Αυτό που συνέχει και συγκροτεί τον ποιητικό
του κόσμο είναι ο μύθος που ως εκφρασμένος λόγος γίνεται μήνυμα, κουβέντες που αυτός
που πλησιάζει με τα κλειδιά έχει τη δυνατότητα να ξεκλειδώσει και να
αποκαλύψει.
Κυκλωτικοί χοροί σαμάνων
συνυπάρχουν με το γερακάρη που ως εκπαιδευτής μικρών κυνηγών έχει θέση στο
βάθος της κάνης του κόσμου.
Στην εξέλιξη του μύθου μετά
την αποδάσωση -από το δάσος προμηθευόμαστε
υλικό για την ποιητική δημιουργία- οδηγούμαστε/μεταναστεύουμε στο γιαλό. Το
κέρατο του ελαφιού ως υλικό για την κατασκευή αυλού προερχόμενο από το δάσος
αντικαθίσταται μετά την μετανάστευση προς τη θάλασσα από τα κοράλλια, αφού τα κόκκαλα
ήταν πορώδη στον χρόνο. Ο ποιητής προσπαθεί να ανασυγκροτήσει το παρελθόν στο
όνομα του μέλλοντος με όχημα τη μνήμη χρησιμοποιώντας καβάλ ( μουσικό όργανο, αυλός) φτιαγμένο από κοράλλι
και μας ταξιδεύει στην τάιγκα που είναι
λεπτομερώς χαραγμένη σε δαχτυλίδι. Μέσα από το δάσος που συνδέει τη μνήμη με τη
γνώση αντικρίζουμε δράκοντες, βορκόλακες, πιρόγες που οδηγούν σε χώρα με
συνάλλαγμα χαμόγελων. Πρέπει να διέλθεις ακροπατητί, με σχεδία πλάι το χαρτί
και το στυλό κατάρτι, γιατί σ’ αυτό το σημείο βαθαίνει απότομα το ποίημα και η
γλώσσα στα αβαθή νερά είναι πιρόγα και νήσος συνάμα για τον ταξιδευτή.
Κρατάμε αποστάσεις από τα
πράγματα, γιατί το ωστικό τους κύμα και η στίλβη του παρεπόμενου θανάτου δεν
είναι το επιθυμητό. Στην απόσταση εξασκείται το μυστήριο. Ο ποιητής χτίζει
κόσμους γύρω του και μέσα του, πόλεις ανοίγονται μπροστά του, η πολλαπλή χρήση της
τεχνολογίας είναι παρούσα. Τα βιβλία σού μιλάνε καλύτερα σαν έχουν κλείσει.
Ανακαλύπτει μαζί με την ποιήτρια Σαπφώ τη μηχανή αφήγησης, το χρόνο. Η ποιήτρια
του επισημαίνει πως , όπως αυτή κοιμάται, να συνηθίσει κι αυτός αυτή την μέθοδο
ποιητικής έμπνευσης, γιατί η δημιουργία είναι ένας μοναχικός αγώνας, ένα
ταξίδι.
Εξορύσσει ποιήματα -ορυκτός
πλούτος- που ως αρτεσιανός πίδακας εμφανίζονται στην επιφάνεια του χαρτιού, δροσιά που ξεπηδάει από μέσα του. Περιγράφει
γάμους, ενώ στο βυθό σκάνε δυναμίτες, ως κι ένα ηλεκτρικό κορίτσι εμφανίζεται και ζητάει συμπαράσταση από το
φεγγάρι.
Στη δεύτερη ενότητα ποιημάτων
με τίτλο «Πυρομαχικά» ξεδιπλώνει ποιητικά την πατρίδα, σαν μια ταινία μικρού
μήκους βραβευμένη σε ξένα φεστιβάλ, όπου τίποτε δεν είναι αυτονόητο. Αναπαριστά
μια πραγματικότητα φωτογραφημένη και προσπαθεί να αρθρώσει ποιητικό λόγο
αντλώντας αφορμές από το Σεφέρη και τον Κάλβο παρουσιάζοντας την Ελλάδα του
σήμερα, με τις διαδηλώσεις , τις πέτρες και τους πυροβολισμούς, τους νεκρούς
στη Μαρφίν. Γράφει για τους συνοριοφύλακες και το συρματόπλεγμα στον Έβρο αλλά
τον απασχολεί και το σπάσιμο μιας λάμπας, γιατί με αυτή την απώλεια μαζεύεται
σκοτάδι. Διαβάζουμε ποίημα για τους Νεοζηλανδούς θύματα του ναζισμού αλλά πετά
εμφιαλωμένο νερό στους μαραθωνοδρόμους
του σήμερα. Η γνώση του κόσμου είναι τοπίο γραμμικό, τρέχουμε ίσια προς το
βάθος του που γίνεται γραμμή.
Η ποίηση είναι τράπεζα αίματος
με ανώνυμο δωρητή κι ο έπαινος αντίδωρο , αφού ο αναγνώστης ανατρέξει από το DNA της
γλώσσας τη λεπτή κόκκινη γραμμή δίνοντας υπογραφή στις λέξεις.
Αυτά τα ολίγα μου προέκυψαν
στην προσπάθειά μου να αποκρυπτογραφήσω τον ΟΡΥΚΤΟ ΠΛΟΥΤΟ του ΘΟΔΩΡΗ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
, τα οποία πιστεύω πως με περισσότερες αναγνώσεις μπορεί να διαφοροποιηθούν ή
και να ακυρωθούν ως ερμηνευτικές δοκιμές και να αναθεωρηθούν . Η ποίηση τελικά
είναι αυτό που καταλαβαίνουμε κάθε φορά ταξιδεύοντας με το μεταφορικό μέσον που
μας διαθέτει ο ποιητής, κάνοντάς μας να
αμφιβάλλουμε για όλους τους άλλους κόσμους.
ΚΑΛΟ ΜΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΚΑΤΕΥΟΔΙΟ!
Παραθέτω τα ποιήματα της συλλογής που ήδη έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο, αφού διόρθωσα λέξεις και φράσεις με βάση την ποιητική συλλογή. Διατήρησα τα διάκενα των ποιημάτων και τις λέξεις κάθε στίχου, όπως παρουσιάζονται στη συλλογή:
Της Νύφης
Με τις δαντέλες και τα διαλεχτά, φανταχτερά αινίγματα. Αστράφτει
από την
χαραμάδα το σεντούκι, και στην μέση του οντά παραταγμένο το σόι
τέσσερεις
γενιές˙ στο χέρι ο καθένας ένα φλουρί ή ένα μπογαλάκι. Η μιλημένη
χήρα ένα
μπακίρι, της καίει την παλάμη˙ κάποια θεία πιο μακρυνή,
αγχιστείας, ίσως ένα
γράμμα με χρυσόβουλο.
Στην αυλή πάντα τα όργανα, από τον Πολυπόταμο, και τα κουστούμια
τους
υγρά, που διέσχισαν ξημέρωμα το δάσος. Βαράνε έξη ώρες τώρα τον
ίδιο σκοπό,
και κάθε τόσο χάσκει λίγο
παραπάνω το σεντούκι.
Ανάμεσα στέκει, βουβός, ο γαμπρός˙ χωρίς έδνο, κι ορφανεμένος στα
δεκατέσ-
σερα. Τα μονοπάτια όλα καμένα, από ασκέρι της φατρίας, επήλυδες.
Βρύα αργά
προς την κοίτη του ποταμού κι ο παπάς ακολουθεί τη ροή με το
ποδήλατο και
κάθε τόσο σταματά για τσιγάρο ή για να κάνει τον σταυρό του.
Εμένα με στείλαν
στην πόλη, στου δάσκαλου, κι αυτή είναι η παρακαταθήκη
που μου
παράγγειλαν, και τα γράφω όπως έγιναν, ασφαλής, στο πατάρι με την
καζόλαμπα,
δικτυωτή δαντέλα ζεσταίνει τα πόδια μου.
Δυναμίτες
Κάθε που πεθαίνω,
ο σταλαγμίτης αόρατα μεγαλώνει στο βάθος του σπηλαίου,
που κατεβαίνω με δροσερές
καινούριες στάλες, να δείξω τους κρυστάλλους που
λάμπεις χίλια πρόσωπα, Μικρέ Σκαντζόχοιρε, σαν
σκοτεινή όραση εντόμου. Οι
θάνατοί μου, έτσι
που πάει τώρα τελευταία, έρχονται κάθε δυο-τρεις μήνες,
σταθεροί σαν οδοντίατροι, και με
διαπιστευτήρια πως θα επιστρέψουν, ευχαρι-
στώντας για την
φιλοξενία. Μα οι γεωλογικές ταχύτητες στις σπηλιές στάζουν
χιλιάδες δάκρυα,
τήκονται άλατα απ’ τους αιώνες.
Πόσο φτωχοί
είστε, θάνατοί μου. Στις σχολικές εκδρομές χέρια σάς κρύβουνε
στην τσέπη για
ενθύμιο, μένετε σταγόνες πίσω, απ’ την αρχή πεθαίνοντας ολοένα.
Πόσο φτωχοί
είστε, πόσο λίγοι. Δεν ακούτε, στην άκρη του σπήλαιου με τα στα-
σιμα νερά, που
σκάνε στους βυθούς υπόκωφα οι δυναμίτες, κι απ’ έξω η σειρήνα
του σχολικού, με
τραγούδια, με κασέτες, με άι στο διάολο κωλόπαιδα, θα μας
πάει φυλακή η
σπηλαιολογική εταιρεία.
Το Ηλεκτρικό Κορίτσι στο Φεγγάρι
Τόσα σου’ χω πει
και τα μοιράστηκες με όλους
πήρες το φως μου κι άναψες σαν ιδέα σε κόμικ
για τότε με το Νίκο, γυμνή στους ώμους
πήρες το φως μου κι άναψες σαν ιδέα σε κόμικ
για τότε με το Νίκο, γυμνή στους ώμους
για το παιδί στην
παραλία, τον Πολωνό,
κι ακόμη για το αρχινισμένο γιαπί, τον σπα-
σμένον αντίχειρα˙ το κατοικίδιο Σάββατο.
κι ακόμη για το αρχινισμένο γιαπί, τον σπα-
σμένον αντίχειρα˙ το κατοικίδιο Σάββατο.
Τις ιστορίες μου
κέντησα χωρίς πια
δεύτερη φορά να πιαστώ από σένα και
την προοπτική που πείθει τα αγόρια
δεύτερη φορά να πιαστώ από σένα και
την προοπτική που πείθει τα αγόρια
πως θα ‘μαι
απολαυστική κι ολόφωτη καιρό.
Γι’ αυτό σου γράφω. Δε μου στάθηκες.
Εδώ δε στέκεις τ’ ουρανού: μισόλογα όλο
Γι’ αυτό σου γράφω. Δε μου στάθηκες.
Εδώ δε στέκεις τ’ ουρανού: μισόλογα όλο
κι ημίφωτα, και
μόνο για βραδιές τού
δίνεσαι ολόκληρο, και τότε ακόμη
ετερόφωτο, λαμπτήρας απ’ αυτούς
δίνεσαι ολόκληρο, και τότε ακόμη
ετερόφωτο, λαμπτήρας απ’ αυτούς
που καίγονται σαν
παίξεις λίγο
με τους διακόπτες, ή όταν πέφτει
η ασφάλεια. Ψιθυρίζοντας: «θα φύγω».
με τους διακόπτες, ή όταν πέφτει
η ασφάλεια. Ψιθυρίζοντας: «θα φύγω».
Αγκίστρι
Στην Ελλάδα η
στάθμη του αυτονόητου
Χαμηλώνει στο βάρος κάθε μέρας
(τι ωραίες οι θάλασσες)
Χαμηλώνει στο βάρος κάθε μέρας
(τι ωραίες οι θάλασσες)
Αυτόφωτος, σαν
ψάρι της αβύσσου
Γυροφέρνει λέξεις βαρίδια
Μολύβι στο λαρύγγι του βάθους
Γυροφέρνει λέξεις βαρίδια
Μολύβι στο λαρύγγι του βάθους
Κάλυκας προσευχή
ανεβαίνει
από τον αναπνευστήρα
Μήνυμα ας φτάσει στο βυθό
κι ας το βαστά αγκίστρι.
από τον αναπνευστήρα
Μήνυμα ας φτάσει στο βυθό
κι ας το βαστά αγκίστρι.
Τηλεσκόπια
Δεν έχουν νόημα τα τηλεσκόπια, είναι ανώφελος κάθε
μετριασμός του βελη-
νεκούς. Ο σκοπός τους διεγείρει αμφιβληστροειδή χαμέρπεια. Από
μακριά μο-
νάχα τα πράγματα: το ωστικό τους κύμα, η στίλβη του παρεπόμενου
θανάτου
τους. Στην απόσταση εξασκείται το μυστήριο, με τη δεξιότητα
ακροβάτη και
τις μπαλλαρίνες να ποτίζουν
αίμα στ’ ακροδάκτυλα. Η ισορροπία του αόρατου
καλώδιου μαγεύει ένα κοινό
εθισμένο στο βόμβο του τηλέτυπου.
Να πεθαίνουμε σαν
ελέφαντες: μακρυά.
Άνθρακες
Άνθρακες
Γυρνούσε τότε από το μεροκόπι, στα ποτάμια, που έπινε τη ροή
με τ’ ακριβά
στοιχεία. Τα διαμάντια, σφηνωμένα στα δόντια, στους άλλους
φαίνονταν άγουροι
άνθρακες ακόμη, σαν παιδικά σφραγίσματα, και ντρεπόταν που
ζούσε σε οικισμό
σύστοιχο με βλακεία και σκυθρωπότητα ανοικονόμητη. Μα ύστερα
σκεφτόταν
την πιρόγα που θα τον πήγαινε σε χώρα με συνάλλαγμα χαμόγελων, κι
έλεγε
εγώ ξέρω τις ροές και θα πουλάω από το μέλλον τη μορφή.
Ψάπφα
«Μαζί
ανακαλύψαμε τη μηχανή αφήγησης: τον χρόνο.»
«Η αφή από το
σώμα σου χάρτης για τα τοπία που έρχονται καταπάνω μας».
Έλεγα τότε. Στον ύπνο μου κρίταμο: ωμή, κι από μέσα, ψημένη στ’ αλάτι.
Ύστερα κατηφόρα, μόνο, μπουκωμένος το κέρμα που δεν έφτασε για δεύτερη,
Έλεγα τότε. Στον ύπνο μου κρίταμο: ωμή, κι από μέσα, ψημένη στ’ αλάτι.
Ύστερα κατηφόρα, μόνο, μπουκωμένος το κέρμα που δεν έφτασε για δεύτερη,
χάλκινη κουβέντα
μες στον θάλαμο. Σιμώνει η Ψάπφα, χιλιάδες εξάμηνα μετε-
ξεταστέα.
Περπατάμε βουβοί, καθέναν άλλος οβολός δένει τη γλώσσα. Και τώρα,
εγώ κι η πόα Ψάπφα, ενώπιον ταχυδρομείου, με
προπληρωμένο φάκελο και χωρίς
κανένα σχέδιο για το υπόλοιπο της μέρας,
δεμένοι ανάμεσα σε αόρατα δίκτυα τη-
λεφωνικά, χωρίς μονάδα ανάμεσά μας να τα
αδράξουμε. «Ακόμη κι η τύχη είναι
τεχνική, στου μάστορα τα χέρια», της γυρνάω.
«Δε μας παρατάς», μου κάνει.
«Εγώ μόνα καθεύδω. Καιρός να το συνηθίσεις κι
εσύ. Και μη σκεφτείς το σάλιο
σου να ταξιδεύει
κάτω απ΄ τα γραμματόσημα».
(Ζωγράφου, Αθήνα)
Φαγιούμ ΙΙ
στους
ποιητές Στέργιο Μήτα και Αντώνη Ψάλτη
«Έτσι τη μορφή του σπατάλησα φτηνά
σε σαββατιάτικους ιδρώτες- που στην
κυριακάτικη πρώτη καμπάνα
σηκώνονταν μετανοιωμένοι.
Στο παλιό φωτογραφείο, άλλαζε χέρια,
λειαίνονταν σε φευγαλέα χάδια,
με τις εντάσεις από κάδρα που τον όριζαν.
Εμένα όμως η τέχνη ποιας μαστόρικης ξυλόκαυσης
με χωρίς ζώνη ασφαλείας
μου τον εκτυπώνει πάντα στο ίδιο φώς
ακίνητο, ασάλευτο,
μετέωρο στις μεταπτώσεις των διαθέσεων».
Ο
Υδροφόρος Ορίζοντας
Σκαμμένος, το
όνομά σου ορυκτός μου πλούτος και σάστισμα της πένας η σκαπάνη
σπίθες
αναβλύζοντας. Φρέαρ παράξενο η γραφή κεντά ανάμεσα στα ιζήματα:
βρίσκει τα
ποιήματα, άγραφα ακόμη ή στις πρώτες μεταστάσεις της οργανικής
τους ύλης σε
πέτρας ρουνικά ξυσίματα. Σηκώνομαι από την τοτινή Π. Δέλτα μου
ηλικία, με την ορμή τους αρτεσιανή, και προς
την επιφάνεια του χαρτιού: δροσιά
από τα κοιτάσματά
σου μέσα μου. Μα όσες φορές να γράφω το όνομά σου στο
χαρτί, το ποίημα
μένει απ’ έξω.
Ποταμόπλοια σε Μαυροπίνακα
Θα σε βρω που θα
πάει σύννεφο, που έλεγε η γιαγιά μου (η Νίκη). Αραιώνει
αργά το χρώμα στο
βυρσοδεψείο και στο δέρμα που ξεθωριάζει φύονται αβαρίες
παράξενες. Μην με
κοιτάς που ακούγομαι φουρτουνιασμένος: θα συνεχίσω άμα
λάχει πέρα απ’ τη
σελίδα, στα βιβλία δεν τελειώνει η μπαταρία, σου μιλάν
καλύτερα σαν έχουν κλείσει. Όσο χανόσουν στα
ποταμόπλοια με έφερναν αποι-
κιακά κομβόι στη
σκηνή του γραπτού. Κάθισα στο καραβάν σεράι με ανέκδοτες
συγγραφείς. Απ’ το
στυφό του τσαγιού στο βραχνό σαμοβάρι, τα κρινένια πο-
τήρια τους
θόλωναν των νυχιών του το χρώμα, ενώ τριγυρισμένη έρημος
μάντευες ατέλειωτη, ερπετά και πέτρες που
αλλάζανε σχήματα. Μία από την
ομήγυρη, με
μαλλιά που δεν φώτιζε η λάμπα κι η διήγησή της συριστική σαν
κιμωλία σε
μαυροπίνακα. Η αυτοκρατορία χρειάζεται τους αγγελιοφόρους της,
με άκουσα να την
διακόπτω. Το μάτι της ακρυλικό: μια Τρίτη, πιο κοντά μου,
με εγκάλεσε ότι
τις υπονοούσα παρτιζάνες όταν όλο που ήθελαν ήταν μουσική
δωματίου, να ακούγεται απόμακρη, με τα εντός
τους ντεσιμπέλ ρυθμικά (Στενο-
χωρήθηκα, από
ποια αρχαία πατρογονία είχα τόσο αίμα μεταγλωττίσει; Ανά-
θεμα στο
πολιτικόν ζώον που έκοβε βόλτες κατατονικά στους κροτάφους ανάμεσα,
που φαινόταν μέσα
από τα μάτια μου περαστικό).
Από φύλακα
περιφερόμενου κλουβιού προτιμούσα τη γλυφή θαλπωρή του ενυ-
δρείου, που το
περσικό σεράι κείνο το βράδυ διάπλατο έβλεπες μονάχα απ’
αερόστατο: με το
πρώτο φως την επομένη, πριν τα εγγένεια, το ακουάριουμ
θα άνοιγε στη
θάλασσα και κάθε ψάρι της ομήγυρης, μαζί κι εγώ, που νόμιζα
πως ήμουν βίδρα,
θα χυνάταν στα πλατιά νερά. Κι όπως είναι οι μολυβοθήκες
άπατες (στο είχα
πει σε άλλο ποίημα: ζω φρόνιμα ανάμεσα στα κουρδιστά
μολύβια. Μα ο
πάτος της μολυβοθήκης είναι γυαλί στα νερά, οι λίμνες συγκοι-
νωνούν κάτω από
τα θρανία), το βλέμμα σου βγαίνει επιπλέει στο σύνθετο,
κάνει ρότες στη φορμάικα.
Σκορπίσαμε ήδη τα
ψάρια κι ακολουθώ τις φήμες πως κολυμπώντας ανάδρομα το δέλτα,
στις εκδορές του
βουνού όπου κάνουνε φιορδ, βρίσκεις το πόρτο όπου δένουν
τα ποταμόπλοια. Στο
μηχανοστάσιό του, που δεν γνωρίζει κανείς, έχουμε ραντεβού
–όταν στον φλαμανδό πίνακα βρεις το κρυμμένο
διαμάντι (όπως διαβάζεις και
σε λάμνει το
γραπτό, δες κάτω αριστερά, ανάμεσα στη ρέμβη του πλήθους με
τα κόκκινα μάγουλα, λίγο πριν το ξασμένο κυανό
με τα σπαρμένα ψάρια, που
λέπια καθαρά στη ράχη, ασημί θαμπό σαν παλιό
σαμοβάρι).
Σκουτάρι
Στο Σαρακήνικο με
το σκουτάρι δεμένο στο μέτωπο και σε αντανάκλαση, σαν
τη σημαία της Σαρδηνίας:
υψώθηκε η τριβή κατακόρυφη ώσπου ράγισαν τα
βαρέλια στα βάθη, όταν τα
τραγουδούσαμε στο δημοτικό, τα λόγια μας που ήταν
ξύλα πέτρες και χτίζαν και
μάλιστα πάνω σε μόνιμους πόντους προαύλιο χιόνι.
Ενώ τώρα όλα είναι χορτάρι,Μικρέ Σκατζόχοιρε, και
πηγαίνουμε βοσκώντας,
αφήνοντας πίσω ερημότοπο. Στέκουμε στις διακοπές σαν
τώρα, με τα δόντια
στεγνωμένα και άσκια βουνά από πίσω κι όταν περνάει ο
μέγας κύριος με το
καπέλο από λουκουμάδες χρώματος ψαθί, ανεβαίνει το χόρτο και
μηρυκάζουμε
στα ούλα που από τη ζέστη χαλαρωμένα. Η τοπική εφημερίδα αναφέρει
ευκαι-
ρίες χρυσές απ’ τον ήλιο (στη Γερμανία και πάλι ζητάν κόσμο οι ψησταριές)
όσο λιώνουν οστά, μασητικές επιφάνειες συμπληγάδες.
Τότε ο σκηνογράφος
δραπετεύει κι η σκιά του λερώνει το βουνό: από δω η ώρα
δείχνει καθαρές τρεις
το απόγευμα κι ακόμα δεν αναίρεσαν το απαγορευτικό
που σημαίνει πως το χορτάρι
που αφήσαμε θα υποκλίνεται τώρα στον άνεμο,
κι εμάς μας λιάζει ακόμη καθαρός
ουρανός και το βράδυ νεκρός από άστρα
και ήχους.
«Συγγνώμη»
Ομοβροντία βαγονιών απότομη κι η βροχή σχεδόν οριζόντια την
ακολουθεί.
Στον αέρα ένα ακόρντο ύπτιο, απ’ το σημείωμα που άφησες, ως τον
καθεδρι-
κό που θα σε κυκλώνει τώρα: κόλπος μέσα σε κόλπο, διπλά θηλυκή. Μεταξύ
εδώ κι εκεί μεσολάβησε μισή
ώρα από βροχή και ύπνο. Τώρα απ’ το παράθυρο
σε μαντεύω αλεξικέραυνη
δίπλα στο κωδωνοστάσιο, στου Καντέρμπουρυ την ου-
ρανογραμμή. Αν τα βλέμματα
ήταν θερισμός θα έπεφτε αιώνων στάχυ ο πύργος,
στους σαστισμένους της κεντρικής πλατείας ανάμεσα στη ράχη
πλακώνοντας
καρότσια Κυριακής, σακούλες με τρόφιμα, ευχές, αφήνοντάς σου χώρο
να πα-
ραμερίσεις την αποκοιμωμένη απόσταση πίσω. Ραπίζει η βροχή στα
παρμπρίζ
κι εγώ από την άλλη μεριά επιστρέφω μισής ώρας ύπνο με ένα ποίημα
συγ-
γνώμης, ίσο του σημειώματός σου το περιθώριο, πνιχτό στον ήχο που
οριζόντιος
στάζει μέχρι το παράθυρο:
τραίνο ξανοίγεται τεθλασμένα, βήματα στις σκάλες ·
αόρατης καμπάνας ηχώ.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΥΝΕΟΡΤΑΖΟΝΤΕΣ !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου