Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Βασιλική Πέτσα και τα φύλα στη Λογοτεχνία


Γνωρίσαμε τη Βασιλική Πέτσα από το πρώτο της βιβλίο, τη νουβέλα Θυμάμαι, η οποία κυκλοφόρησε την περασμένη χρονιά και μας άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις.  Το δεύτερο βιβλίο της μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο Όλα τα θυμάμαι, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις αξίζει να διαβαστεί. 
Διαβάζοντας τα νιώθουμε το πνιγηρό σφίξιμο των ηρώων είτε είναι ερωτευμένοι είτε άρρωστοι στο νοσοκομείο είτε βρίσκονται μπροστά στις οποιεσδήποτε δυσκολίες και αδιέξοδα. Εγκλωβισμένοι σε μια πραγματικότητα περνάνε δύσκολα, όπως όλοι μας άλλωστε. Ιδιαίτερα γοητευτική γραφή με υπαινιγμούς, σιωπές, ξεκάθαρους χαρακτήρες, εσωτερικούς μονόλογους που νιώθεις να σε συνταράσσουν. Το προτείνω ανεπιφύλακτα.
Στα πλαίσια του μαθήματος της Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου στην ενότητα «Τα φύλα….»αξίζει, νομίζω, να δοθεί στους μαθητές για επεξεργασία το διήγημα «Σετ ραπτικής» για να μελετήσουν πως εκτυλίσσονται οι σχέσεις ανάμεσα στη Μάνα Κουράγιο και την άρρωστη κόρη αλλά και τον πατέρα Γειασας. Διαβάστε το είναι συνταρακτικό.
 
 Μάνα Κουράγιο. Έτσι θα τη λένε. Μάνα Κουράγιο. Από τα αρχαία χρόνια, έτσι έχει ακούσει, τα επώνυμα προέκυπταν από την επαγγελματική ιδιότητα του κα­θενός. Αύριο, λοιπόν, θα πάει στο ληξιαρχείο και θα ζη­τήσει να τη λένε Κουράγιο. Αφού αυτό κάνει: κουράγιο. Και υπομονή. Του Ιώβ την υπομονή κάνει. Και εγκαρτέρηση. Αντέχει, λέει. Αντεξε ήδη τρία χρόνια. Μέρα τη μέρα να λιώνει το παιδί σαν το κερί. Να τρώ­ει από τις σάρκες της. Να ψάχνει η Μάνα Κουράγιο τους γύπες και να μην τους βρίσκει και να κουβαλάει τύψεις κοτρώνες στις ανηφόρες της αϋπνίας. Μάνα Γλύπτη θα 'θελε να τη λένε, να μπορεί να πλάσει, να συνθέσει, να συμπληρώσει, να σμιλέψει ένα κορμί που εξαφανίζεται, να κόψει κρέας δικό της να το κολλήσει σε άλλο, να ξαναγίνει άνθρωπος η κόρη της αντί για κλα­ρί, να πάρει ν' ανθίζει πάλι. Τρία χρόνια να την κοιτά­ζει στο στόμα. Αν κουνιέται το σαγόνι, αν κλωθογυρίζει η γλώσσα, αν κόβουν τα δόντια, αν σαλιώνουν τα χείλη. Σε κάθε μπουκιά να πανηγυρίζει στα κρυφά μην και το καταλάβει η κόρη και αφήσει κάτω το πιρούνι. Όταν έτρωγε. Γιατί συνήθως δεν. Συνήθως όχι. Συνή­θως μη. Σαν να κατάπιε τον δεσμοφύλακα της τροφι­κής απαγόρευσης. Σαν να επέβαλε τη λιπο-κρισία. Τη χούντα του μαρουλιού και του καρότου. Να αντισταθεί πώς; Ποιος να την ακούσει; Φορές της έρχεται να της ανοίξει το στόμα και να ουρλιάξει στους καταπιεστές μέσα της, να κυλήσει στον οισοφάγο και να αναμετρη­θεί με τα τέρατα που κρύβει, να απλώσει τα χέρια και να πλατύνει το στομάχι της που όσο πάει και κλείνει, να μαλάξει την καρδιά να σταματήσουν οι ταχυπαλ­μίες, να κλωτσήσει τις ωοθήκες να πάρουν μπρος, να στοκάρει τα κόκκαλα που όσο πάνε φθίνουν, να φιλτρά­ρει στις δικές της χούφτες τα υγρά στο συκώτι της που φεύγουν όπως ήρθαν. Να βυθιστεί στα δρομάκια του μυαλού της και να τα ξεχερσώσει, να κυλά η φαιά ουσία, να αρχίσει να σκέφτεται. Γιατί δεν είναι αυτό το παιδί της. Δεν είναι «Αυτό» το παιδί της. Ήταν άλλο. Ήταν αλλιώς. Ήταν όμορφο. Ήταν χαρούμενο. Ήταν έξυπνο κι ευγενικό. Ήταν και δεν θυμάται πια πώς ήταν, αν υπήρχε πριν, τι σημασία έχει εξάλλου. Πότε πήρε ν' αλλάζει; Πού ήταν εκείνη; Αν έλειπε ήδη η κόρη της, γιατί δεν την έψαξε; Θα την είχε βρει, σκέφτεται, ίσως να το είχε προλάβει, τώρα έχει εξαφανιστεί και δεν την πιάνει από πουθενά, τη χάνει σιγά σιγά και από τις  αναμνήσεις, τις παίδεψε τόσο που ξεφτίσανε, γίναν φω­τογραφίες και δεν αλλάζουν, δεν προσαρμόζονται στο παρόν. Απούσες κι αυτές. Για άλλη μια φορά στα νοσο­κομεία, σαν τότε, που το παιδί είχε πάθει αφυδάτωση, πυρετός τριών ημερών και δέκα λεκανών, στη λιποθυ­μία πάνω την πήγανε στο νοσοκομείο, οροί και ο άντρας της να βρίζει το σόι της που του εμπιστεύθηκε το παιδί· κι αυτός εκεί ήταν. Με τους ορούς και τότε το παιδί, λευκό του σεντονιού, με το χαμόγελο της και­νούργιας εμπειρίας να 'χει να λέει στο σχολείο. Τώρα δεν μιλάει. Ουρλιάζει μόνο. Και τη βρίζει. Να φταίει; Να πληρώσει, λέει. Ας της πει κάποιος τι και το κάνει. Μόνο να γίνει καλά.
Οι καρέκλες είναι άβολες. Σιδερένιες και σκληρές, με τα μισά μαξιλάρια να λείπουν. Για κρεβάτι ούτε λόγος. Δεν περισσεύουν. Έμαθε να κοιμάται κι έτσι. Να κλεί­νει τα μάτια σαν τώρα, να διώχνει τις σκέψεις και να κυνηγάει τον ύπνο, με τα πόδια πρησμένα και ντους από προχθές. Από τότε που μπήκανε. Ο άντρας της έφυγε. Δεν έχει υπομονή αυτός για τέτοια, μέχρι σφα­λιάρα έριξε στο παιδί πάνω στον καφέ, που δεν ήθελε λουκούμι, εδώ δεν τρώει τα άλλα, το λουκούμι θα ζή­λευε, το λουκούμι που δεν έτρωγε ποτέ, αλλά πού να το ξέρει αυτός, πέταξε κάτω το φλιτζανάκι του ελληνικού, ένα ρυάκι τούρκικο απλώθηκε στα σανδάλια της και βρώμισε τα κιτρινισμένα και ζαρωμένα πόδια της, κι όρμησε αυτός προς την έξοδο να μην τον δούνε να κλαίει.
Σπάσαν τα νεύρα του. Νωρίς, κατά τη γνώμη της. Κα­τώτερο είδος οι άντρες. Για τα εύκολα μόνο. Για να φέρνουν λεφτά, να πληρώνουν λογαριασμούς και να αλλάζουν λάμπες. Και από ουσία μηδέν. Νομίζουν κα­θάρισαν με το ψωμί της οικογένειας. Τώρα που δεν τρώει ούτε το ψωμί, τώρα τον θέλει. Τώρα πετάει νταηλίδικα κάτω φλιτζάνια και δεν έχει περιθώρια να τον λυπηθεί. Τώρα τον ήθελε εδώ, να βλέπει ό,τι βλέπει εκείνη, να χώνει χάπια στον ουρανίσκο της κόρης τους και να της αφήνει σφραγίδα δοντιών στο χέρι, σήματα μορς, παύλες και κενά, σώσε με σώσε με σώσε με γρά­φει το χέρι της κάθε τρεις ώρες, το δικό του γράφει δου­λειά δουλειά δουλειά. Και της κόρης διαγράφει φλέβες και αρτηρίες, χάρτες ανεξερεύνητων χωρών, από πότε έχει να το αγγίξει άντρας το παιδί της; Κάνει και τα γλυκά μάτια στον ορθοπεδικό της οστεοπόρωσης, του πιάνει την κουβέντα και ψάχνει αφορμές για ραντεβού, εκείνος είναι αυστηρός, γιατί κοιτάζει το παιδί της έτσι, πότε σταμάτησε να 'ναι γυναίκα το παιδί της, πώς θα χωρέσει ένα έμβρυο ανάμεσα στα κόκκαλα λόγ­χες της λεκάνης, γιατί την κοιτάζουν επίμονα στους διαδρόμους και ψιθυρίζουν, εκείνη δεν μπορεί ούτε βλέμμα να της ρίχνει πια, δεν ξέρει τι 'ναι αυτό που 'χει μπροστά της, να 'ναι ακόμη άνθρωπος;
Κόρη Λείψανο. Έτσι θα τη λένε. Κόρη Λείψανο. Από τα αρχαία χρόνια, έτσι έχει ακούσει, τα επώνυμα προέκυπταν από κάποιο ιδιαίτερο σωματικό χαρακτηριστικό. Αύριο, λοιπόν, που θα πάει στο ληξιαρχείο, θα ζητήσει να τη λένε πια Λείψανο. Αφού αυτό είναι: λεί­ψανο. Και φυτό. Φυλλοβόλο φυτό είναι. Πέσαν και τα μαλλιά της, αραιώσανε και βλέπεις το κρανίο, τα πιά­νει πάνω να συγκεντρώνονται, να φαίνονται πολλά, και μένουν στο πλάι φόλες ακατοίκητες. Kt ήτανε πα­λιά πλεξίδες περήφανες, σφιχτές, πιο σφιχτά μαμά έλε­γε κι ας την πονούσε, να σηκώνονται ψηλά σαν της Πίπης Φακιδομύτης, έφτιαχνε και μόνη της φακίδες με το στυλό και φορούσε τις ριγέ κάλτσες ώς το γόνατο, τη μαζεύανε από τις στέγες που σκαρφάλωνε μην τους τσακιστεί. Αγοροκόριτσο, έπαιρνε τα πορσελάνινα τσαγερά που της αγοράζανε δώρο χριστουγεννιάτικο σετ και τα πετούσε με τη σφεντόνα στα τζάμια των απέναντι, να εκδικηθεί τάχα μου τον γιο τους που την εκνεύριζε, ενώ κατά βάθος της άρεσε, προσγειωνόντουσαν πιατάκια φρίσμπι μπροστά στο σαλόνι των ανθρώ­πων και την άρπαζε από τις κοτσίδες, οι άντρες πρέπει να σε νιώθουν αδύναμη της έλεγε, θα καταλάβεις, τώρα της χαϊδεύει τα μαλλιά και φοβάται μην της μείνουν τούφες στο χέρι, τώρα που είναι αδύναμη πια κανείς δεν τη θέλει. Ρε μαλάκες, η Πίπη έβγαλε βυζιά, δείχνο­ντας το στέρνο της ο αποδίπλα ένα απόγευμα έβαλε φωνή κι έβγαλε γέλιο, όλα τα αγόρια σταμάτησαν και την κοιτούσαν έκπληκτα, η Κόρη Λείψανο-παπαρούνα της ντροπής κατέβασε τις κάλτσες της, έλυσε τις κοτσί­δες και ήρθε μέσα να παίξει «τσάι κυριών» ανόρεχτη, έκανε πως έβαζε τσάι, το τελευταίο κομμάτι της τσα­γιέρας βρισκόταν χωμένο στη μοκέτα των διπλανών. Από τότε δεν ξαναβγήκε να παίξει. Και σταμάτησε να πετάει πορσελάνες στους δίπλα. Λίγο καιρό μετά, μπή­κε στο δωμάτιο της η Μάνα Κουράγιο ένα πρωί να σι­γουρευτεί ότι ξύπνησε το παιδί για το σχολείο και την έπιασε να πατικώνει με ελαστικό επίδεσμο τον θώρακα της, την ξετύλιγε ένα τέταρτο μην της πάθει ασφυξία, και κείνη με τα χέρια σταυρωτά στο στήθος, μην της «τα» δει η Μάνα Κουράγιο, που ξέχασε να της μιλήσει για την εφηβεία, που την άφησε στις μελισσούλες και στα λουλουδάκια και στους πελαργούς. Θα τα κόψω, μαμά, δεν τα θέλω, δεν μπορώ να τρέχω, της είχε πει, οι φίλες της δεν είχαν τόσο πρόωρη ανάπτυξη, και το σουτιέν δεν το θέλω, με σφίγγει, με φαγουρίζει, να το βάλεις εσύ.
Οι ώρες περνάνε δύσκολα. Η Κόρη Λείψανο όλο κοιμάται, αμιτρυπτιλίνη, κυπροεπταδίνη, φλουοξετίνη, τραζοδόνη, χάπια και χαπάκια, διαβάζει τα κουτιά μήπως την πάρει και κείνη λίγο ο ύπνος, φοβάται μην τα μπερδέψει και φωνάζει τις νοσοκόμες, έχει και πρε­σβυωπία. Η Κόρη Λείψανο ανοίγει μηχανικά το στό­μα, τα κοιτάζει, είναι μικρά, δεν παχαίνουν της λέει και καταριέται μέσα της, ούτε και ξέρει άμα τα κρατάει στο στόμα και τα φτύνει όταν δεν τη βλέπει, είναι και πονη­ρή, δαιμόνια αλεπού, πάντα της ξέφευγε, δεν άκουγε για δόκανα, δεν ήθελε να ξέρει για παγίδες. Καθρέφτη που ζήτησε, της το ξέκοψε. Να μάθεις να κοιτάζεις χω­ρίς παραμορφώσεις, της είπε, εσύ ο στραβούλιακας τα λες αυτά, της απάντησε, έκανε χιούμορ, τα φάρμακα δρουν, μια ελπίδα στο βάθος. Και μετά βουλιάζει, δεν μιλιέται, κοιτάζει το μπράτσο της, το μετράει με την άλλη παλάμη να τσεκάρει τη διάμετρο, πιάνει τα μά­γουλα της μήπως και φούσκωσαν, με έκανες χοντρή, με ζηλεύεις, μαλακισμένη, και η Μάνα Κουράγιο κοιτάζει και δεν βλέπει ό,τι κοιτάζει, και δεν φταίει η πρεσβυω­πία, εθελοτυφλεί τώρα, αφού όταν έπρεπε δεν είδε, πό­τε τελειώνουν τα χρέη, όλο και συσσωρεύονται, να πλη­ρώσει, ναι, αλλά για πόσο ακόμα θα πληρώνει, τα κρο­κοδείλια δάκρυα σε μένα δεν πιάνουν, η Κόρη Λείψανο παθαίνει κρίσεις, τα συμπληρώματα φωσφόρου να τα βάλεις εκεί που ξέρεις, να πάθω υποφωσφαταιμία να το 'χεις τύψεις μια ζωή, πού τα έμαθε όλα αυτά, η Κόρη Λείψανο κι όταν είναι σε καταστολή ακούει, σκέφτεται η Μάνα Κουράγιο, κουράγιο, λέει από μέσα της, κι άλ­λο κουράγιο, κουράγιο, λέει και ο άντρας της που μόλις μπήκε στο δωμάτιο.
Πατέρα Γειασας. Έτσι θα τον λένε. Πατέρα Γεια-σας. Από τα αρχαία χρόνια, έτσι έχει ακούσει, τα επώ­νυμα προέκυπταν και σαν παρατσούκλια, από ιδιαίτερα γνωρίσματα του χαρακτήρα. Αύριο, λοιπόν, θα πάει στο ληξιαρχείο και θα ζητήσει να τον λένε πια Γειασας. Αφού αυτό λέει: γειασας. Και αντίο. Μακρόσυρτα και ειρωνικά, όταν μαλώνουν, όταν τα πράγματα σκουραίνουν, όταν χρειάζεται να είναι παρών. Κουνάει και το χέρι, το κάνει και παραστατικό, λες και η απουσία δεν είναι από μόνη της φανερή, χρειάζεται και ενδεί­ξεις. Στον πρώτο καβγά τους, έβαλε την τηλεόραση πιο δυνατά. Διασταυρώθηκαν στον δρόμο, αυτή φοιτήτρια να επιστρέφει με τη βαλίτσα στο πατρικό για τις διακο­πές του Πάσχα, κι αυτός με το ποδήλατο προς το καφε­νείο. Τον χαιρέτησε, γεια σας της είπε, δεν την ανα­γνώρισε έτσι που 'χε γίνει. Στο μπαλκόνι η Μάνα Κουράγιο, σκοτοδίνη της ήρθε έτσι που την είδε, κρα­τήθηκε από τα κάγκελα, της έπεσε η σκούπα από τα χέρια στη μέση του δρόμου. Η κόρη σου είναι, του φώ­ναξε, ο Πατέρας Γειασας κοντοστάθηκε, μυρίστηκε επι­κείμενη φασαρία, έσκυψε το κεφάλι, γειασας έγνεψε και στις δύο, μπέρδεψε τα πόδια του στα πετάλια ξεκινώ­ντας, αδυνάτισες μουρμούρισε και χτύπησε το κουδου­νάκι για χαιρετισμό. Την επόμενη μέρα η Κόρη Λείψα­νο έφυγε, στο τρίτο «κάτσε να φάμε όλοι μαζί σαν οικο­γένεια» ανέβηκε τις σκάλες και τις κατέβηκε σέρνοντας τη βαλίτσα, γεια σας είπε ανοίγοντας την πόρτα, γεια σ- πρόλαβε να πει ο Πατέρας και το υπόλοιπο το έφαγε ο γδούπος της λακαρισμένης καρυδιάς πάνω στην κά­σα. Ένα καλοκαίρι πριν από τις Πανελλήνιες, απόγευ­μα ήταν, η Κόρη Λείψανο άλειφε τη δεύτερη φέτα της με βούτυρο και μέλι, μπήκε ο Πατέρας Γειασας στην κουζίνα, πάχυνες της είπε, από τα μέλια και τα βούτυ­ρα ξεχείλωσες λιγάκι, η Κόρη Λείψανο πάγωσε, τα δάχτυλα της σφίξανε και λιγδωθήκαν από το βούτυρο, το βλέμμα της καρφώθηκε στο κενό. Η Μάνα Κουράγιο που σιδέρωνε στο σαλόνι, έβαλε κάθετα το σίδερο, ίσιωσε με δύναμη το κολλάρο του πουκαμίσου του και έσφιξε τα χείλη. Ο Πατέρας Γειασας έπλυνε τα χέρια του σφυρίζοντας στον νεροχύτη, τα σκούπισε με την πε­τσέτα των πιάτων και όταν έφυγε πια από την κουζίνα, η Κόρη Λείψανο έσπρωξε αργά την μπουκιά στο στόμα της, κοιτάζοντας ακόμη το κενό.
Τριακόσια γραμμάρια πήρες από χτες, μπράβο σου, η νοσοκόμα χαμογελά στην Κόρη Λείψανο, εκείνη την κοιτά με περιφρόνηση, βιταμίνη Β και C πήραμε, η νο­σοκόμα τσεκάρει, επίπεδα γλυκόζης, τιμές καλίου, όρια τρανσαμινάσης, ενεργήθηκες σήμερα, νιώθεις καλύτε­ρα. Όλα πηγαίνουν καλά, μην ανησυχείτε, ενημερώνει τη Μάνα Κουράγιο, εκείνη συγκατανεύει με ένα αδύ­ναμο χαμόγελο, νυστάζει, κοιμάται λίγο, το βράδυ έρ­χονται να βγάλουν τον ρινογαστρικό καθετήρα, να κά­νουν κι άλλες εξετάσεις, να ξαναβάλουν τον καθετήρα, η Κόρη Λείψανο βρίζει, η Μάνα κουράγιο κλαίει, ο Πατέρας Γειασας λείπει. Έχει πρηστεί η Κόρη Λείψα­νο, έχει τουμπανιάσει η κοιλιά της, σαν παιδί της Μπιάφρας είναι, όχι όχι, άλλη εικόνα, σαν να 'ναι έγκυος, σκέφτεται η Μάνα Κουράγιο, όταν ξανάρθου­με και έχει φουσκωμένη κοιλιά θα είναι για καλό, έτσι σκέφτεται και παίρνει κουράγιο, σύντομα θα αδιαθετή­σει ξανά, ξανάρχισε τα αντισυλληπτικά, μετά θα μπο-
ρεί και μόνη της. Η Κόρη Λείψανο πατάει με τα δάχτυ­λα τις γάμπες της, τα κωλόχαπα μου προκάλεσαν κα­τακράτηση υγρών, γκρινιάζει, μπαλόνι μ' έκανες, ηλί­θια. Ο Πατέρας Γειασας της φέρνει πακέτα με ρούχα τρία νούμερα μεγαλύτερα, φουστάνια με λουλούδια και έντονα χρώματα, τρώει επιδεικτικά σοκολάτες μπροστά στην Κόρη Λείψανο, τις λάτρευε μικρή, θα τις ξαναλατρέψει, πιστεύει, σε λίγες μέρες που θα 'σαι γυναι­κάρα πάλι —όχι, δεν έχει τρόπους ο Πατέρας Γειασας-της λέει, θα σε πάρω να ξαναπάμε στο λούνα παρκ που πηγαίναμε όταν ήσουν ένα σκατό τόσο δα -και μαρκά­ρει νοητά τη μέση του με τεντωμένη την παλάμη- θα 'ρθεις κι εσύ, λέει στη Μάνα Κουράγιο, θυμάσαι, ρωτάει την Κόρη Λείψανο, μπαλαρίνα ζήταγες κι ας ξέρναγες μετά -αυτό δεν έπρεπε να το πει, δαγκώνεται- και τρε­νάκι μετά και συγκρουόμενα, ήθελες μόνη σου να μπαί­νεις και μας τσούγκραγες και κερδίζαμε τις τζάμπα μάρκες και μετά τσουγκράγαμε μαζί τη μαμά, θυμάσαι -έχει ενθουσιαστεί ο Πατέρας Γειασας και μιλάει δυνα­τά- και σου έπαιρνα ένα πολύχρωμο μπαλόνι Κάντυ-Κάντυ και το κράταγες σφιχτά να μη σου φύγει και με­τά όταν το βαριόσουν το άνοιγα προσεχτικά και σου 'κανα την αστεία φωνή με το ήλιο, ζατς μαμά, κορόι­δευα τη μαμά που την κλείναμε στα συγκρουόμενα, θυ­μάσαι, ρωτάει την Κόρη Λείψανο και κείνη τον κοιτά­ζει σαν εξωγήινο, έχει κλείσει το λούνα παρκ χρόνια τώρα, πού ζεις, του λέει, ο Πατέρας Γειασας δεν ξέρει τι να απαντήσει, το πρόσωπο της έντασης μαραίνεται, η λάμψη στα μάτια θαμπώνει, παίρνει πάλι την κουρα­σμένη όψη του, πάω να πάρω καφέ λέει τέλος, γειασας. Στο δωμάτιο σιωπή.
Η Κόρη Λείψανο γυρίζει το κεφάλι και κλείνει τα μάτια. Ούτε λέξη στη Μάνα Κουράγιο. Δυο μέρες τώ­ρα, ούτε λέξη. Την καταδικάζει με το κάθε γραμμάριο, την καταπίνει με το κάθε χάπι, την απομακρύνει με την κάθε μέρα. Έχει κουραστεί η Μάνα Κουράγιο, το χάνει, Μάνα Κουράγιο-Τοχάνει, δεύτερο επίθετο, θα το ζητήσει κι αυτό αύριο στο ληξιαρχείο, έλεγε αντέχει μα πια δεν αντέχει να αντέχει συνέχεια, και δεν αντέχει που δεν αντέχει μερικές φορές, είχαν πει θα γίνει καλύ­τερα, η Μάνα Κουράγιο σ' αυτό βασιζόταν, ότι θα της μιλά πιο καλά, όχι σκάσε και μη μιλάς, όσο και να μη δίνει σημασία την πειράζουν, και το χέρι που άπλωσε η Κόρη Λείψανο τη μέρα που της έφερε στο δωμάτιο το πιάτο με το αγαπημένο της φαγητό την πειράζει, επί­τηδες δεν άναψε τον απορροφητήρα, να γεμίσει η μυ­ρωδιά όλο το σπίτι, έβαλε και τους ανεμιστήρες στο ρε­λαντί να πετάξει η μυρωδιά παντού, να ποτίσει τον αέ­ρα και τα έπιπλα, στα αρτοποιεία το κάνουν αυτό, το 'χει προσέξει η Μάνα Κουράγιο, όμως η Κόρη Λείψανο δεν υπακούει πια στις αισθήσεις, δεν είναι σκυλί του Παβλόφ, τα κουδουνάκια τρελάθηκαν, και όταν μπήκε με το πιάτο, κρέας κοκκινιστό με πατατάκια, έτσι το λέγανε, η Κόρη Λείψανο την ταρακούνησε, της τράνταξε το χέρι, αυτό που πονάει, μάζευε μετά τα παπαρια-σμένα από τη σάλτσα πατατάκια στο παρκέ και το κομμάτι κρέας πάνω στο γραφείο. Γυναίκα, σήμερα μάλιστα, δεν μπορώ να πω, το πέτυχες το φαΐ, την παίνεψε μετά ο Πατέρας Γειασας, δεν δοκιμάζεις κι εσύ λίγο, ρώτησε την Κόρη Λείψανο, καμιά τους δεν απά­ντησε, με τα χέρια σταυρωμένα στο στέρνο στους δύο καναπέδες, αντικριστά, σαν σε μάχη, μέχρι να τελειώ­σει ο Πατέρας Γειασας τα δυο πιάτα οι ειδήσεις είχαν ήδη πει τον καιρό κι εκείνες τίποτα.
Αύριο που θα πάει στο ληξιαρχείο, τώρα που το θυ­μήθηκε, έκανε λάθος, δεν μπορεί να ζητήσει το επίθετο Λείψανο, τα παιδιά παίρνουν το επώνυμο του ενός γο­νιού, δεν είναι εδώ Αμερική να το λένε το παιδί Daisy Lilly ή όποια άλλη ανοησία τους κατέβει, εδώ είναι σο­βαρά αυτά τα πράγματα, και πρέπει να αποφασίσει, θα είναι ή Κουράγιο ή Γειασας, πρέπει να αποφασίσει εκείνη, θα φύγει ή θα μείνει, με την κοιλιά τούμπανο και στο στόμα τον σωλήνα είναι σαν μπαλόνι, σαν το μπαλόνι που 'χε μικρή και το κράταγε απ' την κορδέλα στο λούνα παρκ, δεν θα την είδαν, δεν θα πρόσεχαν, και η Κόρη Λείψανο κατάπιε το μπαλόνι και είναι τώρα στην κοιλιά της, γι' αυτό είναι τόσο φουσκωμένη, η Κόρη Λείψανο πετάει, σε έναν δικό της κόσμο, η Μάνα Κουράγιο της φωνάζει να κατέβει, και με το ήλιο, να μην ανησυχεί, υπόσχεται, δεν θα την κοροϊδεύει, δεν θα της πει «ζατς», φτάνει πια με τις ήττες και τις νίκες, όλοι χαμένοι έχουν βγει σε αυτή την ιστορία, με τα ξαν­θά μαλλιά και τα πελώρια μάτια πετάει, Κάντυ-Κάντυ κι αυτή, αδύνατη να χωράει σε τετραγωνισμένα κάδρα, πάνω από την μπαλαρίνα και τα συγκρουόμενα πετάει και σκορπίζει τις κερδισμένες μάρκες και πρέπει να αποφασίσει, γιατί τα ληξιαρχεία ανοίγουν σε τρεις ώρες, φτάνει με τις βόλτες, πρέπει να γυρίαουν σπίτι, κουράστηκε πια στο λούνα παρκ η Μάνα Κουράγιο, την τσουγκρίσανε αρκετά πια και το κεφάλι της πονάει, να κόψει το σκοινί, να τρυπήσει το μπαλόνι η Μάνα Κουράγιο, αφού δεν το έκανε όταν έπρεπε θα το κάνει τώρα, δεν μπορεί να περιμένει να αποφασίσει η Κόρη Λείψανο-Μπαλόνι, δεύτερο επίθετο, τι κρίμα που θα το απορρίψουν κι αυτό, αν βλέπανε την κοιλιά της θα κάναν μια εξαίρεση οι γραφιάδες της υπηρεσίας, κι αν πά­ρει η Κόρη Λείψανο-Μπαλόνι τη λάθος απόφαση; Γρή­γορα τις βελόνες, γρήγορα το ψαλιδάκι από την τσά­ντα, δεν υπάρχει χρόνος.
Ο Πατέρας Γειασας καπνίζει το πέμπτο τσιγάρο και πίνει τον δεύτερο καφέ, καλύτερα έξω, τον προσπερνά­νε στους διαδρόμους γριές νυχτερίδες με το πι και παπ­πούδες με ξεκούμπωτη πιτζάμα για εύκολο κατούρημα, δέρμα γεροντίσιο, ζαρωμένο, η Κόρη Λείψανο, σε αγκώνες και στο στήθος, δεν θα κλάψει, άι στα κομμά­τια, δεν ησυχάζει πουθενά. Πατάει την αντλία με το αντισηπτικό υγρό που δεν χρειάζεται ξέβγαλμα, η Κό­ρη Λείψανο αρπάζει τις ιώσεις από χιλιόμετρα, τρίβει τα χέρια καλά, αυλακωμένα και ροδαλά, η Κόρη Λεί­ψανο έχει παλάμες στο χρώμα της σελήνης, έφεξε, τρί­βει ακόμη και τα ξερά νύχια, σαν βράχια, κληρονομικό, της μάνας του στα τελευταία της της τα έκοβε με το κλαδευτήρι, αγρός, αλέτρια και τσάπες, της Κόρης Λεί­ψανο κιτρίνισαν και τρίβονται σαν αλάτι, ξέχασε να ξε­χνιέται και όλα τη θυμίζουν, όχι απλά κι αγαπημένα, κάποτε ήταν αυτό, τώρα είναι σύνθετα και απελπιστι­κά, ο Πατέρας σκέτο δεν έχει πια σωσίβιες λέμβους κι εξόδους κινδύνου, κάθε που πάει να σφυρίξει και ζαρώνει το στόμα τον πιάνουν τα δάκρυα, χαλάει η μάσκα. Ανοίγει την πόρτα του δωματίου αθόρυβα, σχεδόν ξη­μέρωσε έξω και η Κόρη Λείψανο κάνει συνήθως ανήσυ­χο ύπνο, απέναντι στην καρέκλα η Μάνα Κουράγιο με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, η τσάντα ανοιχτή στα πό­δια της, γλίστρησε από τη χαλαρωμένη παλάμη, τσί­χλες, στυλό και μαντηλάκια με άρωμα λεμόνι φτιά­χνουν στο πάτωμα μωσαϊκό, διάφανο πλαστικό καπάκι και πολύχρωμα κουβαράκια παραδίπλα, βελόνες σκορ­πισμένες και ένα ψαλιδάκι ανοιγμένο να γράφει «χ».

1 σχόλιο:

  1. Πόσο αληθινή και ευαίσθητη ενδοσκόπηση!
    Πόσα μου θύμισε αυτό το κεφάλι το γερμένο στην πλαστική καρέκλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή