Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ


ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ
   ΚΕΙΜΕΝΟ       ( Να το μεταφράσετε)

  Quin, homo inepte, taces, ut consequāris, quod vis? Sed antiquitātem tibi placēre dicis, quod honesta et bona et modesta sit. Sic ergo vive, ut viri antīqui, sed sic loquere, ut viri aetātis nostrae; atque id quod a C. Caesare scriptum est, habe semper in memoriā et in pectore: "tamquam scopulum, sic fugias verbum insolens atque inaudītum".
Nam cum ad eum magnum pondus auri publice missum attulissent, ut eo uterētur, vultum risu solvit et protinus dixit: " Supervacaneae, nē dicam ineptae, legatiōnis ministri, narrāte Samnitibus Manium Curium malle locupletibus imperāre quam ipsum fieri locuplētem; et mementōte me nec acie vinci nec pecuniā corrumpi posse".
                                                                                        ΜΟΝΑΔΕΣ 40
                                                                                                         Μύκονος
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1. Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται:
 inepte                                      γενική πληθυντικού
viri                                         γενική ενικού
aetātis                                    κλητική ενικού
pectore                                  κλητική ενικού
verbum insolens               ονομαστική πληθυντικού
magnum pondus              αιτιατική πληθυντικού
 acie                                    γενική ενικού
ministri                              ονομαστική ενικού
                                                                                       ΜΟΝΑΔΕΣ 10

2. Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται
consequāris                     γ ενικό υποτακτικής παρακειμένου
placēre                             γ πληθυντικό οριστικής συντελεσμένου μέλλοντα
loquere                             β πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
fugias                               β ενικό προστακτικής ενεστώτα
 attulissent                      γενική γερουνδίου
uterētur                             γ πληθυντικό υποτακτικής υπερσυντελίκου
solvit                                      αφαιρετική σουπίνου
 fieri                                      γ πληθυντικό οριστικής ενεστώτα
mementōte                         β ενικό προστακτικής  ενεστώτα
corrumpi                           γερουνδιακό στο αρσενικό
                                                                                      ΜΟΝΑΔΕΣ 10

3α. Να κλιθούν στην έγκλιση που ζητείται:
    vis                  υποτακτική ενεστώτα
  posse                     υποτακτική παρατατικού
  malle                    οριστική ενεστώτα
                                                                                      ΜΟΝΑΔΕΣ 3
3β.  eoeum: Να κλιθούν στο ίδιο γένος στον άλλο αριθμό.
                                                                                      ΜΟΝΑΔΕΣ 2
3. Στους άλλους βαθμούς ίδια πτώση, ίδιο αριθμό: 
inepte
bona
magnum
locuplētem
                                                                                 ΜΟΝΑΔΕΣ 2

 4α.  1. Sic ergo vive, sed sic loquere, habe semper in memoriā et in pectore, narrate :
                  Να δηλώσετε την απαγόρευση με δυο τρόπους
                                                                                ΜΟΝΑΔΕΣ 12
4β.  ut consequāris: Να δηλωθεί ο σκοπός με 5 τρόπους
                                                                                ΜΟΝΑΔΕΣ 5

5. tamquam scopulum:Να αναλυθεί σε δευτερεύουσα πρόταση

                                                                               ΜΟΝΑΔΕΣ 3
 
6a.   Sic ergo vive/  "tamquam scopulum, sic fugias verbum insolens atque inaudītum".
Σε πλάγιο με εξάρτησηCaesar admonet

6b. Supervacaneae  legatiōnis ministri, narrāte Samnitibus Manium Curium malle locupletibus imperāre quam ipsum fieri locuplētem :
                  Σε πλάγιο με εξάρτηση  Dentātus admonuit :
                                                                              ΜΟΝΑΔΕΣ 10
 
7.   Να μετατραπεί η πρόταση σε μετοχική: cum (Samnites) magnum pondus auri attullissent
                                                                                  ΜΟΝΑΔΕΣ 3



Σάββατο 12 Μαΐου 2012

ΗΛΙΑ ΓΚΡΗ Η ΕΦΕΣΟΣ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ


Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη η ποιητική συλλογή του Ηλία Γκρη σε δεύτερη έκδοση με κατεργασμένα διαμαντάκια που εξόρυξε ο καλός ποιητής από το μεταλλείο του.
Περιγραφή

Έτσι βυθίστηκα βαθιά σαν δύτης 
που ανασύρει αμφορείς 
από αρχαία ναυάγια άνοιξα στοές 
στο ξεχασμένο μεταλλείο μου 
άγνωστα όντα φώτισα μισητά φαντάσματα 
που έπιναν αίμα απ' το σφαγείο μου 
χορεύοντας πίσω απ' τη νύχτα 
κι από το βυθό της ανέβαινε 
λυσίκομη κι έκλαιγε ψυχή αλμυρισμένη. 
Και όσο κατέβαινα βαθιά 
έβρισκα μόνο θάλασσα 
κομμένες αγχόνες και νεκρούς 
στο αλάτι και έφτασα 
να γίνω θάλασσα.


ΤΟ  ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Ήταν που, τότε ξεκίνησα μόνος απ' την οδό
Σολωμού κατάμονος ανάμεσα σε παιδάρια που
χάζευαν παλιές βιτρίνες και βρήκα ξόρκια
κρυμμένα μαλάματα. Και ύστερα μπήκα λοξά
στην Κάλβου μέσα σε θύελλα με μάγεψε η φω­-
νή σαν αλλόκοτος ήχος αρχαίου τύμπανου. Στα
μισά της οδού Παλαμά ξέφυγα από στάχτες
και απολιθώματα και βγήκα στη λεωφόρο Κα­-
βάφη, ώσπου* τι ερημιά στην οδό Καρυωτάκη
κι έβρεχε η βροχή όπως πάνω σε πλήθος που
περιμένει τη ζωή.

Βούλιαξαν τα χρόνια μου βαθιά μες στην ποίηση.

Με ποιόν να πορευτώ και σε ποιόν να μιλήσω;
Τώρα αναδύομαι από τα βάθη της ποίησης πά­-
ντα μόνος και ταΐζω τα σκυλιά που γαβγίζουν
μέσα στις λέξεις.
------
   Σε καιρούς χαλεπούς η ποίηση είναι διέξοδος που, αν είχαν τον χρόνο και τη διάθεση να προστρέξουν, πολλοί θα ωφελούνταν και θα βρίσκανε απαντήσεις.

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Πώς θα αξιολογήσουμε φέτος Αρχαία και Νέα Ελληνικά;


Δημοσιεύτηκε επιτέλους το ΦΕΚ και ανεβάζω εδώ αυτά που μας ενδιαφέρουν:

Για την εξέταση της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας στην Α΄ τάξη Ημερήσιου και Α΄ τάξη Εσπερινού Γενικού Λυκείου ισχύουν τα εξής:
Δίνεται στους μαθητές απόσπασμα διδαγμένου «κειμένου 12 – 20 στίχων» με νοηματική συνοχή και ζητείται να απαντήσουν σε:
1. Δύο (2) ερωτήσεις κατανόησης του κειμένου που επικεντρώνονται στην πρωτοβάθμια κατανόηση του κειμένου, και δεν επεκτείνονται σε στοιχεία ερμηνείας. Ιδίως μπορεί να ζητείται από τους μαθητές να αφηγηθούν συνοπτικά μια ακολουθία γεγονότων που παρουσιάζονται στο κείμενο, να συνοψίσουν την επιχειρηματολογία ενός προσώπου, να εντοπίσουν πιθανά σχόλια ή κρίσεις του συγγραφέα για τα γεγονότα, να περιγράψουν τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει κάποιο πρόσωπο,
προκειμένου να πετύχει ένα συγκεκριμένο σκοπό, να εντοπίσουν προσδιορισμούς που αποδίδονται σε ένα πρόσωπο ή έναν τόπο κ.λπ.
Η βαθμολογία κατανέμεται ως εξής: 2 ερωτ. X 20 μονάδες = 40 μονάδες
2. Δύο (2) ερωτήσεις ερμηνευτικές που αφορούν την ερμηνεία του κειμένου και μπορούν να είναι ποικίλων τύπων, όπως
(α) Ερωτήσεις που αφορούν τον πραγματολογικό σχολιασμό του κειμένου.
(β) Ερωτήσεις σχετικές με τη δομή και τα εκφραστικά μέσα του κειμένου.
(γ) Ερωτήσεις σχετικές με το γραμματολογικό είδος στο οποίο ανήκει το κείμενο (στις ερωτήσεις αυτής της κατηγορίας μπορούν να αξιοποιούνται και στοιχεία της εισαγωγής του σχολικού εγχειριδίου, εφόσον αυτά είχαν επισημανθεί κατά τη διδασκαλία του κειμένου).
(δ) Ερωτήσεις που ζητούν την κριτική αποτίμηση εκ μέρους του μαθητή προσώπων, γεγονότων, επιχειρημάτων ή άλλων στοιχείων του κειμένου ή της στάσης
του συγγραφέα απέναντι στα γεγονότα.
(ε) Ερωτήσεις που αφορούν την ανίχνευση διακειμενικών σχέσεων του υπό εξέταση κειμένου με άλλα κείμενα της αρχαιοελληνικής ή της νεοελληνικής γραμματείας.
Σε κάθε περίπτωση, οι ερμηνευτικές ερωτήσεις θα πρέπει να εντάσσονται στο πλαίσιο των διδακτικών στόχων που έχουν τεθεί από το πρόγραμμα σπουδών
για τα συγκεκριμένα κείμενα.
Η βαθμολογία κατανέμεται ως εξής: 2 ερωτ. X 15 μονάδες = 30 μονάδες
3. Τρεις (3) ερωτήσεις γραμματικής και σύνταξης της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας οι οποίες επιμερίζονται σε μία ερώτηση γραμματικής, μία ερώτηση σύνταξης
και μία λεξιλογική.
Κατά την εξέταση της γραμματικής και του συντακτικού μπορεί να ζητείται από τους μαθητές είτε να παραγάγουν συγκεκριμένους τύπους της αρχαίας ελληνικής (π.χ. συμπλήρωση του κατάλληλου γραμματικού τύπου σε φράσεις, κατασκευή εναλλακτικών φράσεων για τη δήλωση μιας συντακτικής σχέσης κ.λπ.), είτε να αναγνωρίσουν τη γραμματική κατηγορία ή τη συντακτική λειτουργία συγκεκριμένων τύπων του κειμένου (π.χ. εντοπισμός στο κείμενο γραμματικών τύπων, καταγραφή εναλλακτικών μεταφραστικών αποδόσεων μιας συντακτικής δομής κ.λπ.).
Κατά την εξέταση του λεξιλογίου η έμφαση θα δίνεται στη σχέση της αρχαίας ελληνικής με τη νέα ελληνική γλώσσα, και στο πλαίσιο αυτό θα ζητείται από τον μαθητή να καταγράψει λέξεις της νέας ελληνικής που παράγονται από συγκεκριμένα αρχαιοελληνικά θέματα, να διακρίνει τη σημασιολογική εξέλιξη μια λέξης από την αρχαία στη νέα ελληνική ή τις σημασιολογικές αποχρώσεις μιας λέξης μέσα σε διαφορετικά συμφραζόμενα κ.λπ.
Η βαθμολογία κατανέμεται ως εξής: 3 ερωτ. X 10 μονάδες = 30 μονάδες
Όλες οι παραπάνω ερωτήσεις μπορούν να επιμερίζονται σε υποερωτήματα, ενώ στις ερωτήσεις κατανόησης του κειμένου και στις ερμηνευτικές ερωτήσεις βαθμολογείται εκτός από την επάρκεια του περιεχομένου της απάντησης και η εκφραστική ικανότητα του μαθητή.
ΙΙ. Για την εξέταση της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας στην Β΄ τάξη Ημερησίου Γενικού Λυκείου και Β΄ τάξη Εσπερινού Γενικού Λυκείου ως μαθήματος Γενικής Παιδείας ισχύουν τα εξής:
1. Δίνεται στους μαθητές απόσπασμα διδαγμένου «κειμένου 12 – 20 στίχων» με νοηματική συνοχή και ζητείται:
α) να μεταφράσουν ένα τμήμα του 8−10 στίχων στη νέα ελληνική και
β) να απαντήσουν σε:
i. Δύο (2) ερωτήσεις ερμηνευτικές, που μπορεί να αναφέρονται σε ιδέες/αξίες/προβλήματα, στη στάση/ήθος/ χαρακτήρα των προσώπων, στο ιστορικό/κοινωνικό / πολιτιστικό πλαίσιο της εποχής του έργου, στη δομή/
σύνθεση του κειμένου, σε υφολογικά/αισθητικά θέματα, με βάση ολόκληρο το απόσπασμα.
ii. Μία (1) ερώτηση ερμηνευτική που αναφέρεται σε τμήμα τού από μετάφραση διδασκόμενου κειμένου, σε συσχετισμό με το παραπάνω εξεταζόμενο πρωτότυπο
απόσπασμα. Σ’ αυτή την περίπτωση δίνεται στους μαθητές σε φωτοτυπία το συγκεκριμένο μεταφρασμένο τμήμα.
iii. Μία (1) ερώτηση που αναφέρεται στο γραμματειακό είδος, στο οποίο ανήκει το κείμενο, στο συγγραφέα ή το έργο του.
iv. Μία (1) ερώτηση λεξιλογική − σημασιολογική (σύνδεση λέξεων αρχαίας και νέας, διατήρηση ή αλλαγή της σημασίας τους, οικογένειες ομόρριζων λέξεων, απλών
ή σύνθετων, συνώνυμα, αντώνυμα).
v. Μία (1) ερώτηση γραμματικής και vi. Μία (1) ερώτηση συντακτικού.
Οι ερωτήσεις υπό στοιχεία iv, v, vi μπορεί να αναλύονται σε δύο υποερωτήματα, ανάλογα με το είδος των ερωτήσεων που χρησιμοποιούνται.
2. Η βαθμολογία κατανέμεται ως εξής:
α) Η μετάφραση του κειμένου βαθμολογείται με 30 μονάδες της εκατοντάβαθμης κλίμακας.
β) Κάθε ερώτηση βαθμολογείται με 10 μονάδες της εκατοντάβαθμης κλίμακας.
γ) Στις περιπτώσεις κειμένων για τα οποία δεν προβλέπεται από το Πρόγραμμα Σπουδών διδασκαλία από μετάφραση, δε δίνεται στους μαθητές η υπό στοιχείο
ii ερμηνευτική ερώτηση και τότε οι δύο πρώτες υπό στοιχείο i ερμηνευτικές ερωτήσεις βαθμολογούνται η καθεμία με δέκα πέντε (15) μονάδες της εκατοντάβαθμης κλίμακας».
7) Οι περιπτώσεις ΙI και ΙΙI της ως άνω Ενότητας Α της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του Π.Δ. 60/2006 αναριθμούνται αντίστοιχα σε ΙΙI και ΙV.
8) Η Ενότητα Β (Νεοελληνική Γλώσσα) της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του Π.Δ. 60/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Για την εξέταση στη Νέα Ελληνική Γλώσσα της Α΄ τάξης Ημερήσιου και Α΄ τάξης Εσπερινού Γενικού Λυκείου δίνεται στους μαθητές σε φωτοαντίγραφο ένα, δύο ή και περισσότερα κείμενα περιορισμένης έκτασης από τον έντυπο ή/και τον ηλεκτρονικό λόγο, που αναφέρονται σε κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, επιστημονικά ή άλλα θέματα της καθημερινής ζωής και έχουν νοηματική πληρότητα. Τα κείμενα αυτά σχετίζονται με τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκαν οι μαθητές στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς.
Οι μαθητές καλούνται:
(α) Να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήσεις με τις οποίες ελέγχεται κατά πόσο έγινε κατανοητό το περιεχόμενο του ή των κειμένων (π.χ. οπτικές από τις οποίες προσεγγίζεται η πραγματικότητα, επιχειρήματα συγγραφέα, προβλήματα που θέτει, θέσεις που υποστηρίζει κτλ.)
(β) Να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήσεις με τις οποίες ελέγχεται πώς γλωσσικά ή εξωγλωσσικά στοιχεία (πολυτροπικότητα) συγκροτούν την κειμενική ιδιαιτερότητα των συγκεκριμένων κειμένων και συνεισφέρουν στη σύνδεση των κειμένων αυτών με την κοινωνική πραγματικότητα όπου ανήκουν, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σπουδών.
Τα θέματα αυτά βαθμολογούνται με 40 μονάδες (α=20μ.+β=20μ.).
(γ) Να παραγάγουν κείμενο το οποίο, με αφετηρία ένα από τα κείμενα που δίνονται, θα προσαρμόζεται σε διαφορετικό επικοινωνιακό πλαίσιο (π.χ. αλλαγή πομπού, δέκτη, περίστασης κτλ.) και θα ανήκει σε ίδιο ή ενδεχομένως διαφορετικό είδος κειμένου (π.χ. από συνέντευξη σε δοκίμιο, από διαφήμιση σε δοκίμιο με επιχειρηματολογία, από άρθρο εφημερίδας σε αναδιήγηση κτλ.), προκειμένου να αξιολογηθούν στοιχεία που σχετίζονται με την κατάκτηση των γραμματισμών του Προγράμματος Σπουδών. ή (εναλλακτικά) με αφετηρία τα κείμενα που θα δοθούν να παραγάγουν (αφού μεταβληθεί το επικοινωνιακό πλαίσιο, π.χ. αλλαγή πομπού, δέκτη, περίστασης κτλ.) συγκεκριμένο είδος κειμένου, μέσω του οποίου να διατυπώνεται η συμφωνία ή διαφωνία τους με θέσεις, απόψεις και στάσεις που προβάλλονται στα κείμενα που έχουν δοθεί.
Το θέμα αυτό βαθμολογείται με 60 μονάδες.
2. Για την εξέταση στη Νεοελληνική Γλώσσα στη Β΄ τάξη Ημερησίου Γενικού Λυκείου, στη Β΄ τάξη Εσπερινού Γενικού Λυκείου, στη Γ΄ τάξη Ημερησίου Γενικού Λυ κείου, στη Γ΄ τάξη Εσπερινού Γενικού Λυκείου και στη Δ΄ τάξη Εσπερινού Γενικού Λυκείου, δίνεται στους μαθητές σε φωτοαντίγραφο απόσπασμα κειμένου (δοκιμιακού, λογοτεχνικού, άρθρου κ.τ.λ.) μιας έως δύο σελίδων από βιβλίο, εφημερίδα ή περιοδικό (ή κατασκευασμένο για το σκοπό της αξιολόγησης) που αναφέρεται σε κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, επιστημονικά ή άλλα θέματα της καθημερινής ζωής και έχει νοηματική πληρότητα. Tο κείμενο αυτό ανταποκρίνεται στην αντιληπτική ικανότητα των μαθητών και σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με θεματικούς κύκλους οικείους στους μαθητές από τη σχολική διδασκαλία. Οι μαθητές καλούνται:
α) Να δώσουν μια σύντομη περίληψη του κειμένου αυτού, της οποίας η έκταση καθορίζεται ανάλογα με την έκταση και το νόημα του κειμένου.
β) Να απαντήσουν σε ερωτήσεις, με τις οποίες ελέγχονται:
i. η κατανόηση του κειμένου (ιδεολογικά σημεία του κειμένου, επιχειρήματα συγγραφέα, προβλήματα που θέτει, κ.τ.λ.)
ii. η οργάνωση του λόγου (διάρθρωση, δομή διαίρεση και τιτλοφόρηση ενοτήτων, συνοχή, ενότητα, συλλογιστική, κ.τ.λ.)
iii. τα σημασιολογικά στοιχεία (σημασία λέξεων, συνώνυμα − αντώνυμα, κατασκευή φράσεων ή παραγράφων με ορισμένες λέξεις, αντικατάσταση λέξεων ή φράσεων κ.τ.λ.).
iv. η ικανότητά τους να αναγνωρίζουν τη λειτουργία των μορφοσυντακτικών δομών, καθώς και να χειρίζονται αυτές τις δομές, ανάλογα με τους επικοινωνιακούς στόχους του κειμένου.
γ) Να συντάξουν ένα κείμενο, ενταγμένο σε επικοινωνιακό πλαίσιο, με το οποίο κρίνουν ή σχολιάζουν κάποια σημεία του κειμένου ή αναπτύσσουν προσωπικές απόψεις, παίρνοντας αφορμή από το κείμενο. Η έκταση της ανάπτυξης αυτής καθορίζεται κατά προσέγγιση, χωρίς να υπερβαίνει τις 600 λέξεις.
Το πρώτο και δεύτερο θέμα βαθμολογούνται με 25 μονάδες, οι οποίες κατανέμονται αντίστοιχα στις επιμέρους ερωτήσεις, ενώ η τρίτη άσκηση βαθμολογείται με 50 μονάδες. Κατά τη βαθμολόγηση όλων των θεμάτων λαμβάνεται υπόψη η ορθογραφία, η δομή του κειμένου, ο λεξιλογικός πλούτος, η ακρίβεια και η ορθότητα της διατύπωσης καθώς και το περιεχόμενο.»
9) Η Ενότητα Γ (Νεοελληνική Λογοτεχνία) της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του Π.Δ. 60/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Για την εξέταση στη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία της Α΄ τάξης Ημερήσιου Γενικού Λυκείου και Α΄ τάξης Εσπερινού Γενικού Λυκείου δίνονται στους μαθητές δύο θέματα. Το κάθε θέμα περιλαμβάνει ένα ή (αν πρόκειται για ποιήματα) περισσότερα άγνωστα λογοτεχνικά κείμενα, ομοειδή ή ομόθεμα με τις διδακτικές ενότητες που διδάχτηκαν. Οι μαθητές καλούνται να επιλέξουν το ένα από τα δύο θέματα.
Οι μαθητές καλούνται:
Σε περίπτωση που το δοσμένο κείμενο είναι αφηγηματικό ή θεατρικό:
(1α) Να διακρίνουν και να περιγράψουν τον κεντρικό λογοτεχνικό χαρακτήρα κάνοντας τις αντίστοιχες παραπομπές στο κείμενο σε σχέση με τον κοινωνικό του
ρόλο ως άνδρα ή γυναίκας, τα στερεότυπα που τον περιβάλλουν, τις σχέσεις των φύλων. Να αιτιολογήσουν τα παραπάνω, παραπέμποντας στο ιστορικό, κοινωνικό
πλαίσιο στο οποίο εγγράφεται το κείμενο.
(1β) Να εκφέρουν άποψη για το θέμα του κειμένου, συνδέοντάς το με την καθημερινή τους εμπειρία ή εναλλακτικά
(1β) Να διατυπώσουν το κεντρικό διακύβευμα−σύγκρουση σε ένα θεατρικό έργο.
Οι ερωτήσεις αυτές βαθμολογούνται με 1α (25) + 1β (25) = 50 μονάδες
(2α) Να μετατρέψουν κομμάτι του θεατρικού κειμένου σε αφηγηματικό λόγο.
ή εναλλακτικά
(2α) Να αλλάξουν τον αφηγητή της ιστορίας προκειμένου να δοθεί έμφαση στη σημασία της «φωνής» (φωνή ενηλίκου, άνδρα, γυναίκας, νέου, νέας).
(2β) Να συγγράψουν ένα μικρό κείμενο ως «διαφήμιση» ή βιβλιοπαρουσίαση ή κριτική για το κείμενο που θα δοθεί ή να τοποθετηθούν (αν συμφωνούν ή διαφωνούν και γιατί) απέναντι σε κριτική που θα δοθεί. ή εναλλακτικά
(2β) Να ταυτιστούν με κάποιον ήρωα του κειμένου και να γράψουν σελίδες του ημερολογίου του ή επιστολών του.
Τα θέματα αυτά βαθμολογούνται με 2α (25) + 2β (25) = 50 μονάδες
Σε περίπτωση που το θέμα περιλαμβάνει δύο ή τρία ποιήματα, οι μαθητές καλούνται:
(1α) Να αναγνωρίσουν τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής και της μοντέρνας ποίησης και να διακρίνουν τα ποιήματα σε παραδοσιακά και μοντέρνα με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά.
(1β) Να τα κατατάξουν σε μια σειρά από το πιο παραδοσιακό ως το πιο υπερρεαλιστικό και, ενδεχομένως, να ανιχνεύσουν το λογοτεχνικό κίνημα στο οποίο εντάσσεται το καθένα.
Οι ερωτήσεις αυτές βαθμολογούνται με 1α (30) + 1β (20) = 50 μονάδες
(2α) Να εντοπίσουν τις πιο «ποιητικές» και τις πιο «καθημερινές» λέξεις στα ποιήματα και να τις τοποθετήσουν σε πίνακα με δύο ή περισσότερες στήλες.
(2β) Να εντοπίσουν τα σύμβολα σε όσα ποιήματα υπάρχουν και να τα κατατάξουν σε κατηγορίες ανάλογα με το είδος τους (αντικείμενα, φυσικά φαινόμενα, εικόνες, ήχοι).
ή εναλλακτικά
(2β) Να εντοπίσουν λυρικά ή δραματικά στοιχεία στα ποιήματα.
Οι ερωτήσεις αυτές βαθμολογούνται με 2α (25) + 2β (25) = 50 μονάδες
2. Η εξέταση στη Νεοελληνική Λογοτεχνία στη Β΄ τάξη Ημερησίου Γενικού Λυκείου, στη Β΄ τάξη Εσπερινού Γενικού Λυκείου, στη Γ΄ τάξη Ημερησίου Γενικού Λυκείου,
στη Γ΄ τάξη Εσπερινού Γενικού Λυκείου και στη Δ΄ τάξη Εσπερινού Γενικού Λυκείου ως μάθημα Γενικής Παιδείας και Κατεύθυνσης, αναφέρεται σε πεζό ή ποιητικό κείμενο που περιέχεται στη διδαχθείσα ύλη της αντίστοιχης τάξης, το οποίο δίνεται στους μαθητές σε φωτοτυπία, μαζί με τις αναγκαίες σημασιολογικές ή άλλες διευκρι−
νίσεις. Το κείμενο συνοδεύεται από πέντε ερωτήσεις που αναφέρονται:
α) στον συγγραφέα του έργου και σε γραμματολογικά στοιχεία που προκύπτουν άμεσα ή έμμεσα από το κείμενο (1 ερώτηση),
β) στη δομή του κειμένου, στην επαλήθευση ή διάψευση μιας κρίσης με βάση το κείμενο, σε παρατηρήσεις επί των εκφραστικών μέσων και τρόπων του κειμένου
(υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης) (2 ερωτήσεις),
γ) σε σχολιασμό ή στη σύντομη ανάπτυξη, σε 1−2 παραγράφους, ορισμένων χωρίων του κειμένου (1 ερώτηση),
δ) σε σχολιασμό αδίδακτου λογοτεχνικού κειμένου το οποίο δίνεται στους μαθητές επίσης σε φωτοτυπία και είναι ίσης, κατά προσέγγιση, δυσκολίας με το διδαγμένο (1 ερώτηση).
Η ερώτηση α βαθμολογείται με δεκαπέντε (15) μονάδες, οι δύο ερωτήσεις της β΄ περίπτωσης με είκοσι (20) μονάδες η καθεμία, η ερώτηση γ΄ με εικοσιπέντε (25)
μονάδες και η ερώτηση δ΄ με είκοσι (20) μονάδες.
Σε περίπτωση κατά την οποία μία (1) ερώτηση αναλύεται σε υποερωτήματα, η βαθμολογία που προβλέπεται γι’ αυτήν κατανέμεται ισότιμα στα υποερωτήματα, εκτός αν κατά την ανακοίνωση των θεμάτων καθορίζεται διαφορετικός συντελεστής βαρύτητας γι’ αυτά.»
10) Η Ενότητα ΙΔ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του Π.Δ. 60/2006 αντικαθίσταται ως εξής: ΙΔ. Ερευνητική Εργασία (Project)
«Οι μαθητικές ομάδες κάθε ερευνητικού θέματος υποβάλλουν, μετά την δημόσια παρουσίαση της ερευνητικής εργασίας, προς αξιολόγηση τον ομαδικό φάκελο
της Ερευνητικής τους Εργασίας, που περιλαμβάνει (α) ερευνητική έκθεση για το θέμα που μελέτησαν, τις ερευνητικές διαδικασίες που ακολούθησαν και τα συμπεράσματα της έρευνας, (β) ένα σχετικό με το θέμα και τα συμπεράσματά τους τέχνημα (αφίσα, ιστοσελίδα, βίντεο, πόστερ, φυλλάδιο, κατασκευή, κ.λπ.) και (γ) ό,τι άλλο συμπληρωματικό υλικό σχετικό με την όλη εργασία τους κρίνουν τα μέλη της ερευνητικής ομάδας.
Τα κριτήρια αξιολόγησης του ερευνητικού έργου των μαθητών αφορούν (α) στην ερευνητική διαδικασία που ακολούθησε η ομάδα, (β) στο περιεχόμενο της ερευνητικής εργασίας, (γ) στη γλώσσα και τη δομή της ερευνητικής έκθεσης και (δ) στον τρόπο της δημόσιας παρουσίασης της ομαδικής εργασίας. Οι τομείς της «ερευνητικής διαδικασίας» και του «περιεχομένου» αξιολογούνται με συντελεστή βαρύτητας 30% ο καθένας, ενώ οι δύο επόμενοι («Γλώσσα/δομή» και «παρουσίαση») με συντελεστή 20% ο καθένας.
Η αξιολόγηση του ομαδικού έργου γίνεται με βάση τον Φάκελο της Ερευνητικής Εργασίας. Με σημείο εκκίνησης το βαθμό της ομαδικής εργασίας γίνεται και η βαθμολόγηση των μελών της ομάδας, με βάση το προσωπικό ημερολόγιο, τον ατομικό φάκελο των μελών και την προσωπική άποψη των υπεύθυνων εκπαιδευτικών για κάθε μέλος.
Σε περίπτωση που κάποιος μαθητής δεν προάγεται στην επόμενη τάξη και δεν έχει προβιβάσιμο βαθμό στην ερευνητική εργασία, επιλέγεται το θέμα στο οποίο υστέρησε περισσότερο (από τα δυο με τα οποία ασχολήθηκε συνολικά κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς) και ο επιβλέπων εκπαιδευτικός του ορίζει τμήματα της ερευνητικής εργασίας που κρίνει ότι πρέπει να επεξεργαστεί εκ νέου. Το Σεπτέμβριο υποβάλλει διορθωμένη την εργασία του μαζί με το προσωπικό του
ημερολόγιο και τον ατομικό του φάκελο προς επανααξιολόγηση.»
11) Η παράγραφος 1 του άρθρου 29 του Π.Δ. 60/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στην Α΄ τάξη Ημερήσιου και Α΄ τάξη Εσπερινού Γενικού Λυκείου ο Γενικός Μέσος Όρος (Γ.Μ.Ο.) προκύπτει από το Μ.Ο. των βαθμών ετήσιας επίδοσης του μαθητή όλων των γραπτώς εξεταζόμενων μαθημάτων, συμπεριλαμβανομένου και του μαθήματος της Ερευνητικής Εργασίας, και εκφράζεται με προσέγγιση δεκάτου. (Η βαθμολογία του κάθε μαθητή στο μάθημα της «Ερευνητικής Εργασίας» προκύπτει ως ο μέσος όρος της αντίστοιχης βαθμολογίας του στα δυο τετράμηνα και εκφράζεται με προσέγγιση δεκάτου.)
Στις άλλες τάξεις του Ημερήσιου και Εσπερινού Γενικού Λυκείου ο Γενικός Μέσος Όρος (Γ.Μ.Ο.) προκύπτει από το Μ.Ο. των βαθμών ετήσιας επίδοσης του μαθητή όλων των γραπτώς εξεταζόμενων μαθημάτων και εκφράζεται με προσέγγιση δεκάτου.»

ΠΡΟΣΟΧΗ! ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΔΙΟΡΘΩΣΗ . Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΘΑ ΒΑΘΜΟΛΟΓΗΘΕΙ ΜΕ 40 ΜΟΡΙΑ. ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΧΡΟΝΙΑ, ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΕ 50 ΠΟΥ ΕΚ ΠΑΡΑΔΡΟΜΗΣ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΤΟ ΦΕΚ.

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Καλή Πρωτομαγιά!

 Εύχομαι σε όλους καλή κι αγωνιστική Πρωτομαγιά!

Σήμερο την  Πρωτομαγιά
η φύση όλη γιορτάζει,
ετσά κι όλη σας η ζωή

με Άνοιξη να μοιάζει.

 


Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Κυριάκου Χαραλαμπίδη Ἵμερος



Φρέσκια ποιητική συλλογή του αγαπημένου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη από τις εκδόσεις Μεταίχμιο τη διαβάζω και δε χορταίνω. Απολαμβάνω το πως ξεδιπλώνει κι αναπτύσσει το θέμα του έρωτα χρησιμοποιώντας τους αρχαίους ελληνικούς θεούς και ήρωες, αρχής γενομένης με την αναδυόμενη Αφροδίτη. Η Κυπρογένεια, επίθετο της θεάς της ομορφιάς, με ροδί χαμόγελο προσηρμοσμένο στον αφρίζοντα πόντο πλημμυροί τον αιθέρα, αποδεσμεύει μήλινους βοστρύχους κι επιταχύνει το ήλεκτρον! Κοντά της ας προσθέσουμε χρυσάμπυκες και χάριτες κυκλαδικές, που περιβάλλουν τη θεά με εσθήτα φωτονίων.Μπροστά σε αυτή την τελούμενη ποιητική ομορφιά, την οποία καθορίζει το θεϊκό σχήμα, διεγείρεται η ψυχή του Ποσειδώνα.
Ο βουκόλος(Πάρης) παίζει το σουραύλι του στην άκρη του ονείρου και του ποταμού και   τρεις θεές σημαδεύουν τα μάτια του 
με πράσινο σμαράγδι κι η χορδή τους,
που σάρκα τήνε λέγουν οι θνητοί,
των πόθων αηδονούσε τ'ασκεπή. 
Η ομορφιά τους δώρο που του αποκαλύπτεται, εμφαίνεται με το μήλο που
ντύνοντάς το μ' ύλη το αντιδώρισε
στην πιο ανθοστόλιστη γυμνή γυναίκα.
Οι θεές της σοφίας και της αρετής οι στυλοβάτισσες του γάμου πιάνονται στα δίχτυα της Αφροδίτης:
Τούτο γιατί στα όρια των θεϊκών
δυνατοτήτων τους το Άπειρο μετατονίζονταν
σε ομορφιά, ωραιότητα και κάλλος. 
............
 Για να το πούμε απλούστερα και με δικά τους 
χρώματα, η θωριά συναπαντούσε
το σύνολο της ύλης, ξεμολύνοντας
ό,τι κακό και δύσμορφο απ'τον κόσμο.
Στο μυαλό μου έρχεται η ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο του Ντοστογιέφσκυ αλλά και το τελευταίο υπέροχο βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου"Ο κίτρινος στρατιώτης".
Ο ποιητής αγωνίζεται να πειθαρχήσει το σκόρπιο και ασυμμάζευτο υλικό, η θεά θέλει να εξαγνίσει το σχήμα του ειδώλου της, να μυρώσει τη νύχτα σε κλινάρι ερωτικό να μην πατά ηλιαχτίδα στον ύπνο της και τον ψυχόλιθο της ανεμώνας. Ας μην ξεχνούμε πως εκεί που έχυσε τα δάκρυά της η θεά  για τον Άδωνη φύτρωσαν ανεμώνες. Ο Άδωνις, αγαπημένος της θεάς, μας άφησε το στίγμα του με τις παπαρούνες ενώ ο Διομήδης που  τραμάτισε τη θεά στην Τροία, τώρα τον φιλεί ο Άδης.  Ποιος μπορεί ν'αντισταθεί στην ομορφιά; Η Μαρία η Μαγδαληνή 
το εκλεκτό αποτύπωμα της σάρκας
τρισέλαμπε στα μάτια της.  Ανθούν
περαστικοί ροδώνες κι ανεμώνες.
Κι αυτή ...παρέμενε πιστή εν θεώ. 
Η Ωραία Ελένη της Τροίας και η Πηνελόπη λαχταράνε σφόδρα να μείνει στον αιώνα των ανθρώπων αθάνατη του έρωτα η αμάχη ανάμεσα στο έλα και στο φεύγα, ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο.
Η ομηρική ποίηση, αοιδών λεπτοκλωστές, η μήνις του Αχιλλέα αντιπαραβάλλεται στην ομορφιά που κάνει να ενωθεί στο χώρο της ουτοπίας ο ήρωας Αχιλλέας με την παντόμορφη αμαζόνα. Ο Μενέλαος θέλει να αποσβέσει αστοχασιές και κάτοπτρα και περιδέραια της παλαιάς Ελένης.Και η ωραία Ελένη τώρα θαρρεί πως όλα του ύπνου πως ήταν ονειροφαντασιά και δεν αρμόζει στη θέση της και στην πορπατησιά της να τα αναδεύει στο μυαλό της. Ο καθρέφτης περιμένει εκείνο το περίτεχνο κορμί που είχε αποθέσει στην Τροία η πρώην μαστόρισσά του, πριν η φωτιά του σώματος σβηστεί.
 Η όμορφη Κύπρος, η ψυχή της, η Ελένη που έσπαζε πέτρες κάπου στην Καρπασία, τη δόξα και τη χάρη της υμνούν τα ριζοκαρπασίτικα πεζούνια (=περιστέρια).
Μπολιασμένη δημοτική ποίηση με βυζαντινά άσματα ανασαίνουν αναγεννησιακή ομορφιά του Μικελάντζελο και της Ηρώς τη φωτεινή πυκνότητα. Η Μύρτις, η Λίλαια, η Λαίδη Χάμιλτον.
"Τα χείλη μου στα χείλη της σπάραγμα της αυγής,
τα ρόδα των μαγούλων της αφρός αιμοσταγής."
 Αφήνω για το τέλος ένα ολόκληρο ποίημα που αντιγράφω. Και με ταξιδεύει από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού, όπου η σάλπιγγα μπορεί να καταβάλει τους αγωνιστές και να ξαστοχήσουν. Η τέχνη κι εδώ ως αντίπαλον δέος της πραγματικής ζωής, που για έναν μαχόμενο είναι ο πόλεμος, η μουσική συγκεκριμένα, μπορεί να στομώσει την ορμή του πολεμιστή· κάτι που μπορεί να αποβεί ολέθριο. Η ομορφιά είναι επικίνδυνη; Η τέχνη μπορεί να γ(ο)ητεύσει κι ο αφελής άνθρωπος να πιαστεί στο δόκανο και να γίνει εραστής της πλανεύτρας αρμονίας!  Ίμερος.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Κι εἶπε στό γιό του ὁ Φίλιππος: «Δέν ντρέπεσαι
τόσο γλυκά νά μελωδεῖς;
Στομώνεις τήν ὁρμή μέ τό τραγούδι σου
και στούς ὀχτρούς ρεζίλι θά μέ κάνεις.»

Ἐκεῖνος χαμογέλασε καί τοῦ ‘δειξε
τοῦ Ἀχιλλέα τό δόρυ πού εἶχε πάρει
πιό πρίν ἀπό τοῦ Πάρη τή λύρα:

«Μάθε πώς καί στήν Αἴγυπτο σάν πῆγα
μοῦ δόθηκ' ἐξουσία νά καθορίζω
τί 'ναι θεός κι οὐδείς ἰχθύς γιά μένα
λόγο κακό δέν πρόφερε. Ἀντιθέτως
ὀρθή -κυανέου εξ ὕδατος- ἀνέβαινε,
τούς πτερωτούς ἀκολουθώντας νόμους,
ἡ αἰθερία θεά.»

«Το θέμα, νεαρέ, δέν ἀφορᾶ
 τή μουσική πού γήτεψε τήν Κύπριδα.
Ἡ μάνα σου κι εγώ τό συζητήσαμε.
Φοβᾶμαι μήν ἀθόρυβα πιαστεῖς
καί τῆς ἀραχνοΰφαντης μή γίνεις
πλανεύτρας ἁρμονίας ἐραστής.»

                                                                  2011

Σάββατο 14 Απριλίου 2012

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ : ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

Μυροβολεῖ, ἑλισσόμενον εἰς κυανοὺς στεφάνους, τὸ μοσχολίβανον ....
Καλή Ανάσταση, αδέλφια.


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ
 Ἐὰν ὁ ἥρως τοῦ παρόντος διηγήματος ἦτο αὐτούσιος ὁ γράφων, τότε ὁ ἐπικεφαλῆς τίτλος θὰ εἶχε μᾶλλον τροπικὴν καὶ ἀλληγορικὴν σημασίαν. Διότι, ναὶ μέν, μὲ τὴν εὐδοκίαν τῆς θείας Προνοίας, εἶναι ἀληθές, ὅτι καὶ χάρις εἰς τὴν φιλάδελφον προθυμίαν τοῦ χωρικοῦ καὶ ἀρχοντικοῦ φίλου μου κυρ-Γιάννη Πεντελιώτου, ἀξιοῦμαι σχεδὸν κατ᾿ ἔτος ἀνελλιπῶς, κατὰ τὰς περιδόξους ταύτας ἡμέρας, νὰ συμψάλλω ἐναμίλλως μετ᾿ αὐτοῦ, ὑποβαστάζοντος διὰ τῆς χειρὸς τὰ γυαλιά του, ἀγαπῶντος τὸ πολίτικον ὕφος, παρατείνοντος ἐπ᾿ ἄπειρον τὰ μουσικὰ κῶλα καὶ τὰς καταλήξεις του, εἰς τὸν μικρὸν ἀγροτικὸν ναΐσκον τοῦ χωρίου Θ… ὅπου μυροβολεῖ, ἑλισσόμενον εἰς κυανοὺς στεφάνους, τὸ μοσχολίβανον, περιβάλλον, ὡς διὰ φεύγοντος πλαισίου, τοὺς ἀκτινωτοὺς στεφάνους καὶ τὰς σεμνὰς ὄψεις τῶν ἁγίων, καὶ ὅπου μὲ τὰς κεντητὰς ποδιάς των καὶ τὰ λευκὰ κολόβια αἱ νεαραὶ χωρικαὶ προσέρχονται, φέρουσαι ἀγκαλίδας ρόδων καὶ ἴων καὶ θημωνίας ὅλας δενδρολιβάνου, καταφορτώνουσαι μὲ λόφους ἀνθέων τὸν πενιχρὸν ἐπιτάφιον, μὴ ἔχοντα ἀνάγκην ἄλλης πολυτελείας. Ἐκεῖ εἰσβάλλει οὐλαμὸς ὅλος αὐτοσχεδίων ψαλτῶν, κρατούντων ἀνὰ ἓν φυλλάδιον τοῦ ἐπιταφίου εἰς τὴν χεῖρα, οἵτινες φιλοτιμοῦνται νὰ ψάλλωσιν ἐν σπαρακτικῇ παραφωνίᾳ τὰ ἐγκώμια, καταστρέφοντες διὰ κωμικῶν σφαλμάτων καὶ τὰς ὀλίγας λέξεις, ὄσαι εἶναι ὀρθῶς τυπωμέναι εἰς τὰ φυλλάδια ἐκεῖνα.
Ἰδοὺ λοιπὸν ποῖον τὸ αἴτιον τῆς δυσφορίας των – καὶ πόσον ἀφελῶς τὸ ὁμολογοῦσι… τὸ ἐξωτερικεύουσι. Νὰ φιλοξενηθεῖς ἠγεμονικῶς εἰς τὰ μέγαρα μεγάλου ἄρχοντος, καὶ νὰ μὴ προπίεις εἰς τιμὴν τοῦ οἰκοδεσπότου! Νὰ ἀπολαύσεις (ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης) καὶ νὰ μὴν ἀποδώσεις εὐχαριστίαν εἰς τὸν ἑστιάτορα! Ἀλλ᾿ εἰς τὰ διηγημάτια, ὅσα ἐδημοσίευσα κατὰ καιροὺς ὁ ὑποφαινόμενος τὰ Χριστούγεννα ἢ τὸ Πάσχα, ἐνεπνεύσθην, ἀληθῶς, ἀπὸ τὰς ἀναμνήσεις μου καὶ τὰ αἰσθήματά μου, τὰ ὁποῖα θέλγουσι καὶ συγκινοῦσι, ἐμὲ αὐτόν, ἴσως καὶ ὀλίγους ἐκλεκτοὺς φιλαναγνώστας. Ὅτι δὲ τοιοῦτοι ὑπάρχουσιν, ἀποδεικνύεται ἐκ τούτου, ὅτι δυὸ τῶν ἐφημερίδων, αἱ κορυφαῖοι της πρωτευούσης, ὡς καὶ τὸ μονάκριβον περιοδικόν, δεξιοῦνται τὰ ἑορτάσιμα διηγημάτια τῶν ἡμερῶν τούτων. Ἔπειτα οὐδαμοῦ σχεδὸν θὰ εὕρητε, ὅτι ἐπεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ἢ πλοκήν, ὅπως γαλβανίσω τὴν περιέργειαν τοῦ ἀναγνώστου. Ὅπου γίνεται λόγος περὶ ξενιτευμένων, οἵτινες ἐπιστρέφουσι μετὰ μακρὰν ἀπουσίαν ἢ στέλλουσι γράμματα μετὰ ὑλικῆς παρηγοριᾶς εἰς τοὺς οἰκείους, ταῦτα ὅλα βασίζονται ἐπὶ τῆς πραγματικότητος, καθόσον ὅλοι οἱ ζήσαντες εἰς παραθαλάσσιους καὶ ναυτικοὺς τόπους τῆς Ἑλλάδος κάλλιστα γνωρίζουσι ὅτι, κατὰ τὰς παραμονὰς ἰδίως τῶν ἑορτῶν, πολλοὶ ξενιτευμένοι, ἐνῶ συνήθως φαίνονται ψυχροὶ καὶ ἀπεσκληρυμένοι τὸν φλοιόν, αἴφνης «ἐνθυμοῦνται» τοὺς οἰκείους των, καὶ ἢ ἐπιστρέφουσι εἰς τὰς πατρίδας, ἢ ἂν αὐτοὶ κωλύονται ὑπὸ φιλοτιμίας νὰ κατέλθωσι εὐπροσώπως, ὄχι σπανίως ἀποστέλλουσι παραμυθίαν εἰς τὰς γηραιᾶς μητέρας καὶ τὰς ἀδελφάς των. Ἐν ἄλλοις γίνεται λόγος περὶ τῶν κοινωνικῶν καὶ οἰκογενειακῶν ἐθίμων, τῶν σχετιζομένων μὲ τὰς ἐορτάς, καὶ ἀλλαχοῦ πάλιν ἡ ἀσθενὴς πλοκὴ στρέφεται περὶ νεωτεριστικὸν τί καὶ φθοροποιὸν ἔθιμον. Τί τὸ ἀπίθανον εἰς ὅλα ταῦτα;
Ἀλλὰ τὰ πλεῖστα τῶν ὑπ᾿ ἐμοῦ γραφέντων ἐορτασίμων διηγημάτων ἔχουσιν, ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ ὁ λατινικὸς ὅρος, a priori τὴν ὑπόθεσιν, εἶναι δηλ. μᾶλλον θρησκευτικά. Ποίαν χάριν, σᾶς παρακαλῶ, ποίαν δύναμιν ἢ πρωτοτυπίαν θὰ εἶχε τὸ νὰ λάβῃ τις τὸν κόπον νὰ περιγράψῃ λεπτομερῶς πῶς χωρικὸς ἱερεὺς ἀπῆλθε νὰ λειτουργήσῃ εἰς ἐξωκκλήσιον χάριν μικρᾶς κοινότητος ἀγροίκων ἢ βοσκῶν, ποῖοι καὶ πόσοι μετέσχον τῆς πανηγύρεως καὶ ποῖα τινὰ ἦσαν τὰ ἤθη τῶν πανηγυριστῶν; Τοῦτο θὰ ἦτο ὅλως εὐτελὲς καὶ ταπεινὸν κατὰ τὴν γνώμην τῶν κριτικῶν. Τὸ νὰ γράψῃ τις, ὅτι γηραιὸς ἀνὴρ ἐφόνευσε τὴν συμβίαν του, κατ᾿ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων – χωρὶς μήτε ὁ ἀναγνώστης, μήτε ὁ συγγραφεὺς νὰ ὑποπτεύσωσι κἂν διατὶ τὴν ἐφόνευσε – τοῦτο εἶναι ὑψηλὸν καὶ πολυτελὲς κατὰ τὴν ἐκτίμησιν μερικῶν. Μετὰ τοιοῦτον ἔγκλημα κατ᾿ αὐτὴν τὴν ἁγίαν ἡμέραν, τὸ θέμα ἐξηντλήθη καὶ ὅλα τὰ Χριστουγεννιάτικα καὶ τὰ Πασχαλινὰ διηγήματα δὲν πρέπει πλέον νὰ βλέπωσι τὸ φῶς.
Μὴ «θρησκευτικὰ πρὸς Θεοῦ!». Τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος δὲν εἶναι Βυζαντινοί, ἐννοήσατε; Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες δὲν εἶναι κατευθείαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων. Ἔπειτα ἐπολιτίσθησαν, προόδευσαν καὶ αὐτοί. Συμβαδίζουν μὲ τὰ ἄλλα ἔθνη. Ποίαν ποίησιν ἔχει τὸ νὰ γράψῃς, ὅτι ὁ Χριστὸς «δέχεται τὴν λατρείαν τοῦ πτωχοῦ λαοῦ»; Καὶ ὅτι ὁ πτωχὸς ἱερεὺς «προσέφερε τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως;» Καὶ νὰ περιγράφεις τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ναΐσκου, μὲ τὰς νυσταλέας κανδήλας καὶ τὰς ἀμαυρὰς μορφᾶς τῶν ἁγίων ὁλόγυρα! Δὲν τὰ ἐννοοῦμεν ἡμεῖς αὐτά. Ἡμεῖς θέλομεν διήγημα, τὸ ὁποῖον νὰ εἶναι ὅλο ποίησις, ὄχι πεζὴ πραγματικότης. Σὺ δὲ πῶς τολμᾶς νὰ γράφεις, ὁμιλῶν περὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, καρφωμένου εἰς τὸν τοῖχον ἀπὸ τὴν λόγχην τοῦ ἁγίου Μερκουρίου, τοιαύτην βλάσφημον φράσιν: «Πελιδνὸς ὁ παράφρων τύραννος…». Ὅταν συγγραφεὺς ἄλλος, καὶ ἄλλης περιωπῆς, δημοσιεύσας πρὸ ἐτῶν ἱστορικοφανταστικὸν δράμα, προέτασσε «χυδαῖα» ἀληθῶς προλεγόμενα, δι᾿ ὧν ὕβριζε βαναύσως τὴν θρησκείαν τῶν πατέρων τοῦ – τότε οὐδεὶς λόγος ἦτο ὅπως σκανδαλισθῇ τις, διότι τὸ πρᾶγμα ἦτο τῆς μόδας. Ἀλλὰ σὺ νὰ τολμᾶς νὰ ἐκφράζεσαι μὲ τοιαύτην ἀσεβῆ γλώσσαν περὶ τοῦ Ἰουλιανοῦ ἐκείνου – τοῦ Παραβάτου ἢ Ἀποστάτου καλουμένου – ἡ θρασύτης ὑπερβαίνει πᾶν ὅριον. Καὶ ὅμως ὁ σοφὸς ἐπικριτὴς δὲν ἐνόησεν, ὅτι ἡ φράσις ἦτο «ἐξ ἀντικειμένου» ὅπως λέγουσιν αὐτοί· ἀπέδιδε δηλ. διὰ λέξεων τὰ χρώματα τοῦ ζωγράφου καὶ ὅτι πᾶν ζήτημα περὶ τῶν δοξασιῶν τοῦ γράφοντος (ὅστις ἐντούτοις δὲν ἀρνεῖται, ὅτι συμμερίζεται τὴν γνώμην τοῦ Βυζαντινοῦ τοιχογράφου) παρέλκει ὅλως.
Διὰ νὰ δώσομεν πέρας εἰς τὸ προοίμιον αὐτό, θὰ εἴπομεν μὲ δυὸ λέξεις ὅτι: τὸ σημερινὸν ἔθνος δὲν ἐπῆγε, δυστυχῶς, τόσον ἐμπρός, ὅσον λέγουν αὐτοί. Τὸ Ἔθνος τὸ Ἑλληνικόν, τὸ δοῦλον τουλάχιστον, εἶναι ἀκόμη ὀπίσω, καὶ τὸ ἐλεύθερον δὲν δύναται νὰ τρέξῃ ἀρκετὰ ἐμπρός, χωρὶς τὸ ὅλον νὰ διασπαραχθῇ ὡς διασπαράσσεται, φεῦ! ἤδη. Ὁ τρέχων πρέπῃ νὰ περιμένῃ καὶ τὸν ἑπόμενον, ἐὰν θέλῃ νὰ τρέχῃ· ὁ ἐλεύθερος πρέπει νὰ βοηθῇ τὸν δεσμώτην ἢ πρέπει νὰ τὸν ἀνακουφίζῃ. Ὅσον παρέρχεται ὁ χρόνος, τόσον τὸ ἐλεύθερον ἔθνος καθίσταται, οἶμοι! ἀνικανότερον, ὅπως δώσῃ χεῖρα βοηθείας εἰς τὸ δοῦλον ἔθνος. Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὁτιδήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ ὁ Γραικύλος τῆς σήμερον ὅστις θέλει νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ᾿ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾿ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον ἔχει καὶ θὰ ἔχει διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του.
Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν, καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἔθη. «Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλώσσα μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή σου μνησθῶ».
Ἀλλ᾿ ὁ ἥρως τοῦ παρόντος διηγήματος εἶναι ὁ κυρ-Κωνσταντὸς ὁ Ζμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος τοῦ δήμου Λίτης, τοῦ χωρίου Ἄν…, ὅστις ὑπεσχέθη, ὡς εἶχε πάντοτε συνήθειαν εὐκόλως νὰ ὑπόσχεται (εἰς τὴν ἀρετὴν δὲ ταύτην ἴσως ὄφειλε καὶ τὴν ἐπιτυχίαν του εἰς τὰ πολιτικά, διότι ἐνῶ ὁ α´ καὶ ὁ β´ πάρεδρος εἰς πᾶσαν ἐκλογὴν ἐμάχοντο πάντοτε περὶ τῆς πρώτης τάξεως πρὸς ἀλλήλους, αὐτὸς μετριόφρων καὶ χωρὶς κεράσματα ἐξελέγετο ἀσφαλῶς τρίτος ἑκάστοτε, μὴ ὑπάρχοντος τετάρτου συναγωνιστοῦ), ὑπεσχέθη, λέγω, νὰ πάγῃ νὰ συλλειτουργήσῃ μὲ τὸν παπα-Διανέλλον τὸν Πρωτέκδικον, ἔξω εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ὁ ναΐσκος εὐρίσκετο τρεῖς ὥρας μακρὰν τῆς πόλεως καὶ ὁ παπα-Διανέλλος ὁ Πρωτέκδικος εἶχεν ἐπέλθει ἐκεῖ ἀπὸ τῆς πρωίας τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἀφοῦ ἔλαβεν τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ κυρ-Κωνσταντοῦ, ὅτι θὰ ἔφθανε πρὸς τὸ βράδυ διὰ νὰ ψάλῃ καὶ συνεορτάσωσιν ὁμοῦ τὴν Ἀνάστασιν. Ἄλλον βοηθὸν ὁ παπὰς δὲν εἶχεν· ὁ νεώτερος υἱός του, ἑτοιμαζόμενος ἐφέτος δι᾿ ἐξετάσεις εἰς τὸ διδασκαλεῖον, δὲν ἠδυνήθη νὰ ἔλθῃ τὸ Πάσχα. Ὁ ἄλλος ἔλειπε διαρκῶς ναύτης μὲ τὰ καράβια του. Θυγατέρας, τὸ ἄφθονον τοῦτο προϊὸν τοῦ τόπου – καὶ τῆς ἱερατικῆς ἐγγάμου τάξεως μάλιστα – τοῦ εἶχεν ἀφήσει πλησμονὴν ἡ μακαρίτισσα ἡ πρεσβυτέρα, πέντε τὸν ἀριθμὸν – ἂς εἶχαν ζωὴν – ὁποῦ δὲν ἔπαυαν ἀενάως νὰ μεγαλώνουν – νὰ μὴν ἀβασκαθοῦν· ἦσαν τόσον γείτονες τὴν ἡλικίαν, ὥστε δὲν ἐπρόφθανε νὰ μεγαλώσῃ ἡ μία, καὶ ἡ ἄλλη ἀμέσως τὴν ἔφθανεν· ὅσον ἐμεγάλωναν, τόσον ἐφαίνοντο, καὶ μάλιστα αἱ μεσαῖαι τρεῖς, ἴσαι περίπου εἰς τὰ χρόνια, ἴσως καὶ εἰς τὸ ἀνάστημα· καὶ ὁ παπα-Διανέλλος, ἀκούσιος ἱερομόναχος, δὲν ἦτο ἐλεύθερος οὔτε εἰς μοναστήριον νὰ καταφύγῃ.
Τὸν τριῶν ὡρῶν δρόμον ἀπὸ τὴν πολίχνην εἰς τὸ ἐξωκκλήσιον εἶχε διανύσει τὸ πρωί, ἀπολείτουργα, ὁ παπα-Διανέλλος, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὰς δυὸ νεωτέρας θυγατέρας του, κορασίδας δέκα καὶ δώδεκα ἐτῶν, καὶ ἀπὸ ὁμάδα ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ γυναικῶν φιλεόρτων, προπορευόμενου τοῦ ὄνου του, φορτωμένου τὸ δισάκιον μὲ τὰ ἱερά του παπᾶ. Ὁ ἥλιος ἦτον ὡς δυὸ καλαμιὲς ὑψηλά, ὅταν ἐξῆλθον εἰς τοῦ Γιατροῦ τ᾿ ἀμπέλι· εἶτα ἔφθαναν εἰς τὰ Βουρλίδια, εἶτα ἀνῆλθον ἀσθμαίνοντες εἰς τοῦ Ματαρώνα τὸν Πεῦκον, ὅστις ἵστατο τότε ἀκόμη ἐκεῖ καὶ εὐηργέτει τοὺς ὁδοιπόρους μὲ τὴν παρήγορον σκιὰν τοῦ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὑψώματος, πρὶν ἀσυνείδητος βάρβαρος, μὲ τὴν ἀνοχὴν ἢ τὴν ἐνοχὴν ἐκείνων, τοὺς ὁποίους ὁ πλέον ἄτυχος τῶν λαῶν τοῦ κόσμου ἐκ περιτροπῆς ἐκλέγει ἄρχοντας καὶ προστάτας του, ρίψῃ ἀσπλάχνως κάτω περικαλλὲς δένδρον καὶ ἀπογυμνώσῃ τὸ τοπίον τοῦ μοναδικοῦ στολισμοῦ του.
Ἐκεῖθεν ἀνῆλθον εἰς τὸ Πετράλωνον καὶ εἰς τοῦ Σταμέλου τὴν Βρυσούλαν, καὶ ἀνέβησαν δι᾿ ἀνωφεροῦς ὁδοῦ εἰς τοῦ Κανάκη τὴν Βρύσιν, καὶ διὰ τῆς Κλινιᾶς κατῆλθον εἰς τοῦ Χαιρημονᾶ τὸ ρέμα, καὶ ἔφθασαν εἰς τὴν βόρειον ἀκτὴν τῆς νήσου, ἐφ᾿ ὕψους τῆς ὁποίας περίοπτος ἐκ τοῦ πελάγους, ἀκούων τοὺς κτύπους τοῦ πλήττοντος τὰς ἀκτᾶς κύματος, σιωπηλὸς καὶ διηγούμενος πέντε αἰώνων σπαρακτικὴν ἱστορίαν μαρτυρίου καὶ αἵματος ἐγείρεται πενιχρός, ἀλλὰ σεμνός, τῆς ἀποτομῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου ὁ ἱερὸς ναΐσκος.
Εἰσῆλθον εἰς τὸν περίβολον τοῦ ναοῦ καὶ ἐξεφόρτωσαν τὸ ὀνάριον· αἱ γυναῖκες, ροδοκόκκιναι, ξαναμμέναι ἐκ τῆς ὁδοιπορίας, ἀενάως κελαδοῦσαι καὶ καγχάζουσαι, ἐτίναξαν τὰ οὐδόλως κορνιακτισμένα κράσπεδά των, καὶ ἐφόρεσαν ἐπὶ τοῦ κοντοῦ φουστανίου τῆς ὁδοιπορίας τὰς μακρὰς καὶ πολύπτυχους ἐσθῆτας. Ὁ παπὰς ἔριψε κάτω τὴν μίαν ἄκραν του στακτεροῦ ζωστικοῦ του, κι ἐφόρεσεν ἄνωθεν αὐτοῦ τὸ μαῦρον ράσον του. Εἰσῆλθον ὅλοι εἰς τὸν ναὸν κι ἐπροσκύνησαν.
Ἐκ τῶν γυναικῶν, αἱ μὲν συνέλεξαν χαμόκλαδα καὶ ἤναψαν φωτιάν, διὰ νὰ ψήσωσι καφὲν καὶ προσφέρωσιν εἰς τὸν ἱερέα, αἱ δὲ ἔδρεψαν ἐκ τῶν εὐωδῶν θάμνων δέσμας σχοίνων καὶ πριναρίων καὶ φασκομηλεῶν καὶ συνέδεσαν προχείρως διὰ κλωστῆς σκούπας, καὶ ἤρχισαν γοργὰ καὶ στρωτὰ νὰ σκουπίζωσιν, ἄλλαι τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, ἄλλαι τὸ προαύλιον. Ὁ ἱερεὺς συνέθεσε σκούπαν ἐκ δάφνης καὶ μύρτου καὶ δενδρολιβάνου, καὶ ἐσάρωσε μόνος του τὸ θυσιαστήριον καὶ ὅλον τὸ ἱερὸν Βῆμα. Δὲν ἔπαυε δὲ νὰ γογγύζῃ καὶ νὰ διαμαρτύρεται ἐναντίον τῆς ἀβελτερίας, ὡς ἔλεγε, τῶν βοσκῶν καὶ τῶν αἰπόλων, αὐτῶν ἐκείνων οἵτινες τὸν εἶχον προσκαλέσει νὰ τοὺς κάμῃ Ἀνάστασιν εἰς τὸ βουνὸν καὶ ἐκ τῶν ὁποίων κανεὶς δὲν εἶχε φανεῖ ἀκόμη· αὐτοὶ προέβαινον ἐνίοτε μέχρι τῆς βεβηλώσεως τοῦ νὰ εἰσάγωσιν, ἴσως ἐν καιρῷ βροχῆς, τὰ θρέμματά των ἐντὸς τῶν ἐξωκκλησίων, ὡς ἠδύνατο νὰ πεισθῇ τις ἐκ τῆς παρουσίας διαφόρων ἰχνῶν τῆς εἰσβολῆς, τὰ ὁποῖα οὐδ᾿ εἶχον λάβει τὸν κόπον νὰ ἐξαλείψωσιν. Ἔνδοθεν τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἐνῶ ἔκυπτε διὰ νὰ σκουπίσῃ, ἠκούετο ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ψιθυρίζων μετὰ στεναγμοῦ:
«Ἄχ! Ἀλίμονο… Ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις, Κύριε!»
«Δὲν τσάκισε κανεὶς τὸ ποδαράκι του!» ἔκραξεν ἀπαντῶσα ἔξωθεν εἰς τὸν στεναγμὸν τοῦ ἱερέως ἡ Θεία-Σειραϊνώ, ἡ ἀληθὴς σημαιοφόρος τῶν ἐξοχικῶν λειτουργιῶν καὶ τῶν πανηγύρεων.
«Ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις!» ἐψιθύρισε πάλιν ὁ ἱερεύς.
Εἶχε παρέλθει ἤδη ἡ μεσημβρία καὶ ὁ ἱερεὺς μετὰ τοῦ μικροῦ ποιμνίου ἐκάθισαν νὰ γευματίσωσιν εἰς τὴν ἱερὰν ἐλαίαν, ἐν τῷ περιβόλῳ τοῦ ναΐσκου, ἐγγὺς τοῦ παμπάλαιου ἐκείνου λιθόκτιστου κιβουρίου, τὸ ὁποῖον κατ᾿ ἄλλους ἦτο στέρνα ὕδατος καὶ κατ᾿ ἄλλους κοιμητήριον ἢ ὀστεοθήκη. Ἡ θειὰ τὸ Μαθηνώ, γηραιὰ εὐλαβὴς κατὰ τοὺς μέν, ψευτομετάνισσα κατὰ τοὺς δέ, ἐνάρετος γυνή, ἀποβλέψασα πρὸς τὸ κτίριον τοῦτο μετὰ στεναγμοῦ εἶπεν:
«Ἡμεῖς τρῶμε, κορίτσια· νὰ ἔχουν τάχα κι οἱ φτωχοὶ νὰ φᾶνε;»
«Τρῶν᾿ οἱ πεθαμένοι, Θεία-Μαθηνώ;» εἶπε τὸ Ἀγλαώ, ἡ δωδεκαέτις παιδίσκη τοῦ ἱερέως.
«Οἱ πεθαμένοι τρῶνε κόλλυβα, ἐγὼ τὸ ξέρω», προσέθηκε τὸ Καλλιοπώ, ἡ δεκαέτις μικρὰ ἀδελφή της, «καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐμεῖς στὸ σπίτι, ὅσα κόλλυβα μᾶς φέρνουνε ὅλα τὰ μοιράζουμε στοὺς φτωχοὺς καὶ στὰ παιδιὰ τὰ γειτονοπούλα, γιὰ νὰ ἔχῃ ἡ μάνα μας, ἡ φτωχή, νὰ φάῃ στὸν ἄλλο κόσμο…».
«Σιωπή, Καλλιοπώ!» εἶπεν ὁ ἱερεύς, θέλων νὰ κρύψῃ τὴν συγκίνησίν του.
Πρὸ δώδεκα καὶ πλέον ἐτῶν, ὁ πάπα-Διανέλλος ἔσχε φίλον τινὰ ἑλληνοδιδάσκαλον, χρηστὸν ἄνδρα, ἀλλ᾿ ὅστις εἶχεν ἀδυναμίαν εἰς τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα. Εἶχε γίνει σύντεκνος τοῦ ἱερέως, καὶ βαπτίσας τὰς δυὸ τελευταίας κόρας του εἶχε δώσει αὐταῖς ἀρχαιοπρεπῆ ὀνόματα, τὰ ὁποία, ὅμως, ἐπειδὴ εὑρέθησαν ἐπὶ οὐδετέρου ἐδάφους, ἐξουδετερώθησαν, ὡς εἰκός, καὶ αὐτά.
«Τί! Ἔχει δίκιο τὸ κορίτσι, παπά», ἀνέκραξε ἡ θεία τὸ Μαθηνώ, ἥτις ἐνεθυμήθη τότε τὰ «πεθαμένα της», τέσσαρα παιδιὰ καὶ τὸν ἄνδρα της, ὁποῦ εἶχε θάψει, μείνασα μὲ δυὸ θυγατέρας ὑπάνδρους, τὰς ὁποίας εἶχε στήριγμα ἀκόμη εἰς τὸν κόσμον. «Ἔχει δίκιο τὸ κορίτσι. Ὁ παπα-Θεόφιλος, ὁ μακαρίτης, ἡγούμενος τῆς Μεγαλόχαρης τῆς Εὐαγγελίστριας, τὸ ἴδιο μᾶς ἔλεγε γιὰ ἕναν, ποὺ τὸν εἶχε πλακώσει ὁ μάγγανος, ποὺ τὸν εἶχαν ὅλοι γιὰ πεθαμένον, ποὺ ἡ γυναίκα του τοῦ ἔκαμε τὰ τριήμερα καὶ τὰ νιάμερα, καὶ ἄγγελος Κυρίου ἔπαιρνε τὸ πιάτο μὲ τὰ κόλλυβα, καθὼς ἦταν σταυρωμένο μὲ τὶς σταφίδες καὶ μὲ τὰ ρόιδα, καὶ τὸ πήγαινε εἰς τὸν πλακωμένον κι ἔτρωγε, δὲν ξέρω πόσες μέρες, κι ἀνάσαινε ἀπὸ μία τρύπα τῆς γῆς, θαρρῶ, ὥσπου ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀπέθανε, κι ἐσήκωσε τὸ μάγγανο, καὶ τὸν ξελευθέρωσε· δὲν εἶναι ἀλήθεια αὐτά, παπά;»
«Ἀλήθεια εἶναι, βλογημένη», ἀπήντησε ὁ ἱερεύς. «Ἀλλὰ τώρα εἶναι… γιὰ ὅσους θέλουν νὰ τὰ πιστεύουν αὐτά».
«Καὶ ὅσοι δὲν τὰ πιστεύουν;»
«Θὰ πᾶνε στὴν Κόλαση, τὸ ξέρω ἐγώ», εἶπε τὸ Καλλιοπώ.
«Μὰ σὰν εἶν᾿ ἀλήθεια, παπά, γιατὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου δὲ σήκωνε μία καὶ καλὴ τὸ μάγγανο, νὰ ξελευθερώσῃ τὸν ἄνθρωπο;» εἶπεν ἡ Ἀννούδα, μία τῶν γυναικῶν.
«Γιατὶ ὁ σκοπὸς δὲν ἦτον νὰ δειχθῇ ἡ παντοδυναμία τοῦ θεοῦ, ὁποῦ εἶναι ἀποδεδειγμένη δι᾿ ἀπείρων θαυμάτων», ἀπήντησεν ὁ ἱερεύς, «ἀλλὰ νὰ φανερωθῇ μόνον ἡ δύναμις τῶν μνημοσύνων καὶ τῶν διὰ τοὺς νεκροὺς προσφορῶν, καὶ ὅτι τίποτε, τὸ ὁποῖον θυσιάζει ὁ ἄνθρωπος, τίποτε, τὸ ὁποῖον προσφέρει εἰς τὸν Θεόν, εἰς τοὺς πτωχούς, καμμία καλὴ πράξις, καμμία ἀρετή, καμμία ὑπομονή, κανὲν μαρτύριον, κανὲν δάκρυ, τίποτε δὲν χάνεται. Ὅλα σπείρονται εἰς γῆν ἀγαθήν, ὡς ὁ κόκκος τοῦ σίτου, εἶπεν ὁ Κύριος, ὅπου ἂν πέσῃ εἰς τὴν γῆν καὶ ἀποθάνῃ – καὶ τοιαῦτα εἶναι τὰ κόλλυβα, τοιοῦτοι καὶ οἱ νεκροὶ – πολὺν καρπὸν φέρει. Οἱ σπείροντες ἐν δάκρυσι, ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσιν. Κεῖνοι ποὺ σπείρουν μὲ δάκρυα, μὲ χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν θὰ θερίσουν».
«Τὸ λέγει αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο;»
«Τὸ λέγει τὸ Ψαλτήρι, ἀλλὰ τὸ ἴδιο εἶναι, γιατὶ καὶ τὸ Ψαλτήρι εἶναι λόγος Θεοῦ καὶ ἐμπνευσμένον ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Καὶ ὅταν θάπτομεν νεκρὸν ἐν Χριστῷ εὐσεβῶς ζήσαντα, εἶναι ὡς νὰ σπείρομεν εἰς τὴν γῆν κόκκον σίτου… καὶ ὁ Κύριος θὰ τὸν ἀναστήσῃ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ, καθὼς ὁ ἴδιος ηὐδόκησε νὰ μᾶς τὸ ὑποσχεθεῖ: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνει ζήσεται… κἀγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ».
«Ἀμήν!» εἶπεν ἡ θεία τὸ Μαθηνώ, καὶ τὰ δάκρυά της, ἐπὶ τῇ μνήμη τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῶν τεσσάρων παιδιῶν, ταχέως ἐξητμίσθησαν ὡς σταγόνες ὄμβρου μετὰ θερινὸν ὑετὸν ἐντὸς τῆς κοίτης πάλαι ξηρανθέντος χειμάρρου.
Τὸ δειλινὸν ἐφάνησαν μακρόθεν νὰ καταβαίνωσι τὴν ράχιν, ἐρχόμεναι αἱ καλυβιώτισσαι γυναῖκες, αἱ ποιμενίδες καὶ βοσκίδες τῶν ἀγροτικῶν συνοικιῶν. Ἦλθαν φέρουσαι πελώριους κοφίνους, γεμάτους ἄνθη, λαμπάδας, κηρία καὶ ἀγγεῖα μὲ ἔλαιον, καὶ πρόσφορα καὶ μικρᾶς φιαλίδας μὲ «νάμα» ἢ ὁδηγοῦσαι ὀνάρια μὲ τὰ σάγματα ἐπεστρωμένα διὰ κυλιμίων καὶ χραμίων, φορτωμένα τορβάδες καὶ δισάκια μὲ φλάσκας οἴνου, μὲ τυρία νωπὰ ἢ ζεματισμένα καὶ κόκκινα αὐγά.
Κατόπιν ἐφάνησαν σφυρίζοντες ἀλλοκότως δυὸ ἢ τρεῖς βοσκοὶ μὲ τὰς ἀγέλας των, τὰς ὁποίας ὁδήγησαν παρὰ τὸν ἀπότομον κρημνὸν πρὸς τὴν θάλασσαν. Οἱ τράγοι ἐπήδων ἀπὸ βράχον εἰς βράχον, ἀπὸ ὄχθον εἰς ὄχθον, ἀπὸ κοίλωμα εἰς κοίλωμα, ἐνῶ τὰ ἐρίφια, χαριέντως σκιρτῶντα, ἔτρεχον κατόπιν τῶν αἰγῶν βελάζοντα, ἀγαλλόμενα πρὸς τὴν νέαν δι᾿ αὐτὰ ἀπόλαυσιν τοῦ ἀγνώστου τούτου πράγματος τῆς ζωῆς, ἐκθέτοντα εἰς τὸν ἥλιον τὰ στακτερὰ ἢ στικτὰ καὶ λευκὰ καὶ μαῦρα τριχώματά των, ἐνῶ οἱ βοσκοί, ὑψηλοί, ρωμαλέοι, τραχεῖς, φριξότριχοι, ἠλιοκαεῖς τὴν ὄψιν, ἔτρεχον ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω μὲ τὰς μικράς, ἴσας μὲ τὸ ἀνάστημά των, καμπύλας τὴν λαβήν, ράβδους των, σοβοῦντες μετὰ πολυήχου συριγμοῦ τὴν δυσάγωγον καὶ σκιρτητικὴν ἀγέλην.
Τελευταῖοι ἔφθασαν οἱ ποιμένες, ἄνευ τῶν ἀμνάδων των, τὰς ὁποίας εἶχον ἀφήσει ὀπίσω εἰς τὰς μάνδρας, κομίσαντες μόνον δυὸ ἀρνία σφαγμένα. Ἔφθασαν συγυρισμένοι, ἀλλαγμένοι, στολισμένοι ὅλοι των, μὲ καθαροὺς χιτώνας, κοντὰ βρακία καὶ ὑψηλὲς βλαχόκαλτσες, μὲ πλατέα ζωνάρια κίτρινα ἢ κόκκινα, ξυραφισμένοι καὶ μὲ τοὺς λινόχρους ἢ καστανοὺς μύστακας ἀγκιστροειδεῖς.
Ταχέως ἔκλινεν ἡ ἡμέρα καὶ ὁ ἥλιος ἔδυσεν εἰς μίαν ράχιν τοῦ Πηλίου, ἀντικρύ, ἀφοῦ ἐπὶ πέντε λεπτὰ τῆς ὥρας εἶχε μείνει στεφανωμένος μὲ κυάνεια καὶ περιπόρφυρα χρυσαυγῆ νέφη, ἀντιλαμβάνων ὁ ἴδιος ὅσην ἀπέδιδε δόξαν καὶ λάμψιν, καὶ ἐπὶ δέκα λεπτὰ ἀκόμη, ἀφοῦ ἐβασίλευσεν, αἱ ἀκτίνες τῆς στέψεώς του ἔμειναν χρυσοφαεῖς, πορφυρίζουσαι, κυανίζουσαι, βάπτουσαι τὸ βουνὸν μὲ ἰδεῶδες χρῶμα.
Εἶτα κατῆλθεν ἠρέμα ἐπὶ τοῦ ὅρους ἡ νύξ, σπείρουσα παντοῦ τὸ βαθὺ καὶ ἄρρητον μυστήριόν της, καὶ οἱ ἔμψυχοι κρότοι καὶ ψίθυροι τῆς φύσεως ἐξηγέρθησαν εἰς τὰς ράχεις, εἰς τοὺς λόγγους, εἰς τὰς φάραγγας, καὶ ἡ ὀφρὺς τοῦ βουνοῦ ἠτμίσθη καὶ συνεστάλη ὑγρὰ καὶ τὸ βλέφαρον τοῦ λόφου κατῆλθε καὶ ἐκλείσθη εἰς ἓν βουνὸν ρεματιὰ καὶ κάμπος. Καὶ ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς ὁ Ζμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος τοῦ χωρίου τοῦ Δήμου Λίτης, δὲν ἐφάνη οὐδαμόθεν νὰ ἔρχεται.
Ἦτο δὲ ἀνήσυχος ὁ ἱερεύς, καὶ φόβος ἦτο νὰ μείνωσι χωρὶς Ἀνάστασιν καὶ λειτουργίαν. Διότι εὐλόγως δὲν ἠδύνατο ἄνευ βοηθοῦ νὰ ἱεροπρακτήσῃ. Λειτουργία χωρὶς ἕνα τουλάχιστον ψάλτην ἢ ἀναγνώστην δὲν γίνεται. Οἱ ποιμένες καὶ οἱ βοσκοὶ ἦσαν ὅλοι, ὡς εἰκός, οὐ μόνον ἀγράμματοι, ἀλλὰ καὶ ἀλιβάνιστοι, οἱ κακόμοιροι, πολλοὶ τούτων.
«Τώρα, τί νὰ κάμουμε; Ὁρίστε, σοῦ ὑπόσχονται σίγουρα μιὰ δουλειά, κι ὕστερα σ᾿ ἀφήνουν μὲς στὴ μέση! Ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις, Κύριε!»
Ἤλπιζεν ἐντούτοις ἀκόμη ὅτι ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς θὰ ἤρχετο. Ἀργοστόλιστος ἦτο πάντοτε, τὸν ἤξευρεν. Ἀλλὰ τώρα ἦτο σκοτεινὴ ἀκόμη νὺξ καὶ μόνον τὰ ἄστρα ἔλαμπαν ἄνω. Ὀλίγῳ ὕστερα ἀνέτειλεν ἡ σελήνη, καὶ τότε ἐλπὶς ἦτο νὰ ἔλθῃ.
Παρῆλθον δύο ὧραι καὶ ἡ σελήνη ἀνέτειλε κολοβὴ ἀπὸ τὸ σκοτεινὸν βουνὸν ἄνω, ἀνερχομένη βραδέως εἰς τὸ στερέωμα, καὶ αἱ τάξεις τῶν ἄστρων ἠραιώθησαν ἐπ᾿ ἄπειρον καὶ ὅλα σχεδὸν ἠμαυρώθησαν εἰς τὴν διάβασίν της. Παρῆλθεν ἀκόμη μία ὥρα. Ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς δὲν ἐφάνη.
Ὁ ἱερεὺς ἤρχισε ν᾿ ἀγανακτῇ.
«Ὁ ἀσυνείδητος! Ὁ μωρός! Ἥμαρτον, Κύριε! Ἀνθρώπους καὶ κτήνη…»
Ἤθελε νὰ στείλῃ ἕνα τῶν ποιμένων εἰς τὴν πολίχνην, ὅπως ζητήσῃ καὶ εὕρῃ ἕνα συλλειτουργὸν νὰ τοῦ φέρῃ. Ἀλλ᾿ οἱ ποιμένες καὶ οἱ βοσκοὶ ὅλοι ἔρεγχον ἐξηπλωμένοι μεταξὺ σχοίνων καὶ τῶν κομάρων, τυλιγμένοι εἰς τὰς κάπας των, εὐχαριστημένοι ὅτι ἐπανῆλθεν ἡ ἄνοιξις καὶ εὕρισκαν ὀλιγότερον παγερὰν τῆς γῆς τὴν ὑγρασίαν. Καὶ αἱ γυναῖκες των, πλαγιασμέναι καὶ αὐταί, ὕπνωττον ὀλιγότερον ἀκουστῶς ὄπισθεν τοῦ ἱεροῦ Βήματος, τυλιγμένοι μὲ τὰ χράμια καὶ τὰ κυλίμια, τὰ ὁποῖα εἶχον φέρει ἐπιστρωμένα ἐπὶ τῶν σαγμάτων τῶν ὄνων. Καὶ αἱ ἐκ τῆς πολίχνης ἐλθοῦσαι γυναῖκες, κύπτουσαι ἐπὶ τῶν καλαθίων των, ἔξω τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, ὑπὸ τὸν ἐστεγασμένον πρόναον καὶ ἐντὸς τῆς ξυλίνης κιγκλίδος, ἐλαγοκοιμῶντο καὶ αὐταί. Μόνον ὁ ἱερεὺς ἀνησυχεῖ καὶ ἦτο ἄγρυπνος.
«Τὰ ξέρω ἐγὼ ἀπὸ ὄξου τὰ πλιότερα τὰ γράμματα, παπά», τοῦ ἔλεγεν ἡ θεία τὸ Μαθηνώ, διὰ νὰ τοῦ δώσῃ θάρρος. «Τὰ κανοναρχῶ κειδὰ στ᾿ αὐτὶ τοῦ γερό-Φιλιππῆ, κι ὁ γερο-Φιλιππῆς, ὁποὖν᾿ θεοφοβούμενος ἄνθρωπος θὰ τὰ λέῃ κειδὰ ὅπως ὅπως…».
«Νὰ δὰ ἡ ὥρα νὰ σὲ κάμουμε καὶ ψάλτη, Μαθηνώ!» ἀπήντησε γελάσας ὁ ἱερεύς.
«Ψάλτης δὲν θὰ γίνω, μόνε κανονάρχος. Μοναχοί μας θά ῾μαστε… Κανένας γραμματισμένος δὲν εἶναι γιὰ νὰ μᾶς γελάσῃ… Ἡ ἁγιοσύνη σ᾿ βρίσκεις τὸν ἦχο τοῦ μπάρμπα-Φιλιππῆ, κι ἐγὼ τοῦ λέω τὰ λόγια ὅσα θυμοῦμαι. Νά ῾ξερα ἀπὸ μέσα ἀπ᾿ τὸ χαρτὶ νὰ διαβάσω, θαρρῶ πὼς δὲν θὰ ἦτον ἁμαρτία νὰ ψάλω καὶ μοναχή μου».
Ὠστόσον ἐπλησίαζε μεσονύκτιον, καὶ δὲν ἦτον ἐλπὶς νὰ ἔλθῃ πλέον ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός, ὁ τρίτος πάρεδρος. Ὁ ἱερεὺς δὲν ἀπεφάσισε νὰ ἐξυπνήσῃ κανένα ἐκ τῶν βοσκῶν καὶ νὰ τὸν στείλῃ εἰς τὴν πόλιν, ὡς ἐσκέφθη κατ᾿ ἀρχάς, διότι ἐλογάριασεν ὅτι τόσον ὀλίγαι ὧραι ἔμενον ἕως νὰ ξημερώσῃ, ὥστε μέχρις οὗ ὑπάγῃ ὁ ἀποσταλησόμενος εἰς τὴν πάλιν, ζητήσῃ καὶ κατορθώσῃ νὰ εὕρῃ ψάλτην, ἐωσότου πείσῃ καὶ φέρῃ αὐτὸν καὶ φθάσωσιν ὁμοῦ εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην, θὰ ἦτο ἀκριβῶς δυὸ ὧρες ἡμέρα… καὶ ἡ Ἀνάστασις ἐπρόκειτο νὰ γίνῃ τὰ μεσάνυκτα, ἢ καὶ βραδύτερόν τι.
Ὁ παπα-Διανέλλος ἐσηκώθη στενάζων, εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναὸν καὶ προσεκύνησεν εἰς τὰς βαθμίδας τοῦ ἱεροῦ Βήματος. Εὐθὺς κατόπιν τοῦ ἔτρεξαν ἡ γριὰ Μαθηνῶ καὶ ἡ θεία τὸ Σειραϊνῶ, ἡ σημαιοφόρος τῶν πανηγύρεων. αἱ δυὸ γυναῖκες ἤρχισαν νὰ ἀναζωπυρῶσι τὰ φυτίλια, νὰ ρίπτωσιν ἔλαιον εἰς τὰς κανδήλας καὶ νὰ κάμνωσιν ἐγκάρδιους σταυρούς. Ἠσθάνοντο ἀνέκφραστον χαρὰν καὶ γλύκαν εἰς τὰ σωθικά των. Ἦτον Ἀνάστασις. Ἀνάστασις! Τὸ πρόσωπον τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἔλαμπε μὲ ἅγιον φῶς, δεξιά της Ἱερᾶς Πύλης. Ἡ μορφὴ τῆς Δεσποίνης Θεοτόκου ἤστραπτεν ἐξ ἀφάτου χαρᾶς, ἀριστερόθεν, κρατούσης τὸ θεῖον βρέφος της. Ἡ ὄψις τοῦ τιμίου Προδρόμου, μὲ ἕνα βόστρυχον τῆς κόμης φρίττοντα πρὸς τὰ ἄνω, ὡς νὰ ἔμενεν ἀνορθωμένος ἀπὸ τὴν πρόσψαυσιν τοῦ θηριώδους δημίου του ἀποκόψαντος τὴν σεβάσμιον κάραν τοῦ μείζονος ἐξ ὅσων ἐγέννησαν κατὰ φύσιν αἱ γυναῖκες τῶν ἀνδρῶν, ἐσελαγίζετο ἐκ μυστικῆς εὐφροσύνης παραπλεύρως ἐκείνου, οὗ τὴν φρικτὴν κορυφὴν ἠξιώθη νὰ χειροθετήσῃ.
Καὶ ὁ ἠγαπημένος μαθητὴς ἦτο ἀκόμη ἐκεῖ, καὶ συνέχαιρεν ἐπὶ τῇ Ἀναστάσει, ἂν καὶ πτυχή τις μερίμνης συνέστελλε τὸ ὑψηλὸν μέτωπόν του, προβλέποντος, ὅτι θρασὺς ἱερόσυλος ἔμελλε μετ᾿ οὐ πολὺ νὰ τὸν ἁρπάσῃ ἐκ τῆς κόγχης του διὰ νὰ τὸν μεταφέρῃ εἰς Ἀθήνας καὶ τὸν καθιδρύσῃ ὄχι εἰς ναὸν καὶ ὁλοκαύτωμα καὶ θυσιαστήριον, ὄχι εἰς τόπον τοῦ καρπῶσαι, ἀλλ᾿ εἰς Μουσεῖον, Ὕψιστε Θεέ! εἰς Μουσεῖον, ὡς νὰ εἶχε παύσῃ ν᾿ ἀσκεῖται εἰς τὸν τόπον τοῦτον ἡ χριστιανικὴ λατρεία, καὶ τὰ σκεύη αὐτῆς ν᾿ ἀνῆκον εἰς θαμμένον παρελθόν, καὶ νὰ ἦσαν ἀντικείμενον περιέργειας!… Ἴλεως γενοῦ αὐτοῖς, Κύριε!
Τέλος δὲν ἦτο ἐλπὶς νὰ ἔλθῃ ὁ κυρ-Κωνσταντός, καὶ ὄφειλον ἐκ τῶν ἐνόντων νὰ ψάλωσι τὴν ἀκολουθίαν. Αἱ ἐκ τῆς πόλεως γυναῖκες, ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλην ἀποτινάξασαι τὴν ὑπνώδη νάρκην, εἰσῆλθον εἰς τὸν ναΐσκον. Αἱ ἐκ τῶν ἀγρῶν ποιμενίδες δὲν ἤργησαν νὰ ἐξυπνήσωσι, ὁ δὲ παπα-Διανέλλος ἐξῆλθε πρὸς στιγμὴν καί, λαβὼν τεμάχιον Παλαιᾶς σανίδος καὶ σφυροειδὲς ξύλον, κατεσκεύασεν αὐτοσχέδιον σήμαντρον, διότι, φεῦ! δὲν ὑπῆρχε πρὸ πολλοῦ κώδων, ὅστις νὰ ἐξυπνᾷ τοὺς πρὸ αἰώνων κοιμηθέντες καὶ νὰ συγκινῇ τὴν κόνιν τῶν ἀπὸ γενεῶν κοιμηθέντων κατοίκων τῆς πάλαι ποτὲ ὑπαρξάσης πόλεως. Διὰ τοῦ σημάντρου τούτου ἤρχισε νὰ κρούῃ ὁ ἱερεὺς εἰς τροχαίους πρῶτον (τὸν Ἀδάμ, Ἀδάμ, Ἀδάμ), εἶτα εἰς ἰάμβους (τὸ τάλαντον, τὸ τάλαντον), καὶ νὰ ἐξυμνῇ τὰς μεσονυκτίους ἠχοῦς. Οἱ βοσκοί, ἐνωτισθέντες τὸν μονότονον ἦχον, ἐτινάχθησαν διὰ μιᾶς ἐπάνω, ἐπέταξαν τὰς κάπας των, ἐνίφθησαν καὶ ἔτρεξαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, κρατοῦντες τὰς λαμπάδας των. Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητόν, ἔψαλε μόνος του τὴν παννυχίδα, ὅλον τὸ «Κύματι θαλάσσης», ἐθυμίασεν, ἔκαμεν ἀπόλυσιν, εἶτα, φορέσας ἐπιτραχήλιον καὶ φαιλόνιον, ἤναψε μεγάλην λαμπάδα, καὶ βαστάζων αὐτὴν ἐξῆλθεν εἰς τὰ βημόθυρα, καὶ ἤρχισε νὰ ψάλλῃ μεγαλοφώνως τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς». Οἱ βοσκοὶ ἤναψαν τὰς λαμπάδας των, ὁμοίως καὶ αἱ γυναῖκες, κι ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὸ προαύλιον, τοῦ ἱερέως κρατοῦντος τὴν Ἀνάστασιν καὶ τὸ Εὐαγγέλιον μετὰ τοῦ θυμιατοῦ καὶ ψάλλοντος «Τὴν Ἀνάσιασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ». Εἶτα ἡ ἱερὰ εἰκὼν καὶ τὸ Εὐαγγέλιον ἀπετέθησαν ἐπὶ τῆς πεζούλας, ἐκπληρούσης χρέη τρισκελίου, ἐφ᾿ ἧς αἱ γυναῖκες εἶχον στρώσει μεταξοϋφὲς μακρὸν προσόψιον. Ὁ ἱερεὺς ἀνέγνω ἀργὰ τὸ κατὰ Μάρκον «Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου», εἶτα θυμιάσας καὶ ἐκφωνήσας τὸ «Δόξα τῇ ὁμοουσίῳ», ἤρχισε νὰ ψάλλῃ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη.
Ἀφοῦ τὸ ἔψαλε τρὶς ὁ ἴδιος, καὶ ἀνὰ ἅπαξ ἢ δὶς δυὸ τῶν βοσκῶν, οἵτινες δὲν ἦσαν μὲν πλέον γραμματισμένοι ἀπὸ τοὺς λοιπούς, ἀλλὰ εἶχον ὀλιγότερον τραχείαν τὴν προφορὰν κι «ἐγύριζε κάπως ἡ γλώσσα των», ἔλαβε θάρρος καὶ ἡ θεια-Μαθηνὼ καὶ τὸ ἔψαλεν ἅπαξ, ὁμοίως, καὶ ἡ θειὰ τὸ Σειραϊνῶ, ἐνῶ τὸ Καλλιοπὼ καὶ τὸ Ἀγλαὼ καὶ ἡ Ἀννούδα καὶ αἱ ἄλλαι γυναῖκες ἔπνιγον τοὺς καγχασμούς των εἰς τὰς παλάμας, μὲ τὰς ὁποίας, ὡς δι᾿ ἑκουσίου φιμώτρου, εἶχον περιλάβει τὰ στόματά των.
Τελευταῖον εἰς ἐπισφράγισιν τὸ ἔψαλε πάλιν ὁ ἱερεύς, καὶ εἶτα εἶπε τὰ Εἰρηνικά. Μεθ᾿ ὅ, ἀναλαβὼν τὴν Ἀνάστασιν καὶ τὸ Εὐαγγέλιον, εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναόν, ἀκολουθούμενος ὑπὸ τοῦ λαοῦ. Ἔψαλε τὸ «Ἀναστάσεως ἡμέρα» καὶ τὰ δυὸ τροπάρια τῆς πρώτης ὠδῆς, ἀκολούθως εἰσῆλθεν εἰς τὸ ἱερόν, καὶ ἐξελθὼν πάλιν ἔλαβε καιρὸν καὶ πάλιν εἰσῆλθε καὶ ἤρχισε νὰ φορῇ ὅλην τὴν ἱερὰν στολήν του. Ἡ ψαλμωδία διεκόπη ἐξ ἀνάγκης. Ἡ Θεία-Μαθηνὼ ἐπλησίασεν εἰς τὸν γερο-Φιλιππῆν, πρωτοκάθεδρον τῆς τάξεως τῶν ποιμένων, καὶ ἐδοκίμασε νὰ κανοναρχήσῃ πρὸς αὐτόν.
«Ψάλε, γερό-Φιλιππῆ». Ἀλλὰ τοῦ γερο-Φιλιππῆ δὲν ἐγύριζεν ἡ γλώσσα του νὰ εἴπῃ «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις».
Τότε ἡ θεία τὸ Μαθηνὼ ἤρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ ψάλλῃ: «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως…» Εἶναι ἀληθές, ὅτι ἡ ἀκριβὴς προφορὰ εἰς τὸ στόμα της ἦτο: «Καθαρθῶμεν τὰς ἠσθήσεις κὴ οὐψόμεθα…».
«Αὐτὸ τὸ εἴπαμε, βλοημένη», ἔκραξεν ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ Βήματος. «Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν, εἶναι τώρα».
«Ἄ! Ναί», ἔκαμεν ἡ θεια-Μαθηνὼ καὶ ἤρχισεν: «Δεῦτε πόμα πίουμιν κηνόν…»
Ἀλλ᾿ ὁ ἱερεύς, ὅστις ἐξηκολούθει νὰ ἐνδύεται, ἐνόησεν, ὅτι ἢ τὴν προσκομιδὴν ἔπρεπε ν᾿ ἀναβάλῃ, ἢ τὴν ἀκολουθίαν νὰ διακόψῃ.
Καὶ ταῦτα μὲν ἐπεδέχοντο οἰκονομίαν, ἀλλὰ δὲν ἔβλεπε πῶς θὰ τὰ ἐκατάφερναν εἰς τὴν λειτουργίαν.
Ἐφόρει ἓν ἕκαστον τῶν ἀμφίων κι ἐψιθύριζε τὰ διατεταγμένα λόγια: «Ἀγαλλιάσεται ἡ ψυχή μου ἐπὶ τῷ Κυρίῳ· ἐνέδυσε γάρ με ἱμάτιον σωτηρίου καὶ χιτῶνα εὐφροσύνης περιέβαλέ με. Ὡς νυμφίον περιέβαλέ με μίτραν, καὶ ὡς νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμῳ».
Εἶτα ἤρχιζε νὰ ψάλλῃ τὰ τροπάρια τοῦ Κανόνος.
«Νῦν πάντα πεπληρωμένα φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια».
Εἶτα πάλιν, φορῶν τὸ ἐπιτραχήλιον, ὑπεψιθύριζεν: «Εὐλογητὸς ὁ θεός, ὁ ἐγχέων τὴν χάριν αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ἱερεῖς αὐτοῦ, ὡς μύρον ἐπὶ κεφαλῆς τὸ καταβαῖνον ἐπὶ πώγωνα…» Καὶ πάλιν ἔψαλλε: «Χθὲς συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοί…».
Εἶτα φορῶν τὸ περιζώνιον, ἔλεγεν: «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ περιζωννύων με δύναμιν, καὶ ἔθετο ἄμωμον τὴν ὁδόν μου». Ἤ, περνῶν τὸ ἓν ἐπιμανίκιον, ἀπήγγελλεν: «Ἡ δεξιά σου χείρ, Κύριε, δεδόξασται ἐν ἰσχύϊ…» Καὶ διακόπτων τοῦτο ἔψαλλε τὴν καταβασίαν: «Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν, οὐκ ἐκ πέτρας ἀγόνου…».
Ἀφοῦ ὅμως ἐνεδύθη τὴν ἱερατικὴν στολὴν ὅλην, ἐξῆλθεν κι ἐχοροστάτησε κι ἔψαλεν ὁ ἴδιος ὅλον τὸν Κανόνα, ἔμελλε δὲ νὰ μεταβῇ εἰς τοὺς «Αἴνους» καὶ ν᾿ ἀρχίσῃ τὸν «Ἀσπασμόν», ὅταν εἶς τῶν βοσκῶν, ὅστις εἶχεν ἐξέλθει διὰ νὰ ἰδῇ πῶς εἶχον αἱ αἶγες του, ἐπανῆλθεν εἰς τὸν ναΐσκον καὶ ἀνήγγειλεν, ὅτι κάποιος φωνάζει βοήθειαν μέσα ἀπ᾿ τοῦ Χαιρημονᾶ τὸ ρέμα καὶ ὅτι εἶναι βαθιὰ κάτω καὶ δὲν τὸν εἶδε, μόνον τὴν φωνήν του ἤκουσεν.
Ὁ ἱερεὺς ἐστράφη:
- Τί τρέχει;
- Δὲν ξέρω τί νὰ εἶναι, εἶπεν ὁ βοσκός… Βαθιὰ κάτ᾿ χουϊάζει… Ποῦ εἴσαστε, ποῦ εἴσαστε; Νὰ πάρου μία λαμπάδα νὰ πάου νὰ ἰδῶ;
- Νὰ πᾷς.
Δυὸ ἢ τρεῖς ἄλλοι νεαροὶ βοσκοὶ καὶ ποιμένες ἔλαβον ἀμέσως τὰς λαμπάδας των κι ἔτρεξαν ἔξω.
Ἀφοῦ ἔφερε γύρο ὅλην τὴν ἡμέραν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ὁ κυρ-Κωνσταντὸς ὁ Ζμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος κ.τ.λ., ἐπιτέλους, ὡς δυὸ ὥρας πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, ἀπεφάσισε νὰ ἐξέλθῃ εἰς τὰ Λιβάδια, ἔξω τῆς πόλεως, ὅπου εἶχε δεμένον τὸ ὀνάριόν του, διὰ νὰ τὸ λύσῃ, ὅπως φορτώσῃ ἐπ᾿ αὐτοῦ τὴν μικρὰν ἀποσκευήν του καὶ ἐκκινήσῃ διὰ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, καθ᾿ ἣν εἶχε δώσει ὑπόσχεσιν εἰς τὸν πάπα-Διανέλλον. Ἀλλὰ τότε μόνον ἐνόησεν, ὅτι εἶχε λησμονήσει ἀπὸ τὸ πρωὶ νὰ τὸ ἀλλάξῃ, ἤτοι νὰ τὸ μετατοπίσῃ εἰς ἄλλην βοσκήν, καὶ τὸ πτωχὸν τὸ ὀνάριον δὲν ἐφαίνετο πολὺ χορτάτον, ὅταν ὁ κύριός του τὸ ἔλυσεν. Ἐκ τοῦ τρόπου μεθ᾿ οὗ ἀνόρθωσε ἐλαφρῶς τὰ χαμηλωμένα αὐτιά του, τὸ ζῶον ἐφαίνετο νὰ ἐλπίζῃ, ὅτι ὁ ἀφέντης του θὰ τὸ μετέθετε τέλος εἰς ἄλλην βοσκήν, ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς τὸ ὁδήγησεν εἰς τὴν οἰκίαν του, ὅπου ἐφόρτωσεν ἐπάνω του ἕνα πενιχρὸν τορβᾶν περικλείοντα τρόφιμα, ἐπέστρωσεν ἐπὶ τοῦ σάγματος παλαιὸν ξεθωριασμένον κυλίμιον, καὶ ἀναβὰς ὁ ἴδιος ἐκάθισε μονόπλευρα ἐπ᾿ αὐτοῦ.
Ἔκαμε τὸν σταυρόν του κι ἐξεκίνησεν. Ἀλλὰ δὲν ἤργησε νὰ καταλάβῃ, ὅτι τὸ ζωντόβολον, ἕνεκα τοῦ γήρατος καὶ τῆς μετρίας τροφῆς, τὴν ὁποίαν εἶχε λάβει, δὲν θὰ ἀντεῖχε καλῶς εἰς τὴν μακρὰν ὁδοιπορίαν, καὶ ὅτι θὰ ἦτο ἱκανὸν νὰ «μαραζώσει» τὸν ἀναβάτην. Ἅμα ἔφθασεν εἰς τὸν ἐπάνω Ἅϊ-Γιαννάκην, οὐ μακρὰν της πόλεως, κατέβη καὶ ἀπεφάσισε νὰ ὁδηγῇ τὸ ὀνάριον, πεζὸς βαίνων. Ἀλλὰ καὶ πάλιν τὸ ζῶον δὲν ἐβάδιζε καλῶς, μὲ ὅλους τοὺς κτύπους ὅσους τοῦ κατέφερε μὲ μίαν λεπτὴν βέργαν εἰς τὰ ὀπίσω του. Ἀπεφάσισε λοιπὸν ν᾿ ἀπαλλαγῇ τῆς συντροφιᾶς, ἥτις θὰ ἦτο μᾶλλον βάρος ἢ βοήθεια εἰς αὐτόν, καὶ νὰ δέσῃ κάπου τὸ ζῶον, διὰ νὰ τὸ ἀφήσῃ νὰ βοσκήσῃ. Ἐζήτησε μέρος κατάλληλον διὰ νὰ τὸ δέσῃ, ἀλλὰ δὲν εὖρεν εἰς τὸν ἐπάνω Ἅϊ-Γιαννάκην πλουσίαν βοσκήν. Κατέβη ὀπίσω εἰς τὸν κάτω Ἅϊ-Γιαννάκην ἀλλὰ ἀφοῦ κι ἐκεῖ δὲν εὖρεν ἱκανὸν χόρτον, διηυθύνθη ἀπώτερον κάπου, εἰς τὴν θέσιν Ἔρμο Χωριό, κι ἐκεῖ ἔδεσε τέλος τὸ ζῶον εἰς τὴν ρίζαν ἀγρίου δένδρου, ἐντὸς ἀσπάρτου ἀγροῦ, καὶ πλησίον ἑνὸς φράκτου. Αὐτὸς δὲ ἐφορτώθη εἰς τὸν ὦμον τὸν τορβᾶν καὶ τὸ κυλίμιον, ἔβαλε ὄπισθέν του εἰς τὴν μέσην μικρὸν κλαδευτήρι καὶ κρατῶν τὴν λεπτὴν ράβδον του, ἐξεκίνησε πεζός. Εἶχε χασομερήσῃ σωστὴν μίαν ὥραν εἰς ὅλας αὐτὰς τὰς φροντίδας.
- Τώρα, εἶπε μέσα του, εἶναι καιρὸς νὰ τὸ βάλω στὰ πόδια, διὰ νὰ μὴ νυχτώσω (καὶ πάλιν θὰ νυχτώσω), ἐκτὸς ἐὰν ἀπομείνω· ἀλλὰ ν᾿ ἀπομείνω δὲν πρέπει, γιατὶ ἔδωκα ὑπόσχεσιν τοῦ παπᾶ.
Οὕτως εἶπε, καὶ οὕτως ἔκαμε. Καὶ ἤρχισε νὰ κόφτῃ δρόμον, μὲ ὅλα τὰ ἑξήκοντα ἔτη του, μὲ ὅλον τὸ δημογεροντικὸν καὶ προεστάδικον τῆς διαίτης καὶ τοῦ ἤθους του, τὸ βραχὺ ἀνάστημα, τὸ ὠχρόν, λεπτόδερμον καὶ καταπονημένον πρόσωπον, καὶ μεθ᾿ ὅλον τὸ κανονικόν, καίτοι παλαιὸν καὶ ἐφθαρμένον τῆς βράκας καὶ τοῦ φεσίου. Ἦτο παλαιὸς γεωργοκτηματίας, ἀπὸ οἰκογένειαν, μὲ ὅλα τὰ κτήματα τοῦ ἐνυπόθηκα, ἐκ τῶν ἁπλοϊκῶν ἐκείνων, τοὺς ὁποίους εὗρε λείαν εὔκολον καὶ καλὸν ἕρμαιον ἡ ἄπληστος καὶ ἰδιοτελὴς πανουργία τῶν παντοπωλῶν, μικρεμπόρων καὶ τοκιστῶν τῆς χθές, τῶν νεόπλουτων τῆς σήμερον, κατὰ πόλεις καὶ κώμας.
Ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς ἀνέβη τὶς Βίγλες καὶ ἔφθασεν εἰς τοῦ Κ᾿φαντώνη τὸ Καλύβι, εἶτα κατέβη εἰς τὸ ρέμα, τὸ συνορεῦον πρὸς τὸ Λεχούνι, ὅπου εὑρίσκεται ὁ νερόμυλος τοῦ Δήμου τοῦ Βλάχου κι ἐκεῖθεν ἤρχισε ν᾿ ἀναβαίνῃ τὸν μικρὸν ἀνήφορον τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους.
Ὁ ἥλιος εἶχε δύσει, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, καὶ ἀντικρὺ τοῦ βραχώδους καὶ ἀποτόμου ὅρους, ὅπου κεῖται τὸ μικρὸν διαλυμένον μονύδριον. Ὁ πάπα-Ἀζαρίας, Σύγκελλος, ἡγούμενος τοῦ ἐρήμου ἀδελφότητος μοναστηρίου, οὐδὲν ἄλλο ἔχων πνευματικὸν ποίμνιον, εἰμὴ μίαν ὑπέργηρον καλογραίαν ἐνενηκοντούτιν καὶ ἕνα ἄχρηστον ὑποτακτικόν, ἡλικιωμένον, ναυαγὸν τοῦ κόσμου καὶ ἀπόχηρον, εἶχεν ἐξέλθει εἰς τὰ πρόθυρα τῆς μονῆς, κι ἔβλεπε τὰς τελευταίας ἀκτίνας τοῦ ἡλίου ἐπιχρυσούσας διὰ τίνας στιγμᾶς ἀκόμη τὰς κορυφᾶς τῶν ἀνατολικῶν ἀπέναντι ὀρέων, ὅταν εἶχε τὸν μπάρμπα-Κωνσταντὸν νὰ προκύψῃ ὄπισθεν τῆς τελευταίας αἵμασιας, τῆς χαραττούσης ἑκατέρωθεν τὸν δρόμον.
- Ποῦ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, κυρ-Κωνσταντέ; Σὰν τὰ χιόνια!
- Εὐλογεῖτε, πάτερ! Καὶ ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός, ἀφοῦ ἔκαμε τὸν σταυρὸν τοῦ τρίς, ἀποβλέπων πρὸς τὸ ἱερὸν τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους, ἤρχισεν, ἀσθμαίνων, νὰ διηγεῖται, πῶς ὁ πάπα-Διανέλλος ὁ Πρωτέκδικος ἐκλήθη ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς καὶ ποιμένας νὰ κάμῃ Ἀνάστασιν καὶ νὰ λειτουργήσῃ ἐπάνω εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, πῶς ἐκάλεσε καὶ αὐτόν, τὸν κυρ-Κωνσταντόν, νὰ ὑπάγῃ νὰ τὸν βοηθήσῃ, πῶς ὁ παπὰς εὐρίσκετο ἀπὸ τῆς πρωίας ὀπίσω, εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἄλλον βοηθὸν ἢ συλλειτουργόν, πῶς αὐτός, ὁ κυρ-Κωνσταντός, ἠργοπόρησε νὰ ἐκκινήσῃ, ἕνεκα τοῦ ὀναρίου του, τὸ ὁποῖον δὲν ἀντεῖχεν εἰς τὴν ὁδοιπορίαν, καὶ ἤθελε κάθε τόσο ἄλλαγμα βοσκῆς (καὶ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ρίξει τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἀφθόνους βροχάς, ὥστε νὰ ὑπάρχῃ δαψίλεια βοσκῆς εἰς τὰ Λιβάδια), καὶ τέλος, πῶς ὁ κυρ-Κωνσταντὸς εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην ν᾿ ἀποφασίσῃ νὰ ὑπάγῃ πεζὸς ἐπάνω εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην, διὰ νὰ μὴ γελάσῃ τὸν παπάν, ἐπειδὴ εἶχε δοσμένον τὸν λόγον του νὰ ὑπάγῃ νὰ τὸν βοηθήσῃ.
- Μὰ τώρα νύχτωσες… θὰ νυχτώσεις… εἶπεν ὁ Ἅϊ-Χαραλαμπίτης ὁ ἱερεύς. Πῶς θὰ πᾷς ἐκεῖ, ἔ; Εἶναι μιάμιση ὥρα δρόμος ἀκόμα… καὶ τὸ φεγγάρι θ᾿ ἀργήσει τρεῖς ὦρες νὰ βγῇ… σκοτάδι ἄσ᾿βος!
Ἄσ᾿βος, ἄσσοβος = ἄβυσσος.
«Πῶς νὰ κάμω;» εἶπεν ὁ μπαρμπα-Κωνσταντός, ὅστις ἤρχισεν εὐθὺς νὰ ὀκνῇ καὶ νὰ διστάζῃ.
«Σκοτάδ᾿ ἄβ᾿σος», ἐπανέλαβεν ὁ παπα-Ἀζαρίας, «τὸ φεγγάρι θ᾿ ἀργήσει τρεῖς ὦρες… Πῶς θὰ πᾷς ὡς ἐκεῖ, μοναχός σου; Κακοστρατιά, κλεφτότοπος. θὰ πέσεις σὲ κανένα γκρεμνὸ νὰ κατασκοτωθεῖς».
«Τί μὲ συμβουλεύεις, γέροντα, νὰ κάμω;» τοῦ εἶπε ψοφοδεὴς ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς ὁ πάρεδρος.
Ὁ παπα-Ἀζαρίας ἐσκέφθη πρὸς στιγμήν, ἀλλ᾿ ἡ ὄψις του δὲν ἐξέφραζε πνευματικόν τι. Ἴσως ἔλεγε μέσα του: «Τί ἤθελα, τί γύρευα ἐγὼ νὰ τοῦ πῶ τέτοια πράγματα νὰ τὸν δειλιάσω… Αὐτὸς εἶναι ἕτοιμος… Ἀφορμὴ ἐγύρευε νὰ μείνῃ μὲς στὴ μέση… καὶ νὰ κάμῃ Ἀνάσταση στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο».
Εἶτα εἶπε μεγαλοφώνως:
«Τί νὰ σοῦ πῶ κι ἐγώ; Ἐσεῖς πᾶτε καὶ δίνετε ὑπόσχεση, κι ὕστερα δὲν ξέρετε νὰ σηκωθεῖτε μὲ τὴν ὥρα σᾶς τουλάχιστον, νὰ πᾶτε ῾κεῖ ὅπου ἔχετε δώσει λόγο… κι ὁ ἄλλος ἂς καρτερῇ… Ἕνα πράμα ποὺ σοῦ εἶναι κοπιαστικὸ καὶ δύσκολο ἀπ᾿ ἀρχῆς, πρέπει νὰ τὸ συλλογίζεσαι, νὰ τὸ μετρᾶς καλά, νὰ μὴ δίνεις τὸ λόγο σου… Τί δουλειὰ εἶχες ἐσύ, νοικοκύρης ἄνθρωπος, νὰ τρέχεις στὰ κατσάβραχα, ἀπάνω στὸν Ἅϊ-Γιάννη, γιὰ νὰ κάμεις Πάσχα; Δὲν ἤξερες νὰ ῾ρθεῖς στὸν Ἅϊ-Χαράλαμπο; Τί νὰ σοῦ κάμω ἐγώ; Ἐδῶ θελὰ χρησιμέψεις… θελὰ ψάλλουμε μαζὶ τὴν Ἀνάσταση, θελὰ λειτουργηθεῖς μία χαρά, καὶ ἡ μυζήθρα καὶ τὸ χλωρὸ τυρὶ δὲν ἤθελε μᾶς λείψῃ… Ἔχω κι ἐκεῖνον τὸν ἀχαΐρευτο τὸν ὑποτακτικό μου τὸν Γαβριήλ, ὅπου δὲ φελὰ τίποτε… ἔχω καὶ τὴ γριὰ τὴν Εὐπραξία ἕνα σωρὸ κόκαλα, νά ῾χουμε τὴν εὐκή της… τρεῖς κοῦκοι! Μὰ οἱ βοσκοί, ἂς εἶναι καλά, τὲς καλὲς μέρες ἔρχονται, μᾶς κάνουν γενιά… μόνον ἐφέτος ποὺ μᾶς πῆρε τοὺς πιότερους ὁ πάπα-Διανέλλος, πίσω στὸν Ἅϊ-Γιάννη, ἀλλὰ μένουν κάτι λιγοστοί…»
Ἐνταῦθα ἦλθεν εἰς τὸν πάπα-Ἀζαρίαν ὁ πειρασμὸς νὰ κρατήσῃ τὸν κυρ-Κωνσταντὸν εἰς τὸν Ἅγιον Χαράλαμπον, ἀφήνων τὸν πάπα-Διανέλλον ἄνευ βοηθοῦ διὰ νὰ τὸν ἐκδικηθῇ, διότι τοῦ ἀφήρεσε τοὺς πλείονας τῶν βοσκῶν του. Ἀλλὰ δὲν τὸ ἐχώρησεν ἡ συνείδησίς του, καὶ ἐντονότερον ἐξηκολούθησε:
- Τώρα, ὅπως καὶ νὰ τὸ κάμεις, ἄσχημα εἶναι… μὰ τὸ καλύτερο εἶναι νὰ τραβήξεις τὸ δρόμο σου νὰ πᾷς… Ἔδωκες τὸ λόγο σου… Εἶναι μεγάλη ἁμαρτία ν᾿ ἀφήσεις τὸν παπὰ χωρὶς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα.
Ὁ μπάρμπα- Κωνσταντὸς δὲν ἀπέσπα τὸ βλέμμα ἀπὸ τὰς κυανᾶς καὶ κοκκίνας ὑάλους τῆς θυρίδος τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἥτις ἐφαίνετο προσελκύουσα αὐτὸν ὡς μαγνήτης, καὶ νοερῶς συνέκρινε τὴν σχετικὴν ἀνάπαυσιν, ἣν θὰ εἶχεν εἰς τὸν Ἅγιον Χαράλαμπσν, ὅπου θὰ εὕρισκε ζεστὸν κελίον, μὲ ἄφθονον πῦρ καὶ καφὲν πρὸ τῆς Ἀναστάσεως, μὲ γάλα καὶ αὐγὰ μετὰ τὴν λειτουργίαν, καὶ διπλοῦν θαλπερὸν καὶ ἀναπαυτικὸν ὕπνον πρὸ καὶ μετὰ τὴν ἀκολουθίαν, μὲ τὴν ἐρημίαν, μὲ τοὺς βράχους, τοὺς σχοίνους καὶ τὰς κομαρέας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὅπου θὰ ὑπῆρχε μόνον ὕπαιθρον ἢ ἀνεπαρκὲς ὑπόστεγον καὶ πάρα πολλὴ δρόσος πρωιμοτέρα ἢ ὥστε νὰ εἶναι ἐπιθυμητή.
- Μὴ στέκεσαι καθόλου, ἐπανέλαβε ὁ Ἅϊ-Χαραλαμπίτης. Τράβα γιατὶ θὰ νυχτώσεις, καὶ θ᾿ ἀργήσει τὸ φεγγάρι νὰ βγεῖ.
- Τώρα νύχτωσε ποὺ νύχτωσε, εἶπεν ἀποφασιστικῶς ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός. Καλύτερα εἶναι νὰ καθίσω προσώρας νὰ ξεκουραστῶ, ὥσπου νὰ βγῇ τὸ φεγγάρι.
- Καὶ ὕστερα;
- Ὕστερα πηγαίνω μὲ τὸ φεγγάρι.
- Μὰ θὰ πᾷς;
- Θὰ πάω.
- Ξέρεις καλὰ τὸν δρόμο;
- Τί θὰ πεῖ… Μπορεῖ νὰ ἔχω χρόνια νὰ πάω, μὰ τὸν δρόμο τὸν θυμοῦμαι… Κι ἔπειτα, ἂν ἔρθῃ κανένας ἀπὸ τοὺς ξωμερίτες φίλους μου…
- Ἔ!
- Θὰ τὸν παρακαλέσω νὰ μὲ πάῃ λίγο παραπάνω, εἶπεν ὁ μπάρμπα-Κωναταντός.
- Ὥστε δὲν ξέρεις καλὰ τὸν δρόμο;
- Ὄχι, ἀλλά…
- Φοβᾶσαι τὰ στοιχειά; ἐκάγχασεν ὁ ἱερεύς.
- Θεὸς νὰ φυλάῃ… Δὲν φοβοῦμαι τίποτε μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ… Ἀλλὰ ἡ συντροφιὰ εἶναι πάντα καλύτερη.
- Ἂς εἶναι, δὲν μπορῶ νὰ σὲ διώξω… ἔμβα μὲς στὸ κελὶ νὰ ξεκουραστεῖς, καὶ σὰν βγῇ τὸ φεγγάρι, νὰ πᾷς…
- Εὐλόγησον.
Ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς εἰσῆλθεν εἰς τὸ κελλίον, κι ἐξηπλώθη ἐπὶ τοῦ χαμηλοῦ ἐπεστρωμένου σοφά, μὲ τοὺς πόδας πρὸς τὴν ἑστίαν, ὅπου ἔκαιεν ἀσθενὲς πῦρ ἐτοιμόσβεστον. Ὁ μπάρμπα-Κωνσταντος ἐσκεπάσθη μὲ τὸ κυλίμι, τὸ ὁποῖον ἐκόμιζε, καὶ μετ᾿ ὀλίγα λεπτὰ ἀπεκοιμήθη. Ἦτο δὲ ἤδη νύξ.
Τὸ κελλίον ὅπου εἶχεν εἰσέλθει ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός, ἦτο τὸ ἐν ἐκ τῶν δύο, ὅσα ἐκράτει ὁ ἡγούμενος, τὸν ὁποῖον ἐχρησίμευεν ἅμα ὡς προθάλαμος, ὡς μαγειρεῖον καὶ ὡς πρόχειρον «ἀρχονταρίκι». Μόλις εἶχεν ἀποκοιμηθεῖ ὁ γηραιὸς πάρεδρος καὶ εἰσῆλθεν ὁ ὑποτακτικὸς Γαβριήλ, μὲ ἄσπρον κιουλάρι, μὲ ζωστικὸν πάνινον, ξεθωριασμένον καὶ χωρὶς ράσον, κρατῶν λυχνίαν μὲ τὴν ἀριστεράν, καυσόξυλα καὶ χαμόκλαδα μὲ τὴν δεξιάν.
«Ἄλλος μουσαφίρης πάλε!» ἐγόγγυσεν, ἅμα εἶδε τὸν κυρ-Κωνσταντὸν κοιμώμενον. «Κουτσοὶ στραβοὶ στὸν Ἅϊ-Παντελεήμονα! Εὐλόγησον, πατέρες!»
Ἐκρέμασε τὸ λυχνάριον ἐπὶ τοῦ πτερυγίου τῆς ἑστίας, ἐγονάτισε καὶ ἤρχισε νὰ ξανάπτῃ τὴν φωτιάν, καὶ ἐξηκολούθησεν:
- Ἀπὸ ποὺ μὲ τὸ καλό, αὐτὸς πάλε! Ἂς εἶναι καλὰ οἱ χριστιανοί! Τὰ ποτήρια ξεπλύνετε, καὶ οἱ παῖδες ἂς κερνοῦν. Ζήτω ἡ κρασοκατάνυξις! Εὐλόγησον, πατέρες!
Ἔσκυψεν εἰς τὴν ἑστίαν καὶ ἤρχισε νὰ φυσᾶ διὰ φυσητῆρος ἐκ καλάμου. Εἶτα ἐπανέλαβεν:
- Ἔδωκας, ἡγούμενε, τῶν καλογήρων διακόνημα… Ἔψαλε τοῦτο εἰς ἦχον τέταρτον, μεθ᾿ ὅ, εἰς πεζὸν λόγον, προσέθηκε: Ποῦ τοὺς βρίσκει ὁ γέροντάς μου, καὶ τοὺς μαζώνει! Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Καὶ νὰ ἔφερναν τίποτα πρόσφορα τὸ ἐλάχιστο! Μὰ αὐτοὶ ἔρχονται μὲ ἄδεια τὰ χέρια. Τοῦ κελάρη ἔδωκας κλειδιὰ εἰς τὰ χέρια του (τοῦτο τὸ εἶπε ψαλτά· εἶτα χῦμα). Βάστα, γερο-Γαβριήλ. Σὰν εἶσ᾿ ἀββᾶς, βάστα!
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς ἔκαμε κίνησιν τινά, ἐμισοξύπνησε, κι ἐγύρισεν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν.
- Χαλάλι νὰ τοῦ γίνῃ, ἐγόγγυσεν ὁ πάτερ-Γαβριήλ. Νυστασμένος μᾶς ἦλθεν ὁ ἄνθρωπος. Θέλω νὰ ξέρω, αὐτοί, κάτω στὸ χωριό, δὲν κοιμοῦνται τάχα, δὲν ἔχουν σπίτια, δὲν ἔχουν κάμαρες; Κινοῦν δυὸ ὧρες δρόμο κι ἔρχονται στὸν Ἅϊ-Χαράλαμπο γιὰ νὰ κοιμηθοῦν; Ταμάμ! Εὐλόγησον, πατέρας!…
Καὶ εἶτα ἔψαλε.
- «Δίδει τὸν οἶνον λιγοστόν…».
Ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφεὶς ἐπὶ τοῦ ἄλλου πλευροῦ, δὲν ἐπανεῦρεν τὸν ὕπνον, ἀλλ᾿ ἀνασηκωθεῖς ἐπὶ τοῦ ἀγκῶνος, ἐγύρισε βλέμμα πρὸς τὸν μοναχὸν καὶ τὸν ἠρώτησε:
- Τί ὥρα εἶναι, πάτερ;
-Τί ὥρα; Ὥρα ποὺ νύχτωσε… Ὥρα ποὺ φέγγουν τ᾿ ἀστέρια.
- Τὸ φεγγάρι δὲν βγῆκε ἀκόμα;
- Τί νὰ σὲ κάμει τὸ φεγγάρι, χριστιανέ μου;… Τὸ φεγγάρι δὲν κόβει μονέδα…
- Περιμένω νὰ βγῇ τὸ φεγγάρι γιὰ νὰ φύγω, καὶ γι᾿ αὐτὸ σ᾿ ἐρωτῶ, τοῦ εἶπεν ἡσύχως ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός.
- Νὰ φύγεις; Γιὰ ποῦ, ἂν θέλει ὁ Θεός;
- Δὲν ἦρθαν ξωμερίτες ἀπ᾿ τὰ καλύβια;
- Μοῦ κάνουν τὴ χάρη νὰ μὴ ῾ρθοῦν, εἶπεν ὁ Γαβριήλ. Σοῦ φέρνουν ἕνα πρόσφορο καὶ σοῦ φαρμακώνουν μία κότα ὁλάκερη· σοῦ φέρνουν ὀλίγο νάμα, καὶ σοῦ ἀδειάζουν μία δαμιδζάνα σωστή…
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη ἡ φωνὴ τοῦ ἡγουμένου ἀπὸ τῆς θύρας τοῦ κελλίου:
- Ἄ! Ξυπνητὸς εἶσαι, κύριε πάρεδρε, ἔλεγεν ὁ πάπα-Ἀζαρίας. Κι ἐγὼ ἐνόμισα, ὅτι ὁ Γαβριὴλ ὁμιλοῦσε πάλι μοναχός του, καθὼς τὸ συνηθίζει. Καλὰ ποὺ ἔπιασε κουβέντα μὲ ἄνθρωπο.
- Χμ!… Γχ! ἔπνιξε τοὺς γογγυσμούς του μέσα του ὁ Γαβριήλ. Εἶτα, ψιθύρῳ τῇ φωνῇ, προσέθηκεν: «Εὐλόγησον, πατέρες!»
- Δὲν ἐκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, ἀπήντησεν ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός, ὅστις πράγματι δὲν ἐνεθυμεῖτο ποσῶς ἂν εἶχε κοιμηθῆ ἢ ὄχι…
- Καὶ δὲν ἄκουσες τὸν Γαβριὴλ νὰ ὁμιλῇ μονάχος του…
- Δὲν τὸν ἄκουσα… Ἴσως νὰ ἔκλεψα ἕναν ὕπνο ἴσα μ᾿ ἕνα Πιστεύω.
- Περιμένω τοὺς βοσκούς· ὅπου εἶναι ἔφθασαν, εἶπεν ὁ Ἅϊ-Χαραλαμπίτης ἱερεύς. Ἅμα ἔλθουν, ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ ὑποχρεώσω ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς νὰ σὲ συντροφέψει γι᾿ ἀπάνου…
- Εὐλόγησον, εἶπεν ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός, ὅστις δὲν τὸ ἐπεθύμει διακαῶς μέσα του.
- Ὥσπου νὰ ἔλθουν, ἐπανέλαβεν ὁ πάπα-Ἀζαρίας, ἐπειδὴ συνηθίζω νὰ διαβάζω τὰς Πράξεις ἀποβραδίς, κατὰ τὸ παλαιὸν Τυπικόν, νὰ πάρουμε ἕναν καφέ, καὶ νὰ μὲ συντροφέψεις, ἂν ἀγαπᾷς εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διὰ νὰ μὲ βοηθήσεις νὰ διαβάσουμε μαζὶ τὰς Πράξεις.
Αἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναγινώσκονται, κατὰ τὸ ἀρχαῖον Τυπικὸν ἐν τοῖς ἱεροῖς μοναστηρίοις, ἀφ᾿ ἑσπέρας τοῦ Μ. Σαββάτου, πρὸ τῆς Παννυχίδος δηλ. καὶ τοῦ ὄρθρου τοῦ Πάσχα.
- Εὐχαρίστως, εἶπεν ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός.
- Τὲς διαβάζω ἐγὼ τὲς Πράξεις, ἐγόγγυσεν ὁ Γαβριήλ, ὅστις ἐζήλευεν ἅμα ἔβλεπεν ἔκτακτον βοηθὸν ἢ ψάλτην ἐν τῷ ναΐσκῳ.
- Ἐσύ, Γαβριήλ, θὰ κάμεις περισσότερα λάθη ἀπὸ ὅσες λέξεις εἶναι τυπωμένες μὲς στὸ βιβλίο. Μόνον νὰ μᾶς κάμεις δυὸ καλοὺς καφέδες, ἰδιορρυθμίτικους καὶ νὰ μᾶς τοὺς φέρεις ἀπὸ κεῖ. Ὁρίστε, κυρ-Κωνσταντό, νὰ περάσουμε στὸ κελλὶ τὸ ἄλλο.
Ἰδιόρρυθμα λέγονται τὰ μοναστήρια ὅσα δὲν εἶναι Κοινόβια, δὲν τηροῦσι δηλ. τὴν ἀρχαίαν αὐστηρὰν κοινοβιακὴν τάξιν.
Ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς ἠγέρθη, ἔλαβε τὴν ράβδον του, τὸν τορβᾶν καὶ τὸ κυλίμι καὶ μετέβη εἰς τὸ κελίον τοῦ πατρὸς Ἀζαρία.
* * *
Οἱ τρεῖς νεαροὶ βοσκοί, κρατοῦντες τὰς λαμπάδας τῶν χαμηλὰ μὲ τὴν ἀριστεράν, περισκέποντες τὸ φῶς μὲ τὴν δεξιάν, ἀπὸ τῆς προσπνεούσης νυκτερινῆς αὔρας, ἐνῶ ἡ σελήνη, ὑψηλὰ ἀναπλέουσα τὸν οὐρανόν, εἶχε κρυφθεῖ εἰς σύννεφα, ἔτρεξαν πρῶτοι ἐμπρός, ὁ δὲ πρῶτος ἀναγγείλας τὴν εἴδησιν αἰπόλος ἤρχετο ὀπίσω. Κατέβησαν κάτω εἰς τὸ ρέμα, χωρὶς νὰ ἀκούσωσι φωνᾶς, καὶ ἤρχισαν νὰ ὑποπτεύωσιν, ὅτι ὁ πρῶτος βοσκὸς ἴσως εἶχεν «αὐτιασθεῖ» καὶ εἶχεν ἀκούσει φωνάς, μὴ ὑπάρχουσας πράγματι. Ἀλλ᾿ ὁ αἰπόλος διεμαρτύρετο, λέγων, ὅτι δὲν ἠπατήθη, καὶ ὅτι εἶχεν ἀκούσει εὐκρινῶς φωνὴν λέγουσαν: «Ποῦ εἴσαστε; Ποῦ εἴσαστε;»
Διὰ νὰ βεβαιωθῇ ἔτι μᾶλλον αὐτός, πείθων καὶ τοὺς ἄλλους, ὁ βοσκός, ἤρχισε νὰ φωνάζει: «Ἔ! Ἐδῶ εἴμαστε! Ποιὸς εἶναι;»
Ἀσθενὴς φωνὴ ἀπήντησεν. Ἀλλὰ δὲν διέκριναν τὰς λέξεις.
Ἀφοῦ προέβησαν ὀλίγα βήματα παρεμπρός, οἱ βοσκοὶ πάλιν ἐφώναξαν: «Ἔ! Ποιὸς εἶσαι; Ποῦ βρίσκεσαι;»
Ἡ φωνὴ εὐκρινέστερον ἀπήντησε:
- Δῶ εἶμαι!… Ἐλᾶτε παραδῶ… Καὶ ἡ φωνὴ ἐπνίγη εἰς στεναγμόν.
- Κάποιος θά ῾πεσε κι ἐγκρεμοτσακίσθη πουθενὰ μέσα στὸ ρέμα, ἐσκέφθη μεγαλοφώνως ὁ εἷς τῶν βοσκῶν.
Τῷ ὄντι, ὅταν ἤκουσαν τὸν μορμυρισμὸν τοῦ ὕδατος τοῦ μικροῦ χειμάρρου, ρέοντος διὰ μέσου βράχων καὶ ἀμμωδῶν χώρων ἐναλλὰξ εἰς τὸ βάθος τῆς κοιλάδος, κι ἐπλησίασαν εἰς τὴν ρίζαν ἑνὸς βράχου, εἶδον τὸ σῶμα ἀνθρώπου κειμένου ἐκεῖ, δίπλα εἰς τὸ ψιθυρίζον καὶ κατερχόμενον εἰς τὴν θάλασσαν ἑλικοειδὲς ρεῦμα. Ἦτο αὐτὸς ὁ κυρ-Κωνσταντός, ὁ τρίτος πάρεδρος. Τὸν ἀνεκίνησαν. Δὲν ἦτο βαρέως πληγωμένος, ἀλλ᾿ εἶχε βαρέσει εἰς τὴν ἀριστερὰν πλευράν, πεσὼν ἀπὸ ὕψος ἀνδρικοῦ ἀναστήματος, ἀπὸ τὸν βράχον. Περὶ ὥραν δεκάτην εὐρωπαϊστί, ἀφοῦ ἀνέτειλεν ἡ σελήνη, εἶχεν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν Ἅγιον Χαράλαμπον, ὄχι τόσον διότι τὸ ἐπεθύμει, ὅσον διότι ὁ παπα-Ἀζαρίας, ὁ ὑποχρεωτικὸς καὶ πρόθυμος φίλος, ὅταν ἐπρόκειτο ν᾿ ἀποπέμψῃ ὀχληρόν, εἶχε παρακαλέσει ἕνα τῶν ἐλθόντων χωρικῶν, καὶ εἶχεν ἐπιμείνει, ἵνα συνοδεύσῃ οὖτος τὸν μπάρμπα-Κωνσταντόν, ἀπερχόμενον εἰς Ἅγιον Ἰωάννην ὅπου εἶχε δώσει ὑπόσχεσιν νὰ ὑπάγῃ.
Ὁ χωρικός, μὲ προθυμίαν ὄχι ἐμφαντικοτέραν τῆς τοῦ παπα-Ἀζαρία, μεγαλυτέραν δὲ τῆς τοῦ κυρ-Κωνσταντοῦ, συνόδευσε τὸν πάρεδρον εἰς ἱκανὸν μέρος τῆς ὁδοῦ ἕως τὰ Καμπιά, εἰς τὸ ὕψος τοῦ βουνοῦ, ὀπόθεν ἔπρεπε νὰ κατηφορίσῃ τις, διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Προδρόμου, κι ἐκεῖ, ἀφοῦ τοῦ ἔδειξεν ἀκριβῶς τὸν δρόμον, τοῦ ηὐχήθη καλὴν Ἀνάστασιν καὶ τὸν ἐγκατέλιπε μόνον.
Ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς ἠκολούθησε κατ᾿ ἀρχὰς ἐπὶ πολὺ τὸν κύριον δρόμον, ὅστις ἦτο μοναδικὸς καὶ εὐδιάκριτος ὑπὸ τὸ φῶς τῆς σελήνης, μόνην συντροφιὰν ἔχων τοὺς θάμνους, ὅσοι ἵσταντο δεξιὰ καὶ ἀριστερά, διαχαράσσοντες τὴν ὁδόν, τὰ δένδρα, τὰ ὁποῖα ἐλάμβανον φανταστικὰ σχήματα ἢ ἐσχημάτιζαν σκιᾶς, ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων τὸ ὄμμα ἔβλεπε πολλάκις φάσματα καὶ ἀκίνητους ἀνθρώπους, τοὺς βράχους, οἵτινες, καθόσον ἐπλησίαζε πρὸς τὴν βόρειον ἀκτήν, ἐπληθύνοντο κι ἐξετόπιζον τὰ δένδρα, τὸ δειλὸ κελάδημα ὀλίγων πτηνῶν, κρυμμένων εἰς τὰς λόχμας, τὸν κρότον τῆς αὔρας, σειούσης τοὺς κλῶνας καὶ τὰς κορυφὰς τῶν δένδρων, καὶ τὸν μυστηριώδη θροῦν τῆς φυλλάδος, τὸν παραγόμενον ὑπὸ ἀγνώστων νυκτερινῶν πλασματίων, ὑπὸ μικρῶν κατωτέρων πνοῶν, κρυπτουσῶν τὴν ὕπαρξιν τῶν ἐν μέσῳ τοῦ σκότους καὶ τῆς μοναξιᾶς.
Ἀλλ᾿ ὅταν ἔφθασεν εἰς μέρος, ὅπου ἡ ὁδὸς ἐτέμνετο εἰς δυὸ μικρὰ μονοπάτια, τὸ ἓν ἀνατολικότερον, τὸ ἄλλο βορειοδυτικόν, εὑρέθη εἰς ἀμηχανίαν ποῖον μονοπάτι νὰ λάβῃ. Ὅσον καὶ ἂν εἶναι ἐντόπιος εἷς ἄνθρωπος, ὅστις ἐκτάκτως, ἅπαξ κατὰ δυὸ ἢ τρία ἔτη, ἐξέρχεται εἰς μακρὰν σχετικῶς ἐκδρομήν, εἰς τοὺς μικροὺς τόπους, πάντοτε εὑρίσκεται εἰς ἀμηχανίαν, ὅταν μάλιστα τὸ τοπίον εἶναι κάπως ἄγριον καὶ δὲν ἔχει ὁ ἴδιος κτήματα εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο. Οἱ δρόμοι ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτος ἀλλάζουν, πολλάκις παλαιαὶ ὁδοὶ ἐκχερσοῦνται ἢ καλλιεργοῦνται καὶ δὲν πατοῦνται πλέον, ἐκ τῆς πλεονεξίας μικροῦ γαιοκτήμονος, ὅστις περιφράττει ἐντὸς τοῦ χωραφιοῦ τοῦ ἓν ἢ δυὸ στρέμματα γῆς περισσότερον καὶ μεταθέτει τὸν φράκτην μίαν ἢ δυὸ ὀργιὰς ἀπωτέρω. Ἐνίοτε συμβαίνει καὶ τὸ ἐναντίον· ἀδιαφιλονίκητος ἐλαιὼν γνωστοῦ κτηματίου πατεῖται καὶ γίνεται δρόμος, χάριν τῆς εὐκολίας τῶν διαβατῶν· ἄλλοτε οἱ βοσκοὶ καὶ αἱ αἶγες τῶν ἀνοίγουσι νέον μονοπάτι διὰ νὰ «ἀραδίζουν», ἄλλοτε ἐγκαταλείπουσι καὶ ἀφήνουσι νὰ ἐκχερσωθῇ παλαιὰ καὶ γνώριμος ὁδός.
Ἀφοῦ ἐπὶ πολὺ ἐδίστασεν ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός, ἐπροτίμησε τέλος τὸ βορειοανατολικὸν μονοπάτι, καὶ κατέβη ταχέως εἰς τὸ ρεῦμα τοῦ Χαιρημονᾶ, ἀλλ᾿ ἐκεῖ δὲν δύναται νὰ βαδίζει τις, ἐκτὸς ἂν εἶναι δωδεκαετὴς παῖς, καὶ ψάχνει διὰ καβούρια, τὴν ἡμέραν. Ὁ δὲ κυρ-Κωνσταντὸς ἦτο ἑξηκοντούτης, ἦτο νὺξ καὶ δὲν ἐζήτει καβούρια. Τὸ ρεῦμα τῆς πηγῆς τοῦ Χαιρημονᾶ, ἐνούμενον κατωτέρω μὲ τὸ ρεῦμα τῆς Παναγίας Δομάν, σχηματίζει ποτάμιον, κατερχόμενον εἰς τὴν θάλασσαν δι᾿ ἀποτόμου κατωφέρειας, διὰ βράχων καὶ μικρῶν καταρρακτῶν.
Στιγμὴν τινά, καθ᾿ ἣν ἡ σελήνη εἶχε κρυβεῖ ἄνω εἰς νέφος καὶ δὲν εἶδε καλά, δὲν ἐπάτησε στερεά, ὀλίσθησεν ἀπὸ ἕνα βράχον κι ἔπεσε μὲ τὴν κεφαλὴν καὶ τὸν κορμὸν εἰς τὴν ἄμμον, μὲ τοὺς πόδας εἰς τὸ νερόν. Ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὸς ἐκτύπησεν ἐλαφρῶς καὶ ἐπόνεσεν, ἐκ τοῦ τιναγμοῦ μᾶλλον καὶ τοῦ φόβου, ἢ ἐκ τοῦ κατάγματος. Εὐτυχῶς ὀλίγο πρίν, ὅταν εὐρίσκετο εἰς τὸ ὕψωμα, ἐπάνω εἰς μέγα ὑπερκείμενον βράχον, εἶχεν ἰδεῖ τὴν ἀντιλαμπὴν τοῦ μικροῦ ναΐσκου, ὅπου ἀρτίως εἶχε ψαλεῖ ἡ Ἀνάστασις, καὶ εἶχεν ἐννοήσει, ὅτι δὲν ἀπεῖχε πλέον πολὺ ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην. Ζαλισμένος ἀπὸ τὴν πτῶσιν, ἤρχισε, μὲ ὅσην εἶχε ἀκόμη δύναμιν, νὰ φωνάζῃ: «Ποῦ εἴσαστε; Ποῦ εἴσαστε;» Καὶ τὴν φωνὴν ταύτην εἶχεν ἀκούσει ὁ πρῶτος βοσκός, ὅστις εἶχεν ἐξέλθει πρὸς στιγμὴν τοῦ ναοῦ, διὰ νὰ ἴδῃ πῶς εἶχον αἱ αἶγες του.
Ὁ κυρ-Κωνσταντὸς ἐσηκώθη, χωλαίνων, ἠκολούθησε τοὺς βοσκούς, ἔφθασεν εἰς τὸν ναΐσκον, ὅταν ὁ ἱερεὺς εἶχεν ἀρχίσει τὸν ἀσπασμόν, ἐπροσκύνησε καὶ ἔλαβε τὴν θέσιν τοῦ εἰς τὸν χορόν. Ἔψαλεν εἰς ὅλην τὴν λειτουργίαν, μὲ ὅλον τὸ πέσιμόν του καὶ τὸ πόνεμά του.
Ἔξω, ὑπὸ τὸ φέγγος τῆς σελήνης, δεξιόθεν τοῦ ναΐσκου, ἔβρεμε γενναῖον πῦρ, καὶ ὁ μπάρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης, ὁ ἐκ τῶν πλησιοχώρων τῆς πολίχνης ἐλθὼν ποιμήν, εἶχεν ὀβελίσει ἤδη ἕναν ἀμνὸν καὶ τὸν ἕψηνε. Δίπλα του, πρόθυμος διὰ νὰ τὸν βοηθῇ, ἐκάθητο, ἀκουμβῶν ἐπ᾿ αὐτοῦ τοῦ τοίχου τῆς ἐκκλησίας, ἀνθρωπίσκος τις ἐκ τῆς πόλεως, ὅστις δὲν εἶχεν ἐννοηθεῖ πότε καὶ πῶς εἶχεν ἔλθει ἐκεῖ, ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης. Ἀνάμεσα εἰς τὴν πυρὰν καὶ εἰς τὸν τοῖχον, ὁ μπάρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης. μὲ τὴν κιτρίνην ζωνάραν, τὸ ξυραφισμένον γένιον καὶ τὸν ἀγκιστροειδῆ μύστακα, εἶχεν ἀφήσει τὸ μαχαίρι του μετὰ τοῦ θηκαρίου, καὶ ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης, ἀπὸ πολλῆς ὥρας, δὲν εἶχε παύσει νὰ ρίπτῃ τὸ βλέμμα ἐναλλὰξ εἰς τὸ ροδοκοκκινίζον σφακτὸν καὶ εἰς τὸ μαχαίριον. Ἀντικρύ, παρὰ τὴν ρίζαν ἑνὸς σχοίνου, ἵστατο μεγάλη φλάσκα. Ἐκ τοῦ τρόπου μεθ᾿ οὗ ἵστατο ἀκουμβημένη εἰς τὸ κλαδίον τοῦ σχοίνου, ἐφαίνετο πλήρης οἴνου μοσχάτου καὶ μαύρου μεμιγμένου. Τὸ ροδοκοκκινίζον σφακτὸν ἔκνιζε καὶ ἔσιζεν εἰς τὸ πῦρ, ἡ φλάσκα ὡς ἄλλη κλώσσα καλοῦσα τοὺς νεοσσούς της ὑπὸ τὰς πτέρυγας, ἐφαίνετο καλοῦσα τοὺς βοσκοὺς εἰς εὐωχίαν ὑπὸ τοὺς ἀτμούς της, ἑτοίμη νὰ κλώξῃ καὶ νὰ φυσήσῃ εἰς τὴν ἐλαχίστην ἐπαφὴν τῆς χειρός, εἰς τὴν ἐλαχίστην προσέγγισιν τοῦ χείλους εἰς τὴν θηλήν της.
Δυὸ χωρικοί, ὄρθιοι, πέντε βήματα μακρὰν τοῦ ψητοῦ, τῆς φλάσκας καὶ τοῦ σχοίνου, ἵσταντο καὶ συνομιλοῦν ζωηρῶς. Εἶχον εὕρει τὴν ὥραν καὶ τὸν τόπον νὰ λογομαχήσωσι δι᾿ ἓν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων, περὶ τοῦ ὁποίου ἐμάχοντο ἀπὸ ἐτῶν.
Ἀντίκρυ, πρὸς μεσημβρίαν, ἐπὶ τοῦ βραχώδους λόφου, ἀνάμεσα εἰς πέντε βράχους, εἰς τρία μονοπάτια καὶ εἰς κρημνόν, εὐρίσκετο τὸ διαφιλονικούμενον χωράφιον. Ὁ εἷς τῶν χωρικῶν ἐχειρονόμει, κι ἐδείκνυε πρὸς τὰ ἐκεῖ, καὶ ἰσχυρίζετο ὅτι τὸ χωράφιον τὸ ἰδικόν του εἶχε σύνορον ἀκριβῶς τὸν τρίτον βράχον πρὸς τὰ δεξιά.
«Ἐγὼ τὸ ηὗρα παππούδικό μου», ἔλεγε. «Δὲν ρωτᾶς καὶ τὸν Γιάννη τῆς Ψαροδήμαινας, ποὺ εἴμαστε γειτόνοι ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια;»
«Τὰ σύνορα εἶναι μὲς στὴ μέση, ἀνάμεσα στὸν δεύτερο καὶ στὸν τρίτο βράχο, ἐκεῖ ποὺ βαθουλαίνει ὁ τόπος», διετείνετο ὁ ἄλλος χωρικός. «Φαίνεται ἀκόμη ποὺ ἦτον, τὸν παλαιὸν καιρό, ἀποσκαφή…»
«Κοδζὰμ βράχος», ἀντέκρουσεν ὁ πρῶτος, «κι ἐγὼ θὰ πάω νὰ γυρέψω νὰ βρῶ τὴν ἀποσκαφή, γιὰ νὰ τὴν κάμω σύνορό μου;»
Ὁ μπάρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης ἤρχισε νὰ γυρίζῃ ἀμελέστερον τὴν σούβλαν μὲ τὸ σφακτόν, καὶ ἡ προσοχή του ὅλη ἀπερροφήθη ὑπὸ τῶν δυὸ χωρικῶν καὶ τῆς λογομαχίας των.
Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης ἔλαβε σιγὰ σιγὰ τὸ μαχαίριον, τὸ ἀπεγύμνωσε ἀπὸ τὸ θηκάριόν του, ἔκοψεν ἐπιτηδείως τεμάχιον ἀπὸ τὴ νεφραμιὰ τοῦ σφακτοῦ, τὸ ὁποῖον ἔπαυσε σχεδὸν νὰ περιστρέφεται, καὶ τὸ κατεβρόχθισεν ἀπλήστως.
Ὁ μπάρμπα-Δημήτρης οὐδὲ παρετήρησε κἂν τὴν κλοπὴν καὶ τὴν λαιμαργίαν τοῦ ἀνθρωπίσκου. Ἐξηκολούθησε νὰ προσέχῃ εἰς τοὺς δυὸ ἐρίζοντας.
«Καὶ εἶναι καὶ μέσα στὸ μπολέτι καθαρὰ γραμμένο», ἔλεγεν ὁ πρῶτος τῶν δύο. «Τὸ πῆγα στὸν πάπα-Λευθέρη ποὺ ξέρει νὰ διαβάζῃ τὰ παλαιὰ γράμματα, καὶ μοῦ τὸ διάβασε τόσες φορές».
«Ἀπὸ μπολετιὰ δὲν ἱδρώνει ἐμένα τὸ μάτι μου», ἀντέλεγεν ὁ δεύτερος. «Σὰν ἔχεις ὄρεξη, δὲν πᾷς στὸν μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστη τὸν Ἀγέλαστο, νὰ σοῦ φτιάσῃ ὅσα ψεύτικα μπολετιὰ θέλεις;»
Ὁ Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης ἐπρόσεχεν ὅλος εἰς τὴν λογομαχίαν τῶν δυὸ ἀγροτῶν. Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης ἔλαβεν ἐκ νέου τὸ μαχαίριον, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχεν ἐπιστρέψει εἰς τὸ θηκάριόν του, ἔκοψε δεύτερον, γενναιότερον τεμάχιον ἀπὸ τὸ μισοψημένον σφακτόν, καὶ τὸ καπέπιε μονοκόμματον.
Ἡ ἔρις τῶν δυὸ χωρικῶν ἐξηκολούθει, καὶ ἡ προσοχή, μεθ᾿ ἧς τὴν παρηκολούθει ὁ Καμπογιάννης ἦτο ἀδιάπτωτος. Ὁ Μπουκώσης, ὅστις ἐνόει τὴν μυστηριώδη γλώσσαν τῆς φλάσκας, δι᾿ ἧς αὕτη ἐκάλει τοὺς φίλους της, ὡς κλῶσσα τοὺς νεοσσούς της, ἔκαμεν ἕνα βῆμα μὲ τὸν δεξιὸν πόδα, ἐν σχήματι ὀρθῆς γωνίας, δεύτερον βῆμα μὲ τὸ ἀριστερὸν γόνυ εἰς τὸ ἔδαφος, ἐξηπλώθη τετραποδίζων, ἐπλησίασεν εἰς τὸ σχοῖνον, καὶ λαβὼν τὴν μεγάλην οἰνοβριθῆ φλάσκαν τὴν ἐπλησίασεν εἰς τὰ χείλη του, καὶ ἔπιε γενναίαν δόσιν ἀπνευστί. Εἶτα, φύσει φρόνιμος καὶ γνωρίζων, ὅτι, ἂν ἔκαμεν καὶ τρίτην ἀπόπειραν κατὰ τοῦ σφακτοῦ, ἦτο φόβος νὰ φωραθῇ ἐπιτέλους, ἐπέστρεψε παρὰ τὸν τοῖχον τῆς ἐκκλησίας, ὀλίγον τι ἀπώτερον τῆς πυρᾶς, ἐμαζεύθη κι ἐφαίνετο τόσον ἄκακος καὶ νῆστις, ὡς νὰ μὴν εἶχεν πασχάσῃ ὅλως.
Ὅταν, ἀφοῦ ὁ ἱερεὺς ἐξῆλθε τελευταῖος ἀπὸ τῆς λειτουργίας καὶ ἐστρώθη ἡ τράπεζα εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναοῦ (ἦτον περὶ τὰ γλυκοχαράματα), ὁ μπάρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης ἐπεχείρησε νὰ τεμαχίσῃ τὸ ψητόν, παρετήρησεν, ὅτι κάτι ἔλειπεν ἀπὸ τὴ νεφραμιά, ἀλλ᾿ ἐκαμώθη, ὅτι δὲν ἐνόησε τίποτε, καὶ ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν Γιάννην τὸν Μπουκώσην εἶπε:
«Κοίταξε! Περίεργο… Δὲν εἶναι παράξενο νὰ γεννήθηκε σακάτικο αὐτὸ τὸ ἀρνί, παιδί μου Γιάννη;»
Ἐξηκολούθησεν ἡσύχως νὰ κατακόπτῃ τὸ ψητόν, εἶτα ἐπανέλαβε:
«Πολλὰ παράξενα σημεῖα καὶ θαύματα γίνονται σ᾿ αὐτὰ τὰ στερνὰ χρόνια… Γιὰ βάλε μὲ τὸ νοῦ σου, νὰ φέρνω ἀρνί, σακάτικο γεννημένο ἀπ᾿ τὴ μάνα του, καὶ νὰ μὴν τὸ καταλάβω… Τί νὰ γίνῃ, ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός!»
Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης δὲν εἶπε γρύ. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, καθ᾿ ἣν παρετίθετο ἐπὶ τῆς τραπέζης τὸ ψητόν, ὁ μπάρμπα-Δημήτρης ἔκρυψεν ἐπιτηδείως τὶς δυὸ στάμνες τοῦ νεροῦ, ὁποῦ εἶχεν ἀκόμη γεμάτες, κι ἐπαρουσίασεν εἰς τὴν τράπεζαν δυὸ ἄδειες, λέγων, ὅτι δυστυχῶς εἶχε λησμονήσει νὰ στείλῃ ἐγκαίρως εἰς τοῦ Χαιρημονᾶ τὴν βρύσιν νὰ πάρῃ νερόν, καὶ ἦτο ἀνάγκη νὰ ὑπάγῃ τώρα κάποιος.
«Σ᾿ ἐσένα πέφτει ὁ κλῆρος, παιδί μου Γιάννη», εἶπεν ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν Μπουκώσην. «Σύρε νὰ γεμίσῃς τὰ δυὸ σταμνιά, νά ῾χεις τὴν εὐκὴ τοῦ παπᾶ μας, καὶ σὲ καρτεροῦμε, δὲν τρῶμε… Πάρε καὶ μία ἀναμμένη λαμπάδα νὰ βλέπῃς στὸ δρόμο, καὶ πάτει γερά, ὄμορφα ὄμορφα… νὰ μὴ σπάσῃς τὰ σταμνιὰ καὶ τὸ πάθης σὰν τὸ τραγούδι ποὺ λένε… καὶ μᾶς ἀφήσης κι ἐμᾶς χωρὶς νερό».
Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης ἐπεθύμει ν᾿ ἀρνηθῇ, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμα. Ἐφορτώθη τὰ δυὸ σταμνιὰ κι ἐξεκίνησε διὰ τὴν πηγὴν τοῦ Χαιρημονᾶ, ἥτις ἀπεῖχε περὶ τὰ δυὸ μίλια, καὶ ἥτις ἔτρεχε τόσον φειδωλή, ὡς τὸ δάκρυ τῶν ἐξηντλημένων ὀφθαλμῶν. Ἐχρειάζετο σωστὴν μίαν ὥραν διὰ νὰ ὑπάγῃ, νὰ γεμίσῃ τὰ σταμνιὰ καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ.
 Εὐθὺς ὡς ἀνεχώρησεν οὗτος, ὁ μπάρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης, ἔβγαλεν εἰς τὸ φανερὸν τὰς δυὸ πλήρεις στάμνας, καὶ ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς δὲν ἐνόει, ἐξηγήθη καὶ εἶπεν:
- Εἶχα νερό, μὰ ἤθελε νὰ τόνε παιδέψω τὸν ἀφιλότιμο… Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ μοῦ κάμῃ γρουσουζιά, χρονιάρα μέρα, νὰ μοῦ κόψῃ μεζέδες ἀπὸ τὸ σφαχτὸ ἐνῶ τὸ ἕψηνα καὶ νὰ μὴν πάρω κάβο…
Ὅταν ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν βρύσιν τοῦ Χαιρημονᾶ, φέρων τὰ δυὸ σταμνιά, ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης, ἦτο ἤδη ἡμέρα, τὸ ψητὸν εἶχε καταβροχθισθεῖ, καὶ μόνη ἡ διακριτικὴ φιλαδελφία τῆς θεια-Μαθηνῶς τῆς ψευτομετάνισσας καὶ τῆς θεια-Σειραϊνῶς, τῆς σημαιοφόρου τῶν πανηγυριῶν, τοῦ εἶχε φυλάξει ὀλίγα τεμάχια τοῦ ἀμνοῦ διὰ νὰ φάγῃ καὶ κάμῃ Λαμπρὴν ὁ πειναλέος ἀνθρωπίσκος.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης