Μπορεί η προηγούμενη χρονιά να ήταν αφιερωμένη στον Παπαδιαμάντη με συνέδρια, μελέτες, εικαστικά και άλλα δρώμενα όχι μόνο στη Σκιάθο αλλά και σε όλη την Ελλάδα , εντούτοις η συγγραφή αξιόλογων μελετημάτων δεν έχει κοπάσει. Πρόσφατα διαβάσαμε από τις εκδόσεις Άγρα "Το αγγελόκρουσμα" του Θωμά Κοροβίνη ένα αφήγημα που αναφέρεται στην τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου.Μεταφέρω εδώ από το Βιβλιονέτ :
Το πεζογράφημα "Το
αγγελόκρουσμα: Η τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου" του Θωμά Κοροβίνη
είναι μια αυτοαφήγηση που ξεκινάει την επομένη της Πρωτοχρονιάς του 1911, όταν
ο κυρ-Αλέξανδρος αρχίζει να εκμετρεί το ζην, παρακολουθεί όλη τη δοκιμασία του
χαροπατημένου και κορυφώνεται δύο νύχτες μετά για να καταλήξει στο
"θαύμα" του τέλους αυτού του ανεπανάληπτου θνητού, που έχει
αυτοσυστηθεί ως "ξένος του κόσμου και της σαρκός", και ο οποίος
παραδίνει την ψυχή του και μας αποχαιρετά κλείνοντας με το ίδιο του το χέρι τα
μάτια του.
Το αφήγημα μπορεί να διαβαστεί είτε σε μοναχική αυτοακρόαση είτε μπροστά σε άλλους, ενώπιον του κοινού, ως μονόλογος. Ή να παρουσιαστεί ως πολυπρόσωπη θεατρική παράσταση όπου τους βασικούς ρόλους θα κρατούν οι τρεις πρωταγωνιστές: ο ίδιος ο κυρ-Αλέξανδρος, που ξεδιπλώνει τα αισθήματα, τους λογισμούς, τους απολογισμούς και τα οράματά του καθώς, εξομολογούμενος την τελευταία νύχτα της ζωής του, νιώθει το αγγελόκρουσμα του θανάτου· ο αναγνώστης και ιεροψάλτης, στον οποίο αναλογούν τα χωρία της εξοδίου ακολουθίας και των λοιπών εκκλησιαστικών κειμένων· και έτερος αναγνώστης, ο οποίος διαβάζει τα εμβόλιμα αποσπάσματα από διάφορα πεζά του Παπαδιαμάντη που έχουν διασπαρεί στο κυρίως κείμενο. Συμπληρωματικοί είναι οι ρόλοι των τεσσάρων αδελφάδων του, που παρευρίσκονται διακριτικά στη σκιαθίτικη κατοικία του μελλοθάνατου, καθώς και των φίλων του της Αθήνας και της Σκιάθου, λογίων, συμποτών, ταβερνιάρηδων, βιοπαλαιστών, ιερέων, ξωμάχων, αλλά και των ηρώων των αφηγημάτων του που τον επισκέπτονται απροσκάλεστοι την κρισιμότερη ώρα, όπως η Φραγκογιαννού και οι άλλοι.
Το αφήγημα μπορεί να διαβαστεί είτε σε μοναχική αυτοακρόαση είτε μπροστά σε άλλους, ενώπιον του κοινού, ως μονόλογος. Ή να παρουσιαστεί ως πολυπρόσωπη θεατρική παράσταση όπου τους βασικούς ρόλους θα κρατούν οι τρεις πρωταγωνιστές: ο ίδιος ο κυρ-Αλέξανδρος, που ξεδιπλώνει τα αισθήματα, τους λογισμούς, τους απολογισμούς και τα οράματά του καθώς, εξομολογούμενος την τελευταία νύχτα της ζωής του, νιώθει το αγγελόκρουσμα του θανάτου· ο αναγνώστης και ιεροψάλτης, στον οποίο αναλογούν τα χωρία της εξοδίου ακολουθίας και των λοιπών εκκλησιαστικών κειμένων· και έτερος αναγνώστης, ο οποίος διαβάζει τα εμβόλιμα αποσπάσματα από διάφορα πεζά του Παπαδιαμάντη που έχουν διασπαρεί στο κυρίως κείμενο. Συμπληρωματικοί είναι οι ρόλοι των τεσσάρων αδελφάδων του, που παρευρίσκονται διακριτικά στη σκιαθίτικη κατοικία του μελλοθάνατου, καθώς και των φίλων του της Αθήνας και της Σκιάθου, λογίων, συμποτών, ταβερνιάρηδων, βιοπαλαιστών, ιερέων, ξωμάχων, αλλά και των ηρώων των αφηγημάτων του που τον επισκέπτονται απροσκάλεστοι την κρισιμότερη ώρα, όπως η Φραγκογιαννού και οι άλλοι.
Αντιγράφω δυο τρεις παραγράφους για να μας ανοίξω τη όρεξη:
Ήταν η επομένη της Πρωτοχρονιάς
του 1911. Σ' ένα πέτρινο σπίτι στη Χώρα
της νήσου Σκιάθου ο παππούς μας ο κυρ-Αλέξανδρος μετρούσε τις αντοχές του στην κορυφαία
μάχη του βίου, την τελική, αυτήν με τον Άρχοντα του Άδη, όπου από την έκβαση
της κανείς θνητός στον κόσμο αυτόν δεν εξήλθε μέχρι σήμερα νικηφόρος. Σωνόταν
πια το λαδάκι του!
Ξαπλωμένος σ’ ενα στρώμα
παλιό, ριγμένο κατάχαμα, ακουμπισμένος στη φαρδιά μαξιλάρα που υποστήριζε για
καιρό τα αποκαμωμένα του μέλη, φαινόταν σαν να είχε πιάσει κρυφή κουβέντα με
ξωτικές δυνάμεις ή σαν να είχε βυθιστεί στην προσευχή. Είχε πλέον επέλθει ο απόλυτος
κάματος της ψυχής και η σχεδόν ακαμψία του σώματος. Ενίοτε άφηνε το βλέμμα του
να υπογραμμίζει με πικρή στοργή την όψη και τα παραστήματα των τεσσάρων
άδερφάδων του που του παραστέκονταν και την εικόνα του Άι-Γιάννη του Ερημίτη, όπου,
μισοτυλιγμένος με την αρνοπροβιά, κοίταζε το περιβάλλον με μιαν ελαφρά
επιτίμηση στο καρβουνιασμένο του βλέμμα, ωσάν σε κάτι να έχουν σφάλει τα πάντα.
Ενίοτε ο ασθενής χάιδευε με τη ματιά του χαμηλή τη λιτή επίπλωση της κάμαρας μια
φθαρμένη ξύλινη τράπεζα, τρεις ψάθινες καρέκλες, ένα σκαμνί, ένα κουμάρι για
το νερό και ένα πυρωμένο μαγκάλι. 'Έκαιαν τα κάρβουνα στο μαγκάλι, έκαιαν και
κάνα-δυό κούτσουρα στο τζάκι, κρύο βαρύ. Τον περιέλουε ό προθανάτιος ίδρος, το
σύγκρυο. Η ψυχή του αγκιστρώθηκε στο αναμνηστικό μιας ανεπίδοτης αγάπης…….
...................................................................................
'Αμάρτησα, Κύριε, κατά πνεύμα
με μιαν εξαδέλφη μου, ξεμυαλίστηκα, ομολογώ, με τη Μαχούλα. Αμάρτησα, ναί. Της
έδωσα πρόσωπον σε δύο διηγήματα, μάλιστα, «Αμαρτίας φάντασμα » και «Η φαρμακολύτρια». Τροφή της αμαρτίας αι
επαναστάσεις της σαρκός.
<< ...καί είδα πράγματι ότι η
Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κι ελούετο... Ηξευρε καλώς να
κολυμπά... Ητον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα...Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον
επιπλέον εις το κύμα. Ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική,
η ναυς των ονείρων ».
Ώ, συγκλονίζομαι. Θωρώ εμπρός
μια θαμπή μορφή. Ά, τί γυρεύεις εδώ στου μαρτυρίου μου το κρεβάτι, μπρε Γιαννού;
Δεν ομιλείς; Ήρθες, φαίνεται, για να με κρίνεις! -Εσύ φταις, το κρίμα όλο δικό σου, Αλέξανδρε.
-Είπα να το συλλογιστείς, Γιαννού, δεν είπα να το πράξεις. -Δεν το ψήφισα. Σα
να 'μουνα κουρντισμένη γι' αυτό. Όταν σε ζώνουν τόσα βάσανα! Γλίτωσαν τα καημένα
τα θηλυκά, δε βαριέσαι. Ζωή με τόσους πόνους δε φελά. Είμαι πλασμένη εγώ να
υπηρετώ « ανώτερα πράγματα». «'Αλλά σας ερωτώ : έπρεπε πράγματι να γεννώνται
τόσα κοράσια ; Και αν γεννώνται, αξίζει τον κόπο ν' ανατρέφονται; » -Απερίσκεπτος
ήσουν, έπρεπε καλύτερα να τα ζυγίσεις τα πράγματα. -Τί, δεν ήθελες; Ά, μπά. Δεν
σε πιστεύω. Άνταριάστηκα. Έσύ με έσπρωξες, εσύ μου πήρες τα μυαλά. Το χέρι σου
ήταν που κρατούσε το χέρι. μου, ανάθεμα, στην κούνια εκεί, στη στέρνα, στο
πηγάδι, Αν προλάβαινα, θα έκανα κι άλλα τέτοια, πολλά, πολλά. -Φύγε, Γιαννού,
μη με διώκεις. Σε πήρα στο λαιμό μου, ο τάλας εγώ, σ' έκανα Φόνισσα
Φραγκογιαννού κι έτσι θα μείνεις στον αιώνα τον άπαντα, καμένη εσύ, Χαδούλα.
Φύγε, φύγε, να λυτρωθώ, ψυχή παραδίνω. Και μη μιλείς, μη βάζεις μαναφούκια και
στις άλλες, και σηκωθεί στο πόδι να με κυνήγα καμιά, φέρ' ειπείν, Στρίγκλα
μάνα.
Χάνω τη λαλιά μου, σβήνει ή
ανάσα μου. Άγγελοκρούομαι. ………
Καλή ανάγνωση. Περιμένουμε κι άλλες μελέτες καθώς επίσης τα πρακτικά του Συνεδρίου από τις εκδόσεις Δόμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου