ΚΕΙΜΕΝΟ:
Διονύσιος Σολωμός Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ
5 [22.]
………………………………………………………………..
Ἀλλά τό
πλέξιμ’ ἄργουνε1 καί μοῦ τ’ ἀποκοιμοῦσε2
Ἠχός,
γλυκύτατος ἠχός, ὁπού μέ προβοδοῦσε3.
25 ∆έν εἶναι κορασιᾶς φωνή στά δάση πού φουντώνουν,
Καί
βγαίνει τ’ ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καί τα νερά θολώνουν,
Καί
τόν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει,
Τοῦ
δέντρου καί τοῦ λουλουδιοῦ πού ἀνοίγει καί λυγάει·
∆έν εἶν’
ἀηδόνι κρητικό, πού σέρνει τή λαλιά του
30 Σέ ψηλούς
βράχους κι ἄγριους ὅπ’ ἔχει τή φωλιά του,
Κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτίς ἀπό πολλή γλυκάδα
Ἡ θάλασσα
πολύ μακριά, πολύ μακριά ἡ πεδιάδα,
Ὥστε πού
πρόβαλε ἡ αὐγή και ἔλιωσαν τ’ ἀστέρια,
Κι ἀκούει κι αὐτή καί πέφτουν της τά ρόδα ἀπό
τά χέρια·
35 ∆έν εἶν’
φιαμπόλι4 τό γλυκό, ὁπού τ’ ἀγρίκαα μόνος
Στόν
Ψηλορείτη ὅπου συχνά μ’ ἐτράβουνεν ὁ πόνος
Κι ἔβλεπα τ’ ἄστρο
τ’ οὐρανοῦ μεσουρανίς νά λάμπει
Καί τοῦ γελοῦσαν
τά βουνά, τά πέλαγα κι οἱ κάμποι·
Κι ἐτάραζε τά
σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα
40 Κι ἐφώναζα: «ὦ θεϊκιά κι ὅλη αἵματα Πατρίδα!»
Κι ἅπλωνα
κλαίοντας κατ’ αὐτή τά χέρια μέ καμάρι·
Καλή
’ν’ ἡ μαύρη πέτρα της καί τό ξερό χορτάρι.
Λαλούμενο5 ,
πουλί, φωνή, δέν εἶναι νά ταιριάζει,
Ἴσως δέ
σώζεται στή γῆ ἦχος πού νά τοῦ μοιάζει·
45 ∆έν εἶναι λόγια· ἦχος λεπτός…………………………
∆έν ἤθελε6 τόν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του.
Ἄν εἶν’ δέν ἤξερα κοντά, ἄν ἔρχονται ἀπό πέρα·
Σάν τοῦ Μαϊοῦ τές εὐωδιές γιομίζαν τόν ἀέρα,
Γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι7 ……………………………...
50 Μόλις εἶν’ ἔτσι δυνατός ὁἜρωτας καί ὁ Χάρος.
Μ’ ἄδραχνεν ὅλη τήν ψυχή, καί νά ’μπει δέν ἠμπόρει
Ὁ οὐρανός, κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη·
Μέ ἄδραχνε, καί μ’ ἔκανε συχνά ν’ ἀναζητήσω
Τή σάρκα μου νά χωριστῶ γιά νά τόν ἀκλουθήσω.
55 Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου,
Πού ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθύς ὀχ τήν καλή μου·
Καί τέλος φθάνω στό γιαλό τήν ἀρραβωνιασμένη,
Τήν ἀπιθώνω μέ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη.
------------------------------------------
1. άργουνε· αργοπορούσε, καθυστερούσε, βράδυνε
2. μου τ’ αποκοιμούσε· μου το καθυστερούσε, το καθιστούσε
ράθυμο, νωθρό, αργό
3. με προβοδούσε· με προέπεμπε, με συνόδευε
4. φιαμπόλι· αυτοσχέδιο πνευστό όργανο των ποιμένων
(σουραύλι)
5. λαλούμενο· μουσικό όργανο
6. δεν ήθελε· δεν επρόκειτο, δε θα τολμούσε να
7. ανεκδιήγητοι [ενν. ήχοι]· ανεκλάλητοι, άρρητοι,
εξωανθρώπινοι
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α1. Τρία χαρακτηριστικά του Ευρωπαϊκού
Ρομαντισμού, από τον οποίο επηρεάστηκε ο Σολωμός, είναι το μεταφυσικό στοιχείο,
η αγάπη για την πατρίδα και η
εξιδανίκευση του έρωτα. Για κάθε ένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα μέσα
από το κείμενο.
Μονάδες 15
Β1. Σύμφωνα με
τον Π. Μάκριτζ: «Αυτό που κάνει εντύπωση (στον Σολωμό) είναι η επιμονή του να χρησιμοποιεί εικόνες
από τον κόσμο της φύσης». Να
επιβεβαιώσετε την παραπάνω άποψη με μία εικόνα από τους στίχους 23-28 και άλλη μία από τους στίχους 35-43,
παρουσιάζοντας το περιεχόμενό της
καθεμιάς (μονάδες 10) και σχολιάζοντας τη λειτουργία της στο κείμενο (μονάδες 10).
Μονάδες 20
Β2. Στους στίχους 29-34 «Δέν εἶν’ ἀηδόνι … ἀπό τά χέρια·» να αναζητήσετε τέσσερα
διαφορετικά σχήματα λόγου (μονάδες 8) και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους στο
κείμενο (μονάδες 12).
Μονάδες 20
Γ1. Να
σχολιάσετε τους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος σε ένα κείμενο 120-140 λέξεων:
Καί τέλος φθάνω
στό γιαλό τήν ἀρραβωνιασμένη,
Τήν ἀπιθώνω μέ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη.
Μονάδες
25
Δ1. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο
το απόσπασμα από το ποίημα Ο Κρητικός του
Δ. Σολωμού με το παρακάτω απόσπασμα από τη νουβέλα του Ν.Λαπαθιώτη Κάπου
περνούσε μια φωνή, αναφέροντας (μονάδες 5) και σχολιάζοντας (μονάδες 15) τρεις ομοιότητες και δύο
διαφορές
μεταξύ των δύο κειμένων.
Μονάδες 20
Ναπολέων
Λαπαθιώτης
ΚΑΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ΜΙΑ
ΦΩΝΗ
Αυτό το βράδυ, η Ρηνούλα δεν κοιμήθηκε. Σαν ένας πυρετός
γλυκός, της μέλωνε τα μέλη. Όλη νύχτα,
μέχρι το πρωί, το αίμα της, πρώτη φορά, της
τραγουδούσε, φανερά, τόσο ζεστά τραγούδια…Κι όταν, προς τα χαράματα, την πήρε λίγος ύπνος, είδε πως ήταν μέσα σ΄ ένα
δάσος, −ένα μεγάλο δάσος γαλανό, μ’ ένα πλήθος άγνωστα κι αλλόκοτα λουλούδια. Περπατούσε, λέει, μέσ’ στην πρασινάδα,
σκυμμένη, και με κάποια δυσκολία, χωρίς, όμως αυτό, να συνοδεύεται κ ι απ’ τη συνηθισμένην
αγωνία, που συνοδεύει κάποιους εφιάλτες. […]Και την ίδια τη στιγμή, χωρίς ν’
αλλάξει τίποτε, μια μελωδία σιγανή
γεννήθηκε κ ι απλώθηκε, σαν ένα κόρο1 από γνώριμες φωνές, που, μέσα τους, ξεχώριζε
γλυκιά και δυνατή, την ήμερα παθητική
και πλέρια του Σωτήρη! Κι η φωνή δυνάμωνε, δυνάμωνε, και σε λίγο σκέπασε και
σκόρπισε τις άλλες, −κι έμεινε μονάχη και κυρίαρχη, γιομίζοντας τη γη, τον ουρανό, γιομίζοντας το
νου και την καρδιά της! Κι είχ’ ένα παράπονο βαθύ, η χιμαιρική αυτή φωνή, − κ ι
έμοιαζε μ’ ένα χάδι τρυφερό, λησμονημένο,
γνώριμο, κι απόκοσμο! Κι η ψυχή της έλιωνε βαθιά, σαν το κερί, σβήνοντας σε μια γλύκα
πρωτογνώριστη, σε μια σπαραχτική, πρωτοδοκίμαστη,
και σαν απεγνωσμένη, νοσταλγία! Και καθώς ήταν έτοιμη να σβήσει, και να λιώσει,
πίστεψε πως ήταν πια φτασμένη στον παράδεισο…
Κι η Ρηνούλα
ξύπνησε με μιας, σα μεθυσμένη, −και κρύβοντας το πρόσωπο μέσ’ στο προσκέφαλό της, μην τύχει
και τη νιώσουν από δίπλα, ξέσπασε σ’ ένα σιγανό παράπονο πνιγμένο…
Ν. Λαπαθιώτης, Κάπου περνούσε μια
φωνή, Εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα 2011, σ. 71-73
------------------------------------------
1. κόρος· χορωδία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου