ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2013
Α1. Επειδή
βλέπουμε ότι κάθε πόλη-κράτος είναι ένα είδος κοινότητας και ότι κάθε κοινότητα
έχει συσταθεί για την επίτευξη κάποιου αγαθού (πράγματι όλοι κάνουν τα πάντα
για χάρη εκείνου που θεωρούν ότι είναι καλό), είναι φανερό ότι όλες (οι
κοινότητες) επιδιώκουν κάποιο αγαθό, κυρίως όμως αυτή που είναι ανώτερη από
όλες τις άλλες και κλείνει μέσα της όλες τις άλλες (έχει για στόχο της) το
ανώτερο από όλα (τα αγαθά). Αυτή λοιπόν είναι (η κοινότητα) που ονομάζεται πόλη
ή πολιτική κοινωνία.
Επειδή
όμως η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων, όπως όλα εκείνα τα
πράγματα που το καθένα τους είναι ένα όλον, αποτελούμενο όμως από πολλά μέρη,
είναι φανερό ότι πρώτα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τι είναι ο πολίτης· γιατί η
πόλη είναι ένα σύνολο από πολίτες. Επομένως, πρέπει να εξετάσουμε ποιον πρέπει
να ονομάζουμε πολίτη και ποιος είναι ο πολίτης. Γιατί για το περιεχόμενο της
λέξης πολίτης διατυπώνονται πολλές φορές διαφορετικές μεταξύ τους γνώμες˙ δεν
υπάρχει δηλαδή μια γενική συμφωνία για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης· με
άλλα λόγια κάποιος, ενώ είναι πολίτης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, συχνά δεν
είναι πολίτης σε ένα ολιγαρχικό πολίτευμα.
ΜΟΝΑΔΕΣ
10
Β1. Χρησιμοποιεί παραγωγικό συλλογισμό, για να αποδείξει
ότι η «πόλις» είναι μια μορφή κοινωνικής συνύπαρξης που αποβλέπει σε ένα αγαθό.
Ο συλλογισμός του έχει ως εξής:
1η προκείμενη: Κάθε πόλη είναι κοινωνία/μορφή κοινωνικής συνύπαρξης
Ο συλλογισμός του έχει ως εξής:
1η προκείμενη: Κάθε πόλη είναι κοινωνία/μορφή κοινωνικής συνύπαρξης
(πᾶσαν
πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινά οὔσαν)
2η
προκείμενη: Κάθε κοινωνία έχει συγκροτηθεί
χάριν κάποιου αγαθού/αποβλέπει σε
ένα
αγαθό ( «πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»)
Συμπέρασμα: Άρα όλες οι κοινωνίες αποβλέπουν σε κάποιο αγαθό και η κυριότατη
Συμπέρασμα: Άρα όλες οι κοινωνίες αποβλέπουν σε κάποιο αγαθό και η κυριότατη
από όλες –η οποία
περιέχει όλες τις άλλες- αποβλέπει στο κυριότατο από
όλα τα αγαθά. Αυτή είναι η πόλη.
( δῆλον ὡς πᾶσαι
μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται, μάλιστα δὲ καὶ τοῦ
κυριωτάτου
πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς
ἄλλας. Αὕτη δ’
ἐστὶν ἡ καλουμένη πόλις καὶ ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.)
ΜΟΝΑΔΕΣ
10
Β2. Στην ενότητα 15 η διερεύνηση του θέματος
γίνεται με την «αναλυτική» μέθοδο,
αυτή δηλαδή που προσπαθεί να βρει τα συστατικά στοιχεία ενός πράγματος, με την
ελπίδα ότι, αν διακρίνει καθαρά και καταλάβει εκείνα, θα μπορέσει να έχει τον
ορισμό και του πράγματος που δεν είναι παρά μια σύνθεση εκείνων. Για να γίνει
κατανοητή η έννοια της πόλης και για να μπορέσει να την ορίσει, πρέπει πρώτα να
διερευνήσει την έννοια του πολίτη και τα χαρακτηριστικά του, αφού ο ρόλος του
στην πολιτική τάξη είναι καθοριστικός.
Η
πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων («τῶν συγκειμένων»), είναι
δηλαδή ένα όλον («τι τῶν ὅλων») που αποτελείται από μέρη («ἐκ πολλῶν μορίων»),
τους πολίτες.
Ο Αριστοτέλης
προσανατολίζει την εξέταση α) στη συγκέντρωση των χαρακτηριστικών που συνιστούν
την έννοια του πολίτη (τίς ὁ πολίτης) και β) στον προσδιορισμό εκείνων
που πρέπει να αναγνωριστούν ως πολίτες σε μια πόλη με κριτήρια την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική θέση κ.ά.
(τίνα χρή καλεῖν πολίτην).
(«Ὥστε … οὐκ ἔστι πολίτης»): πρέπει να διερευνηθεί η
έννοια «πολίτης», όχι μόνο για να γίνει κατανοητή η έννοια της πόλης, αλλά και για να διασαφηνιστεί το περιεχόμενο της έννοιας «πολίτης», για το οποίο δεν
υπάρχει ομοφωνία. Έτσι, διαπιστώνουμε ότι διαφορετικά νοείται ο πολίτης σε ένα
δημοκρατικό πολίτευμα και διαφορετικά σε ένα ολιγαρχικό. Ποιος είναι
πολίτης εξαρτάται από το πολίτευμα που ισχύει στην πόλη, γιατί πολίτης είναι
αυτός που μετέχει στην άσκηση κάποιας εξουσίας. Επειδή όμως υπάρχουν
διαφορετικά πολιτεύματα με διαφορετικά ποιοτικά γνωρίσματα, ο πολίτης ορίζεται
ανάλογα με τα διαφορετικά γνωρίσματα του πολιτεύματος στης πόλης του. Έτσι,
μπορεί κανείς να είναι πολίτης σε δημοκρατικό πολίτευμα, όχι όμως και σε
ολιγαρχικό ή τυραννικό. Όπως θα εξηγήσει στη συνέχεια του Γ’ βιβλίου των Πολιτικών,
γίνεται κανείς πολίτης σύμφωνα με τον όρο, δηλαδή τη βάση που καθορίζει το
είδος του πολιτεύματος. Η αρετή, ο πλούτος και η ελευθερία είναι
οι όροι που διακρίνουν τα πολιτεύματα της αριστοκρατίας, της
ολιγαρχίας και της δημοκρατίας αντίστοιχα και καθιστούν κάποιον πολίτη του
πολιτεύματος αυτού. Για παράδειγμα, σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα για να γίνει
κανείς πολίτης χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε ελεύθερος, σε ένα ολιγαρχικό να
διαθέτει μια συγκεκριμένη ποσότητα πλούτου μαζί με την ελευθερία και στο
αριστοκρατικό να είναι ευγενικής καταγωγής, ανδρείος και πεπαιδευμένος μαζί με
την ελευθερία επίσης. Η ελευθερία είναι αναγκαία και επαρκής συνθήκη για να
αποκτήσει κανείς την ιδιότητα του πολίτη στο δημοκρατικό πολίτευμα, ενώ στα
άλλα πολιτεύματα είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής.
Ο Αριστοτέλης διερευνά την
έννοια του «πολίτη» με τη χρήση του σχήματος «άρσης - θέσης». Έτσι, πρώτα θα μας δώσει τα στοιχεία εκείνα που
δεν αποδεικνύουν επαρκώς ότι κάποιος είναι πολίτης και στη συνέχεια θα
παρουσιάσει το επαρκές στοιχείο για τον προσδιορισμό του. Τα στοιχεία, λοιπόν,
που είναι αναγκαία αλλά όχι επαρκή
για τον χαρακτηρισμό κάποιου ως πολίτη είναι:
α) Ο τόπος κατοικίας («οὐ τῷ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν»): δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος πολίτης ανάλογα με το πού κατοικεί, γιατί στον ίδιο τόπο –εν προκειμένω, στην Αθήνα– μπορούσαν να κατοικούν και μέτοικοι και δούλοι, οι οποίοι όμως δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και συνεπώς δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολίτες.
α) Ο τόπος κατοικίας («οὐ τῷ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν»): δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος πολίτης ανάλογα με το πού κατοικεί, γιατί στον ίδιο τόπο –εν προκειμένω, στην Αθήνα– μπορούσαν να κατοικούν και μέτοικοι και δούλοι, οι οποίοι όμως δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και συνεπώς δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολίτες.
β) Το δικαίωμα εμφάνισης κάποιου στο δικαστήριο ως
ενάγοντος ή ως εναγόμενου («οὐδ’ οἱ τῶν δικαίων
μετέχοντες … καὶ δικάζεσθαι»): δεν μπορεί να θεωρηθεί κάποιος πολίτης, μόνο επειδή έχει
το δικαίωμα να εμφανίζεται στο δικαστήριο ως ενάγων ή ως εναγόμενος. Κι αυτό,
γιατί πολίτες άλλων πόλεων μπορούν να έχουν αυτό το δικαίωμα χάρη σε ειδικές
συμφωνίες, γραπτές δηλαδή διατάξεις που ορίζουν πρωτίστως τις εμπορικές
συμφωνίες ανάμεσα στους πολίτες διαφορετικών πόλεων. Σύμφωνα με αυτές έχουν το
δικαίωμα να μεταβαίνουν στην άλλη πόλη, να παραμένουν εκεί και να διεκδικούν
από τα δικαστήρια την απονομή δικαίου.
Μετά την αναφορά στα κριτήρια, που δεν αποδεικνύουν
επαρκώς ότι κάποιος είναι πολίτης, ο Αριστοτέλης καταλήγει στα δύο επαρκή γνωρίσματα προσδιορισμού της
έννοιας. Πολίτης, λοιπόν, είναι:
α) αυτός που συμμετέχει στη δικαστική εξουσία, που έχει δηλαδή το δικαίωμα να δικάζει ως μέλος δικαστηρίου και ειδικότερα του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας («μετέχειν κρίσεως») και
β) αυτός που συμμετέχει στην πολιτική εξουσία, αφενός δηλαδή στη διοίκηση του κράτους εκλέγοντας τους ηγέτες της πόλης του και αφετέρου μετέχοντας στα όργανα που λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις και νομοθετούν (βουλή, εκκλησία του δήμου) («μετέχειν ἀρχῆς»). Εν ολίγοις, ο «αριστοτελικός» πολίτης είναι αυτός που συμμετέχει στη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική αρχή. Αυτή η συμμετοχή παρουσιάζεται από τον φιλόσοφο ως το σπουδαιότερο δικαίωμά του, διότι χάρη σε αυτό ο πολίτης διαχειρίζεται τα πολιτικά πράγματα, πολιτεύεται. Ισοδυναμεί με τη συμμετοχή στο σύνολο σχεδόν των λειτουργιών της πόλης - κράτους.
Με δεδομένο ότι πόλη είναι ένα σύνολο πολιτών, που διαθέτει εξουσίες, διατηρείται ως ενιαία ολότητα που υπηρετεί τον τελικό της σκοπό, την ευδαιμονία, η οποία όμως προϋποθέτει αυτάρκεια, γιατί η αυτάρκεια που επιτυγχάνεται στην πόλη, όταν ικανοποιούνται όλες οι ανάγκες ζωής, είναι συνώνυμη με την ευτυχία, το «εὖ ζῆν» . Οι άνθρωποι, ως άτομα και σύνολα, επειδή είναι ελλιπή όντα, είναι δυνατόν να είναι ευτυχείς, μόνο αν είναι σε θέση να έχουν επάρκεια, την οποία βρίσκουν μέσα στην πόλη και από την πόλη. Η πολιτική κοινωνία ως πλήρης ύπαρξη, που δεν της λείπει τίποτε και μπορεί να εγγυηθεί το «εὖ ζῆν», είναι αποτέλεσμα της συνειδητής πολιτικής πράξης των πολιτών. Η αυτάρκεια της πόλης συνδέεται με το «εὖ ζῆν», την ευδαιμονία των πολιτών, και δεν αφορά απλώς τα υλικά αγαθά και την εμπορική της ανάπτυξη, αλλά και την ύπαρξη αμυντικών δυνατοτήτων, συστήματος χρηστής διοίκησης και απονομής δικαιοσύνης. Έτσι, η πόλη καθίσταται αυτόνομη σε όλους τους τομείς.
α) αυτός που συμμετέχει στη δικαστική εξουσία, που έχει δηλαδή το δικαίωμα να δικάζει ως μέλος δικαστηρίου και ειδικότερα του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας («μετέχειν κρίσεως») και
β) αυτός που συμμετέχει στην πολιτική εξουσία, αφενός δηλαδή στη διοίκηση του κράτους εκλέγοντας τους ηγέτες της πόλης του και αφετέρου μετέχοντας στα όργανα που λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις και νομοθετούν (βουλή, εκκλησία του δήμου) («μετέχειν ἀρχῆς»). Εν ολίγοις, ο «αριστοτελικός» πολίτης είναι αυτός που συμμετέχει στη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική αρχή. Αυτή η συμμετοχή παρουσιάζεται από τον φιλόσοφο ως το σπουδαιότερο δικαίωμά του, διότι χάρη σε αυτό ο πολίτης διαχειρίζεται τα πολιτικά πράγματα, πολιτεύεται. Ισοδυναμεί με τη συμμετοχή στο σύνολο σχεδόν των λειτουργιών της πόλης - κράτους.
Με δεδομένο ότι πόλη είναι ένα σύνολο πολιτών, που διαθέτει εξουσίες, διατηρείται ως ενιαία ολότητα που υπηρετεί τον τελικό της σκοπό, την ευδαιμονία, η οποία όμως προϋποθέτει αυτάρκεια, γιατί η αυτάρκεια που επιτυγχάνεται στην πόλη, όταν ικανοποιούνται όλες οι ανάγκες ζωής, είναι συνώνυμη με την ευτυχία, το «εὖ ζῆν» . Οι άνθρωποι, ως άτομα και σύνολα, επειδή είναι ελλιπή όντα, είναι δυνατόν να είναι ευτυχείς, μόνο αν είναι σε θέση να έχουν επάρκεια, την οποία βρίσκουν μέσα στην πόλη και από την πόλη. Η πολιτική κοινωνία ως πλήρης ύπαρξη, που δεν της λείπει τίποτε και μπορεί να εγγυηθεί το «εὖ ζῆν», είναι αποτέλεσμα της συνειδητής πολιτικής πράξης των πολιτών. Η αυτάρκεια της πόλης συνδέεται με το «εὖ ζῆν», την ευδαιμονία των πολιτών, και δεν αφορά απλώς τα υλικά αγαθά και την εμπορική της ανάπτυξη, αλλά και την ύπαρξη αμυντικών δυνατοτήτων, συστήματος χρηστής διοίκησης και απονομής δικαιοσύνης. Έτσι, η πόλη καθίσταται αυτόνομη σε όλους τους τομείς.
Η πόλη, επομένως, είναι: α) το σύνολο των
πολιτών που έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην πολιτική και δικαστική
εξουσία και β) το σύνολο των πολιτών που
είναι αρκετοί στον αριθμό και ικανοί στην αξιοσύνη, την αρετή (διανοητική και
ηθική), όχι τυχαίοι και ανάξιοι, ικανοί να εξασφαλίζουν αυτάρκεια στην πόλη.
Η πόλη είναι ένα σύνολο από ενεργούς πολίτες.
Η πόλη είναι ένα σύνολο από ενεργούς πολίτες.
ΜΟΝΑΔΕΣ 10
Β3. Μιλώντας για την πόλιν ο Αριστοτέλης δηλώνει καθαρά ότι τη θεωρεί μία από τις κοινωνικές οντότητες (ομάδες συνύπαρξης) των ανθρώπων. Η πρώτη ήταν, κατά τη διδασκαλία του, η οικογένεια (οἰκία, οἶκος), το αποτέλεσμα του φυσικού "συνδυασμού" άρρενος και θήλεος· σκοπός της ήταν η ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών του ανθρώπου. Η δεύτερη ήταν το χωριό (η κώμη), η κοινωνία που σχηματίστηκε από πλείονας οἰκίας για την ικανοποίηση αναγκών ανώτερων από τις καθημερινές ανάγκες του ανθρώπου. Τέτοιες ήταν, βέβαια, οι πνευματικότερες ανάγκες του, π.χ. η ανάγκη για λατρεία του θείου ή για απόδοση της δικαιοσύνης· η οικογένεια δεν μπορούσε να έχει ούτε τυπικό λατρείας, λατρευτικές δηλαδή ιεροτελεστίες, ούτε μηχανισμό απόδοσης δικαιοσύνης. Η τρίτη κοινωνική οντότητα ήταν η πόλις.
Μέσα στη λέξη αυτή ο αρχαίος 'Ελληνας
άκουγε καθαρά τη λέξη τέλος, μια λέξη που
δήλωνε τον σκοπό για τον οποίο είναι πλασμένο το καθετί, τον προορισμό του. Είναι
φανερό ότι με αυτή τη σημασία η λέξη δεν δήλωνε ό,τι η δική μας λέξη τέλος·
ίσα ίσα δήλωνε τη στιγμή της τελείωσης, της ακμής, της ολοκλήρωσης. Στη
συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση του κειμένου μας το επίθετο τέλεια λέγεται σε σχέση με την ολοκλήρωση του
εξελικτικού κύκλου που παρακολουθούμε (οἰκία
- κώμη - πόλις)· με το νόημα αυτό η στιγμή της ολοκλήρωσης δηλώνει
και το τέλος της εξέλιξης (η οποία όμως δεν οδηγεί
σε μια τελική φθορά, αλλά σε μια τελική ολοκλήρωση).
Η
ολοκλήρωση των κοινωνικών οντοτήτων είναι η πόλη «αφού αυτή είναι και το τέλος
εκείνων». Αλλά και η ολοκλήρωση, το τέλος του ανθρώπου, είναι η πολιτική
του ταυτότητα.
Η πορεία προς την κατάκτηση αυτού του στόχου
ονομάζεται εντελέχεια. Ο
στόχος, λοιπόν, της πόλης είναι να διασφαλίσει τη ζωή και συγκεκριμένα την καλή
ζωή («συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή, υπάρχει για να εξασφαλίζει την
καλή ζωή εκ φύσεως»).
Τελικός λόγος: ο τελικός σκοπός για τον οποίο υπάρχει από τη φύση ένα πράγμα είναι κάτι το έξοχο, κάτι το άριστο. Για την πόλη τελικός σκοπός είναι η αυτάρκεια, που είναι κάτι το άριστο, καθώς οδηγεί τον άνθρωπο στην ευδαιμονία («Ο τελικός λόγος για τον οποίο υπάρχει ένα πράγμα είναι κάτι το έξοχο, και η αυτάρκεια είναι τελικός στόχος και, άρα, κάτι το έξοχο»).
Τελικός λόγος: ο τελικός σκοπός για τον οποίο υπάρχει από τη φύση ένα πράγμα είναι κάτι το έξοχο, κάτι το άριστο. Για την πόλη τελικός σκοπός είναι η αυτάρκεια, που είναι κάτι το άριστο, καθώς οδηγεί τον άνθρωπο στην ευδαιμονία («Ο τελικός λόγος για τον οποίο υπάρχει ένα πράγμα είναι κάτι το έξοχο, και η αυτάρκεια είναι τελικός στόχος και, άρα, κάτι το έξοχο»).
Οι
πρώτες κοινωνικές οντότητες (δηλαδή η «οἰκία» και η «κώμη») είναι φυσικές
υπάρξεις, υπάρχουν εκ φύσεως.
Η «πόλις» προήλθε από τις πρώτες κοινωνικές
οντότητες και ως ολοκλήρωση αυτών είναι η πασῶν κυριοτάτη και πάσας περιέχουσα
τάς ἄλλας», επομένως η «πόλις» υπάρχει
εκ φύσεως
ΜΟΝΑΔΕΣ
10
Β4.
1.
Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η αρχαία ελληνική λέξη πόλις δεν είχε τη σημασία που έχει η δική
μας λέξη "πόλη".
2.
Η αρχαία ελληνική λέξη πόλις αντιστοιχεί μάλλον στη δική μας έννοια
"κράτος".
3.
Αυτή η πόλις - κράτος είναι στα Πολιτικά μια κοινότητα που την αποτελούν κυβερνώντες
και κυβερνώμενοι, ἄρχοντες και ἀρχόμενοι.
4.
Είναι ένα όλον που το αποτελούν, όπως θα δούμε, μέρη·
5.
τα μέρη αυτά δεν χάνουν μέσα στο όλον τη δική τους φυσιογνωμία.
6.
Ως όλον λοιπόν η πόλις - κράτος αποτελείται από ανόμοια
μεταξύ τους στοιχεία·
7.
μερικά από αυτά ασκούν εξουσία, τα άλλα υπακούουν.
8.
Ως όλον η πόλις έχει για στόχο της την ευδαιμονία,
9.
κι αυτή πάλι είναι το αποτέλεσμα της αυτάρκειας,
10.
της απόλυτης μακάρι ανεξαρτησίας από οτιδήποτε βρίσκεται έξω από
την πόλιν.
ΜΟΝΑΔΕΣ
10
Β5.
ενόραση:
ὁρῶμεν,
σύσταση:
συνεστηκυῖαν,
συνεστώτων
κατάσχεση:
περιέχουσα, μετέχοντες / ὑπέχειν / μετέχειν
σύγκλητος:
καλουμένη, καλεῖν
κειμήλιο: συγκειμένων
σκόπιμος:
σκεπτέον
άρχοντας:
ὑπάρχειν, ἀρχή
άφαντος:
φανερόν
ρητό: λέγομεν, εἰπεῖν
άφιξη: ἱκανόν
ΜΟΝΑΔΕΣ
10
Γ1.
Αδίδακτο κείμενο (Ενδεικτική μετάφραση)
Δεν καταγγέλλεται λοιπόν από κάποιους
μετοίκους και από υπηρέτες τίποτε μεν σχετικά με τις Ερμές, αλλά μόνον ότι από
νεαρούς σε κατάσταση μέθης και με διάθεση παιχνιδιού (ή: χάριν αστεϊσμού) είχαν
γίνει πρωτύτερα κάποιοι ακρωτηριασμοί άλλων αγαλμάτων, και ακόμη ότι τα
Ελευσίνια Μυστήρια τελούνται σε σπίτια για διακωμώδηση (ή: χλευασμό/προσβολή)·
γι’ αυτά κατηγορούσαν και τον Αλκιβιάδη. Και αυτά αφού τα υιοθέτησαν (ή: έλαβαν
υπόψη) αυτοί που ήταν ιδιαίτερα εχθρικοί (ή: αντίθετοι/ μισούσαν) με τον Αλκιβιάδη, που τους εμπόδιζε να γίνουν
οι ίδιοι με σιγουριά ηγέτες της δημοκρατικής παράταξης και επειδή νόμισαν ότι,
αν τον εξόριζαν (ή: έδιωχναν), θα ήταν
πρώτοι, μεγαλοποιούσαν (το γεγονός) και
φώναζαν ότι τάχα και τα μυστήρια και ο ακρωτηριασμός(ή: αποκοπή) των Ερμών
έγιναν με στόχο την κατάλυση της δημοκρατίας και ότι τίποτε από αυτά δεν συνέβη
που να μην διαπράχθηκε με τη συμμετοχή του, επικαλούμενοι (ή: παραθέτοντας),
επιπλέον, ως αποδείξεις
ΜΟΝΑΔΕΣ 20
ΜΟΝΑΔΕΣ 20
Γ2.
τινά, ὕβριν, οὖσι(ν), μάλα, ἐπαιτιῶ,
ὑποληφθεῖσι(ν), ἐξελῷεν, βοᾶν, ἔσται, πεπράχθω.
ΜΟΝΑΔΕΣ
10
Γ3α.
περὶ τῶν Ἑρμῶν: εμπρόθετος προσδιορισμός της αναφοράς στο ρήμα μηνύεται
ὑπὸ τῶν νεωτέρων: εμπρόθετος προσδιορισμός του ποιητικού αιτίου
στη
μετοχή
γεγενημέναι
τὰ μυστήρια: υποκείμενο προτασσόμενο στο ρήμα «ποιεῖται»
(αττική σύνταξη)
τὸν Ἀλκιβιάδην: αντικείμενο στο ρήμα ἐπῃτιῶντο
δήμου:
γενική
αντικειμενική στο καταλύσει
αὐτοῦ: γενική
υποκειμενική στο παρανομίαν
ΜΟΝΑΔΕΣ
10
Γ3β. « (καί νομίσαντες), εἰ αὐτόν
ἐξελάσειαν, πρῶτοι ἂν εἶναι» :
Πλάγιος (ή εξαρτημένος) υποθετικός λόγος
΄
Η απόδοση του υποθετικού λόγου είναι σε πλάγιο λόγο, στο ειδικό
δυνητικό
απαρέμφατο
«ἄν εἶεν»
Υπόθεση: εἰ αὐτόν ἐξελάσειαν
Απόδοση: πρῶτοι ἂν
εἶεν (ή: ἄν
εἴησαν).
Ως προς το είδος ο Υποθετικός Λόγος
δηλώνει την απλή σκέψη του λέγοντος.
ΜΟΝΑΔΕΣ
10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου