Ας δούμε λίγο την αρχή του Συμποσίου του Ξενοφώντα για να πάμε να διορθώσουμε το «άγνωστο» των Αρχαίων της Θεωρητικής.
Κατά την εορτή των Παναθηναίων, που τελούνταν προς τιμήν της Πολιάδος Αθηνάς, ανάμεσα στα άλλα τελούνταν και αγωνίσματα. Ένα από αυτά ήταν και το παγκράτιον, συνδυασμός πάλης και πυγμής, στο οποίον έλαβε μέρος και ενίκησε ο Αυτόλυκος, ο γιος του Λύκωνα. Παναθήναια , λοιπόν, του 422 π.Χ και ο Καλλίας διοργανώνει συμπόσιο προς τιμήν του Αυτόλυκου. Ο Αυτόλυκος ήταν ερωμένος του Καλλία.
Και ποιος ήταν ο Καλλίας; Ένας καλοπερασάκιας που ανήκε σε πλούσια οικογένεια της Αθήνας που είχε κληρονομικό το αξίωμα του δαδούχου στα Ελευσίνια μυστήρια. Η μητέρα του πήρε διαζύγιο από τον Ιππόνικο, παντρεύτηκε τον Περικλή , ενώ η αδελφή του με τον Αλκιβιάδη. Ήταν φίλος με τους Λακεδαιμόνιους και πολλές φορές ήταν στρατηγός . Κατασπατάλησε την περιουσία του συναναστρεφόμενος σοφιστές και κόλακες, φιλοξενώντας διάφορους στο σπίτι του, όπου παρέθετε περίφημα για την πολυτέλειά τους δείπνα. Πέθανε φτωχός!
Στο συμπόσιο παίρνει μέρος και ο Λύκων, ρήτορας και κατήγορος του Σωκράτη και γι’ αυτό τον εισάγει στο διάλογο ο Ξενοφών, για να τον στιγματίσει με μια φράση του στο τέλος του Συμποσίου. Όλα αυτά το μήνα Εκατομβαιώνα, που αντιστοιχεί στο δικό μας Ιούλιο.
Μετά το τέλος της ιπποδρομίας ξεκινάνε για τον Πειραιά, όπου είναι το σπίτι του Καλλία.
Στο δρόμο ο Καλλίας βλέπει την παρέα του Σωκράτη που συνοδευότανε από τον Κριτόβουλο, τον Ερμογένη, τον Αντισθένη και το Χαρμίδη και διατάζει ένα από τους ακόλουθους του να οδηγήσουν τον Αυτόλυκο και τον πατέρα του στο σπίτι, ενώ ο ίδιος καλεί το φιλόσοφο και τους συν αυτώ στο συμπόσιο. Τους κολακεύει για να στολίσουν τον ανδρώνα του με τις αγνές ψυχές τους αυτοί και όχι τίποτα στρατηγοί, ίππαρχοι και θεσιθήρες («σπουδαρχίες»)!
Ο Σωκράτης του λέει να αφήσει τα σάπια, γιατί ξέρει καλά πως ξοδεύει το χρήμα του προσφέροντάς το στον Πρωταγόρα, το Γοργία και σε πολλούς άλλους για τα μαθήματα της σοφίας, ενώ αυτοί γίνανε μόνοι τους φιλόσοφοι. Τον ευχαριστούν για την πρόσκληση, κάνανε όμως τους δύσκολους. Τράβα με κι ας κλαίω. Τσιμπούσι ήταν αυτό. Αυτός το 'παιξε στενοχωρημένος και η παρέα του Σωκράτη ενδίδει και τον ακολουθεί.
Γυμνάστηκαν, αρωματίστηκαν, λούστηκαν και …..πάμε!
Ο Αυτόλυκος κάθισε κοντά στον πατέρα του και οι άλλοι γύρω από το τραπέζι. Οι συνδαιτυμόνες αντιλαμβάνονται ότι ο νεαρός συνδυάζει αιδώ, σωφροσύνη και βασιλικό κάλλος και ο Ξενοφών μας δίνει μια ωραία παρομοίωση για να μας πείσει: Όπως ελκύει τα βλέμματα όλων μια λάμψη που θα παρουσιαστεί ξαφνικά στο σκοτάδι, έτσι και το κάλλος του Αυτόλυκου τράβηξε τα βλέμματα όλων. Όσοι τον κοίταζαν έπασχαν ψυχικώς(!) και άλλοι σωπαίνανε εντελώς , άλλοι κάνανε μορφασμούς. Κυριευμένοι από μια θεϊκή δύναμη που σε κάνει να ΄χεις γοργό βλέμμα, δυνατή φωνή, ενώ σε άλλους εμπνέει έναν αγνό έρωτα και τους κάνει το βλέμμα γλυκό, τη φωνή μαλακότερη και τις κινήσεις ευγενικές. Τέτοια τους έκανε ο Καλλίας για τον έρωτα και γινότανε άξιος θαυμασμού.
Εδώ μπαίνουμε στο απόσπασμα που δόθηκε στις Πανελλαδικές!
Εκείνοι τρώγανε σιωπηλά, σαν να τους το είχε επιβάλει κάποια ανώτερη δύναμη. Την πόρτα στη συνέχεια, χτυπά ο Φίλιππος ο γελωτοποιός, είπε σε αυτόν που άκουσε και άνοιξε ποιος ήτανε και γιατί ήθελε να τον εισαγάγουν (να μπει μέσα).
Είπε ότι προσέρχεται αφού ετοίμασε όλα τα αναγκαία για να δειπνήσει εις βάρος άλλων ( να δειπνήσει τα αλλότρια: να τους φάει το φαγητό δηλαδή) και ότι ο υπηρέτης του ήτανε πολύ στενοχωρημένος, διότι δεν έφερε τίποτα και διότι ήταν ακόμη νηστικός.
Ο Καλλίας λοιπόν, μόλις άκουσε αυτά, είπε :
Θα ήταν, φίλοι, ντροπή να μη του δώσουμε καταφύγιο, (στέγη να δειπνήσει!). Ας εισέλθει, λοιπόν. Και ταυτόχρονα κοίταξε τον Αυτόλυκο, αναμφίβολα θέλοντας να αντιληφθεί πώς φάνηκε σε εκείνον ( στον Αυτόλυκο) το αστείο.
…….
Αυτά. Ο Φίλιππος δεν κατάφερε να τους κάνει να γελάσουν, όπως φαίνεται παρακάτω, αλλά όσα ανέφερα αρκούν για να καταλάβουμε το πνεύμα του αποσπάσματος που θα διορθώσουμε από σήμερα το μεσημέρι ( Δευτέρα). Καλή δύναμη.
ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ
᾿Αλλ᾿ ἐμοὶ δοκεῖ τῶν καλῶν κἀγαθῶν ἀνδρῶν ἔργα οὐ μόνον τὰ μετὰ σπουδῆς πραττόμενα ἀξιομνημόνευτα εἶναι, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐν ταῖς παιδιαῖς. Οἷς δὲ παραγενόμενος ταῦτα γιγνώσκω δηλῶσαι βούλομαι. ἦν μὲν γὰρ Παναθηναίων τῶν μεγάλων ἱπποδρομία, Καλλίας δὲ ὁ ῾Ιππονίκου ἐρῶν ἐτύγχανεν Αὐτολύκου παιδὸς ὄντος, καὶ νενικηκότα αὐτὸν παγκράτιον ἧκεν ἄγων ἐπὶ τὴν θέαν. ῾Ως δὲ ἡ ἱπποδρομία ἔληξεν, ἔχων τόν τε Αὐτόλυκον καὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ ἀπῄει εἰς τὴν ἐν Πειραιεῖ οἰκίαν· συνείπετο δὲ αὐτῷ καὶ Νικήρατος. ᾿Ιδὼν δὲ ὁμοῦ ὄντας Σωκράτην τε καὶ Κριτόβουλον καὶ ῾Ερμογένην καὶ ᾿Αντισθένην καὶ Χαρμίδην, τοῖς μὲν ἀμφ᾿ Αὐτόλυκον ἡγεῖσθαί τινα ἔταξεν, αὐτὸς δὲ προσῆλθε τοῖς ἀμφὶ Σωκράτην, καὶ εἶπεν· "Εἰς καλόν γε ὑμῖν συντετύχηκα· ἑστιᾶν γὰρ μέλλω Αὐτόλυκον καὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ. Οἶμαι οὖν πολὺ ἂν τὴν κατασκευήν μοι λαμπροτέραν φανῆναι εἰ ἀνδράσιν ἐκκεκαθαρμένοις τὰς ψυχὰς ὥσπερ ὑμῖν ὁ ἀνδρὼν κεκοσμημένος εἴη μᾶλλον ἢ εἰ στρατηγοῖς καὶ ἱππάρχοις καὶ σπουδαρχίαις." Καὶ ὁ Σωκράτης εἶπεν· "᾿Αεὶ σὺ ἐπισκώπτεις ἡμᾶς καταφρονῶν, ὅτι σὺ μὲν Πρωταγόρᾳ τε πολὺ ἀργύριον δέδωκας ἐπὶ σοφίᾳ καὶ Γοργίᾳ καὶ Προδίκῳ καὶ ἄλλοις πολλοῖς, ἡμᾶς δ᾿ ὁρᾷς αὐτουργούς τινας τῆς φιλοσοφίας ὄντας." Kαὶ ὁ Καλλίας, "Καὶ πρόσθεν μέν γε, ἔφη, ἀπεκρυπτόμην ὑμᾶς ἔχων πολλὰ καὶ σοφὰ λέγειν, νῦν δέ, ἐὰν παρ᾿ ἐμοὶ ἦτε, ἐπιδείξω ὑμῖν ἐμαυτὸν πάνυ πολλῆς σπουδῆς ἄξιον ὄντα." Οἱ οὖν ἀμφὶ τὸν Σωκράτην πρῶτον μέν, ὥσπερ εἰκὸς ἦν, ἐπαινοῦντες τὴν κλῆσιν οὐχ ὑπισχνοῦντο συνδειπνήσειν· ὡς δὲ πάνυ ἀχθόμενος φανερὸς ἦν, εἰ μὴ ἕψοιντο, συνηκολούθησαν. ῎Επειτα δὲ αὐτῷ οἱ μὲν γυμνασάμενοι καὶ χρισάμενοι, οἱ δὲ καὶ λουσάμενοι παρῆλθον. Αὐτόλυκος μὲν οὖν παρὰ τὸν πατέρα ἐκαθέζετο, οἱ δ᾿ ἄλλοι, ὥσπερ εἰκός, κατεκλίθησαν. Εὐθὺς μὲν οὖν ἐννοήσας τις τὰ γιγνόμενα ἡγήσατ᾿ ἂν φύσει βασιλικόν τι κάλλος εἶναι, ἄλλως τε καὶ ἂν μετ᾿ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης, καθάπερ Αὐτόλυκος τότε, κεκτῆταί τις αὐτό. Πρῶτον μὲν γάρ, ὥσπερ ὅταν φέγγος τι ἐν νυκτὶ φανῇ, πάντων προσάγεται τὰ ὄμματα, οὕτω καὶ τότε τοῦ Αὐτολύκου τὸ κάλλος πάντων εἷλκε τὰς ὄψεις πρὸς αὐτόν· ἔπειτα τῶν ὁρώντων οὐδεὶς οὐκ ἔπασχέ τι τὴν ψυχὴν ὑπ᾿ ἐκείνου. Οἱ μέν γε σιωπηρότεροι ἐγίγνοντο, οἱ δὲ καὶ ἐσχηματίζοντό πως. Πάντες μὲν οὖν οἱ ἐκ θεῶν του κατεχόμενοι ἀξιοθέατοι δοκοῦσιν εἶναι· ἀλλ᾿ οἱ μὲν ἐξ ἄλλων πρὸς τὸ γοργότεροί τε ὁρᾶσθαι καὶ φοβερώτερον φθέγγεσθαι καὶ σφοδρότεροι εἶναι φέρονται, οἱ δ᾿ ὑπὸ τοῦ σώφρονος ἔρωτος ἔνθεοι τά τε ὄμματα φιλοφρονεστέρως ἔχουσι καὶ τὴν φωνὴν πρᾳοτέραν ποιοῦνται καὶ τὰ σχήματα εἰς τὸ ἐλευθεριώτερον ἄγουσιν. ἃ δὴ καὶ Καλλίας τότε διὰ τὸν ἔρωτα πράττων ἀξιοθέατος ἦν τοῖς τετελεσμένοις τούτῳ τῷ θεῷ. ᾿Εκεῖνοι μὲν οὖν σιωπῇ ἐδείπνουν, ὥσπερ τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς ὑπὸ κρείττονός τινος. Φίλιππος δ᾿ ὁ γελωτοποιὸς κρούσας τὴν θύραν εἶπε τῷ ὑπακούσαντι εἰσαγγεῖλαι ὅστις τε εἴη καὶ δι᾿ ὅ τι κατάγεσθαι βούλοιτο, συνεσκευασμένος τε παρεῖναι ἔφη πάντα τὰ ἐπιτήδεια ὥστε δειπνεῖν τἀλλότρια, καὶ τὸν παῖδα δὲ ἔφη πάνυ πιέζεσθαι διά τε τὸ φέρειν μηδὲν καὶ διὰ τὸ ἀνάριστον εἶναι. ῾Ο οὖν Καλλίας ἀκούσας ταῦτα εἶπεν· "᾿Αλλὰ μέντοι, ὦ ἄνδρες, αἰσχρὸν στέγης γε φθονῆσαι· εἰσίτω οὖν. Καὶ ἅμα ἀπέβλεψεν εἰς τὸν Αὐτόλυκον, δῆλον ὅτι ἐπισκοπῶν τί ἐκείνῳ δόξειε τὸ σκῶμμα εἶναι.
θα πέσει πολύ γέλιο στη διόρθωση της μετάφρασης...ό,τι βάλει με το νου του ο καθένας...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπίστευτο! Τώρα κατάλαβα τι εννοούσε το κείμενο που τους έβαλαν! Χωρίς το νοηματικό του περιβάλλον που μας έδωσες, νομίζω πως μόνο κάποιος μάντης μπορούσε να κατανοήσει και ,κατά συνέπεια, να μεταφράσει σωστά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΟλόκληρη αρχαία ελληνική γραμματεία, ένα απόσπασμα που να έχει μια στοιχειώδη νοηματική αυτοτέλεια δεν μπόρεσαν να βρουν;
αισχρόν φθονήσαι ...ανοιχτών οριζόντων!
Αξίζει να διαβάσει κανείς όλο το έργο. Όσο κι αν δεν φτάνει το πλατωνικό συμπόσιο έχει ενδιαφέρον ως φιλοσοφικό ερωτικό συμποσιακό κείμενο.Στο τέλος ο Διόνυσος κάθεται στην ποδιά της Αριάδνης και αρχίζουν τα σορόπια. Οι άγαμοι νεαροί μετά από αυτό που βλέπουν ορκίζονται ότι πολύ σύντομα θα σπεύσουν να παντρευτούν, ενώ οι παντρεμένοι τρέχουν ξαναμμένοι στο cubiculum.Έτοιμο σενάριο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία δουλειά , συνάδελφε. Συζητήσαμε κι εμείς το θέμα και αναφερθήκαμε στη συμβολή σου
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.o-mikron.gr/viewtopic.php?f=6&t=149
να 'σαι καλά
Παναγιώτης