Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Γιάννη Μακριδάκη Του θεού το μάτι


Διαβάζοντας την τελευταία νουβέλα του Χιώτη συγγραφέα Γιάννη Μακριδάκη με τίτλο «Του θεού το μάτι» ( Εκδ. Εστία) βάλθηκα να αποδελτιώνω αποσπάσματα που κάλλιστα θα μπορούσαμε οι εκπαιδευτικοί να χρησιμοποιήσουμε στην τάξη ως παράλληλα κείμενα συζητώντας με τους μαθητές μας για την καταστροφή της φύσης και την ανάγκη προστασίας της, τα μεταλλαγμένα και τη διαμόρφωση οικολογικής συνείδησης.

Στη νουβέλα του Μακριδάκη ο ήρωας Θόδωρος Πεπόνας φτιάχνει ένα σκιάχτρο για να προστατέψει τα φυτά του, συνομιλεί μαζί του θίγοντας τα κακώς κείμενα και σχολιάζει την κρίση που βιώνουμε, ελπίζοντας να είναι περαστική. Για τους λάτρεις της αφήγησης θα λέγαμε πως πρόκειται για έναν συνεχή εσωτερικό μονόλογο.     
«Μέσα κει βάζω τα σποράκια μου. Ντομάτα, μελι­τζάνα, πιπεριά, ντοματάκι άνυδρο, αγγούρι, ξυλάγγουρο, καρπούζι, πεπόνι, κολοκύθι. Αυ­τά είναι όλα κι όλα. Κάθε χρόνο βαστώ και­νούριο σπόρο. Για να βγάλω τα φυντάνια απ' την αρχή. Διότι είναι από γενιά καλή και δεν θέλω να χαθούνε. Τους είχα κρατημένους από τον συχωρεμένο τον πάππου μου κι εκείνος από τον δικό του. Άνω από εκατό χρόνια δηλα­δή μπαίνουνε σε τούτα τα χώματα. Βάλε τώρα συ με τον νου σου, να δεις. Γι' αυτό τους φυλάω σαν τα μάτια μου. Και μόνο αυτούς βάζω, τίποτ' άλλο. Διότι έτσι είμαι εγώ σε όλα μου, Διομήδη. Παραδοσιακός. Δεν μ' αρέσει καθό­λου να τ' αφήνω αυτά που 'μαθα κι αυτά που 'κάνα σ' όλη μου τη ζωή και να βάζω πλώρη γι' αλλού. Γι' αυτό με λένε προσκολλημένο στο κόμμα τούτοι δω οι επαναστάτες τώρα τελευ­ταία. Κι αυτό δεν είναι τίποτα. Να με λέγανε μονάχα αυτό, ποιος τη χάρη μου. Να δεις βρι­σιές και ειρωνείες που τρώω, Διομήδη, να με λυπηθεί η ψυχή σου. Τέλος πάντων, κάνω υπο­μονή, τι να πεις, μπόρα είναι τούτ' η κρίση και θα περάσει, έτσι σκέφτομαι.»
  Βλέποντας τα πουλιά τριγύρω σχολιάζει:  
«Τα πουλιά είναι του Θεού το μάτι από πάνω μας, Διομήδη. Είναι η συνείδησή μας τα πουλιά».
Τα βάζει με τους συντοπίτες του που προτιμούν τα υβρίδια και έχουν ξεχάσει τους ντόπιους σπόρους θυμίζοντάς μας τα παιχνίδια της Μοσάντο. Η παραγωγή του μικρή δεν έχει σκοπό να κάμει εμπόριο ή να ταΐσει όλον τον κόσμο.
 «Που λες, με αυτά τα αγοραστά φυτά, όλες αυ­τές τις καινούριες ποικιλίες, που 'χουνε βγει τα τελευταία χρόνια, δεν ανακατεύομαι καθό­λου. Δεν μ' αρέσουνε αυτά τα πράματα. Αυτά είναι που καταστρέψανε τη γεωργία, Διομήδη, αυτά τα υβρίδια. Και μάθανε όλοι εδώ πια να δουλεύουνε μόνο με τέτοια. Στο άψε σβήσε τα μάθανε, οι κερατάδες. Μόνο άμα είναι για ζη­μιά μαθαίνουνε στα γρήγορα. Άμα είναι για να μάθουνε κάτι χρήσιμο, σου λένε δεν μπορώ, το κεφάλι μου δεν χωρεί πια τίποτα μέσα. Στη ζημιά όμως, πρώτοι και καλύτεροι. Πιάσανε τα υβρίδια και παρατήσανε όλους τους σπό­ρους τους δικούς μας. Τους πετάξανε. Τους χάσανε. Πάνε αυτοί. Να 'ταν κι άλλοι! Ενα χω­ριό ολάκερο, και μόνο εγώ τους έχω κρατημέ­νους και τους συνεχίζω. Κι όλοι μ' έχουνε για παράξενο άνθρωπο, Διομήδη, για οπισθοδρο­μικό. Εκτός από τούτους τους αρμπάνηδες τους γειτόνους μου, που 'ρχονται κάθε χρόνο τέτοια μέρα και τους δίνω φυντανάκια, όλοι οι άλλοι στο χωριό με κορόιδεύουνε στο καφε­νείο. Βάλε, βρε, κάνα αγοραστό φυτό να κά­μεις παραγωγή, έτσι μου λένε. Που κάθεσαι και παιδεύεσαι όλο τον χειμώνα να βγάλεις φυντάνια, για να σου δώκουνε από πέντε μελι­τζάνες και πέντε ντομάτες. Βάλε τα καινούρια να δεις καρπό. Κάθε τέτοια εποχή που φυτεύουνε τους μπαξέδες, τα ίδια και τα ίδια μου λένε. Ηθελα να 'ξέρα, δεν βαρεθήκανε; Εγώ κάνω πια πως δεν τους ακούω, Διομήδη. Κου­βέντα δεν τους λέω πια. Αυτοί έχουνε αποχαλαστεί, έχουνε γίνει πια όλοι τους της γιαλαντζί γεωργίας. Ακου, δεν τους αρέσουνε πια οι σπόροι που θρέψανε γενιές και γενιές διότι δεν κάνουνε, λέει, μεγάλη παραγωγή. Κούνια που σας κούναγε, ακαμάτηδες. Και γιατί βά­ζεις, ρε, πέντε μελιτζανιές και περιμένεις να φας; Γιατί να μη βάλεις δεκαπέντε, είκοσι, να 'χεις όση παραγωγή θες; Τόσα χωράφια έχεις, τόσος κάμπος, πέλαγος ολάκερο. Σάματις φαΐ σού ζητούνε τα φυτά; Μόνο κοπριά και νερά­κι. Μα ακαματέψανε οι άνθρωποι, Διομήδη, τη βολή τους γυρεύουνε μόνο και τίποτ5 άλλο. Χάσανε και τους σπόρους, χάσανε και την όρεξη που είχε ο κηπουρός να βγάλει τα φυτά του, να διαιωνίσει τα είδη του. Μάθανε να τα βρίσκουνε έτοιμα, κατάλαβες; Να τα παίρ­νουνε από δω κι από κει και να τα μπήγουνε στη γης. Για να τρώνε ύστερα κολοκύθι και να μην ξέρουνε από πού βαστά η φύτρα του. Άσε πια τα φαρμάκια που τα ταΐζουνε. Αυτό μην το συζητάς καθόλου. Κάθε μέρα με τη ραντιστήρα στο χέρι, με τον υγρό θάνατο. Εγώ δεν τα μπορώ όμως αυτά τα πράματα, Διομήδη, καθόλου δεν μ' αρέσουνε. Εγώ θέλω να ξέρω το γενεαλογικό του σόι, του κάθε μου φυτού. Να 'μαι σίγουρος δέκα γενιές πίσω. Κι ούτε φαρμάκια ούτε τίποτα. Εξόν από θειάφι του Θεού κι από σαπούνι πράσινο με οινόπνευμα. Για τις μέλερες. Τίποτ' άλλο. Όσα φάει το μα­μούνι κι όσα φάω εγώ. Δεν με νοιάζει. Αλλιώς, τι να το κάμω; Αλλιώς δεν βάζω καθόλου φυ­τά. Πάω κι αγοράζω από τον μανάβη και τρώω. Να μην κάνω και τόσους κόπους. Αλλά εμένα μ' αρέσει, Διομήδη, η δουλειά απάνω στη γης, γι' αυτό την κάνω. Ξανανιώνω κάθε χρόνο. Μόνο που βλέπω πως από 'να τόσο δα σποράκι, που δεν το πιάνει ούτε το μάτι σου, εγώ βγάζω φυτό, το μεγαλώνω, το κάνω να χαίρεσαι να το βλέπεις, κι αυτό μου δίνει τα παιδιά του για να τραφώ και να ζήσω, μόνο αυτό το θάμα του Θεού να βλέπω κάθε χρόνο, μου φτάνει. Χόρτασα. Τίποτ' άλλο δεν θέλω. Γι' αυτό βάζω τα δικά μου σποράκια, κατάλαβες; Κι ας κάμνω λίγη παραγωγή. Τι με νοιά­ζει; Από τη στιγμή που εμένα μου φτάνει, τι τα θέλω τα πιότερα; Αφού τρώμε εμείς, τρώνε και οι κοκόνες που 'ρχονται το καλοκαίρι και κάθουνται εδώ μαζί μας, ξεραίνουμε και χίλια δυο για να 'χουμε να τρώμε τον χειμώνα, τι άλ­λο παραπάνω θέλω; Ούτε εμπόριο έχω σκοπό να κάμω ούτε να ταΐσω τον κόσμο όλον.»
Και σχόλια για τον άνθρωπο της πόλης που ως τραγικό πρόσωπο βιώνει όλο αυτό το δράμα. Ύβρις, Τίσις, Νέμεσις.
….. ανίδεε Αθηναίε, που κάθεσαι μες στην πολιτεία και σε ταΐζουνε καρκίνους. Σά­ματις και τούτοι δω δεν τρώνε καρκίνους. Επειδή τα βάζουνε στο χωράφι τους. Κούνια που σας κούναγε, ζωντόβολα. Κι ο Αθηναίος δεν ξέρει πια τι να τα κάμει τόσα πράματα που του δίνουνε. Και ντρέπεται ο άνθρωπος, δεν ξέρει με τι τρόπο να τους απογυρίσει. Αφού του 'χουνε δοσμένα άλλοι τόσοι. Στο τέ­λος όλοι τα πετούνε, Διομήδη. Όλοι μπουχτι­σμένοι είναι από την ύβρη. Από την ύβρη, ναι. Που πήγε ο άνθρωπος να παραστήσει τον Θεό και να φτιάξει υβρίδια. Αφού σου 'δώσε ο Πα­ντοδύναμος τόσα είδη, βρε αναθεματισμένε, όλης της γης τα αγαθά και τα ελέη σου 'δώσε, τι θες να κάμεις και δικά σου; Αχάριστε, ε, αχάριστε. Κανόνισε να διαιωνίσεις αυτά που σου 'δώσε, που δεν είσαι άξιος για τίποτα, κι άσε τις μπαγαποντιές. Μπορείς να κοροϊδέ­ψεις, ρε, τη φύση και να βγεις κερδισμένος; Εί­ναι ποτέ δυνατόν; Να βελτιώσει, λέει, τις ποι­κιλίες του Θεού. Κούνια που σε κούναγε.
Αναφέρεται στην πολιτική κρίση της Ελλάδας και την κατάντια που είναι συνάρτηση της ακυβερνησίας και την μη τήρηση των εντολών της Ευρώπης καθώς και τους κινδύνους που μας περιμένουν:
  «Για βάλε με τον νου σου να μείνει ακυβέρνητος ο μπαξές. Σε μια βδο­μάδα θα 'χει γίνει να σιχαίνεσαι να τον βλέπεις. Τα χορτάρια θα πνίξουνε τα φυτά, ύστερα θα πιάσουνε να ξεραίνουνται όλα μαζί, οι ποντι­κοί θα χορεύουνε μέσα, θα πλακώσουνε και οι όχεντρες ύστερα από τους ποντικούς και σιγά σιγά, άμα συνεχιστεί για πολύ αυτή η κατά­σταση, το μούρκι θα γίνει ζούγκλα. Θα πιάσει ο γίγαντας να ρίχνει σπόρους και να φυτρώνουνε παντού δρυδακια και σε δυο χειμώνες δεν θα μπορείς ούτε μέσα να μπεις ούτε απ' όξω να περάσεις. Τέλος οριστικό. Αυτά έχει η ακυβερνησία, Διομήδη. Έτσι θα την καταντήσουνε και την καψερή την Ελλάδα μας, άμα συνεχίσουνε να βαστούνε το ίδιο κεφάλι όλοι αυτοί. Και δυστυχώς, με τα μυαλά που βλέπω πως κρατούνε τούτοι εδώ που 'χω μες στα πο­δάρια μου, δεν έχω ουδεμία ελπίδα, Διομήδη. Ουδεμία, δυστυχώς. Τίποτα καλό δεν πρόκει­ται να δούμε, άκου με που σου λέω, τα σημά­δια δείχνουνε τα μαντάτα κατάμαυρα. Κι ας αγωνίζεται ο πρόεδρος μας για να τους συμ­μορφώσει, να τους κρούει τον κώδωνα του κιν­δύνου κάθε μέρα, να τους λέει πως πρέπει να συνεργαστούνε όλοι μαζί και να εφαρμόσουνε τις εντολές της Ευρώπης, διότι αλλιώς θα μας πετάξουνε οι εταίροι μας απ' όξω και όλες οι θυσίες μας θα πάνε χαμένες. Τίποτα αυτοί. Το ξερό τους το κεφάλι δεν νιώθει το παραμικρό. Μόνο κούφια λόγια κι επανάσταση ξέρουνε να λένε, Διομήδη. Φιρί φιρί το πάνε για να γίνει εδώ μύλος. Να πεθάνουμε όλοι.»
Όπως στα προηγούμενα βιβλία του συμπλέκει και εδώ την αφήγηση με ένα πολιτικό γεγονός, συγκεκριμένα τις περασμένες εκλογές και τη συνειδησιακή κρίση πολλών ψηφοφόρων. Ο Πεπόνας παλιός και αμετανόητος Πασόκος μένει πιστός στην παράταξη που τον εξέθρεψε και βόλεψε σε θεσούλα το γιο του,  παρά τον πόλεμο που του κάνουν οι γύρω του πιέζοντάς τον να ρίξει μαύρο στο κόμμα ή να μην ψηφίσει και να λέει πως ψήφισε. Πώς όμως θα κρυφτεί από τα πουλιά που είναι το μάτι του Θεού; Αυτά  θα ξέρουν την ανομία του και θα του την κοπανάνε όλη του τη ζωή.
Κάπου υπάρχει και ένας αναρχικός που λειτουργεί ως φωνή της συνείδησης και νομίζω πως είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που άφησε την πόλη, πήγε στη Χίο και προσπαθεί καλλιεργώντας τοκτήμα του να ξεφύγει από τα γρανάζια του συστήματος.
«Μου ᾿λεγε πως ήθελε να παράγει ο ίδιος το φαΐ του και να μην πληρώνει για να το βρίσκει.»
Μια αξιόλογη και απολαυστική νουβέλα από αυτές που ο συγγραφέας μας έχει συνηθίσει. Θα μου πείτε μια από τα ίδια; Έχει να μας πει κάτι καινούργιο; Μήπως επαναλαμβάνεται; Θα απαντούσα ανερυθρίαστα πως τα θέματα που πραγματεύεται δεν εξαντλούνται έτσι εύκολα, είναι τα μεγάλα ζητήματα της ζωής και έχουμε ανάγκη όλες τις φωνές.
«Τέλος πάντων ό,τι μπορείς κάμνε εσύ εδώ, κι ό,τι γλυτώσουμε γλυτώσαμε.»

4 σχόλια:

  1. Συμφωνώ και διαμορφώνω λίγο μια φράση πως έχουμε ανάγκη και "ειδικά τέτοιες" φωνές. Η λογοτεχνία πρέπει να περνάει και μηνύματα. Πόσο μάλλον τέτοιες εποχές. Και το θέμα των σπόρων είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Πολύ ωραία παρουσίαση, χορταστική, σε ευχαριστούμε πολύ, καληνύχτα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πολύ σωστά. Ειδικά τέτοιες φωνές λένε πράγματα που αγγίζουν τη συνείδηση του σκεφτόμενου ανθρώπου. Τούτη τη γη δεν την έχουμε κληρονομήσει από τους προγόνους μας, την έχουμε δανειστεί από τα παιδιά μας.

      Διαγραφή
  2. Πολύ ζεστή η παρουσίασή σου!Να΄σαι καλά και να δουλέψεις με τα παιδιά γι αυτά τα θέματα,πρέπει.
    Κι όσο για τις φωνές έχω να προσθέσω ότι όταν υψώνονται από ανθρώπους με τέτοιο ταλέντο ακόμα καλύτερα.Γιατί ο Μακριδάκης το έχει το συγγραφικό το χάρισμα-με τα σκαμπανεβάσματά του φυσικά- σε βαθμό φ(θ)όνου, εξ ου και οι κριτικές-χολές που τρώει ενίοτε κατακέφαλα.Την ακτιβιστική του πλευρά έχουν στο στόχαστρο κατά κύριο λόγο.
    Και απειθάρχητος ακτιβιστής και ταλεντάρα,πολύ πάει, πως να το αντέξουν οι σινιέ διανοούμενοι της πιάτσας,που κοιτάνε ναρκισσιστικά την μούρη τους στον καθρέφτη του κυβερνητικού σαλονιού που τους καλούνε για δείπνα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή