ΚΕΙΜΕΝΟ: Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ (απόσπασμα)
Ἡ τελευταία χρονιά πού ἤμην ἀκόμη φυσικός ἄνθρωπος
ἦτον τό θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187… Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, καστανόμαλλος βοσκός,
κ’ ἔβοσκα τάς αἶγας τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τά ὄρη τά παραθαλάσσια, τ’ ἀνερχόμενα
ἀποτόμως διά κρημνώδους ἀκτῆς, ὕπερθεν1 τοῦ κράτους τοῦ Βορρᾶ καί τοῦ πελάγους.
Ὅλον το κατάμερον2 ἐκεῖνο, τό καλούμενον Ξάρμενο, ἀπό τά πλοῖα τά ὁποῖα
κατέπλεον ξάρμενα ἤ ξυλάρμενα3, ἐξωθούμενα ἀπό τάς τρικυμίας, ἦτον ἰδικόν μου.
Ἡ πετρώδης, ἀπότομος ἀκτή του, ἡ Πλατάνα, ὁ
Μέγας Γιαλός, τό Κλῆμα, ἔβλεπε πρός τόν
Καικίαν, καί ἦτον ἀναπεπταμένη4 πρός τόν
Βορρᾶν. Ἐφαινόμην κ’ ἐγώ ὡς να εἶχα μεγάλην συγγένειαν μέ τούς δύο τούτους ἀνέμους,
οἱ ὁποῖοι ἀνέμιζαν τά μαλλιά μου, καί τά ἔκαμναν νά εἶναι σγουρά ὅπως οἱ θάμνοι
κ’ αἱ ἀγριελαῖαι, τάς ὁποίας ἐκύρτωναν μέ τό ἀκούραστον φύσημά των, μέ τό αἰώνιον τῆς
πνοῆς των φραγγέλιον5 .
Ὅλα ἐκεῖνα ἦσαν ἰδικά μου. Οἱ λόγγοι, αἱ
φάραγγες, αἱ κοιλάδες, ὅλος ὁ αἰγιαλός, και τά βουνά. Το χωράφι ἦτον τοῦ γεωργοῦ
μόνον εἰς τάς ἡμέρας πού ἤρχετο νά ὀργώσῃ ἤ νά σπείρῃ, κ’ ἔκαμνε τρίς τό σημεῖον
τοῦ Σταυροῦ, κ’ ἔλεγεν: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, σπέρνω αὐτό τό χωράφι, για νά φᾶνε ὅλ’ οἱ ξένοι κ’ οἱ διαβάτες, καί
τά πετεινά τ’ οὐρανοῦ, καί νά πάρω κ’ ἐγώ τόν κόπο μου! »
Ἐγώ, χωρίς
ποτέ νά ὀργώσω ἤ νά σπείρω, τό ἐθέριζα ἐν μέρει. Ἐμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς τοῦ Σωτῆρος, κ’ ἔβαλλα εἰς ἐφαρμογήν τάς διατάξεις τοῦ ∆ευτερονομίου
χωρίς νά τάς γνωρίζω.
Τῆς πτωχῆς χήρας ἦτον ἡ ἄμπελος μόνον εἰς
τάς ὥρας πού ἤρχετο ἡ ἰδία διά να θειαφίσῃ, ν’ ἀργολογήσῃ6, νά γεμίσῃ ἕνα
καλάθι σταφύλια, ἤ νά τρυγήσῃ, ἄν ἔμενε τίποτε διά τρύγημα. Ὅλον τόν ἄλλον
καιρόν ἦτον κτῆμα ἰδικόν μου.
Μόνους ἀντιζήλους εἰς τήν νομήν7 καί τήν
κάρπωσιν ταύτην εἶχα τούς μισθωτούς τῆς δημαρχίας, τούς ἀγροφύλακας, οἱ ὁποῖοι ἐπί
τῇ προφάσει, ὅτι ἐφύλαγαν τά περιβόλια
τοῦ κόσμου, ἐννοοῦσαν νά ἐκλέγουν αὐτοί τάς καλυτέρας ὀπώρας. Αὐτοί πράγματι δέν μοῦ ἤθελαν τό καλόν μου. Ἦσαν
τρομεροί ἀνταγωνισταί δι’ ἐμέ.
Τό κυρίως κατάμερόν μου ἦτο ὑψηλότερα, ἔξω
τῆς ἀκτῖνος τῶν ἐλαιώνων και ἀμπέλων, ἐγώ ὅμως συχνά ἐπατοῦσα8 τά σύνορα. Ἐκεῖ
παραπάνω, ἀνάμεσα εἰς δύο φάραγγας καί
τρεῖς κορυφάς, πλήρεις ἀγρίων θάμνων, χόρτου καί χαμωκλάδων, ἔβοσκα τά γίδια τοῦ
Μοναστηρίου. Ἤμην «παραγυιός», ἀντί μισθοῦ πέντε δραχμῶν τόν μῆνα, τάς ὁποίας ἀκολούθως
μοῦ ηὔξησαν εἰς ἕξ. Σιμά εἰς τόν μισθόν τοῦτον, τό Μοναστήρι μοῦ ἔδιδε καί
φασκιές9 διά τσαρούχια, καί ἄφθονα μαῦρα ψωμία ἤ πίττες, καθώς τά ὠνόμαζαν οἱ
καλόγηροι.
Μόνον διαρκῆ γείτονα, ὅταν κατηρχόμην κάτω,
εἰς τήν ἄκρην τῆς περιοχῆς μου, εἶχα τόν κύρ Μόσχον, ἕνα μικρόν ἄρχοντα λίαν ἰδιότροπον.
Ὁ κύρ Μόσχος ἐκατοίκει εἰς τήν ἐξοχήν, εἰς ἕνα ὡραῖον μικρόν πύργον μαζί μέ τήν
ἀνεψιάν του τήν Μοσχούλαν, την ὁποίαν εἶχεν υἱοθετήσει, ἐπειδή ἦτον χηρευμένος
καί ἄτεκνος. Τήν εἶχε προσλάβει πλησίον
του, μονογενῆ10, ὀρφανήν ἐκ κοιλίας μητρός, καί τήν ἠγάπα ὡς νά ἦτο θυγάτηρ του.
Ὁ κύρ Μόσχος εἶχεν ἀποκτήσει περιουσίαν εἰς
ἐπιχειρήσεις καί ταξίδια. Ἔχων ἐκτεταμένον κτῆμα εἰς τήν θέσιν ἐκείνην, ἔπεισε
μερικούς πτωχούς γείτονας νά τοῦ πωλήσουν τούς ἀγρούς των, ἠγόρασεν οὕτως ὀκτώ ἤ
δέκα συνεχόμενα χωράφια, τά περιετοίχισεν ὅλα ὁμοῦ, καί ἀπετέλεσεν ἕν μέγα διά
τόν τόπον μας κτῆμα, μέ πολλῶν
ἑκατοντάδων στρεμμάτων ἔκτασιν.
Ὁ περίβολος διά νά κτισθῇ ἐστοίχισε πολλά, ἴσως περισσότερα ἤ ὅσα ἤξιζε τό κτῆμα·
ἀλλά δέν τόν ἔμελλε δι’ αὐτά τόν κύρ Μόσχον θέλοντα νά ἔχῃ χωριστόν οἱονεί
βασίλειον δι’ ἑαυτόν καί διά τήν ἀνεψιάν του.
Ἔκτισεν εἰς τήν ἄκρην πυργοειδῆ ὑψηλόν οἰκίσκον,
μέ δύο πατώματα, ἐκαθάρισε καί περιεμάζευσε τούς ἐσκορπισμένους κρουνούς τοῦ
νεροῦ, ἤνοιξε καί πηγάδι προς κατασκευήν μαγγάνου διά τό πότισμα. ∆ιῄρεσε τό κτῆμα
εἰς τέσσαρα μέρη· εἰς ἄμπελον, ἐλαιῶνα, ἀγροκήπιον
μέ πλῆθος ὀπωροφόρων δένδρων καί κήπους μέ αἱμασιάς11 ἤ μποστάνια. Ἐγκατεστάθη ἐκεῖ,
κ’ ἔζη διαρκῶς εἰς τήν ἐξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εἰς τήν πολίχνην12 . Τό κτῆμα
ἦτον παρά τό χεῖλος τῆς θαλάσσης, κ’ ἐνῷ ὁ ἐπάνω τοῖχος ἔφθανεν ὥς τήν κορυφήν
τοῦ μικροῦ βουνοῦ, ὁ κάτω τοῖχος, μέ σφοδρόν βορρᾶν πνέοντα, σχεδόν ἐβρέχετο ἀπό
τό κῦμα.
Ὁ κύρ Μόσχος εἶχεν ὡς συντροφιάν τό τσιμπούκι
του, τό κομβολόγι του, το σκαλιστήρι του καί τήν ἀνεψιάν του τήν Μοσχούλαν. Ἡ
παιδίσκη θά ἦτον ὥς δύο ἔτη νεωτέρα ἐμοῦ. Μικρή ἐπήδα ἀπό βράχον εἰς βράχον, ἔτρεχεν
ἀπό κολπίσκον εἰς κολπίσκον, κάτω εἰς τόν αἰγιαλόν, ἔβγαζε κοχύλια, κ’ ἐκυνηγοῦσε
τά καβούρια. Ἦτον θερμόαιμος καί ἀνήσυχος ὡς πτηνόν τοῦ αἰγιαλοῦ. Ἦτον ὡραία
μελαχροινή, κ’ ἐνθύμιζε τήν νύμφην τοῦ ᾌσματος
την ἡλιοκαυμένην, τήν ὁποίαν οἱ υἱοί τῆς μητρός της εἶχαν βάλει νά φυλάῃ τ’ ἀμπέλια·
«Ἰδού εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδού εἶ καλή· ὀφθαλμοί σου περιστεραί...» Ὁ
λαιμός της, καθώς ἔφεγγε καί ὑπέφωσκεν13 ὑπό τήν τραχηλιάν της, ἦτον ἀπείρως
λευκότερος ἀπό τόν χρῶτα14 τοῦ προσώπου της.
Ἦτον ὠχρά,
ροδίνη, χρυσαυγίζουσα καί μοῦ ἐφαίνετο νά ὁμοιάζῃ μέ τήν μικρήν στέρφαν αἶγα,
τήν μικρόσωμον καί λεπτοφυῆ15 , μέ κατάστιλπνον τρίχωμα, τήν ὁποίαν ἐγώ εἶχα ὀνομάσει
Μοσχούλαν. Τό παράθυρον τοῦ πύργου τό δυτικόν ἠνοίγετο πρός τον λόγγον, ὁ ὁποῖος
ἤρχιζε νά βαθύνεται πέραν τῆς κορυφῆς τοῦ βουνοῦ, ὅπου ἦσαν
χαμόκλαδα, εὐώδεις θάμνοι, καί ἀργιλλώδης γῆ τραχεία. Ἐκεῖ
ἤρχιζεν ἡ περιοχή μου. Ἕως ἐκεῖ κατηρχόμην συχνά, κ’ ἔβοσκα τάς αἶγας τῶν
καλογήρων, τῶν πνευματικῶν πατέρων μου.
1 ύπερθεν: πάνω
από, υπεράνω του...
2 κατάμερον: εξοχική περιοχή που ανήκει σε κάποιον,
περιοχή όπου κάποιος βοσκός διαμένει
με το κοπάδι του
3 ξάρμενα: χωρίς αρματωσιά.
ξυλάρμενα: με δεμένα λόγω κακοκαιρίας τα πανιά κ ι
εκτεθειμένα στον άνεμο
4 αναπεπταμένη: ανοιχτή, εκτεθειμένη/ανοιγμένη προς...
5 φραγγέλιον: μαστίγιο
6 ν’ αργολογήση: να απαλλάξει τα κλήματα από τους αργούς
(άχρηστους) βλαστούς
7 νομήν: εξουσία, κατοχή και χρήση
8 επατούσα: παραβίαζα
9 φασκιές: λουρίδες (εδώ δερμάτινες)
10 μονογενή: μοναδικό τέκνο, χωρίς αδέλφια, μοναχοπαίδι
11 αιμασιάς: ξερολιθιές, περιφράγματα λιθόχτιστα χωρίς
κονίαμα
12 πολίχνην: κωμόπολη
13 υπέφωσκεν: μόλις έφεγγε, ίσα που διακρινόταν, φέγγιζε
από κάτω
14 χρώτα: το δέρμα, τη σάρκα και-κατ’ επέκταση-την
απόχρωση (χροιά) της επιδερμίδας
15 λεπτοφυή: λεπτή, ντελικάτη ως προς τη σωματική δομή
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α1. Το
αρκαδικό στοιχείο, το θρησκευτικό πνεύμα και η ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής
θεωρούνται βασικά γνωρίσματα του έργου του Παπαδιαμάντη. Από τις δύο πρώτες
παραγράφους του κειμένου που σας δόθηκε «Ἡ τελευταία χρονιά ... φραγγέλιον», να
γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα για καθένα από αυτά τα γνωρίσματα.
Μονάδες 15
Β1. «[...] τα λεγόμενα για “χιούμορ του
Παπαδιαμάντη” δεν είναι παρά υπερβολές [...]. Κοντύτερα στην αλήθεια θα ’ταν
κανείς, αν μιλούσε για φιλοπαίγμονα ροπή του συγγραφέα μας [...]. Ροπή που
[...] κρύβει το αμήχανο δέος της σοβαρότητας που αίφνης θυμάται (ο Παπαδιαμάντης)
να φαιδρύνει [...]. Και τότε δεν μπορεί να κάνει άλλο από το να σατιρίσει.»,
(Ηλίας Γκρής, Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ με τα μάτια νεότερων λογοτεχνών, έκδοση
Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ, Αθήνα 2001, σ. 118). Να βρείτε (μονάδες 10) και
να σχολιάσετε (μονάδες 10) δύο σημεία του κειμένου που σας δόθηκε, τα οποία
επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη.
Μονάδες
20
Β2. Στις δύο
τελευταίες παραγράφους του κειμένου που σας δόθηκε «Ὁ κύρ Μόσχος εἶχεν ὡς συντροφιάν ... πατέρων μου», να βρείτε ένα
παράδειγμα για καθένα από τα παρακάτω σχήματα λόγου: ασύνδετο, παρομοίωση, επανάληψη,
μεταφορά και υπερβολή (μονάδες 10) και να σχολιάσετε τη λειτουργία του
(μονάδες 10).
Μονάδες 20
Γ1. Να σχολιάσετε σε ένα κείμενο 130-150 λέξεων το απόσπασμα «Ὅλα ἐκεῖνα ἦσαν ἰδικά μου. Οἱ λόγγοι, αἱ
φάραγγες, αἱ κοιλάδες, ὅλος ὁ αἰγιαλός, και τά βουνά. Το χωράφι ἦτον τοῦ γεωργοῦ
μόνον εἰς τάς ἡμέρας πού ἤρχετο νά ὀργώσῃ ἤ νά σπείρῃ, κ’ ἔκαμνε τρίς τό σημεῖον
τοῦ Σταυροῦ, κ’ ἔλεγεν: “Εἰς τό ὄνομα τοῦ
Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σπέρνω αὐτό τό χωράφι, για νά φᾶνε
ὅλ’ οἱ ξένοι κ’ οἱ διαβάτες, καί τά πετεινά τ’ οὐρανοῦ, καί νά πάρω κ’ ἐγώ τόν
κόπο μου!” ».
Μονάδες
25
Δ1. Να
συγκρίνετε, ως προς το περιεχόμενο, το απόσπασμα που σας δόθηκε από το «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ» του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη με το παρακάτω απόσπασμα από το έργο του Νίκου Θέμελη «για μια συντροφιά ανάμεσά μας»,
αναφέροντας (μονάδες 5) και σχολιάζοντας (μονάδες 15) δύο ομοιότητες και τρεις
διαφορές.
Μονάδες 20
ΝΙΚΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ για
μια συντροφιά ανάμεσά μας
(απόσπασμα)
Ο Παναγιώτης Χατζή Νίκου, Ηπειρώτης απ’
τα Γιάννενα, γουναράς και γουναρέμπορος ξακουστός σε όλα τα Βαλκάνια, άγαμος,
άκληρος και συνετός σε όλη τη ζωή του, προστάτης αρχικά και ύστερα συνέταιρος
του άλλου μεγαλέμπορα, του Ζώη του Καπλάνη, έκανε με το μόχθο του περιουσία
αξιοζήλευτη κ ι έγινε πρώτο όνομα στο Βουκουρέστι. Όταν ένιωσε να τον
εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του, αποτραβήχτηκε στη Στεφανόπολη για να ησυχάσει,
ζώντας κυρίως απ’ το βιος που τόσα χρόνια είχε αποκτήσει. Άνθρωπος μοναχικός,
λιγομίλητος, απολάμβανε το σεβασμό της κοινότητας των Γραικών για τη σώφρονα
σκέψη του και τη μακρά του εμπειρία. Κυρίως όμως για τις αγαθοεργίες του, αφού
χάρη σ’ αυτόν είχαν μπορέσει να χτίσουν την καινούργια εκκλησία της ορθοδοξίας.
Χάρη σ’ αυτόν τόσα και τόσα σπίτια φτωχά ή ξεπεσμένα, έβρισκαν πόρους για να ζήσουν,
από ένα ταμείο των πτωχών που είχε συστήσει, αφού είχε καταθέσει δέκα χιλιάδες
φλορίνια στη Βασιλική Τράπεζα της Βιέννας. Μάλιστα, μια και δεν είχε
οικογένεια, ήτανε για πολλούς πλούσιους ή φτωχούς, ιδίως της νεότερης γενιάς, ο
πάτερ φαμίλιας της κοινότητάς τους.
Νίκος
Θέμελης, για μια συντροφιά ανάμεσά μας, Αθήνα 2005, εκδόσεις Κέδρος, 2η
έκδοση, σ. 51-52
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου