Διάβασα "Το κορίτσι στο ψυγείο" του Έτγκαρ Κέρετ ενός πολυβραβευμένου ισραηλινού συγγραφέα που διηγήματά του διδάσκονται κιόλας στο σχολείο και
κυκλοφορούν ακόμη και στην Παλαιστίνη, αλλά ο ίδιος δεν κατάλαβε ποτέ, «αν τα βιβλία μου πουλάνε εκεί επειδή ο κόσμος τα διαβάζει ή επειδή τα αγοράζει η Χαμάς για να τα κάψει». Τον αποκαλούν μοντέρνο παραμυθά που τον διακρίνει μια εξαιρετική αίσθηση χιούμορ, κάτι που τον διαφοροποιεί από τους συμπατριώτες του. Ασχολείται με την καθημερινότητα των ανθρώπων όσο κι αν στο περιθώριο διαγράφεται η πολιτική βία και η αντιπαλότητα Παλαιστινίων και Ισραηλινών.
Διάλεξα ένα μικρό διήγημα, το οποίο νομίζω μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στη Λογοτεχνία Α΄ Λυκείου στην ενότητα "Τα Φύλα στη Λογοτεχνία".
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Κάθε βράδυ, μετά τις
προσευχές και το δείπνο, πηγαίναμε στο δωμάτιο μας χωρίς διαμαρτυρίες, μπαίναμε
στα κρεβάτια, σκεπαζόμασταν με τις άγριες πλεκτές κουβέρτες και περιμέναμε. Η
μαμά κατέφτανε με ήσυχο βήμα, πήγαινε από κρεβάτι σε κρεβάτι, περνούσε το χέρι
πάνω στις κουβέρτες, εξαφανίζοντας κάθε ζάρα και πτυχή, κάνοντας με τις άκρες
των δαχτύλων της την τραχιά αίσθηση του πλεκτού να μοιάζει πιο ευχάριστη. Αφού
τελείωνε το πέρασμα από τα κρεβάτια, καθόταν στην άκρη ενός απ' όλα, αγγίζοντας
ελαφρά τον αστράγαλο του τυχερού που ήταν ξαπλωμένος εκεί, κι άρχιζε ένα
μουρμουρητό ευχάριστο, παράξενο και αργό. Ο μονότονος ρυθμός του, που
ανακατευόταν με το χτύπο του εκκρεμούς, διαρκούσε αρκετή ώρα. Σιγά σιγά η μαμά
μείωνε το ρυθμό του τραγουδιού της, τραβούσε τις λέξεις, χαμήλωνε τον ήχο, και
μαζί με το τραγούδι μειωνόταν και η ταλάντωση στο εκκρεμές. Κοιτούσαμε
μαγεμένοι το δείκτη των δευτερολέπτων που ολοένα και αργοσερνόταν στο εκκρεμές,
που ελάττωνε την κίνηση του μέχρι την τελική παύση, μέχρι τον τελικό ήχο που πάγωνε
πάνω στα χείλη της μαμάς.
Κάθε βράδυ παρακολουθούσαμε
εμβρόντητοι τους δείκτες. Υπάρχει μια σπάνια ομορφιά στο χρόνο, στην αλλαγή
του. Δεν μπορώ να εξηγήσω πώς αισθανόμασταν, ούτε καν για μένα τον ίδιο. Δεν
υπάρχει θέση για εξηγήσεις σ' έναν κόσμο που στερείται χρόνου, έμοιαζε όμως σαν
να μπορούσαμε έστω και για λίγο να δούμε τη ζωή όπως είναι, αθώα και διάφανη,
κι όχι θαμπή από τις φιλοδοξίες και τις επιθυμίες που τη θολώνουν. Δεν μπορώ
να πω πως το επόμενο πρωί πήγαινα στο σχολείο πιο έξυπνος ή πως καταλάβαινα
περισσότερα. Με κάποιον τρόπο όμως, ακόμα και ως παιδί, αισθανόμουν πως το
τραγούδι της μαμάς μου προσέφερε μια αίσθηση ηρεμίας, απαλλαγμένη από άγχη και
φόβους, στερημένη από πόθους και σκέψεις προδοσίας.
Θυμάμαι το τελευταίο τραγούδι
που τραγούδησε η μαμά, ξαπλωμένη κάτω από μια τσαλακωμένη κουβέρτα. Δεν υπήρχε
κανείς να στρώσει τις ζάρες. Όλοι στεκόμασταν γύρω απ' το κρεβάτι της,
ακούγοντας τη γελαστή φωνή της ν' αρθρώνει λέξεις που δεν γνωρίζαμε, ακόμα μια
φορά. Τα δάκρυα μας διείσδυαν στα στρώματα του αέρα, φτάνοντας τελικά στο
πάτωμα. Εκείνο το βράδυ ο χρόνος έκλεισε τα μάτια του, αλλά δεν αποκοιμήθηκε
για χάρη μας. Όταν το τραγούδι σταμάτησε πριν το τέλος του, επέστρεψε και
χτύπησε με εκπληκτική σβελτάδα. Δεν ξέρω τι μας λείπει περισσότερο, το
τραγούδι ή η μαμά. Αυτό που ξέρω είναι πως από τότε όλοι προσπαθούμε να
κοιμίσουμε το χρόνο.
Ο μόνος που κατάφερε να το
κάνει, και μάλιστα για πάντα, είναι ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Γιάκοβ. Πριν
από δυο χρόνια τον μαχαίρωσαν κατά τη διάρκεια ενός καβγά στην Πλατεία Ρολογιού.
Η Αούβα και η Βέρεντ παντρεύτηκαν και οι δυο, η Αούβα είναι νηπιαγωγός και η
Βέρεντ έχει μια θαυμάσια δουλειά στο ΕΣΥ, διαισθάνομαι όμως πως κι εκείνες
νοσταλγούν, προσπαθούν να θυμηθούν, το γνωστό τραγούδι. Όσο για μένα; Εγώ επιχειρώ
να τραγουδήσω το τραγούδι μέσα μου τα πρωινά, όταν ταξιδεύω με το λεωφορείο, ή
στο γραφείο όταν κάθομαι να κάνω υπερωρίες. Το ψηφιακό μου ρολόι όμως δεν
επηρεάζεται από το νανούρισμα που του τραγουδώ. Ίσως επειδή δεν καταλαβαίνω τα
λόγια. Ίσως δεν έχω αρκετή υπομονή.
Καλά διαβάσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου