Κυκλοφόρησε
το 97ο τεύχος του αγαπημένου περιοδικού «Εντευκτήριο» που κρατάει
γερά το μετερίζι του στον αγώνα της Λογοτεχνίας και της Κριτικής της Ζωγραφικής και της
ποιοτικής Φωτογραφίας. Χάρηκα ιδιαίτερα δυο ποιήματα της Μαρίας Λαϊνά που
προδημοσιεύονται, γέλασα με ένα ποίημα του Δ. Δασκαλόπουλου με τίτλο «Νεοέλλην
ποιητής», φχαριστήθηκα με την βιβλιοκριτική της Κ. Δημουλά για το βιβλίο του Π.
Τέτση, διάβασα κείμενα των Μίγγα, Παλαβού, Πολιτοπούλου, και άλλων που αξίζει
να αναφερθούν αλλά θα σταθώ ιδιαίτερα στον αγαπημένο Αργύρη Χιόνη, στον οποίο
το εξαιρετικό περιοδικό αφιερώνει 36 ολόκληρες σελίδες χαρίζοντας μας ιδιαίτερα απολαυστικά κείμενα φίλων και
μελετητών του.
Πρώτα
πρώτα ένα [αυτό]βιογραφικό σε τρίτο
πρόσωπο και την εργογραφία του, που υπογράφει ως Αργύρης Χιόνης ο Θροφαρεύς·
στη συνέχεια προδημοσιεύει «Το Δούρειον Θήλυ» που θα περιλαμβάνεται σε συλλογή
διηγημάτων του που θα κυκλοφορηθεί από τις εκδ. Κίχλη με τίτλο «Έχων σώας τας
φρένας και άλλες τρελές ιστορίες».
«….
Σκουτιά, βελέντζες και κιλίμια τα πήρε ο
ποταμός και την ωραία κόρη Mayflower την πήρε ο κόμης Pander, δώρο για να την πάει στον
αφέντη του, τον βασιλιά του Horn, που, όταν τη ρίξανε στα πόδια του, ημίγυμνη,
έχασε το μυαλό του απ' τα κάλλη της. Δεν το χασε ωστόσο εντελώς, γιατ' ήταν
πονηρός κι αμέσως είδε ότι στα χέρια του είχε, επιτέλους, το όπλο που θ'
αφάνιζε τον μισητό εχθρό του, τον βασιλιά του Corn. Έτσι 'ναι, βλέπετε, οι
βασιλιάδες πάντοτε βάζουν το κοινό
συμφέρον πάνω απ' την προσωπική τους ευτυχία…. Λόγια πολλά για να μη λέμε και
χρόνο να μην κλέβουμε απ' την αιωνιότητα, μόλις η Mayflower διάβηκε σαν αερικό
του παλατιού την πύλη……»
Ακολουθεί
ποίημα του πρόωρα χαμένου Αργύρη Χιόνη με τίτλο «Τι φοβάται ένας άνθρωπος», ενώ
στη
συνέχεια η Ζυράννα Ζατέλη αναφέρεται στη γνωριμία και τη φιλία
τους. Καταγράφει:
«Είμαι
ένας καημένος γκιώνης», είπε, «που πιάστηκε στο κλαδί, μαγκώθηκε, και προσπαθεί
να τσαμπουνήσει πού και πού κανέναν στίχο».Όσο του άρεσε να αυτοσαρκάζεται,
τόσο είχε αρχίσει να ανησυχεί, τον τελευταίο καιρό ιδίως, μη χάσει αυτό το
σκοτεινό προνόμιο, την παρηγορική ευχέρεια να παίζει με τα δύσκολα και λίγο να
τα προκαλεί.
Θυμάμαι πόσο ευχαριστήθηκα, πόσο του πήγαινε να 'χει αυτό το όνομα! Πράγματι, κάτι σαν να ασήμιζε
επάνω του, ιρίδιζε όλη την ώρα, κάτι —ας πούμε- από χιόνι άργυρο... Ήταν η άλως
γύρω απ' τα μάτια; οι ριπές στο βλέμμα του; η γυαλάδα του μετώπου; Κάτι ήταν,
τέλος πάντων, που δεν σ' άφηνε να τον φανταστείς με άλλο όνομα, ή να φανταστείς
έναν άλλον με αυτό το όνομα, μ' ένα χαμόγελο που επίσης ιρίδιζε, φώτιζε και
σκίαζε εναλλάξ το ένθεν και ένθεν του χώρου.
Ο
Δημήτρης Νόλλας θυμάται τη βόλτα τους στα κανάλια του Άμστερνταμ όταν πάνω σε μια γέφυρα του απήγγειλε τη μετάφρασή
του από τα Παιδικά μου όνειρα του Μισώ δίνοντας τον τίτλο «Νυχτερινή περίπολος»στο
κείμενό του.
Ο
Γιαν Χένρικ Σβαν και η Μαργαρίτα Μέλμπεργκ γράφουν για την επίσκεψή τους στο
Θροφαρί μετά τη μεγάλη πυρκαγιά ενώ ο Αλέξης Ζήρας στο κείμενό του «Το ακίνητο
περιπλανώμενο» σχολιάζει το πόσο δεν άλλαξε ο τρόπος του να διαπιστώνει
ακατάπαυστα τα ίδια, περίπου, πράγματα. Χρησιμοποιεί, σε μια διαδρομή σαρανταπέντε
ετών, με μεγάλη φειδώ και τυραννική λιτότητα, με ρεαλιστική απλότητα και
ενάργεια, έναν λόγο που πλησιάζει πολύ σε μια εις εαυτόν προσευχή. Και δεν το
λέει αυτό υπερβάλλοντας, καθώς στην ποίηση του υπάρχει ένας διαρκής αγώνας του
ανθρώπου να μεταβληθεί το αόρατο σε ορατό. Η ποίηση του δεν απομακρύνθηκε πολύ
από έναν κύκλο ζωτικών θεμάτων, που τα προσέγγιζε διαρκώς, από διάφορες
πλευρές, αλλά με την ίδια εμμονή να διαπιστώσει κάτι που υπό διαφορετικές
συνθήκες θα έμοιαζε αυτονόητο. Και τούτο ίσως διότι ο εγωτικός πυρήνας, το
υπαρξιακό κέντρο, το αείφορα στοχαζόμενο εγώ, είναι ένα ακίνητο κέντρο που
αποφθέγγεται. Ανεξαρτήτως τού αν η ζωή του, δηλαδή οι συνθήκες και οι συγκυρίες
που αποτελούν πάντοτε το αναγκαίο κέλυφος της ψυχής, το έκαναν να πλανηθεί
μαζί τους, να μετακινηθεί στον χώρο, αν και χωρίς να αλλάξει σε πολλά αυτός ο
πυρήνας του. Τα πράγματα μοιάζουν εξ υπαρχής τετελεσμένα. Μια ειρωνική θυμοσοφία που διαπιστώνει και
στις ελαχιστότατες και επουσιώδεις εικόνες της καθημερινότητας ένα μοιραίο που
δεν αποφεύγεται, στον Χιόνη έχει ένα επιπλέον ενδιαφέρον: ότι στρέφεται με
σκεπτικισμό, με πίκρα, με χιούμορ, στο ακατανόητο που μας υπερβαίνει, χωρίς
όμως να παρουσιάζεται στο ποίημα που διαβάζουμε καμία υπέρβαση νοήματος, καμία
συναισθηματική ένταση!
….Ο
Χιόνης έζησε ως δημιουργός και ως απλή ανθρώπινη ύπαρξη πάνω στην αντίφαση
του αμετάθετου, παρά τις περιπλανήσεις του, είτε μεταφορικές ήταν αυτές, της
φαντασίας δηλαδή, είτε κυριολεκτικές, των άμεσων εμπειριών, των ταξιδιών του. Έφευγε
και ξαναγύριζε στο ίδιο σημείο, σαν να μην είχε φύγει ποτέ!
…..
Αποκλίνει, από τους περισσότερους ποιητές του ΄70 στο ότι η ελλειπτική, μεταφορική
γλώσσα γίνεται μέσο και όχι μορφικός αυτοσκοπός.
Το
άλλο ιδιαίτερα ενδιαφέρον στο οποίο αξίζει να σταθούμε είναι ότι υπάρχει εδώ
ένας ποιητικός προγραμματισμός! Ο δημιουργός δεν εγκαταλείπει εαυτόν στο άφωτο,
δεν εμπιστεύεται το άρρητο, τη σκοτεινή πυκνότητα ενός λόγου που υποβάλλει με
τη χρήση υπαινιγμών.
Αυτά
και άλλα πολλά αποκαλύπτει ο Ζήρας για τον λάτρη της γραφής του Χιόνη, ενώ η Ντάντη
Σιδέρη-Σπεκ αναφέρεται στα κείμενά του που σύντομα, με σπάνια στην ελληνική
γραμματεία φόρμα, αφηγηματικά ποιήματα η λυρική πρόζα, με απόηχους, ενίοτε,
μύθων του Αισώπου η του Φλωριάν. Ποιήματα όπου τα αντικείμενα, οι έννοιες, τα
φυσικά στοιχεία προσωποποιούνται, για να μας πάνε με την απλή τους γλώσσα στον
πυρήνα των πραγμάτων: αποτέλεσμα μιας θεώρησης, ίσως πλάγιας, αλλά μιας
παρατηρητικότητας μεστής σοφίας. Ένας κόσμος μαγικός απλώνεται μπροστά μας,
όπου μιλάει η βροχή κι ο άνεμος ερωτεύεται. Άλλος κεντρικός πόλος της ποίησης
του Αργύρη Χιόνη είναι η φύση, που άλλοτε περιγράφεται με λυρική διάθεση και άλλοτε φανερώνει την ανελέητη όψη της
νομοτέλειας της και του αμετάκλητου
θανάτου.
Ο λόγος
του έλλογος, ακριβής στη συνέπεια της ποιητικής εικονοποιίας των εννοιών του,
που μας οδηγεί με το υφολογικό μέσο της ανατροπής και συχνά της ειρωνείας στο
άλογο, αποκαλύπτοντας τον πυρήνα της κατάθεσης του. Μαγεύει
η φαντασμαγορία της μεταφοράς, που κυριαρχεί στην ποίηση του Αργύρη Χιόνη. Στην
ποιητική του αυτή συμπεριφορά διαφαίνεται η αγάπη του για παλιές γιαπωνέζικες
τεχνικές και για τον μανιερισμό στη ζωγραφική. Η γλώσσα του απλή αλλά μεγάλης
ικανότητας, ενίοτε, ειρωνική, ανατρεπτική, με λογοπαίγνια και παρετυμολογκές
τάσεις.
Ο Σταύρος Ζαφειρίου αναφέρεται στην «Σκοτεινή
κυρία του Αργύρη Χιόνη»:Ποια είναι όμως η «Σκοτεινή Κυρία»; Η φαινομενικά
προφανής μεταφορά αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο της επιλογής: είναι η έμπνευση
τάχα ή το αποτέλεσμα; Είναι η Μούσα της ποίησης ή η ίδια η Ποίηση, που τιμά με
την αυτοπρόσωπη παρουσία της τον ποιητή;
Είναι ντυμένη φόνο και ηδονή
κάτω από τη νεκρή βιζόν,
φορεί τα ασπαίροντα βυζιά της.
Τούτο
το τρίστιχο, όπου η ζωή και ο θάνατος αγγίζονται, προτάσσεται ως μότο του ποιήματος και φέρει την υπογραφή του
Αργεντινού (σύμφωνα με τις σημειώσεις του Χιόνη) ποιητή Esteban Argentea Nieve.
Πώς όμως τυχαίνει η λέξη Argentea να παραπέμπει στον άργυρο και η λέξη Nieve
στο χιόνι...Ανατρέχοντας στο σύνολο του έργου που μας άφησε ο Αργύρης Χιόνης,
θα συναντήσει κανείς και άλλα ποιήματα ποιητικής. Ούτε ένα όμως που να προκρίνει
την Χαρούμενη Ποίηση. Ούτε ένα όπου η ποίηση δένεται με τη ζωή με τρόπο που να
αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο δύναμης, βεβαιότητας και κατεύθυνσης προς τα
επάνω και προς τα εμπρός. Απεναντίας, ο Χιόνης αντιλαμβάνεται την ποίηση σαν
«αγωνία», «πυρετό» και «αναρίθμητες αμφιβολίες», «σαν μια πικρή του τέλους
αίσθηση» ή, ακόμη πιο λυρικά, σαν των επτά πέπλων τον χορό, όπου το έβδομο και
τελευταίο πέπλο είναι αδειανό.
Η Μαρία Στασινοπούλου σχολιάζει «Το οριζόντιο ύψος
και άλλες αφύσικες ιστορίες» και εντοπίζει από τον οξύμωρο κιόλας τίτλο ότι ο
συγγραφέας μάς προετοιμάζει για τις ανατροπές οι οποίες μας περιμένουν, για το παιχνίδι που οργανώνει και για τα
διαρκή διλήμματα που μας επιφυλάσσει. Ο Χιόνης συνομιλεί με την αυτοβιογραφία. Πολλές φορές ο ήρωας του
είναι το προσωπείο του ή το λογοτεχνικό του alter ego. Μέσα σε περιστατικά,
λιγότερο ή περισσότερο, αληθοφανή, περνάει από προσωπικές του στιγμές μέχρι
κριτική λογοτεχνικών ηθών, υπαρξιακά αδιέξοδα και οικολογικά μηνύματα.
Επινόηση και βίωμα, φαντασιωμένη
πραγματικότητα και πραγματική φαντασία, ιστορικοί αναχρονισμοί και αδύνατες
συγχρονίες· ο Χιόνης «δεν εκφράζει την
πραγματικότητα στην οποία γράφει, αλλά επινοεί την πραγματικότητα στην οποία
εκφράζεται»· συναντάει τους μύθους που καθορίζουν την ταυτότητα του και τους
μεταμορφώνει. Ποιητικός ρυθμός και λυρικές ανάσες που διαπερνούν τον αφηγηματικό
λόγο, αντιθετικές συζεύξεις, μεταφορές και κυριολεξίες, επαναλήψεις, συνηχήσεις
και παρηχήσεις, ομόηχα, ομόρριζα και παρετυμολογίες, επιμύθια, σχοινοτενείς
τίτλοι, όλα σε μια αρμονική συνύπαρξη καλοζυμωμένου συνόλου, με ισχυρές δόσεις
ειρωνείας και σάτιρας.
Ο
Χιόνης, στο Οριζόντιο ύψος, επιλέγει τον παραμυθικό λόγο της αλληγορίας, του
μύθου και της παραβολής, θέλοντας να ξορκίσει τα δικά του φαντάσματα και τις
δικές του φοβίες για τη ζωή και για την Απουσία, για το ταξίδι και για τον
χρόνο.
Τα
βιβλία του Αργύρη Χιόνη συμπυκνώνουν τις εμμονές ενός τρυφερού και αισθαντικού
παρατηρητή και μελετητή της ζωής, της φύσης, του ανθρώπου που ξέρει να
κολυμπάει με ασφάλεια (διαθέτοντας εμπειρία και γνώση, γνήσια σατιρική φλέβα
και χιούμορ) στα βαθιά νερά της λαϊκής σοφίας και της λόγιας παραγωγής, του
σήμερα και του χθες, της μνήμης και της ανάμνησης.
Ο
Σωτήρης Γάκος συνδέει τον Χιόνη με τον Μπέκετ
εντοπίζοντας συμπτώσεις στο θέμα αλλά και στην αξιοποίηση του γκροτέσκο και του κωμικού στοιχείου με
τους επαναληπτικούς άσκοπους διάλογους και τις γκάφες των δυο προσώπων. Το αφιέρωμα
κλείνει με δύο επιστολές .
Όλο αυτό το υλικό μας βοηθά να ξεκλειδώσουμε στοιχεία
της γραφής του και λειτουργούν ως ερέθισμα να ανατρέχουμε ξανά και ξανά στο
σπουδαίο έργο του.Προμηθευτείτε το τεύχος, είναι υπέροχο.
Κύριε Ρουμπάκη, εξαιρετική η ανάρτησή σας, συγχαρητήρια. Δεν άντεξα και αναδημοσίευσα ένα τμήμα της με link βέβαια στο ιστολόγιό σας απ' όπου οι αναγνώστες μου μπορούν να τη διαβάσουν ολόκληρη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕύχομαι καλό Σαββατοκύριακο
Ευχαριστώ πολύγια την τιμή που μου κάνατε. Το διαδίκτυο για αυτό είναι:Να μοιραζόμαστε.
Διαγραφή