός. Το νησί αυτό είν' ο καθρέφτης του πολιτισμού μας.
Προσπάθησα, όσο μπόρεσα πιο καθαρά, να δώσω τη φω­τογραφία της Σπιναλόγκας με τούτες τις σελίδες. Παρακα­λώ όποιον θέλει και μπορεί να βρει εδώ ένα σημείο που να μην έχει χρεωκοπήσει ο χριστιανικός πολιτισμός με τις «ε­λεημοσύνες» του, τις «ευσπλαχνίες» του και τις (προς τον πλησίον) «αγάπες» του. Ας μου βρει ένα σημείο της ζωής του Σπιναλογκίτη που να μην είναι βρισιά κι αγανάχτηση για το γιατρό, το σημερινό γιατρό-έμπορα του πολιτισμέ­νου αιώνα μας...
Αυτό το... νοσοκομείο -τι ντροπή! τι ανακριβολογία!-είναι εργατικό. Μόνον άποροι λεπροί είναι πεταμένοι εκεί. Όσοι έχουνε τον τρόπο τους είναι βολεμένοι κάπου άλλου, που υπάρχει δροσιά, πρασινάδα, νερό, στοργή και... σεντόνι νοσοκομείου. Αυτοί που δουλέψανε σ' όλη τους τη ζωή, χω­ρίς να χορτάσουνε ψωμί, βρίσκουνται τώρα, στην αρρώστια τους, πεταμένοι σαν κοπριά σ' έναν κοπρόλακκο βρωμερό που λέγεται Σπιναλόγκα. Κι η λέπρα που τους «διαλύει» δεν είναι το χειρότερο κακό. Πείνα, δίψα, ψείρα! Να τι θα πει λεπρός Σπιναλογκίτης.
…………………………………………………………………………………….
Πηγαίνω στο καφενείο. Το φράγκο του καφέ το κόβω απ’ το ψωμί. Στο χέρι το κρατώ. Κι όμως, «Δεν έχει καφέ!» μου λένε. Το μπρίκι το βλέπω που βράζει για όλους. Μα... «δεν έχει καφέ!».
Καλημερίζω τους χωριανούς όπως πάντα.
Γιατί να τόνε κόψω του Θεού το χαιρετισμό; Αυτοί κάτι πάθανε και πάψανε να με χαιρετούνε. Θε' μου, και να 'τανε από κουφαμάρα, μουγγαμάρα... Μα όχι, από φόβο είναι ή κακία!
Και τα παιδιά, οι μαθητές μου, δε μου λένε πια ντροπαλά «Καλημέρα, κύριε δάσκαλε». Αλλού γυρίζουνε τα μούτρα τους. Δε τα γυρίζουνε όμως αυτά από κακία, μήτε από φό­βο. Το Γιαννάκη του γείτονα το 'δα προχτές όπως είχε γυρί­σει αλλού κι είχανε βουρκώσει τα ματούλια του! Καλύτερα είχα να μη με καλημέριζε από.... κακία.
Μα και το Γιωργάκη της κυρα-Λένης τ' άκουσα προχτές, καθώς προσπέρασα απ' το σπίτι τους, να λέει στη μάνα του: «Μαμά! Ο μεσκίνης! Δεν κάνει, μαμά, να παίρνω την αναπνοιά μου άμα περνά;»
Η φωνούλα του ξεχειλούσε τρομάρα.
Ύστερ' από ένα χρόνο πρωτάκουσα «καλημέρα» από άν­θρωπο. Ο χωροφύλακας που 'ρθε να με... πάρει με καλημέ­ρισε.
Όλο το χωριό, γυναίκες κι άντρες κι η... Σοφίτσα του Χα­τζή, έχουνε μαζευτεί όξω απ' το σπίτι μου. Πέρασε απ' το νου μου πως ήρθανε να με αποχαιρετήσουνε. Να μου πούνε «Στο καλό!». Μ' αμέσως συλλογίστηκα: «Ταιριάζει να πού­νε "Στο καλό!" σ' έναν που φεύγει για τη Σπιναλόγκα; Ή σ' έναν που ψυχομαχώντας κοιτάζει αόριστα τον κόσμο;»
Ωστόσο, ένα είναι βέβαιο, πως με λυπηθήκανε. Εγώ σκέ­φτομαι να τους πω «Γεια σας, χωριανοί...», κι ας μη μου πούνε αυτοί τίποτε. Ας αφήσουνε την αμηχανία να γενεί δά­κρυ, να γενεί λυγμός...
Την ίδια στιγμή παρατηρώ και... βεβαιώνομαι πως έχει πέσει ένα κομμάτι σουβάς απ' τ' ανώφλι της πόρτας. Και πάει τόσο, μα τόσο άσκημα!...
Μια στιγμή σπαρτάρησε η καρδιά μου. Πολλά πράματα έχουνε κουβαλήσει μαζί τους οι καλοί μου οι χωριανοί. Τενεκέδες, τρεις τέσσερις, στραφτοκοπούνε στην αυλή. Λιχου­διές, σύκα και σταφίδες κι αμύγδαλα θα 'χουνε. Έτσι μου κάνανε κι άλλη μια φορά, σαν έφευγα για το μέτωπο.
Είναι αλήθεια πως με πονέσανε. Δεν έχω κανέναν, μήτε μάνα μήτ' αδερφή για να με... κλάψει.
Μα δεν έχουνε λιχουδιές οι τενεκέδες. Πετρέλαιο και βενζίνες είναι γιομάτοι. Έχουνε και σκαπανικά μαζί τους οι χωριανοί.
Αυτή τη στιγμή σκέφτηκα κάτι. Ναι, κάτι που δεν το 'χα πιστέψει ποτές να, πως μόνο το μαλλί τ' αγριανθρώπου κατάφερε να μαδήσει ο πολιτισμός! Το πετσί δεν τ άγγιξε α­κόμα. Κι από κει και μέσα πόσο άραγες χρειάζεται για να προχωρέσει, να βρει του κοκκάλου το μεδούλι;
Δεν μπορώ να δακρύσω από το παράπονο που με πλημ­μυρά. Το 'χετε προσέξει αυτό; Το μεγάλο παράπονο δεν έχει εκδήλωση τα δάκρυα. Ξερό είναι...
Όσο πάει γίνομαι ανίκανος και να πονέσω. Γίνομαι αδιά­φορος σχεδόν. Μήτε να μισήσω μπορώ πια, μήτε να πονέ­σω, μήτε να δω τη... Σοφίτσα του Χατζή. ((Ας του βάλουνε λοιπόν φωτιά, μπροστά μου. Τι περιμένουνε; Το ίδιο κάνει», σκέφτομαι.
((Βάλτε του από τώρα φωτιά! Τι στέκεστε;»
Έτσι αποχαιρέτησα τους χωριανούς μου.
Στης Γιάννενας τα μάτια κάτι άστραψε. Και θα την ευ­γνωμονώ όσο ζω. Μετανιώνω που δεν της είπα, που δεν της φώναξα, αυτό που σκέφτηκα: «Τι γυρεύεις λοιπόν εσύ, Γιάν­νενα, εδωπέρα;...»
……………………………………………………………………………….

Γιατί στον κόσμο ήμουνα δάσκαλος...
Και καθώς το θυμούμαι, μου 'ρχεται να κλάψω, να κλά­ψω πολύ. Όχι για τίποτ' άλλο, παρά έτσι που 'ρχουνται στη θύμηση μου τα παιδάκια... Μόνο αυτά δε μισώ απ' το μεγά­λο κόσμο. Έρχονταν κάθε πρωί με τα ματάκια τους ακόμα πρησμένα απ' τον ύπνο, τα μαλλάκια τους υγρά κι όλη η έκ­φραση τους φόβος. Φόβος γιατί ξημέρωσε!
Ξέρεις τι θα πει αυτό; Νιώθεις τι θα πει να φοβάται τ' αηδόνι του δάσους να κελαηδήσει, επειδή... ήρθε η άνοιξη και στραφτάλισε ο ήλιος στις ψηλές κορφές; Α! Πρέπει να 'χεις ζήσει αλήτης για να το νιώσεις... και να το βάλεις στα πόδια, ν' αρχίσεις μιαν ατέλειωτη φυγή. Ή πρέπει να 'χεις μπει στο πετσί του λεπρού για να δακρύσεις. Για να αιστανθείς τον εαυτό σου φονιά, στραγγαλιστή, χωρίς τη δύναμη να ξεπλυθείς απ' το έγκλημα.
Τέτοιο φονιά νιώθω τον εαυτό μου, καθώς θυμούμαι τα φοβισμένα αθώα μουτράκια των παιδιών, τ' αδύναμα ποδα­ράκια και τα φτωχικά τα ρούχα τους.
Μου 'ρχεται μια εικόνα μπροστά στα μάτια μου. Αν δεν έχεις κάνει δάσκαλος κι αν δε μετάνιωσες για το επάγγελ­μα σου, θα πεις πως είναι φαντασία τρελής κεφαλής. Ωστό­σο άκουσε:
Το σκολειό μου το θωρώ σαν ένα γρανιτόβραχο πελώριο. Πρωί πρωί στέκομαι περιμένοντας με αυστηρό μούτρο μπρο­στά στο βράχο. Ο ήλιος ξάφνου πετιέται μεμιάς, δυο οργιές ψηλά, στο γαλανόν ουρανό. Λούζει το γρανιτόβραχο, τόνε πλημμυράει φως. Η πλάση συνουσιάζεται με το Θεό και σπαρταρά και λιποθυμά και ξαναζωντανεύοντας ριγά, ριγά ατέλειωτα...
Γύρω στο βράχο τώρα στέκουνται τα παιδάκια μου. Στα μάτια με κοιτάζουν, εμπιστευτικά και με φόβο. Ανακατε­μένα και τα δυο. Έρχουνται να τα μάθω πώς αρχίζει το στοιχειό κουβέντα με τη ζωή. Να τα μάθω πώς βλέπουνε το Φως και πώς πιπιλάνε τη ζωή.
Τους δένω τα μάτια (έτσι αρχίζει το μάθημα), τους φράσσω τ' αυτιά, τη μύτη και τους βουλώνω το στόμα. Κι ύστε­ρα αρχίζει η προσπάθεια. Ζητάμε φως για να σαλέψουμε στη γης! Μέσα στην καρδιά του γρανιτόβραχου γυρεύουμε το φως! Αρχίζει η δουλειά για να σπάσει ο βράχος. Κι εγώ κι αυτά μαζί αρχίζουμε να κουτουλάμε, να χτυπούμε με τα κεφάλια μας το βράχο. Τόνε ματώνουμε κι εξακολουθούμε. Πονούμε, κλαίμε, ουρλιάζουμε, μα πρέπει να βρούμε το φως.
Με τα κεφάλια μας πρέπει να τσακίσει η πέτρα. Κι όταν πια πέσουνε χάμω τα παιδάκια μου λιποθυμισμένα, σακα­τεμένα, γερασμένα απ' τον πόνο, τους λύνω τα μάτια, τους λευτερώνω, τάχα, τις αίστησες και τους λέω: «Εμπρός για τη ζωή!»
Οι αίστησες πια δε λειτουργούνε. Η ψυχή κι η καρδιά κι ο νους είναι σα ζαρωμένα ρεβιθάκια, ατροφικά, που δε βλασταίνουνε σ' όποια γη και μ' όποιο καιρό.
Έτσι το βλέπω το σκολειό. Έτσι σακάτεψα αρκετούς αν­θρώπους. Κι όλοι αυτοί, σ' όλη τους τη ζωή, δεν ξέρουνε τί-ποτ' άλλο παρ' αυτό που μάθανε: να κουτουλάνε! Κι όταν δε βρίσκουνε γρανιτόπετρα, κουτουλάνε ο ένας τον άλλο. Σπαράζουνε ο ένας τον άλλο.
Πώς θα 'θελα να γινόμουνα καλά! Μαζί μας σέρνουμε, α­πάνω στο κορμί μας έχουμε αιχμαλωτισμένη την αλήθεια της ζωής. Και ψάχνουμε στα σπλάχνα τα σκοτεινά του βρά­χου, στους ανήλιαγους βυθούς για να τη βρούμε!
………………………………………………………………………………….

Από την κοινωνία της εκμετάλλευσης και των εμπόρων-γιατρών του απάνθρωπου καπιταλιστικού συστήματος του Θ. Κορνάρου μπορούμε να οδηγηθούμε στην επηρεασμένη από τον Καζαντζάκη Γαλάτεια που το 1914  με την «Άρρωστη πολιτεία» της αφηγείται μια ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στο νησάκι της Ανατολικής Κρήτης. Και από τους δύο συγγραφείς επιλέγω χαρακτηριστικά αποσπάσματα συνδεόμενα και με την εκπαίδευση:

 ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ: Η ΑΡΡΩΣΤΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ( απόσπασμα)

…………ΜΙΑ ΜΕΡΑ είπα στους συντοπίτες μου πως δεχόμουν, αν το ήθελαν κι αυτοί, να μαθαίνω τα παιδιά τους γράμ­ματα. Θα παίρναμε ολίγα βιβλία και θα τα συμμάζευα, μια ώρα την ημέρα, να τους δείχνω να διαβάζουν. Δέχτηκαν ό­λοι, αλλά όχι ενθουσιασμένοι ως περίμενα.
«Τι θα τα κάμει τα γράμματα;» μου αντίσκοψε ένας. «Να οργώνει το χωράφι και να το θερίζει, αυτό το μαθαίνει και δίχως δάσκαλο. Στον τόπο μας δε χρειάζουνται γράμ­ματα».
«Μα αυτό το παιδί δε θα μείνει σ' όλη του τη ζωή εδώ πέρα. Πώς το λέτε αυτό; Τα παιδιά θα φύγουν. Είναι γέρα. Τους χρειάζεται να ξέρουν δυο γράμματα».
((Πού θα παν... Οπου και να παν, εδώ θα κατασταλάξουν. Ας μη φύγουν και καθόλου, για να μην τους κακοφανεί σα θα τους πιάσει ο μπόγιας και τους πετάξει εδώ που μας πέ­ταξαν κι εμάς».
…………..ΑΡΧΙΖΩ να ονειρεύομαι το σκολειό μου. Θα ανοίξω διά­πλατα τα παράθυρα του να μπαίνει ο ήλιος κι η μυρωδιά της θάλασσας. Θα ανοίξω διάπλατη και την καρδιά μου στην αγάπη και θα τινάξω από πάνω μου το σαράκι που με τρώει. Στο έρημο αυτό νησί που οι λεπροί γλεντοκοπούν ξεφρενιασμένα, που οι γυναίκες τη νύχτα γεμίζουν με ξεφωνητά χα­ράς τις ακρογιαλιές, που η ακόλαστη απόλαψη καίει αδιάκο­πα σαν πυρσός ακόρεστου υμέναιου. Εγώ θ' ανοίξω το σκο­λειό μου. Οι τρυφερές ζωούλες των παιδιών θα φυλαχτούν, θα καλλιεργηθούν, θα υψωθούν άρτιες, γερές, ικανές να ζή­σουν, να τραβήξουν μπροστά, ικανές να δώσουν στη ζωή τους μια πίστη. Να υψώσουν την ύπαρξη τους σα στήλη ολόχρυ­ση ως τ αστέρια. Εγώ θα τους βάλω τα φτερά να πετάξουν μια μέρα. Θα ξεχάσω γι' αυτό τι είμαι. Θα γίνομαι όμορφη και εύθυμη γι' αυτά. Θα τους κρύβω τις ασκήμιες μου. Θα α­γαπήσουν ό,τι τους λέω και θα το πιστέψουν. Η σκέψη πρώ­ιμα θα τους φωτίσει τα μάτια. Θα μάθουν να βλέπουν μα­κριά. Θα μάθουν να διακρίνουν στα μάκρη της θάλασσας έ­ναν κόσμο που κανένας άλλος δε θα βλέπει. Όλα τα μονοπάτια θα πάρω για να φτάσω την ψυχή τους. Θα κάμω την καρδιά τους να είναι μεγάλη και ανήσυχη.
Όλη μου η άθλια ύπαρξη θα αφιερωθεί για να πλάσω έ­ναν κόσμο αγαθό και ωραίο. Μέσα από τα λεπρά μου χέρια θα βγουν και θα πετάξουν στο φως τα πλέον ωραία και τα πλέον υπερήφανα πουλιά που έσκισαν ποτέ τον αιθέρα.
Η ζωή μου δε θα πάει χαμένη.
Μια γυναίκα λεπρή, εκεί στο λεπροκομείο, έκαμε το θαύμα!
………………………….
Ανοιξα το σκολειό που είχα πει και τα μαθητούδια δε μου απόλειψαν. Στην αρχή μού ήταν μια λύση στη μονοτονία μου. Μάθαινα τα παιδιά να συλλαβίζουν και να λεν τραγου­δάκια. Έπειτα όμως, πολύ γρήγορα, αυτό μου γίνηκε μια α­νυπόφορη ανία.
Δεν ξέρω αν σιγά σιγά βρω σωστά τα λόγια που μου εί­παν όταν το πρότεινα το σχέδιο. Όμως το βέβαιο είναι πως κάποτε κατάλαβα τη ματαιότητα της προσπάθειας. Τι σημασία είχε; Μήπως μου χρησίμεψαν εμένα όσα έμαθα;
'Εφτασα να βλέπω σ' όλα τα παιδιά τους μελλούμενους λεπρούς. Δεν άξιζε τον κόπο ν' ασχολούμαι μ' αυτούς. Έπει­τα, το κάθε τι που λέμε στο παιδί πρέπει να 'ναι τόσο τρυ­φερό, τόσο γλυκό. Τα παιδιά τούτα είναι νομίζω καταστραμ­μένα κιόλας. Λένε ένα σωρό βρωμόλογα και έχουν άσκημες συνήθειες. Είναι ακάθαρτα και κουτά.
Μια μέρα τους είπα να μην ξανάρθουν και δεν ξανάρθαν. Τα είδα να βγαίνουν ένα ένα με σκυμμένο το κεφαλάκι, σαν ντροπιασμένα. Ήσαν κουρελήδικα και ξυπόλυτα και η καρ­διά μου τα πόνεσε. Έπειτα, έθαβα ένα ακόμα ιδανικό. Το ύ­στερο που μου είχε απομείνει...
Τα παιδιά πήγαν κι έφεραν στην πόρτα μου όλα τα σκου­πίδια που βρήκαν. Και το σκυλάκι που είχα μου το έπνιξαν στη θάλασσα.
Έκαμαν το δίκιο τους. Ίσως να εγίνονταν κάτι μια μέρα. Αλλά εγώ είμαι λεπρή. Δεν μπορώ να συλλογιέμαι τίποτα άλλο.
Αλλά και στους κατοίκους δεν έκαμε καμιά εντύπωση η απόφαση μου αυτή να κλείσω το σκολειό. Βρήκαν μάλιστα πως έκαμα πολύ καλά.
……………..
ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΕΣ τις μέρες έχω ταραγμένο το νου μου; Η ψυ­χή μου, ανήσυχη, κάνει να πιστέψει σε κάτι που την ίδια στιγμή βρίσκει ψεύτικο και μηδαμινό.
Μοιάζω με άνθρωπο που φτάνει να εγκατασταθεί σε ξέ­νη χώρα, μα όλα ακόμα του είναι άγνωστα και το βήμα του διστάζει να πάει ομπρός. Όμως ξέρει πως εκεί τον περιμέ­νει μια ευτυχία, μια ανάπαψη έπειτα από το μακρινό δρόμο. Αλλά να μην κοιτάζω θαρρετά τη νέα όψη της ζωής μου; Αν αγάπησα τον νέο αυτό και νιώθω ισχυρή την ανάγκη να πάω μαζί του, πρέπει ν' αντισταθώ; Πρέπει, όπως έλεγα άλλοτε, πρέπει, όπως έλεγα ως χτες ακόμα, να αντισταθώ στο ρεύμα που θέλει να με σύρει κι εμένα όπου σέρνει κι ό­λους τους άλλους;
Αλλά τότε τα παραμορφωμένα μέλη των αρρώστων μου προξενούσαν φρίκη και αηδία. Τώρα τα έχω συνηθίσει. Τώ­ρα συνήθισα με όλα τα κομμένα χέρια και τα χαμένα μάτια και τις βρωμερές πληγές. Τώρα όλοι οι κάτοικοι μου είναι γνώριμοι και συμπαθητικοί. Οι αδυναμίες τους, αντί να με εξοργίζουν, μου είναι δικαιολογημένες. Η χαρά τους, η μίζε­ρη, φτωχή χαρά τους, μου φέρνει τα δάκρυα.
Πώς μπορεί να 'ναι χυδαία και βάναυση η χαρά που γε­μίζει το στήθος με ευθυμία και σκορπιέται σε τραγούδι ή σε γέλιο; Κι αν το τραγούδι βγαίνει από φαγωμένο λάρυγγα και είναι βραχνό και σπασμένο, κι αν το χορό τον σέρνουν πόδια πληγιασμένα, τι σημαίνει; Η χαρά μένει η ίδια ιερή, με την ίδια λαμπερή και ανεχτίμητη αξία...
Και σε τι έφταιξαν αυτοί αν δεν μπόρεσαν να απλώσουν την άθλια ύπαρξη τους σε κάτι πιο απλόχωρο και πιο αψηλό;...
Δεν πρόκειται όμως για τους άλλους αλλά για μένα. Πώς θα συνηθίσω να λαβαίνω από τη ζωή το μερίδιο μου με το δικό τους κι εγώ τρόπο; Κι αν συνήθισα τους άλλους, αυτό θα πει πως κι εγώ θα συνηθίσω να κάνω το ίδιο; Θα τρα­γουδώ με βραχνή φωνή και θα υψώνω πόδι μισερό και θα φιλώ με χείλη φαγωμένα; Και αυτό θα είναι όλο;...
Γιατί μπορεί να ξεχνιούμαι σε μια στιγμή, αλλά την άλλη βρίσκομαι πάλι μέσα σ' όλην την απελπισία. Η χαρά του έ­ρωτα μου δείχνεται σαν ένα αναπάντεχο αγαθό. Κλείνω τα μάτια μου και νιώθω μια ζεστή πνοή να περιχύνει όλο μου το κορμί. Συλλογούμαι τα λόγια που θα ακούσω, το πρώτο φιλί, τη συγκίνηση, την άπειρη γλύκα της αγκαλιάς του α­γαπημένου.
Θε' μου! Ξεχνιούμαι και δίνομαι ολόκληρη στο θερμό μου όνειρο. Και έπειτα, πάλι, συλλογούμαι τι είμαι, πώς είναι ο Λουκάς, και θέλω να βγω από το δίχτυ αυτό της απάτης.
Αλλά και τι με βάζει να κάνω αυτούς τους συλλογισμούς... Ας αφήσω να με οδηγήσουν τα όσα μέλλει να γίνουν. Τι μπορώ εγώ να κάμω στη δύναμη που με σπρώχνει εμπρός ή πίσω; Εγώ δε θα αντισταθώ.
Λέτε τα πώς είναι. Πώς θα μπορούσε ποτέ ο γιατρός να μου ξαναφυτρώσει τα δάχτυλα και να δώσει στο χέρι μου την ό­ψη χεριού; Δέτε τα! Μοιάζουν με χέρια αυτά τα δαυλιά; Και είναι δίκιο και τίμιο να πω πως, αφού δε γιαίνω εγώ, ας μη γιάνεις, σαν είναι έτσι, κι εσύ, που έχεις τα χέρια σου και τα πόδια σου και μπορείς να είσαι χρήσιμος; Είναι ντροπή αυ­τά να γίνονται. Αύριο όποιος θέλει να πάει, με σέβας και τα­πεινοσύνη, στο γιατρό που ήρθε να μας γλιτώσει».
Και ο Λουκάς, χλομός, συγκινημένος, πάσκιζε τώρα, κρα­τώντας με τα δόντια του τα γάντια του, να τα φορέσει. Όλο το χέρι του έλειπε. Τα γάντια ήσαν παραγεμισμένα με μπα­μπάκι σ' όλα τα δάχτυλα.
Έβλεπα όλα τούτα και ένιωθα να γεννιέται στην καρδιά μου μια χαρά που ποτέ δεν την είχα νιώσει, τόσο μεγάλη και τόσο γλυκιά. Τον αγαπούσα, ήμουν ευτυχισμένη. Όχι, δε θα γιατρευόμαστε, αλλά μια ευτυχία ευρισκόταν εδώ στην πο­λιτεία των λεπρών. Που δεν την έφερνε κανένα ιδανικό και κανένα όνειρο. Που χιμούσε αναγκαστικά από τη νεότητα μας, από τα μεγάλα, τα παντοδύναμα της δικαιώματα.

Και ένα σχετικό απόσπασμα από το  Νησί της Victoria Hislop

 ...............................................Η πρώτη πραγματικά δυσάρεστη συνάντηση που είχε στο νησί ήταν με τη Χριστίνα Κρουσταλάκη, τη γυναίκα η οποία διηύθυνε το σχολείο.
«Δεν περιμένω να με συμπαθήσει», σχολίασε στον Γιώρ­γη, «αλλά συμπεριφέρεται σαν άγριο ζώο που το έχουν στρι­μώξει άσχημα».
«Γιατί το κάνει αυτό;» ρώτησε ο Γιώργης, ξέροντας ήδη την απάντηση.
«Είναι άχρηστη δασκάλα, που δεν δίνει δεκάρα για τα παιδιά και ξέρει ότι αυτή τη γνώμη έχω για κείνη», απά­ντησε η Ελένη.
Ο Γιώργης αναστέναξε. Η Ελένη δεν συγκρατούσε ποτέ τις απόψεις της.
Σχεδόν αμέσως μόλις έφτασαν, η Ελένη διαπίστωσε ότι το σχολείο είχε ελάχιστα να προσφέρει στον Δημήτρη. Μετά την πρώτη του μέρα εκεί, επέστρεψε σιωπηλός και με κατε­βασμένα μούτρα, και όταν τον ρώτησε τι είχαν κάνει στην τάξη, η απάντηση του ήταν «Τίποτα».
«Τι εννοείς, τίποτα; Πρέπει να κάνατε κάτι».
«Η δασκάλα έγραφε όλα τα γράμματα και τους αριθμούς στον πίνακα και με έστειλε στο τελευταίο θρανίο επειδή είπα ότι τα ξέρω κιόλας. Μετά, άφησε τα μεγαλύτερα παιδιά να κάνουν κάποιες εύκολες πράξεις αριθμητικής και όταν εγω φώναξα μια απάντηση, με έβγαλε από την τάξη μέχρι το σχόλασμα».
Έπειτα από αυτό, η Ελένη άρχισε να κάνει μάθημα στον  Δημήτρη η ίδια, και αργότερα άρχισαν να έρχονται στα μαθήματά της και οι φίλοι του. Σύντομα, τα παιδιά που αρχικά δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τα γράμματα από τους αριθ­μούς, μπορούσαν να διαβάσουν τέλεια και να κάνουν αριθμητικές πράξεις, και μέσα σε λίγους μήνες το μικρό σπίτι της γέμιζε με παιδιά τα πέντε πρωινά της εβδομάδας. Είχαν ηλικία από έξι έως δεκαέξι και με μια εξαίρεση, ένα αγόρι το οποίο είχε γεννηθεί στο νησί, όλα τους είχαν έρθει στο νησί από την Κρήτη, οπού τους είχαν εμφανιστεί τα συμπτώματα λέπρας.  Στην πλειοψηφία τους είχαν λάβει κάποια στοιχειώδη εκπαίδευση πριν από την άφιξη τους, αλλά τα περισσότερα ακόμη και τα μεγαλύτερα, είχαν σημειώσει ελάχιστη πρόοδο το διάστημα που πέρασαν στην τάξη με τη Χριστίνα Κρουσταλάκη. Τους συμπεριφερόταν σαν να ήταν ανόητα, κι έτσι παρέμειναν αμόρφωτα.
Η ένταση ανάμεσα στη Χριστίνα Κρουσταλάκη και την Ελένη άρχισε να κλιμακώνεται. Ήταν προφανές σχεδόν σε όλους ότι η Ελένη θα έπρεπε να αναλάβει το σχολείο και ότι θα έπρεπε να είναι δικός της ο πολύτιμος μισθός της δασκά­λας. Η Χριστίνα Κρουσταλάκη ήταν ανυποχώρητη, αρνούμενη να συναινέσει ή έστω να σκεφτεί την πιθανότητα να μοιραστεί το ρόλο της, αλλά η Ελένη είχε πείσμα. Έφερε την κατάστα­ση σε κατάληξη όχι για δικό της όφελος, αλλά για το καλό των δεκαεπτά παιδιών του νησιού, τα οποία άξιζαν πολύ πε­ρισσότερα από όσα θα έπαιρναν ποτέ από την αδιάφορη Κρου­σταλάκη. Η αγωγή των παιδιών ήταν επένδυση στο μέλλον, και η Χριστίνα Κρουσταλάκη δεν έβρισκε νόημα στην ανάλω­ση πολλής ενέργειας σε κάποιους που ίσως να μη ζούσαν για αρκετό καιρό.
Τελικά, μια μέρα, η Ελένη κλήθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον των πρεσβυτέρων. Πήρε μαζί της δείγματα της δουλειάς που τα παιδιά έκαναν πριν και μετά την άφιξη της στο νησί. «Μα αυτό δείχνει απλώς τη φυσιολογική πρόοδο», δια­μαρτυρήθηκε ένας πρεσβύτερος, γνωστός ως στενός φίλος της κυρίας Κρουσταλάκη. Για τους περισσοτέρους, ωστόσο, τα στοχεία ήταν συντριπτικά. Ο ζήλος και η αφοσίωση της Ελένης στο έργο της έφερναν αποτελέσματα. Η κινητήρια δύναμή της  ήταν η πίστη ότι η εκπαίδευση δεν αποτελούσε το μέσο κατεύθυνσης προς κάποιο αόριστο στόχο, αλλά διέθετε εγγενή αξία και έκανε τα παιδιά καλύτερους ανθρώπους."

Το 1967  ο   σκηνοθέτης Werner Herzog, γύρισε ένα   ντοκιμαντέρ το Letzte Worte, με θέμα τον καλύτερο λυράρη της Κρήτης που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Σπιναλόγκα.

4 σχόλια:

  1. Γιάννη το απόσπασμα απο το ντοκυμανταίρ είναι συγκλονιστικό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. φίλε Γιάννη, τι καλά που είσαι πραγματικός θησαυρός λογοτεχνικών αναγνωσμάτων και επιλέγεις για μας τέτοια αποσπάσματα. Μας χάρισες μια λογοτεχνική περιδιάβαση σ΄αυτό το θέμα που ανέσυρε από τα αζήτητα η τηλεόραση, μια ματιά απ΄τη δική μας εκπαιδευτική σκοπιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πολίνα,είναι δημιούργημα του Χέρτζοχ.Στα νιάτα του,βέβαια, αλλά φαίνεται ο σπουδαίος σκηνοθέτης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Βάσω,να είσαι καλά. Ένα ερέθισμα είναι που μας οδηγεί σε αγαπημένες ασχολίες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή