Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Καμιλλέρι Αντρέα Ο χορός του γλάρου


Πριν καλά καλά χαράξει η μέρα, μια άσπρη φλόγα ανάβει στην ακρογιαλιά. Αρχίζει ξαφνικά το απελπισμένο φτεροκόπημα, το τρεμάμενο χτύπημα των φτερών ενός γλάρου που κράζει απεγνωσμένα και κάνει πονεμένες συστροφές, σαν να βιδώνεται, από κάτω προς τα επάνω, γύρω από το στραμμένο προς τον ουρανό ράμφος του.
H μυστηριώδης εξαφάνιση του επιθεωρητή Φάτσιο από το αστυνομικό τμήμα της Βιγκάτα· πτώματα που ανακαλύπτονται και ανασύρονται μέσα από πηγάδια που βρίσκονται σε περιοχές έρημες και άγονες· κρυμμένες και αμφιλεγόμενες υπάρξεις, θλιβερά πάθη, χυδαία ξελογιάσματα και κουτσομπολιά· κιάλια και τηλεσκόπια, επικίνδυνη ηδονοβλεψία και ελεεινή κλεπτομανία· εμπόριο χημικών όπλων στο οποίο εμπλέκονται ανήθικοι πολιτικοί· και σ’ ένα δωμάτιο, μια άδεια καρέκλα, ανάμεσα σε απρεπή και αισχρά αντικείμενα βασανισμού, κηλίδες ξεραμένου αίματος, μυρωδιά θανάτου, σκοτεινά πράγματα, διάσπαρτα σημάδια ανήθικου και φρικτά απάνθρωπου εξαναγκασμού.
Και ενώ ο Μονταλμπάνο συναρμολογεί τα κομμάτια μιας κατακερματισμένης εγκληματικής ιστορίας, δεν μπορεί να ξεφύγει από την αναστάτωση που του προκάλεσε ο θόρυβος που έκαναν οι φτερούγες του γλάρου καθώς πέθαινε…. (Οπισθόφυλλο) 

Ο Αντρέα Καμιλλέρι  συνεχίζει να γράφει τις περιπέτειες του δημοφιλούς επιθεωρητή  Μονταλμπάνο. Στον Χορό του γλάρου ( εκδ. Πατάκη) ο ήρωας είναι πενήντα επτά ετών και αισθάνεται γερασμένος, με συνέπεια να νυστάζει συνεχώς, να μην μπορεί να διαβάσει ένα βιβλίο και να βασανίζεται στο κρεβάτι του σε σημείο όπου κάποτε ήπιε μισό μπουκάλι ουίσκι με την ελπίδα να αποκοιμηθεί. Μια τέτοια μέρα, προτού χαράξει, βγαίνει στη βεράντα του και παρακολουθεί το πέταγμα ενός γλάρου στην ακρογιαλιά. Ξαφνικά ο γλάρος πέφτει πεθαμένος στην άμμο σαν να τον είχαν πυροβολήσει. Αργότερα, κι ενώ κατευθύνεται στο αεροδρόμιο για να παραλάβει τη Λίβια, την επίσημη αγαπημένη του, γυναίκα του στην ουσία, αναλογίζεται την κατάσταση στην Ιταλία, όπου «η κυβέρνηση φλυαρούσε, η αντιπολίτευση φλυαρούσε». Φλυαρούν επίσης το σωματείο των βιομηχάνων, μα και τα συνδικάτα των εργαζομένων σε μια εποχή όπου εργάτες πέφτουν από τις σκαλωσιές σαν ώριμα φρούτα, λαθρομετανάστες πνίγονται στη θάλασσα, συνταξιούχοι πένονται και παιδάκια βιάζονται. Πολλοί φλυαρούν ακόμη για ένα διάσημο ζευγάρι που χώρισε, για έναν φωτογράφο που απαθανάτιζε σκηνές που δεν έπρεπε και για τον πιο πλούσιο και ισχυρό άνδρα της χώρας και τις ιδιωτικές του υποθέσεις. Αυτά που συμβαίνουν ενοχλούν τον Μονταλμπάνο, ενοχλούν και τον Καμιλλέρι, ο οποίος βάζει τον ήρωά του να σκέφτεται ότι χρειάζεται μια αλλαγή στο 1ο άρθρο του Συντάγματος. Πρέπει να λέει «Η Ιταλία είναι μια δημοκρατία που βασίζεται στο εμπόριο ναρκωτικών, στη συστηματική καθυστέρηση και στις ανούσιες συζητήσεις».
Και ενώ ο Μονταλμπάνο με τη Λίβια αρχίζουν να τρώγονται με το παραμικρό, τη στιγμή που κάποιος συνάδελφός του παραπονιέται ότι τα χρήματα από τον μισθό του δεν φτάνουν, με αποτέλεσμα να τσακώνεται με τη γυναίκα του, ο επιθεωρητής Φάτσιο εξαφανίζεται μυστηριωδώς από το αστυνομικό τμήμα της Βιγκάτα. Και έπειτα αποκαλύπτεται ένα πτώμα σ' ένα βαθύ πηγάδι. Οχι, δεν είναι ο Φάτσιο, αλλά κάποιος που ήθελε να του δώσει πληροφορίες για τη Μαφία. Ο Φάτσιο βρίσκεται τραυματισμένος κάπου στο λιμάνι και μεταφέρεται για νοσηλεία σε νοσοκομείο, όπου επίσης νοσηλεύονται ένας βουλευτής και ένας δικαστής, οι οποίοι δουλεύουν για την Αντιμαφία. Εκεί, ο Μονταλμπάνο γνωρίζει μια όμορφη νοσοκόμα, την Αντζελα, και επιχειρεί να βιώσει μαζί της μερικές ερωτικές στιγμές - έτσι κι αλλιώς η Λίβια τον εγκατέλειψε -, αγνοώντας ότι οι μαφιόζοι τού έχουν στήσει παγίδα.

Εποχή Μπερλουσκόνι, Μαφία, εγκλήματα εμπόριο χημικών όπλων στο οποίο εμπλέκονται ανήθικοι πολιτικοίΚαι ενώ ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο συναρμολογεί τα κομμάτια μιας κατακερματισμένης εγκληματικής ιστορίας, δεν μπορεί να ξεφύγει από την αναστάτωση που του προκάλεσε ο θόρυβος που έκαναν οι φτερούγες ενός γλάρου καθώς πέθαινε. Ο Αντρέα Καμιλλέρι με το «Ο χορός του γλάρου» (εκδ. Πατάκη) αποδεικνύει ότι παραμένει ένας μεγάλος τεχνίτης της πλοκής.

O Αντρέα Καμιλλέρι αν και άργησε να αφοσιωθεί στο γράψιμο, κατάφερε να αποτελεί σήμερα έναν από τους σημαντικότερους και πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ξεκίνησε γύρω στα 60 δημιουργώντας το εκδοτικό φαινόμενο του επιθεωρητή Μονταλμπάνο, όνομα που έδωσε στον ήρωα του, προς τιμήν του Ισπανού συγγραφέα Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν.

Οι δικές μου εμμονές  δεν έχουν σχέση τόσο με την πλοκή , το κοινωνικό πλαίσιο, ατμόσφαιρα, χιούμορ, τη μαφία και όλα αυτά που απασχολούν τον Καμιλλέρι αλλά με το διαιτολόγιο του ήρωα του και την εμμονή του στο καλό φαγητό.  Σε κάθε βιβλίο του αυτό που κρατάω είναι το τι έφαγε και πότε. Μεσογειακή κουζίνα και σε αυτό το βιβλίο. Παραθέτω σχετικές αναφορές για να πάρετε μια ιδέα:
  Ενώ οδηγούσε προς τη Βιγκάτα, παρατήρησε ότι έτρεχε με εκατό, δε συνήθιζε να οδηγεί τόσο γρήγο­ρα. Κατάλαβε ότι πατούσε με δύναμη το γκάζι εξαι­τίας της πείνας που ένιωσε μόλις βγήκε από την ια­τροδικαστική υπηρεσία και έκοψε ταχύτητα. Μπήκε στην ταβέρνα τόσο βιαστικά, ώστε ο Έντσο, μόλις τον είδε να φτάνει τρέχοντας, ρώτησε: «Έχετε κάτι;». «Τίποτα, τίποτα». Κάθισε στο συνηθισμένο τραπέζι. «Τι να σας φέρω;» «Τα πάντα».
Έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό, έτρωγε με τέ­τοια λαιμαργία, ώστε ένιωθε ντροπή. Ευτυχώς που δεν υπήρχαν ακόμη πελάτες, εκτός από έναν που ού­τε σήκωσε τα μάτια του από την εφημερίδα που είχε μπροστά του, στηριγμένη σ' ένα μπουκάλι. Στο τέλος, ο Έντσο είπε με θαυμασμό: «Σε φόρμα σάς βρίσκω, αστυνόμε!». «Ευχαριστώ». «Θέλετε ένα χωνευτικό;» «Όχι».
Το στομάχι του δε χωρούσε ούτε σταγόνα νερό. Μπορεί αν έπινε το χωνευτικό, να έσκαγε όπως ο χο­ντρός άνθρωπος στην ταινία των Μόντυ Πάιθον «Το νόημα της ζωής».
Όταν μπήκε στο αυτοκίνητο, ο χώρος τού φάνηκε πιο στενός. Περπάτησε μέχρι το φάρο με μικρά βήματα, μάλλον επειδή δεν μπορούσε να περπατήσει πιο γρήγορα ή επειδή ήθελε να διαρκέσει περισσό­τερο ο περίπατος. Όταν έφτασε στον επίπεδο βράχο, κάθισε. Παρότι είχε κοιμηθεί αρκετά, ξαφνικά ένιωσε νύστα. Φαίνεται ότι είχε ανάγκη από ύπνο. Γύρισε πίσω, μπήκε στο αυτοκίνητο και πήρε το δρόμο για τη Μαρινέλλα, ώστε να κοιμηθεί κάνα δίωρο..........................

 Γύρισε στη Μαρινέλλα όταν ο ήλιος είχε δύσει και μόνο μια κόκκινη γραμμή στο βάθος του ορίζοντα, εκεί όπου ο ουρανός γινόταν ένα με τη θάλασσα, μαρτυρούσε την ύπαρξη του. Το κύμα έσκαγε ήρεμα στην ακτή. Τα πουλιά είχαν κουρνιάσει. Μετά το τη­λεφώνημα με το διοικητή ένιωσε ότι πεινούσε. Μπο­ρεί να επρόκειτο για ένα είδος επιβράβευσης. Κάποτε είχε διαβάσει πως παλιά, μετά τις επιδημίες πανού­κλας, οι άνθρωποι έτρωγαν και ζευγάρωναν συνεχώς. Μπορούσε να συγκρίνει τον Μπονέττι-Αλντερίγκι με επιδημία πανούκλας; Με πανούκλα όχι, αλλά με χο­λέρα ναι. Όταν άνοιξε το ψυγείο, είχε την εντύπωση ότι βρέθηκε μπροστά στον κρυμμένο θησαυρό που έλεγαν πως τον είχαν κρύψει τα πολύ παλιά χρόνια οι ληστές. Η Αντελίνα τού είχε ετοιμάσει ένα σωρό φαγητά: μελιτζάνες με παρμεζάνα, πάστα με λουκά­νικο, καπονάτα, καλαμαράκια με μελιτζάνες, τυρί από τη Ραγκούζα και μαύρες ελιές. Φαίνεται δε βρή­κε φρέσκο ψάρι στην αγορά. Έστρωσε το τραπεζάκι έξω στη βεράντα κι ενώ στο φούρνο ζεσταίνονταν οι μελιτζάνες με την παρμεζάνα και η πάστα, ήπιε στην υγεία του Φάτσιο δύο ποτήρια παγωμένο λευκό κρα­σί. Όταν σηκώθηκε από το τραπέζι για να τηλεφωνή­σει στη Αίβια, είχαν περάσει τρεις ολόκληρες ώρες. Δεν κοιμήθηκε καλά....................................

«Και πού θα πάτε να φάτε;»
«Κοίταξε, Έντσο, προτιμάω να μείνω νηστικός παρά να δω το διοικητή».
«Αστυνόμε, θα σας βάλω στη μικρή σάλα και δε θ' αφήσω να μπει κανένας!»
«Πώς θα φύγω όμως όταν τελειώσω το φαγητό;»
«Μην ανησυχείτε, θα τα αναλάβω όλα εγώ. Υπάρχει η πίσω πόρτα».
Μόλις είχε τελειώσει τη μακαρονάδα με τα μύδια, όταν στο άνοιγμα της πόρτας της μικρής σάλας εμ­φανίστηκε το κεφάλι του Έντσο.
«Έφτασα» είπε.
Και εξαφανίστηκε για να εμφανιστεί ύστερα από λίγο με τα μπαρμπούνια. 0 αστυνόμος τα απόλαυσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά, επειδή τα έτρωγε δύο βήματα πιο πέρα από τον κύριο και διοικητή που πίστευε ότι βρισκόταν στο σπίτι του αγκαλιά με τη λεκάνη της τουαλέτας.
Στις δύο και μισή ακριβώς έφυγε με τον Γκάλλο για τη Φιάκκα. Με το δικό του αυτοκίνητο όμως, επειδή το πρωί είχε υπάρξει κι ένα δεύτερο τηλεφώ­νημα του διοικητή που διέταζε τους πάντες να κάνουν οικονομία στη βενζίνη....................

Γλυκιά και γαλήνια ήταν η νύχτα, χωρίς καθόλου αέρα. Και το φεγγάρι αντί να ταξιδεύει πάνω από τους αγρούς, έπλεε πάνω από τη θάλασσα. 0 χειμώνας ένιωθε ότι οι μέρες του ήταν μετρημένες και είχε αφεθεί στην τύχη του με μια αίσθηση μελαγχολικής γλύκας, γιατί χωρίς την παραμικρή αντίσταση αφη­νόταν να την κυριέψουν μέρες και νύχτες που μύρι­ζαν άνοιξη. Ο Μονταλμπάνο έφαγε, καθισμένος στη βεράντα, ένα γεμάτο πιάτο με πάστα φούρνου που είχε ετοιμάσει η Αντελίνα. Στην πραγματικότητα, εκείνο το πιάτο θα ήταν καλό για μεσημεριανό φα­γητό, αλλά ευτυχώς η Αντελίνα ποτέ δεν ξεχώριζε τα φαγητά σε μεσημεριανά και βραδινά. Και ο αστυνό­μος πολλές φορές πλήρωνε τις συνέπειες. Όπως σί­γουρα θα συνέβαινε εκείνο το βράδυ, επειδή για να χωνέψει την πάστα φούρνου μπορεί να έμενε όλη νύ­χτα ξάγρυπνος.
Μετά σηκώθηκε μ' έναν αναστεναγμό, μπήκε στο σπίτι, κάθισε δίπλα στο τραπεζάκι πάνω στο οποίο είχε αφήσει το γράμμα που είχαν στείλει στον Φίλιπ­πο Μανζέλλα και το διάβασε για τρίτη φορά. ...........
 Στην ταβέρνα του Έντσο έφαγε ελαφρά. Απέφυγε τα ζυμαρικά και έφαγε μόνο λίγα ορεκτικά και τηγανητά μπαρμπούνια. Επέστρεψε στο Τμήμα λίγο μετά τις δύο.
«Καταρέ, πάω στη Φιάκκα. Θα έχω μαζί μου το κινητό επειδή δε θα επιστρέψω το απόγευμα. Αν έχετε κάποιο πρόβλημα, τηλεφωνήστε μου. Θα τα πούμε αύριο το πρωί».
Κατευθύνθηκε προς το χώρο στάθμευσης και συ­νάντησε τον Γκάλλο.
«Είμαι έτοιμος, αστυνόμε».
«Θα πάω μόνος μου στη Φιάκκα, ευχαριστώ».
«Μα γιατί; Θα δείτε ότι δε νυστάζω πια, σήμερα το βράδυ κοιμήθηκα καλά!»..................
  «Πού με πας;»
«Σ' ένα εστιατόριο στην ακροθαλασσιά όπου σερβίρουν μεγάλη ποικιλία από ορεκτικά, όλα θαλασσινά, γι' αυτό σε συμβουλεύω να μην παραγγείλεις πρώτο πιάτο».
«Υπέροχα! Σε πόση ώρα θα φτάσουμε;»
«Σε μισή ώρα θα είμαστε εκεί».
«Είναι κοντά στο σπίτι σου;»
«Δέκα λεπτά».
«Έχεις ωραίο σπίτι;»
«Είναι σε όμορφο μέρος. Η βεράντα του είναι πάνω στην παραλία, όπου περπατάω με τις ώρες».
«Μετά το φαγητό θα με πας να τη δω;»
«Αν θέλεις».
«Θα μου προσφέρεις ένα ουίσκι στη βεράντα»...........................

Καθισμένος στη βεράντα με συντροφιά τη μελαγχολία προσπάθησε να παρηγορηθεί μ’ένα τεράστιο πιάτο καπονάτα. 

Ευκολοδιάβαστο, κλασικός Καμιλλέρι, για όσους διαβάζουν σε λεωφορεία και μετρό και τους αρέσει η αστυνομική λογοτεχνία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου