Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Τζούλιαν Μπαρνς Ένα κάποιο τέλος



 Ο Τζούλιαν Μπαρνς κέρδισε φέτος το βραβείο Man Booker 2011 με το μυθιστόρημα του «Ένα κάποιο τέλος» που όπως αναφέρεται στο συνοδευτικό  κείμενο της βράβευσης, "έχει όλα τα φόντα για να γίνει έργο αναφοράς στην αγγλική λογοτεχνία”. Μεταφρασμένο από τον Θωμά Σκάσση κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και σίγουρα θα ενθουσιάσει τους αναγνώστες του «Παπαγάλου του Φλωμπέρ» αφού είναι  το καλύτερό  βιβλίο του Μπαρνς!
 Έξοχο ύφος, λεπτοδουλεμένη πλοκή, παιχνιδιάρικο και μελαγχολικό, με σπουδαίες σελίδες για τη φιλία και τον έρωτα το χρόνο και το θάνατο.
Η πρόσφατη απώλεια της γυναίκας του έχει κάνει τον Μπαρνς να εμβαθύνει στο θέμα του θανάτου, -κάτι που το είδαμε και στα δύο  προηγούμενα βιβλία του- στο θέμα της μνήμης, των γηρατειών και των αναμνήσεων. Ρυθμοί γοργοί σαν το χρόνο που αμείλικτος διαβαίνει.  
 ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ:
 Τέσσερις φίλοι: ο Κόλιν, ο Άλεξ, ο Τόνι και ο 'Ειντριαν, στις αρχές της δεκαετίας του '60. Σεξουαλικά καταπιεσμένοι, παθιασμένοι μετά βιβλία και τις ιδέες, περνούν την ερωτικά άνυδρη, άχαρη εφηβεία τους ανταλλάσσοντας αστεία, κάνοντας πλάκες, παραβγαίνοντας σε εξυπνακισμούς. Ο 'Ειντριαν ωστόσο διαφέρει: είναι ίσως λίγο πιο σοβαρός, πιο ώριμος από τους άλλους. Όταν η ζωή του θα πάρει την τραγική, τελική της στροφή, οι φίλοι θα σκορπίσουν, θα συνεχίσουν και θα προσπαθήσουν να ξεχάσουν. Όμως το παρελθόν συχνά επιστρέφει, ζητώντας εξηγήσεις από το παρόν. Ο Τόνι, εξηντάρης πια, απολαμβάνει ήρεμα τις μικροχαρές της μοναχικής του καθημερινότητας, όταν ξαφνικά το αναπάντεχο κληροδότημα από ένα λησμονημένο πρόσωπο ανατρέπει τα πάντα. Προσπαθώντας να εξηγήσει το «γιατί» αυτής της διαθήκης, ο Τόνι έρχεται αντιμέτωπος με συνταρακτικές αλήθειες για τον ίδιο και για το παρελθόν του. Ένα ακριβές, διεισδυτικό, αριστοτεχνικά γραμμένο μυθιστόρημα για τις ατέλειες και τις σκοτεινές κόγχες της μνήμης, για τις αυταπάτες μας, για τα ψέματα που λέμε στον εαυτό μας ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε. Ένα ταξίδι προς την αυτογνωσία, από έναν σπουδαίο συγγραφέα στο αποκορύφωμα της ωριμότητας του.


Διάλεξα παρακάτω λίγες παραγράφους από το βιβλίο ειδικά αυτές που διαδραματίζονται μέσα στο σχολείο, αν και δεν φτάνουν για να απολαύσει κανείς το υπέροχο αυτό βιβλίο που ρουφιέται σε ένα απόγευμα (210 σελίδες).

   Ζούμε εντός του χρόνου -αυτός μας κρατάει και μας πλά­θει-, εγώ όμως δεν ένιωσα ποτέ να τον κατανοώ πλήρως. Και δεν αναφέρομαι στις θεωρίες για το πώς κάμπτεται και αναδιπλώνεται ή πώς μπορεί να υπάρχουν κι αλλού παράλ­ληλες εκδοχές του. Όχι, εννοώ τον συνηθισμένο καθημε­ρινό χρόνο, για τον οποίο τα ρολόγια του τοίχου και του χεριού μάς διαβεβαιώνουν ότι κυλά με σταθερό ρυθμό: τικ-τακ, κλικ-κλοκ. Υπάρχει άραγε τίποτε πιο αξιόπιστο από τον λεπτοδείκτη; Κι όμως, αρκεί η παραμικρή χαρά ή πόνος για να μας διδάξουν πόσο εύπλαστος είναι ο χρόνος. Κάποιες συγκινήσεις τον επιταχύνουν, άλλες τον επιβρα­δύνουν και καμιά φορά μοιάζει σαν να έχει χαθεί εντελώς - μέχρι να έρθει τελικά η ώρα που όντως χάνεται οριστικά και δεν επιστρέφει ποτέ. Δεν ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για τα μαθητικά μου χρόνια και δεν αισθάνομαι καμία νοσταλ­γία γι' αυτά, καθώς όμως το σχολείο είναι το μέρος όπου άρχισαν όλα, είμαι υποχρεωμένος να ανατρέξω επιτροχά­δην σε μερικά περιστατικά που με τον καιρό απέκτησαν ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, σε μερικές θολές αναμνήσεις που ο χρόνος παραμόρφωσε, μετατρέποντας τες σε βεβαιό­τητα. Αφού δεν μπορώ πια να είμαι βέβαιος για τα πραγμα­τικά γεγονότα, ας μείνω πιστός στην εντύπωση που άφη­σαν τα συμβάντα αυτά. Είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω………

Ο Έιντριαν αφέθηκε να απορροφηθεί από την παρέα μας, χωρίς να ομολογεί ότι ήταν κάτι το οποίο επιδίωκε. Και μπορεί όντως να μην το επιδίωκε. Ούτε άλλαξε απόψεις προκειμένου να ταιριάζουν με τις δικές μας. Στη διάρκεια της πρωινής προσευχής, τον άκουγες να προφέρει τα λόγια, ενώ ο Άλεξ κι εγώ κουνούσαμε απλώς τα χείλη μας, μιμούμενοι τις λέξεις, και ο Κόλιν προτιμούσε ένα σατιρικό τερτίπι, να μουγκρίζει σαν ενθουσιώδης ζηλωτής. Εμείς οι τρεις θεωρούσαμε τις αθλητικές δραστηριότητες κρυπτο-φασιστικό σχέδιο του σχολείου για να καταστέλλει τις σεξουαλικές ορμές μας - ο Έιντριαν μπήκε στην ομάδα της ξιφασκίας και έκανε άλμα εις ύψος. Εμείς ήμασταν επιθε­τικά άμουσοι - εκείνος έφερνε μαζί του στο σχολείο το κλα­ρινέτο του. Εκεί που ο Κόλιν κατήγγειλε τον θεσμό της οικογένειας, εγώ κορόιδευα το πολιτικό σύστημα και ο Άλεξ προέβαλλε φιλοσοφικές αντιρρήσεις για την αισθητή φύση της πραγματικότητας, ο Έιντριαν κρατούσε τις από­ψεις του για τον εαυτό του - τουλάχιστον στην αρχή. Έδινε την εντύπωση ότι πίστευε σε διάφορα πράγματα. Κι εμείς το ίδιο· μόνο που θέλαμε να πιστεύουμε σε κάτι δικό μας, παρά σε ό,τι είχαν αποφασίσει άλλοι για λογαριασμό μας. Εξού και θεωρούσαμε ότι μας χαρακτήριζε καθαρτήριος σκεπτικισμός……….


Ένα απόγευμα, ο γερο-Τζο Χαντ, λες και απαντούσε στην προηγούμενη πρόκληση του 'Ειντριαν, μας ζήτησε να επιχει­ρηματολογήσουμε για τα αίτια του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου και ειδικά για την ευθύνη που είχε ο δολοφόνος του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου για την έναρξη της όλης υπόθεσης. Εκείνα τα χρόνια οι περισσότεροι από εμάς ήμασταν οπαδοί του απόλυτου. Μας άρεσε να αντιπαραθέ­τουμε το Ναι στο Όχι, τον Έπαινο στη Μομφή, την Ενοχή στην Αθωότητα - ή, όπως στην περίπτωση του Μάρσαλ, τον Αναβρασμό στον Μεγάλο Αναβρασμό. Μας άρεσε το παιχνί­δι που κατέληγε σε νικητή και ηττημένο και όχι σε ισοπαλία. Έτσι, για κάποιους ο Σέρβος πιστολάς, το όνομα του οποίου έχει σβηστεί εδώ και πολύ καιρό από τη μνήμη μου, ήταν εκατό τοις εκατό προσωπικά υπεύθυνος - αν τον αφαιρούσες από την εξίσωση, ο πόλεμος δεν θα είχε γίνει. Κάποιοι άλλοι προτίμησαν να αποδώσουν εκατό τοις εκατό την ευθύνη στις ιστορικές δυνάμεις, που είχαν θέσει τα ανταγωνιζόμενα έθνη σε τροχιά αναπόφευκτης σύγκρουσης: «Η Ευρώπη ήταν πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί» και άλλα παρόμοια. Οι πλέον αναρχίζοντες, όπως ο Κόλιν, ισχυρίστηκαν ότι τα πάντα ανάγονταν στην τύχη, ότι ο κόσμος βρισκόταν σε διαρκές χάος και μόνο κάποιο πρωτόγονο ένστικτο εξιστόρη­σης παραμυθιών, κατάλοιπο ασφαλώς της θρησκείας, μπο­ρούσε να προσδώσει αναδρομικά νόημα σε ό,τι μπορούσε ή δεν μπορούσε να συμβεί.
Ο Χαντ υποδέχτηκε την απόπειρα του Κόλιν να υπονο­μεύσει τα πάντα με ένα ελαφρό νεύμα του κεφαλιού, λες και η νοσηρή άρνηση ήταν φυσικό υποπροϊόν της εφηβείας, από το οποίο έπρεπε κανείς να απαλλαγεί μεγαλώνοντας. Καθη­γητές και γονείς δεν έπαυαν να μας επαναλαμβάνουν εκνευ­ριστικά ότι κι εκείνοι υπήρξαν κάποτε νέοι, οπότε μιλούσαν μετά λόγου γνώσεως. Μια φάση είναι, επέμεναν, θα σας περάσει μεγαλώνοντας· η ζωή θα σας διδάξει τι εστί πραγμα­τικότητα και ρεαλισμός. Εμείς όμως αρνούμασταν τότε να αναγνωρίσουμε ότι υπήρξαν κι εκείνοι έστω και στο ελάχιστο σαν κι εμάς, ενώ ξέραμε ότι κατανοούσαμε τη ζωή -και την αλήθεια, την ηθική ή την τέχνη- πολύ καθαρότερα απ' ό,τι οι συμβιβασμένοι μεγαλύτεροί μας.
«Πολύ σιωπηλός είσαι Φιν. Εσύ το ξεκίνησες όλο αυτό. Εσύ είσαι, σαν να λέμε, ο Σέρβος πιστολάς μας». Ο Χαντ έκανε μια παύση για να γίνει αντιληπτός ο υπαινιγμός του. «Μήπως θα ήθελες, λοιπόν, να μας κάνεις κοινωνούς της σκέψης σου;»
«Δεν ξέρω, κύριε».
«Τι δεν ξέρεις;»
«Κατά μία έννοια δεν μπορώ να ξέρω τι είναι αυτό που δεν ξέρω. Αυτό είναι φιλοσοφικά αυταπόδεικτο». Έκανε μια από εκείνες τις σύντομες παύσεις, στη διάρκεια των οποίων αναρωτηθήκαμε ξανά αν επρόκειτο για λεπτή κορο­ϊδία ή άκρα σοβαρότητα που μας ξεπερνούσε. «Από την άλλη όμως, όλη αυτή η ιστορία της απόδοσης ευθυνών δεν είναι μια μορφή υπεκφυγής; Θέλουμε να κατηγορήσουμε ένα άτομο, ώστε να αθωωθούν όλα τα υπόλοιπα. Ή κατηγο­ρούμε μια ιστορική διαδικασία, για να απαλλάξουμε τα άτο­μα. Ή τα πάντα βρίσκονται στο χάος της αναρχίας, οπότε η συνέπεια είναι η ίδια. Εμένα μου φαίνεται ότι υπάρχει –ότι υπήρχε- μεν αλυσίδα ατομικών ευθυνών, που όλες τους συντέλεσαν στην έκρηξη του πολέμου, ωστόσο η αλυσίδα αυτή δεν είναι τόσο μακριά ώστε να επιτρέπει στον καθένα απλώς να κατηγορεί όλους τους άλλους. Θα μπορούσε, βεβαίως, η επιθυμία μου να αποδώσω ευθύνες να αποτελεί περισσότερο αντανάκλαση της δικής μου νοοτροπίας, παρά αμερόληπτη ανάλυση του τι συνέβη. Αυτό δεν είναι, άλλω­στε, κι ένα από τα κεντρικά ζητήματα της Ιστορίας, κύριε; Το ζήτημα της υποκειμενικής και της αντικειμενικής ερμη­νείας, το γεγονός ότι έχουμε ανάγκη την Ιστορία που γρά­φει ο ιστορικός προκειμένου να κατανοήσουμε την εκδοχή που κατατίθεται ενώπιον μας».
Έπεσε σιωπή. Όχι, ο Έιντριαν δεν έκανε πλάκα, ούτε κατά διάνοια……..


Απ' όσα είχαμε διαβάσει στη μεγάλη λογοτεχνία, ξέραμε ότι ο Έρωτας συνεπάγεται Πόνο, αλλά θα είχαμε ευχαρίστως δοκιμάσει λίγο Πόνο αν υπήρχε η σιωπη­ρή, ή έστω απλώς λογική, υπόσχεση ότι ο Έρωτας μπορεί και να βρισκόταν καθ' οδόν.
Να κι ένας άλλος φόβος μας: μήπως αποδεικνυόταν ότι η ζωή δεν ήταν όπως την περιγράφει η Λογοτεχνία. Παράδειγ­μα οι γονείς μας· είχαν άραγε τη στόφα λογοτεχνικών ηρώων; Στην καλύτερη περίπτωση οι φιλοδοξίες τους μπορεί να έφταναν μέχρι τη θέση του θεατή ή του παρατυχόντα, αδιά­φορο κομμάτι του κοινωνικού σκηνικού μπροστά από το οποίο συνέβαιναν τα πραγματικά, τα αληθινά, τα σημαντικά γεγονότα. Ποια ήταν αυτά; Όλα εκείνα για τα οποία μιλούσε η Λογοτεχνία: ο έρωτας, το σεξ, η ηθική, η φιλία, η ευτυχία, ο πόνος, η προδοσία, η μοιχεία, το καλό και το κακό, οι ήρωες και τα αχρεία υποκείμενα, η ενοχή και η αθωότητα, η φιλοδο­ξία, η εξουσία, η δικαιοσύνη, η επανάσταση, ο πόλεμος, οι πατέρες και οι γιοι, οι μανάδες και οι κόρες, το άτομο σε αντιπαράθεση με την κοινωνία, η επιτυχία και η αποτυχία, ο φόνος, η αυτοκτονία, ο θάνατος και ο Θεός. Και οι κουκου­βάγιες. Υπήρχαν ασφαλώς και άλλα είδη λογοτεχνίας-η θεω­ρητική, η αυτοαναφορική και η δακρύβρεχτα αυτοβιογραφι­κή-, αυτά όμως ήταν απλώς άσφαιρες μαλακίες. Η πραγμα­τική λογοτεχνία μιλούσε για την αλήθεια, είτε ψυχική, είτε συναισθηματική, είτε κοινωνική ήταν αυτή, όπως προέκυ­πτε από τις πράξεις και τις σκέψεις των πρωταγωνιστών της· το μυθιστόρημα αφορούσε τον ανθρώπινο χαρακτήρα, όπως αυτός εξελίσσεται μέσα στον χρόνο…….. 


Στο τελευταίο μάθημα Ιστορίας της χρονιάς, ο γερο-Τζο Χαντ, που είχε οδηγήσει τους μισοκοιμισμένους μαθητές του από τους Τιδόρ και τους Στιούαρτ, στους Βικτοριανούς και τους Εδουαρδιανούς και στην Άνοδο και τη μετέπειτα Πτώση της Αυτοκρατορίας, μας ζήτησε να κάνουμε μια αναδρομή σε όλους αυτούς τους αιώνες και να προσπαθήσουμε να βγά­λουμε συμπεράσματα.
«Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με τη φαινομενικά απλή ερώτηση: τι είναι η Ιστορία; Τι λες εσύ, Γουέμπστερ;»
«Ιστορία είναι τα ψέματα των νικητών» απάντησα μάλλον υπερβολικά βιαστικά.
«Ναι, το φοβόμουν ότι αυτό θα έλεγες. Εντάξει, αρκεί να έχεις κατά νου ότι είναι επίσης και οι αυταπάτες των ηττημέ­νων. Σίμπσον;»
Ο Κόλιν ήταν καλύτερα προετοιμασμένος απ' ό,τι εγώ. «Η Ιστορία είναι ένα άψητο σάντουιτς με κρεμμύδι, κύριε».
«Για ποιο λόγο;»
«Γιατί επαναλαμβάνεται, κύριε. Σαν ρέψιμο. Το είδαμε ξανά και ξανά τούτη τη χρονιά. Πάντα η ίδια ιστορία, η ίδια ταλάντωση ανάμεσα στην τυραννία και την εξέγερση, στον πόλεμο και στην ειρήνη, στην ευημερία και την ένδεια».
«Δεν νομίζεις ότι είναι κάπως πολλά όλα αυτά για να χωρέσουν σ' ένα σάντουιτς;»
Γελάσαμε πολύ περισσότερο απ' όσο απαιτούσε η περίστα­ση, μ' εκείνη την υστερία του τέλους της σχολικής χρονιάς.
«Φιν;»
«Ιστορία είναι η βεβαιότητα που δημιουργείται στο σημείο όπου οι ατέλειες της μνήμης συναντούν τις ανεπάρκειες της τεκμηρίωσης».
«Ώστε έτσι; Πού το βρήκες αυτό;»
«Το είπε ο Λαγκράνζ, κύριε. Ο Πατρίκ Λαγκράνζ· ένας Γάλλος».
«Ναι, το φαντάζομαι. Θα ήθελες να μας δώσεις ένα παρά­δειγμα;»
«Η αυτοκτονία του Ρόμπσον, κύριε».
Πολλοί πήραν βαθιά ανάσα, πράγμα που έγινε αισθητό, ενώ μερικά κεφάλια στράφηκαν ασυλλόγιστα προς το μέρος του. Ωστόσο ο Χαντ, όπως έκαναν και οι άλλοι καθηγητές, επιφύλασσε ειδική μεταχείριση στον'Ειντριαν. Όταν οι υπό­λοιποι από εμάς προσπαθούσαμε να προκαλέσουμε, αυτό αγνοούνταν σαν παιδιάστικος κυνισμός - κάτι ακόμη από το οποίο θα απαλλασσόμασταν μεγαλώνοντας. Οι προκλήσεις όμως εκ μέρους του Έιντριαν ήταν κατά κάποιο τρόπο ευπρόσδεκτες σαν αδέξιες αναζητήσεις της αλήθειας…….


1 σχόλιο:

  1. Αγαπητέ Γιάννη, μόλις το πήρα κι εγώ. Φαίνεται πράγματι καλό. Για να δούμε. Το έχω παραγγείλει και στα αγγλικά από το αμαζον.Έχει ένα καταπληκτικό δεμένο εξώφυλλο και είναι στη μισή από τη σχετικά φτηνή (για τα ελληνικά δεδομένα) έκδοση του Μεταίχμιου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή