Διαβάζοντας την τελευταία νουβέλα
του Χιώτη συγγραφέα Γιάννη Μακριδάκη με τίτλο «Του θεού το μάτι» ( Εκδ. Εστία) βάλθηκα
να αποδελτιώνω αποσπάσματα που κάλλιστα θα μπορούσαμε οι εκπαιδευτικοί να
χρησιμοποιήσουμε στην τάξη ως παράλληλα κείμενα συζητώντας με τους μαθητές μας για
την καταστροφή της φύσης και την ανάγκη προστασίας της, τα μεταλλαγμένα και τη
διαμόρφωση οικολογικής συνείδησης.
Στη νουβέλα του Μακριδάκη ο ήρωας
Θόδωρος Πεπόνας φτιάχνει ένα σκιάχτρο για να προστατέψει τα φυτά του, συνομιλεί
μαζί του θίγοντας τα κακώς κείμενα και σχολιάζει την κρίση που βιώνουμε,
ελπίζοντας να είναι περαστική. Για τους λάτρεις της αφήγησης θα λέγαμε πως πρόκειται
για έναν συνεχή εσωτερικό μονόλογο.
«Μέσα
κει βάζω τα σποράκια μου. Ντομάτα, μελιτζάνα, πιπεριά, ντοματάκι άνυδρο,
αγγούρι, ξυλάγγουρο, καρπούζι, πεπόνι, κολοκύθι. Αυτά είναι όλα κι όλα. Κάθε
χρόνο βαστώ καινούριο σπόρο. Για να βγάλω τα φυντάνια απ' την αρχή. Διότι
είναι από γενιά καλή και δεν θέλω να χαθούνε. Τους είχα κρατημένους από τον
συχωρεμένο τον πάππου μου κι εκείνος από τον δικό του. Άνω από εκατό χρόνια
δηλαδή μπαίνουνε σε τούτα τα χώματα. Βάλε τώρα συ με τον νου σου, να δεις. Γι'
αυτό τους φυλάω σαν τα μάτια μου. Και μόνο αυτούς βάζω, τίποτ' άλλο. Διότι έτσι
είμαι εγώ σε όλα μου, Διομήδη. Παραδοσιακός. Δεν μ' αρέσει καθόλου να τ' αφήνω
αυτά που 'μαθα κι αυτά που 'κάνα σ' όλη μου τη ζωή και να βάζω πλώρη γι' αλλού.
Γι' αυτό με λένε προσκολλημένο στο κόμμα τούτοι δω οι επαναστάτες τώρα τελευταία.
Κι αυτό δεν είναι τίποτα. Να με λέγανε μονάχα αυτό, ποιος τη χάρη μου. Να δεις
βρισιές και ειρωνείες που τρώω, Διομήδη, να με λυπηθεί η ψυχή σου. Τέλος
πάντων, κάνω υπομονή, τι να πεις, μπόρα είναι τούτ' η κρίση και θα περάσει,
έτσι σκέφτομαι.»
Βλέποντας
τα πουλιά τριγύρω σχολιάζει:
«Τα πουλιά
είναι του Θεού το μάτι από πάνω μας, Διομήδη. Είναι η συνείδησή μας τα πουλιά».
Τα βάζει με τους συντοπίτες του
που προτιμούν τα υβρίδια και έχουν ξεχάσει τους ντόπιους σπόρους θυμίζοντάς μας
τα παιχνίδια της Μοσάντο. Η παραγωγή του μικρή δεν έχει σκοπό να κάμει εμπόριο
ή να ταΐσει όλον τον κόσμο.
«Που λες, με αυτά τα αγοραστά φυτά, όλες αυτές τις
καινούριες ποικιλίες, που 'χουνε βγει τα τελευταία χρόνια, δεν ανακατεύομαι
καθόλου. Δεν μ' αρέσουνε αυτά τα πράματα. Αυτά είναι που καταστρέψανε τη
γεωργία, Διομήδη, αυτά τα υβρίδια. Και μάθανε όλοι εδώ πια να δουλεύουνε μόνο
με τέτοια. Στο άψε σβήσε τα μάθανε, οι κερατάδες. Μόνο άμα είναι για ζημιά
μαθαίνουνε στα γρήγορα. Άμα είναι για να μάθουνε κάτι χρήσιμο, σου λένε δεν
μπορώ, το κεφάλι μου δεν χωρεί πια τίποτα μέσα. Στη ζημιά όμως, πρώτοι και
καλύτεροι. Πιάσανε τα υβρίδια και παρατήσανε όλους τους σπόρους τους δικούς
μας. Τους πετάξανε. Τους χάσανε. Πάνε αυτοί. Να 'ταν κι άλλοι! Ενα χωριό
ολάκερο, και μόνο εγώ τους έχω κρατημένους και τους συνεχίζω. Κι όλοι μ'
έχουνε για παράξενο άνθρωπο, Διομήδη, για οπισθοδρομικό. Εκτός από τούτους
τους αρμπάνηδες τους γειτόνους μου, που 'ρχονται κάθε χρόνο τέτοια μέρα και
τους δίνω φυντανάκια, όλοι οι άλλοι στο χωριό με κορόιδεύουνε στο καφενείο.
Βάλε, βρε, κάνα αγοραστό φυτό να κάμεις παραγωγή, έτσι μου λένε. Που κάθεσαι
και παιδεύεσαι όλο τον χειμώνα να βγάλεις φυντάνια, για να σου δώκουνε από
πέντε μελιτζάνες και πέντε ντομάτες. Βάλε τα καινούρια να δεις καρπό. Κάθε
τέτοια εποχή που φυτεύουνε τους μπαξέδες, τα ίδια και τα ίδια μου λένε. Ηθελα
να 'ξέρα, δεν βαρεθήκανε; Εγώ κάνω πια πως δεν τους ακούω, Διομήδη. Κουβέντα
δεν τους λέω πια. Αυτοί έχουνε αποχαλαστεί, έχουνε γίνει πια όλοι τους της
γιαλαντζί γεωργίας. Ακου, δεν τους αρέσουνε πια οι σπόροι που θρέψανε γενιές
και γενιές διότι δεν κάνουνε, λέει, μεγάλη παραγωγή. Κούνια που σας κούναγε,
ακαμάτηδες. Και γιατί βάζεις, ρε, πέντε μελιτζανιές και περιμένεις να φας;
Γιατί να μη βάλεις δεκαπέντε, είκοσι, να 'χεις όση παραγωγή θες; Τόσα χωράφια
έχεις, τόσος κάμπος, πέλαγος ολάκερο. Σάματις φαΐ σού ζητούνε τα φυτά; Μόνο
κοπριά και νεράκι. Μα ακαματέψανε οι άνθρωποι, Διομήδη, τη βολή τους γυρεύουνε
μόνο και τίποτ5 άλλο. Χάσανε και τους σπόρους, χάσανε και την όρεξη που είχε ο
κηπουρός να βγάλει τα φυτά του, να διαιωνίσει τα είδη του. Μάθανε να τα βρίσκουνε
έτοιμα, κατάλαβες; Να τα παίρνουνε από δω κι από κει και να τα μπήγουνε στη
γης. Για να τρώνε ύστερα κολοκύθι και να μην ξέρουνε από πού βαστά η φύτρα του.
Άσε πια τα φαρμάκια που τα ταΐζουνε. Αυτό μην το συζητάς καθόλου. Κάθε μέρα με
τη ραντιστήρα στο χέρι, με τον υγρό θάνατο. Εγώ δεν τα μπορώ όμως αυτά τα
πράματα, Διομήδη, καθόλου δεν μ' αρέσουνε. Εγώ θέλω να ξέρω το γενεαλογικό του
σόι, του κάθε μου φυτού. Να 'μαι σίγουρος δέκα γενιές πίσω. Κι ούτε φαρμάκια
ούτε τίποτα. Εξόν από θειάφι του Θεού κι από σαπούνι πράσινο με οινόπνευμα. Για
τις μέλερες. Τίποτ' άλλο. Όσα φάει το μαμούνι κι όσα φάω εγώ. Δεν με νοιάζει.
Αλλιώς, τι να το κάμω; Αλλιώς δεν βάζω καθόλου φυτά. Πάω κι αγοράζω από τον
μανάβη και τρώω. Να μην κάνω και τόσους κόπους. Αλλά εμένα μ' αρέσει, Διομήδη,
η δουλειά απάνω στη γης, γι' αυτό την κάνω. Ξανανιώνω κάθε χρόνο. Μόνο που
βλέπω πως από 'να τόσο δα σποράκι, που δεν το πιάνει ούτε το μάτι σου, εγώ
βγάζω φυτό, το μεγαλώνω, το κάνω να χαίρεσαι να το βλέπεις, κι αυτό μου δίνει
τα παιδιά του για να τραφώ και να ζήσω, μόνο αυτό το θάμα του Θεού να βλέπω
κάθε χρόνο, μου φτάνει. Χόρτασα. Τίποτ' άλλο δεν θέλω. Γι' αυτό βάζω τα δικά
μου σποράκια, κατάλαβες; Κι ας κάμνω λίγη παραγωγή. Τι με νοιάζει; Από τη
στιγμή που εμένα μου φτάνει, τι τα θέλω τα πιότερα; Αφού τρώμε εμείς, τρώνε και
οι κοκόνες που 'ρχονται το καλοκαίρι και κάθουνται εδώ μαζί μας, ξεραίνουμε και
χίλια δυο για να 'χουμε να τρώμε τον χειμώνα, τι άλλο παραπάνω θέλω; Ούτε
εμπόριο έχω σκοπό να κάμω ούτε να ταΐσω τον κόσμο όλον.»
Και σχόλια για τον άνθρωπο της πόλης
που ως τραγικό πρόσωπο βιώνει όλο αυτό το δράμα. Ύβρις, Τίσις, Νέμεσις.
…..
ανίδεε Αθηναίε, που κάθεσαι μες στην πολιτεία και σε ταΐζουνε καρκίνους. Σάματις
και τούτοι δω δεν τρώνε καρκίνους. Επειδή τα βάζουνε στο χωράφι τους. Κούνια
που σας κούναγε, ζωντόβολα. Κι ο Αθηναίος δεν ξέρει πια τι να τα κάμει τόσα
πράματα που του δίνουνε. Και ντρέπεται ο άνθρωπος, δεν ξέρει με τι τρόπο να
τους απογυρίσει. Αφού του 'χουνε δοσμένα άλλοι τόσοι. Στο τέλος όλοι τα
πετούνε, Διομήδη. Όλοι μπουχτισμένοι είναι από την ύβρη. Από την ύβρη, ναι.
Που πήγε ο άνθρωπος να παραστήσει τον Θεό και να φτιάξει υβρίδια. Αφού σου
'δώσε ο Παντοδύναμος τόσα είδη, βρε αναθεματισμένε, όλης της γης τα αγαθά και
τα ελέη σου 'δώσε, τι θες να κάμεις και δικά σου; Αχάριστε, ε, αχάριστε.
Κανόνισε να διαιωνίσεις αυτά που σου 'δώσε, που δεν είσαι άξιος για τίποτα, κι
άσε τις μπαγαποντιές. Μπορείς να κοροϊδέψεις, ρε, τη φύση και να βγεις
κερδισμένος; Είναι ποτέ δυνατόν; Να βελτιώσει, λέει, τις ποικιλίες του Θεού.
Κούνια που σε κούναγε.
Αναφέρεται στην πολιτική κρίση της Ελλάδας και την κατάντια που είναι
συνάρτηση της ακυβερνησίας και την μη τήρηση των εντολών της Ευρώπης καθώς και τους
κινδύνους που μας περιμένουν:
«Για
βάλε με τον νου σου να μείνει ακυβέρνητος ο μπαξές. Σε μια βδομάδα θα 'χει
γίνει να σιχαίνεσαι να τον βλέπεις. Τα χορτάρια θα πνίξουνε τα φυτά, ύστερα θα
πιάσουνε να ξεραίνουνται όλα μαζί, οι ποντικοί θα χορεύουνε μέσα, θα
πλακώσουνε και οι όχεντρες ύστερα από τους ποντικούς και σιγά σιγά, άμα
συνεχιστεί για πολύ αυτή η κατάσταση, το μούρκι θα γίνει ζούγκλα. Θα πιάσει ο
γίγαντας να ρίχνει σπόρους και να φυτρώνουνε παντού δρυδακια και σε δυο
χειμώνες δεν θα μπορείς ούτε μέσα να μπεις ούτε απ' όξω να περάσεις. Τέλος
οριστικό. Αυτά έχει η ακυβερνησία, Διομήδη. Έτσι θα την καταντήσουνε και την
καψερή την Ελλάδα μας, άμα συνεχίσουνε να βαστούνε το ίδιο κεφάλι όλοι αυτοί. Και
δυστυχώς, με τα μυαλά που βλέπω πως κρατούνε τούτοι εδώ που 'χω μες στα ποδάρια
μου, δεν έχω ουδεμία ελπίδα, Διομήδη. Ουδεμία, δυστυχώς. Τίποτα καλό δεν πρόκειται
να δούμε, άκου με που σου λέω, τα σημάδια δείχνουνε τα μαντάτα κατάμαυρα. Κι ας
αγωνίζεται ο πρόεδρος μας για να τους συμμορφώσει, να τους κρούει τον κώδωνα
του κινδύνου κάθε μέρα, να τους λέει πως πρέπει να συνεργαστούνε όλοι μαζί και
να εφαρμόσουνε τις εντολές της Ευρώπης, διότι αλλιώς θα μας πετάξουνε οι
εταίροι μας απ' όξω και όλες οι θυσίες μας θα πάνε χαμένες. Τίποτα αυτοί. Το
ξερό τους το κεφάλι δεν νιώθει το παραμικρό. Μόνο κούφια λόγια κι επανάσταση
ξέρουνε να λένε, Διομήδη. Φιρί φιρί το πάνε για να γίνει εδώ μύλος. Να
πεθάνουμε όλοι.»
Όπως στα προηγούμενα βιβλία του συμπλέκει και εδώ την αφήγηση με ένα
πολιτικό γεγονός, συγκεκριμένα τις περασμένες εκλογές και τη συνειδησιακή κρίση
πολλών ψηφοφόρων. Ο Πεπόνας παλιός και αμετανόητος Πασόκος μένει πιστός στην
παράταξη που τον εξέθρεψε και βόλεψε σε θεσούλα το γιο του, παρά τον πόλεμο που του κάνουν οι γύρω του
πιέζοντάς τον να ρίξει μαύρο στο κόμμα ή να μην ψηφίσει και να λέει πως ψήφισε.
Πώς όμως θα κρυφτεί από τα πουλιά που είναι το μάτι του Θεού; Αυτά θα ξέρουν την ανομία του και θα του την
κοπανάνε όλη του τη ζωή.
Κάπου υπάρχει και ένας αναρχικός που λειτουργεί ως φωνή της συνείδησης και
νομίζω πως είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που άφησε την πόλη, πήγε στη Χίο και
προσπαθεί καλλιεργώντας τοκτήμα του να ξεφύγει από τα γρανάζια του συστήματος.
«Μου
᾿λεγε πως ήθελε να παράγει ο ίδιος το φαΐ του και να μην πληρώνει για να το
βρίσκει.»
Μια αξιόλογη και απολαυστική νουβέλα από αυτές που ο συγγραφέας μας έχει
συνηθίσει. Θα μου πείτε μια από τα ίδια; Έχει να μας πει κάτι καινούργιο; Μήπως
επαναλαμβάνεται; Θα απαντούσα ανερυθρίαστα πως τα θέματα που πραγματεύεται δεν
εξαντλούνται έτσι εύκολα, είναι τα μεγάλα ζητήματα της ζωής και έχουμε ανάγκη όλες
τις φωνές.
«Τέλος
πάντων ό,τι μπορείς κάμνε εσύ εδώ, κι ό,τι γλυτώσουμε γλυτώσαμε.»
Συμφωνώ και διαμορφώνω λίγο μια φράση πως έχουμε ανάγκη και "ειδικά τέτοιες" φωνές. Η λογοτεχνία πρέπει να περνάει και μηνύματα. Πόσο μάλλον τέτοιες εποχές. Και το θέμα των σπόρων είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Πολύ ωραία παρουσίαση, χορταστική, σε ευχαριστούμε πολύ, καληνύχτα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ σωστά. Ειδικά τέτοιες φωνές λένε πράγματα που αγγίζουν τη συνείδηση του σκεφτόμενου ανθρώπου. Τούτη τη γη δεν την έχουμε κληρονομήσει από τους προγόνους μας, την έχουμε δανειστεί από τα παιδιά μας.
ΔιαγραφήΠολύ ζεστή η παρουσίασή σου!Να΄σαι καλά και να δουλέψεις με τα παιδιά γι αυτά τα θέματα,πρέπει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι όσο για τις φωνές έχω να προσθέσω ότι όταν υψώνονται από ανθρώπους με τέτοιο ταλέντο ακόμα καλύτερα.Γιατί ο Μακριδάκης το έχει το συγγραφικό το χάρισμα-με τα σκαμπανεβάσματά του φυσικά- σε βαθμό φ(θ)όνου, εξ ου και οι κριτικές-χολές που τρώει ενίοτε κατακέφαλα.Την ακτιβιστική του πλευρά έχουν στο στόχαστρο κατά κύριο λόγο.
Και απειθάρχητος ακτιβιστής και ταλεντάρα,πολύ πάει, πως να το αντέξουν οι σινιέ διανοούμενοι της πιάτσας,που κοιτάνε ναρκισσιστικά την μούρη τους στον καθρέφτη του κυβερνητικού σαλονιού που τους καλούνε για δείπνα...
Μας ξεβολεύει· να σηκωθούμε από τον καναπέ του εφησυχασμού.
Διαγραφή