Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ


    Τα μνημεία της Αθήνας χαρακτηρίζουν εποχές, υπενθυμίζουν τη σημασία της πόλης μας και προσωποποιούν την ίδια την έννοια του πολιτισμού. Πάνω απ' όλα όμως υπογραμμίζουν την ένταξη της ατομικής συνείδησης μέσα στο συλλογικό πλαίσιο που εγγυώνται οι αρχές της Δημοκρατίας. Σηματοδοτούν την ισοτιμία και την ισονομία των πολιτών, των γενεών και των φύλων. Και όλα αυτά μέσα από την εμπέδωση της αγάπης του πολίτη για την πόλη του και της υπερηφάνειας για τις κατακτήσεις του υλικού και πνευματικού πολιτισμού του. Συμβάλλουν στη συνειδητοποίηση του ανήκειν και προωθούν την αυτογνωσία και τη γνώση της συλλογικής μας υπόστασης. Κι ασφαλώς, πέρα από σύμβολο της πνευματικής τους παρακαταθήκης αποτελούν και ως αντικείμενα μια ουσιαστική παράμετρο του σύγχρονου πολιτισμού την οποία δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε. Η ιστορία του τόπου μπορεί να χρωματιστεί από κάθε λογής ένσταση όσο ανατρεπτική και αν είναι, εφόσον είναι διατυπωμένη με όρους σεβασμού στη συλλογικότητα της κοινωνίας μας και της ιστορικότητας και σημασίας των μνημείων μας - όχι με σπρέι. Λαός που δεν τιμά τα μνημεία του αποποιείται της ιστορίας του. Αφήνοντας στα μνημεία σημάδια μιας σύγχρονης πρωτόγονης συμπεριφοράς, ακρωτηριάζουμε τον πολιτισμό μας και αποποιούμαστε την πατρογονική κληρονομιά μας .


Κ. ΠΑΛΑΜΑ, ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟ
Πως ακούμπησες άπραγα το δόρυ;
Τη φοβερή σου περικεφαλαία
βαριά πως γέρνεις προς το στήθος, Κόρη;
Ποιός πόνος τόσο είναι τρανός, ω Ιδέα,
για να σε φτάση! Οχτροί κεραυνοφόροι
δεν είναι για δικά σου τρόπαια νέα;
Δεν οδηγεί στο Βράχο σου την πλώρη
του καραβιού σου πλέον πομπή αθηναία;
Σε ταφόπετρα βλέπω να την έχη
καρφωμένη μια πίκρα την Παλλάδα.
Ω! κάτι μέγα, απίστευτο θα τρέχη ...
Χαμένη κλαις την ιερή σου πόλη
ή νεκρή μέσ' στο μνήμα και την όλη
του τότε και του τώρα, ωιμένα! Ελλάδα
ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Μόνος. Εν' άδειο απέραντο τριγύρω μου,
και μιας πολέμιας χλαλοής ασώπαστη η φοβέρα.
Κι όταν εκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπή παγώνει πέρα ως πέρα.
Μόνος. Μ' αρνήθηκαν οι σύντροφοι,
κι από το πλάι μου γνωστικά τ' αδέρφια τραβηχτήκαν.
Μ' έδειξε κάποιος. - Νά τος! - Καταπάνω μου
γυναίκες, άντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιά ριχτήκαν.
Το χέρι το ακριβό της Οδηγήτρας μου,
που με κρατούσε, ανοίχτηκε προς άλλα χάιδια ... Μόνος.
Σε βάθη μυστικά περνούνε αστράφτοντας
των ασκητάδων οι χαρές, του μαρτυρίου ο θρόνος.
Φωτιά 'βαλαν, το κάψανε το σπίτι μου,
και σύντριψαν τη λύρα μου με τη βαθιά αρμονία.
Την Πολιτεία δυό Λάμιες τη ρημάζουνε:
η λύσσα του καλόγερου, του δασκάλου η μανία.
Της Πολιτείας η πόρτα κλείστηκε,
με διώξανε, έρμος βρέθηκα στα έρμα μονοπάτια
και της Ιδέας της αστρομάτας, που έσφαξαν
από τη στράτα μάζωξα τα ολόφωτα κομμάτια.
Και τάσπερνα στο διάβα μου, και φύτρωναν
εδώ παράδεισοι, κ' εκεί βασίλεια, κ' εκεί πέρα
παλάτια κ' εκκλησιές και δρακοντόκαστρα.
Κι όλα στην ίδια ευφραίνονταν ανύχτωτην ημέρα.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ
...
Κι απ' τις πόρτες διάπλατες που ανοίξανε
κόσμος βγαίνει, κι αργοπάτητο
σέρνει και βαρύ το πόδι,
κ' είναι μια πομπή, και δε γνωρίζεις
δέξιμο κι αν είναι, ξεπροβόδισμα,
γάμος, λιτανεία ή ξόδι.
Κ' είναι συνοδειά χωρίς ξαφτέρουγα
και χωρίς σταυρούς και λάβαρα
και βαγγέλια και παπάδες
ποιάς λατρείας μυστήρια είν' αυτά;
Δεν τα διαλαλούν ψαλμοί,
δεν τους φέγγουνε λαμπάδες.
Και γυναίκες ούτε, ούτε παιδιά
κι άντρες μοναχά ασπρομάλληδες
και μισοκοπιές και παλληκάρια
κ' έρχονται με κόπο και σκυφτοί
σαν από κρυψώνες μέσ' στη γη,
σαν από τ' ανήλιαγα κελλάρια.
Κοντοστέκουν και τρικλίζουν
ασυνήθιστο σα νάχουν
κάτου από τον ήλιο τέτοιο δρόμο
και τα μέτωπα στα χέρια τους
σάμπως από θάμπος κι από τρόμο.
Κ' έτσι παν, και τους τρομάζουν
το φως του ήλιου, πέρα η θάλασσα,
τ' ακροούρανα, κι ο αέρας,
κι ο ουρανός απάνω τους, και γύρω τους
η μεγάλη πλάση και η ζωή
και το παίξιμο της μέρας.
Κ' είναι σα βγαλμένοι από 'να σκύψιμο
σε παλιά βιβλία δυσκολοσίμωτα,
και σε συναξάρια,
και σε κάτι τι ακριβότερο
απ' τ' αράπικα τοπάζια, απ' τα χουρμούζικα
τα μαργαριτάρια.
Κ' είναι σα βγαλμένοι από λογάριασμα
μπρος σε γιατροσόφια απάντεχα,
σε δυσκολοξάνοιχτα δεφτέρια.
Κι όλοι καθώς έρχονται κλιτοί,
και καθώς αργοζυγώνουν,
τι κρατάνε μέσ' στα χέρια;
Και ραβδιά κρατάν προσκυνητάδων
και διαλαλητών ακροστεφάνωτα
μ' αγριλιάς και με μυρτιάς κλωνάρια
τραχιά ηχούν τα σάνταλα τους χοντροκάρφωτα
κρέμουνται στους ώμους τους
ταξιδιώτικα ταγάρια.
Κ' ένας ένας κι από δύο
κι από τρεις ανταμωμένοι,
κι από τέσσεροι κι ακόμα
πιο πολλοί, κρατάν και σφίγγουν
τυλιγάδια και βιβλία
σε χρυσές κ' ελεφαντένιες
πλούσια σκαλισμένες θήκες,
και πηγαίνουν με κείνα,
και στα χέρια και στους ώμους
και στους κόρφους τα βαστάνε,
λείψαν' άγια σάμπως νάναι
και θαματουργές εικόνες
και βαριά σταμνιά γιομάτα
με τη στάχτη των προγόνων.
Τυλιγάδια και βιβλία
πόχουν πρόσωπα πορφύρες,
που είν' οι σάρκες τους μετάξια,
και λογής λογής το μάκρος
και το σχήμα και το χρώμα.
Σκεπασμένα και μακριάθε
τα θωρείς και λες πως είναι
στύλοι, λες βωμοί σβησμένοι
και σημαίες και θυματήρια
και ρηγάδικες κορώνες.
Σαν θεών αγάλματα είναι,
σαν ανάγλυφα είν' ηρώων,
προφητών οράματα είναι,
και κιβούρια και μνημούρια.
Τάματα είναι και τα πάνε
να τ' αφήσουνε στα πόδια
κάποιων είδωλων και κόσμων
που τα καρτεράν και στέκουν
και γιορτάζουν πανηγύρια
μέσα σε ναούς και τόπους,
πέρα ολόμακρα, και στέκουν
κ' οι ναοί κ' οι τόποι και όλα
και προσμένουν και προσμένουν
να φωτοντυθούν με κείνα.
«Τ' είναι τα δεφτέρια που κρατάτε
τα περγαμηνά,
σεβαστά κοπάδια που τραβάτε
σα διωγμένα από κακοκαιριά;
Και σε τούτα τα βιβλία,
και στα μνήματα ολ' αυτά,
ποιά διαμάντια, ποιά σοφία,
ποιοί νεκροί, ποιά κόκκαλα ιερά;»
Κάτι σάλεψε, κυμάτισαν τα πλήθη,
ξέσπασε φωνή και μου αποκρίθη:
«Είν' εδώ κλειστοί μέσ' στα κιβούρια,
μέσ' στα τυλιγάδια είναι κρυμμένοι,
- για νεκρούς η πλάση ας μην τους κλαίη! -
ω οι πηγές οι αθόλωτες της Σκέψης,
οι ασυγνέφιαστοι της Τέχνης ουρανοί,
οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι.
Κ' είναι της Αλήθειας οι διδάχοι,
της ακέριας Ομορφάδας οι πιστοί,
γέροι, απείραχτοι, όλο νέοι,
και ήλιοι που σου δίνονται να τους χαρής
πάντα μέσ' στο δρόσος κάποιου Απρίλη
οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι.
Από τους γιαλούς της Ιωνίας
κι από της Αθήνας τον αέρα
που όλα πνέματα τα κάνει καθώς πνέει,
κι από της Ελλάδας τ' αγνά χώματα,
η Σοφία, ο Λόγος, ο Ρυθμός
οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι.
Κ' είναι οι Πλάτωνες, και πίσω τους,
της Ιδέας ήρωες, οι φιλόσοφοι,
κ' η Αρετή μ' αυτούς «η λεβεντιά είμαι!» λέει
κ' είναι οι Ομηροι, και πίσω τους
όλοι οι ψάλτες και των Ολυμπων οι πλάστες
οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι.
Τη στερνή πατρίδα τους την παρατάν
από φύσημα διωγμένοι ορμητικώτατο,
γύφτοι γίνονται κ' Εβραίοι,
όμως πάντα, κ' ερμοσπίτες, νικητές
και του κόσμου γίνονται πολίτες,
οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι!»
«Τους γνωρίζω, τους γνωρίζω,
- μίλησα κ' εγώ, -
τους γνωρίζω και τους διαλαλώ
ξέρω απ' όλα τα τραγούδια
μα για να τα πω,
τα ταιριάζω τα τραγούδια
στο δικό μου το σκοπό».
Και το λόγο που αρχινήσαν
έτσι τον τελειώνω εγώ:
«Και σπρωγμένοι ως εδώ πέρα
οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι
από ανέμους και φουρτούνες
και σεισμούς και χαλασμούς,
και καραβοτσακισμένοι
και σκληρά κατατρεμένοι
κι από ξένους και δικούς!
Και κρυψώνες ηύρανε και σκήτες,
μοναστήρια και κελλιά,\
κ' ηύρανε παλάτια και σκολιά,
και δεν ηύρανε τον ήλιο
και τη λευτεριά,
και δεθήκαν κι αρρωστήσαν
και χτικάσιαν τ' απολλώνια τα κορμιά
και γινήκαν βρυκολάκοι και στοιχιά.
Βρήκαν κάτεργα και κάστρα
και μια πλάση ξένη, μια στενή
πλάση ξελογιάστρα.
Ορνια γίνανε μπαλσαμωμένα,
λείψανα λυπητερά,
και μαρμαρωμένα βασιλόπουλα,
η ζωή και η νιότη και η χαρά.
Γίνανε ή σαν άρρωστα λουλούδια
τροπικά στα θερμοκήπια,
ή φυτρώσανε μαζί
με τα χόρτα που αγκαλιάζουνε τα ερείπια.
Ζήσανε κουλουριασμένοι
μέσ' στου δασκάλου τα χέρια,
κι αποκάτου απ' την κοντόφωτη ματιά,
ζήσανε ζωή μέσ' στα δεφτέρια,
ζήσανε ζωή μέσ' στη σκλαβιά,
ζήσανε ζωή τυραγνισμένη,
και τους ηύρε μια λατρεία καταραμένη
σαν τα βάσανα και σαν τα καταφρόνια,
χίλια χρόνια, χίλια χρόνια!»
Κι απ' τους πάπυρους εκείνους μια ψυχή
θάρρεψα πως χύθη,
και γρικήθηκ' ένας ύμνος θριαμβευτής,
κι απ' των τάφων έβγαινε τα βύθη:
«Θα διαβούμε και στεριές και πέλαγα,
θα σταθούμε όπου το πόδι δεν μπορεί
Τούρκου κανενός να μας πατήση
από την πατρίδα μας διωγμένοι,
και σβησμένοι απ' την Ανατολή,
θ' ανατείλουμε στη Δύση.
Οπου πάμε, θάβρουμε πατρίδες
και θα πλάσουμε, απ' το Βόσπορο
χαιδευτά συνεβγαλμένοι ως τον Αδρία
θα φωλιάσουμε στη Βενετιά,
θα ξαναρριζώσουμε στη Ρώμη,
θα μας αγκαλιάση η Φλωρεντία.
Τ' Αλπεια τα βουνά θα δρασκελήσουμε,
θα ξαφνίσουμε τα ρέματα του Ρήνου,
στου Βοριά θ' ασπροχαράξουμε τα σκότη,
θα χυθούμε σα μαγιάπριλα του νου
όπου τόποι, όπου γεράματα, θα σπείρουμε
μιαν Ελλάδα και μια νιότη.
Και πλανήτες με δικό μας φως,
το δικό μας φως θα ρίξουμε
όπου θάμπωμα και βράδιασμα στη φύση
κι ο ασκητής θα φιλιωθή με τη ζωή
και το γάλα της χαράς ξανά θα πιής,
νηστευτή, κ' ένα κρασί θα σε μεθύση.
Και ο Κελτός και ο Γότθος κι ο Αλαμάνος,
κάθε βάρβαρος μ' εμάς θ' αναγαλλιάσει,
κι ο Ιταλος απ' όλους πρώτα
ρασοφόροι και ποντίφικες
θα προσπέσουνε στα πόδια της Ελένης
και τον κύκνο θα λατρέψουνε του Ευρώτα.
Του οικοδόμου θα του δείξουνε ρυθμούς,
νόμους του σοφού, σ' εμάς θα τρέξουν
όμοια κυβερνήτες και τεχνίτες,
πύργοι θα υψωθούν και πολιτείες,
και παντού ξανά θα στηλωθούν
των καλών και των ωραίων οι δικιοκρίτες.
Μόλις βγούμε απ' αυτό δα το κοιμητήρι
προς το φως και στα τετράπλατα του αέρα,
σαν τα πρώτα θάβρουμε τα νιάτα,
κ' έξω απ' τα στενά κιβούρια,
Καίσαρες κι Αλέξαντροι, θ' ανοίξουμε,
με του Λόγου το σπαθί, τη στράτα.
Ολυμπων κορφές και Παρνασσών!
Κι απ' τη σκέψη κι απ' τα μέτρα μας
γίνονται άνθρωποι και Παρθενώνες
πέρα ως πέρα στην ψυχή μια νεκρανάσταση!
Το μεγάλο Πάνα ολόχαροι
ξαναπροσκυνούν οι αιώνες.
Κ' οι κακόσορτοι σοφοί και οι στέρφοι
δάσκαλοι, που χρόνια και καιρούς
έτσι μας κρατούσανε σαβανωμένους
και μαζί μας πάνε σέρνοντάς μας,
άγια στερνολείψανα
του χαμένου Γένους,
έτσι βλέποντας μας χρυσοφτέρουγους
από μέσα από τα χέρια τους να φεύγουμε
σε αποθέωση που δε θα ξαναγίνη,
θα πιστέψουν πως σαρκώθηκαν χρυσόνειρα
κι από της θεότης μας τ' αντίφεγγα
σαν ημίθεοι θα φαντάξουν ως κ' εκείνοι!»

ΟΙ ΠΟΛΥΘΕΟΙ
Μακαρισμένος εσύ που μελέτησες
να τον ορθώσης απάνω στους ώμους σου
το συντριμμένο ναό των Ελλήνων!
Του Νόμου τ' άγαλμα σταίνεις κορώνα του,
στις μαρμαρένιες κολώνες του σκάλισες
τους λογισμούς των Πλωτίνων.
Είδες τον κόσμο κι ατέλειωτο κι άναρχο
ψυχών και θεών, μαζί κύριων και υπάκουων,
σφιχτοδετά κρατημένη αρμονία
και των καπνών και των ίσκιων τα είδωλα
παραμερίζοντας όλα, ίσα τράβηξες
προς την Αιτία
και σε κρυψώνα ιερό, και σωπαίνοντας
έσπειρες, έξω απ' το μάτι του βέβηλου,
κ' έπλασες λιόκαλη εσύ σπαρτιάτισσα
τη θυγατέρα σου την Πολιτεία.
Στους χριστιανούς τους μισόζωους ανάμεσα
ξαναζωντάνεψες Ολυμπους άγνωρους,
έθνη καινούριων αθανάτων κι άστρων
μέσα σε σένα Λυκούργοι και Πλάτωνες
απαντηθήκαν, το λόγο ξανάνιωσες
των Ζωροάστρων.
Κι αφού το τέκνο μεγάλωσες, ένιωσες
τότε μονάχα την κούραση, κ' έγυρες
ζωή κατόχρονη ισόθεης σκέψης,
κι αλαφροπήρε σε ο θάνατος κ' έφυγες
το μυστικό, τρισμκάριε, τον ίακχο
με τους Ολύμπιους θεούς να χορέψης.
Σοφός, κριτής και προφήτης μας μοίρασες
από το γάλα που εσένα σε πότισε
της ουρανίας Αφροδίτης η ρώγα.
Του κόσμου αφήνεις το τέκνο, το θάμα σου
μα ο μισερός κι ο στραβός κι ο ζηλόφτονος
λυσσομανάει και το ρίχνει στη φλόγα.
Ομως ο αέρας τριγύρω στη φλόγα σου
πνοή σοφίας κι αλήθειες πνοή γίνεται,
κι από τη θράκα της φλόγας πετάχτη
στον ήλιο ολόισα ένας νους μεγαλόφτερος
τ' αποκαίδια σου κρύβουμε γκόλφια μας,
και θησαυρός της φωτιάς σου είν' η στάχτη!




4 σχόλια:

  1. Θα συμφωνήσω με το ποστ σου.
    Πολύπαθα τα κτίρια και τα αγάλματα της πόλης.. όπως και η ίδια η παιδεία σε αυτή τη χώρα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συγκλονίστηκα με το κείμενό σου αλλά και με τους στίχους που παραθέτεις.
    Θλίβομαι με τά μνημεία της Αθήνας μας που έχουν αφεθεί έρμαια των λογής λογής ανεγκέφαλων καταστροφέων. Νομίζουν πως με το να έχουν μουτζουρώσει όλα τα μνημεία περνούν επιτυχώς κάποιο μήνυμα άραγε???
    Εκαψαν πέρσυ την Ευρωπαϊκή Βιβλιοθήκη της Νομικής Σχολής, μουτζούρωσαν ολόκληρη την Αθήνα. Δεν έχουν αίσθηση της έννοιας του πολιτισμού αυτοί οι άνθρωποι????

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Το κακό είναι πως αν τολμήσεις να εκφράσεις την αντίθεσή σου θεωρείσαι αντιδραστικό στοιχείο,ρεφορμιστής, αστός, βολεμένος και άλλα ηχηρά παρόμοια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή