Μεγάλη
Παρασκευή σήμερα και μέσα στο πνεύμα της μέρας βάλθηκα να διαβάζω ποιήματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με συνδέουν με την Εβδομάδα των Παθών. Καταπιάστηκα με το ελυτικό Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απρίλη αλλά στη συνέχεια απόλαυσα τη ποιητική
συλλογή «Ζώα στα σύννεφα» του πρόωρα χαμένου ποιητή μας Γιάννη Βαρβέρη. Προσωπικά
πιστεύω πως οι άνθρωποι πεθαίνουν , όταν ξεχαστούν, όταν σβηστούν από τη μνήμη μας,
και ο Βαρβέρης με το ποιητικό του κληροδότημα θα μείνει για πάντα ζωντανός,
αφού κατέχει μια περίοπτη θέση στο ποιητικό ελλαδικό σύμπαν. Ένας ποιητής τραγικός,
ειρωνικός, τρυφερός και σαρκαστικός μας ξεδιπλώνει τη ζωή των ζώων στα
σύννεφα που ως αλληγορική παρουσία μεταφράζεται ως γήινη ανθρώπινη συμπεριφορά,
αισώπειος μύθος και καφκική παθολογία συνάμα.
Μια
προβολή είναι ολόκληρη η ποιητική συλλογή· τα λάθη των ανθρώπων, τα ελαττώματά μας,
οι αντιδράσεις και οι εμμονές μας.
Τι ωραίες γαζέλες/ που ήρθαν στο ποτάμι/ μέσα στην άγρια ξηρασία./— Τι ωραίες γαζέλες/
και να πεθαίνουνε / για μια σταλιά νερό /είπε ο κροκόδειλος/ ορμώντας και
δακρύζοντας/ πραγματικά.
Η θρησκευτική μας παράδοση
είναι παρούσαη μυθολογία μας το ίδιο· ο Αίσωπος και η Καινή Διαθήκη:
Το γαϊδουράκι που έφερε /τον Ιησού στα Ιεροσόλυμα/ καθόλου δεν κουράστηκε,
είπε /τόσο ελαφρύς ήταν ο Κύριος.// Ύστερα
χάθηκε/ δε λένε τίποτε οι πηγές/ συνέχισε τη ζωή του/πάντοτε απ' τους αφέντες
φορτωμένο/ το γαϊδουράκι του Χριστού/ με
Κύριο και Θεό του/τη μόνη και γαϊδουρινή του/υπομονή του.
Σχόλια για την ανθρώπινη συμπεριφορά αλλά και
την αλλοτρίωση που εξυφαίνει ο πολιτισμός
μας.
Μια τίγρις το 'σκασε από
τσίρκο/ κι έπινε τώρα ήσυχη το εσπρεσάκι της /με το μπισκότο/ στα Ηλύσια Πεδία./ Βλέμμα κανένα πάνω της /αλλά κι
αυτή, κυρία. /Πήρε και μεσημέριαζε: // — Αυτός είναι πολιτισμός, είπε θλιμμένα.
/ Όταν κανείς δεν τρώει/ ό,τι του αναλογεί.
Επίκαιρος σχολιάζει με επίθετα που τα λένε όλα, αστραφτερά, απρόσιτες, βαριά, ραγδαία, ευσυγκίνητα:
Στην Κεντρική Αγορά/ αστραφτερά τα ψάρια μοιάζουν απλωμένα/με
απρόσιτες βιτρίνες κοσμηματοπωλείων./Ενώ τα βαριά κρέατα στα τσιγκέλια/μοιάζουν
ραγδαία δάκρυα/από ευσυγκίνητα σπλάχνα.
Σε ένα άλλο μέσα από τα
λόγια των πουλιών ξεδιπλώνεται ωμά και ρεαλιστικά το ανθρώπινο δράμα της μετανάστευσης.
Δεν είμαστε αποδημητικά
πουλιά/αφήστε τους ρομαντισμούς/δε θα ξαναγυρίσουμε ποτέ/για μας δεν έχει εδώ
ούτε ψίχουλο/είμαστε απλώς ιπτάμενοι/οικονομικοί μετανάστες.
Το πιο βασανισμένο αμφίβιο/
είναι το κύμα/της ακτής.
Ο έρωτας που ευτελίζεται
μέσω διαδικτύου, μια τεχνητή συνθήκη είναι με απροσδόκητα αποτελέσματα.
Νέα συνταρακτικά μας
έρχονται απ' τις μέλισσες./Έκπτωτες, πρώτον, οι βασίλισσες, δεν έχουν λόγο./ Σε
μια εποχή φεμινισμού, είπαν οι εργάτριες/είναι τελείως κηφήνες οι κηφήνες/δεν
έχει πια γι' αυτούς καρύδια με το μέλι/τέρμα οι έρωτες/στοιχειώδες σιτηρέσιο/Ίσα
ίσα για την τεχνητή γονιμοποίηση μέσω διαδικτύου./Κανείς
μελισσουργός δεν έχει αντίρρηση·/να δούμε μόνο/τι μέλι θα προκύψει απ' όλ' αυτά.
Ο καπιταλισμός της αποσύνθεσης
είναι αήττητος!
Σκουλήκια/τα πατάς στο
δρόμο σου/χωρίζονται τα σώματα/ενώνονται και πάλι τα κομμάτια τους/ αήττητος ο
καπιταλισμός της αποσύνθεσης.
Ενόψει των ημερών:
Ομάδες ειδικές /με αυτοκίνητα
θωρακισμένα/ κινηματογραφούν για μας /το πούμα όταν γραπώνει ελάφι
από την καρωτίδα. /Στα
χασάπικα και στις τηλεοράσεις/ ο κιμάς κόπτεται πάντοτε/ παρουσία του πελάτου.
Ποιος είναι ο ρόλος του κόκκινου κρασιού στο παρακάτω ποίημα; Παραπέμπει στο "πίετε εξ αυτού πάντες το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον;"
Μόνο την Κυριακή του Πάσχα/
κάθε Πάσχα/τα θύματα των σαρκοφάγων/πριν από το γεύμα/ τους προσφέρουν/ ένα
ποτήρι κόκκινο κρασί.
Διαβάζοντας το επόμενο, θυμήθηκα ένα σύνθημα της εποχής μας γραμμένο σε τοίχο: Φονιάδες των αμνών εκδοροσφαγείς! Ώραίο το Πάσχα αλλά όχι για τα αμνοερίφια.
Χριστέ μου/ του
προσευχήθηκε το απολωλός/ μπροστά στο εικόνισμα/δέομαι Σου/τώρα που έρχεται η Ανάσταση Σου/εγώ δεν έχω τέτοια δυνατότητα/ Χριστέ
μου, εξαίρεσε με απ' τη σφαγή τους.
Σφάγιο σε θρίαμβο, ποιος θυσιάζεται σήμερα για ποιον;
— Χριστέ μου/ του προσευχήθηκε το αρνί/ μπροστά
στο εικόνισμα/ δέομαι Σου/τώρα που έρχεται η 'Ανάσταση Σου/άσε με όσο μου
αναλογεί να τη γιορτάσω/βάλε κι έμενα σφάγιο στο θρίαμβο Σου.
Ποιος θα θριαμβεύσει τελικά; Πατάμε τα σκουλήκια, αλλά του καλλόυς η αλήθεια τι είναι; Σκώληξ, χώμα! Χους ει και εις χουν απελεύσει.
— Δόλωμα για να φας με
κάρφωσες/σκουλήκι ζωντανό στην πετονιά σου/όμως κι εσύ θα γίνεις δίχως πετονιά/
αλλού για τ' αδέλφια μου εκδίκησης κρύο πιάτο.
Και ένα καβαφικό που θέλω να αλλάξω ελαφρώς τους δυο τελευταίους στίχους: Δε με φαίνεται/είμαι σίγουρος/ που ο ποιητής αυτός/μεγάλως ηγαπήθη.
Εδώ στο απέραντο /νεκροταφείο
των ζώων /κάπου με δυσκολία διαβάζω: /«Γαλ(ή) ην ποι(ητή)ς Καβ(άφη)ς /εις Bil (liar)d
Pal (ac)e /Αλεξαν(δρεί)ας Αίγύ(πτου) /εθώπευε συχν(άκις) /εξ(έπν)ευσεν εν τω
μηνί Μαϊ(ω)/ έτους χιλ(ιοστ)ού και
(έν)ακοσιοστού/ και τρ(ιακοστ)ού τρ(ί)του».//
Με φαίνεται που ο ποιητής /μεγάλως άγαπήθη.
Καλή Ανάσταση!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου