Η συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Κρυφός Κυνηγός απέσπασε την
ομόφωνη έγκριση για τη βράβευση, καθώς συγκίνησε με τη γενναία και αυθεντική
διαχείριση του άμεσου βιώματος και το βάθος της. Σπάνιας εμβέλειας εικόνες,
εμποτισμένες στο κιτρινωπό χρώμα, σαν παλιοκαιρισμένες φωτογραφίες,
αναδεικνύουν με τρυφερό παράπονο τον ανθρώπινο πόνο. Το τραύμα του σώματος
και την οδύνη του. Η άμεση απειλή του θανάτου –ο αλληγορικός τίτλος «κρυφός
κυνηγός», όρος ποδοσφαιρικός, ο παίκτης που καραδοκεί να επιτύχει το τελειωτικό
χτύπημα και να σπείρει τον πανικό στην αντίπαλη άμυνα– κυριαρχεί σε όλα τα
ποιήματα. Η προσωπική εμπειρία ανάγεται σε συλλογικό βίωμα και ο ατομικός πόνος
καθίσταται κοινός, καθώς, ενώπιος ενωπίω με το θάνατο, ο ποιητής-αφηγητής θεάται
περιδεής τη ζωή να περνά μπροστά στα μάτια του και παρακολουθεί ως ξένος τον
απολογισμό που συντελείται. Απολογισμός ο οποίος είναι πικρός όσο και μεστός, σε
μια αναλογία άδικη, καθώς ακριβώς την αποτιμά ο λαός: «Μια χαρά και δέκα λύπες».
Ποιητής κατ’ εξοχήν λαϊκός ο Μαρκόπουλος, επιχειρεί να συμφιλιωθεί, να αποδεχθεί
μια τέτοια μοιρασιά. Ο χώρος του Νοσοκομείου αποβαίνει το σκηνικό μιας
αλληγορικής αναπαράστασης της ζωής, όπου μέσα στο ζόφο και το φόβο συντελείται
το μεγάλο παιχνίδι. Σαν ένας ποδοσφαιρικός τελικός, με έπαθλο τους σπινθήρες που
αναπαράγει η μνήμη. Για να εξορκίσει έτσι το θάνατο. Ο Μαρκόπουλος κατορθώνει,
όμως, να αποφεύγει εύκολους συναισθηματισμούς. /εν διατυπώνει κρίσεις και ιδέες,
απόψεις. /εν επιχειρεί να ερμηνεύσει, ούτε να αιτιολογήσει, παρά να καταδείξει την
πραγματικότητά του. Η ουσιαστική αναβίωση και αναμόχλευση μιας βαθειάς ζωής
παραπέμπει αναπόφευκτα στην κοινή μοίρα. Η μνήμη αθωώνει, παρηγορεί, αλλά
προπαντός πληγώνει. Πρόκειται για μια μνήμη καρδιοβόρο. Ο πόνος, όμως,
αποκαθαίρεται ως ατομικό βίωμα και λειαίνεται υποδειγματικά. Γίνεται σιγανός,
βουβός. Λυπημένη, επομένως, η θέαση του Γιώργου Μαρκόπουλου, απόσταγμα
καθαρού πόνου και καθαρής ομορφιάς. Και αλήθειας. Αμεσος, επίσης, είναι ο λόγος
του. Μακράν κάθε επιτήδευσης, αδρός και σύμφωνος με την πυκνότητα και το βάθος
της βίωσης του ποιητή.
Τα παραπάνω αναφέρονται στο σκεπτικό της βράβευσης.
Ο ποιητής σχολιάζοντας το βραβείο υποστήριξε : «Ένα βραβείο πρέπει να σε κάνει να θέλεις να γίνεις καλύτερος άνθρωπος και να προσπαθείς ακόμα πιο πολύ».
Για την ποίηση είπε χαρακτηριστικά: «Το να ασχολείται κάποιος με αυτό που αγαπά, οπωσδήποτε του φέρνει πολύ μεγάλη χαρά».
«Ο κρυφός κυνηγός» είναι μία συλλογή που προσπαθεί να δει τον ανθρώπινο πόνο και τη ζωή από τις φόδρες», ανέφερε ο ποιητής για το έργο του, ενώ πρόσθεσε πως έχει αρκετά βιωματικά στοιχεία.
Με πολύ θετικά λόγια σχολίασε τη νέα γενιά ποιητών και είπε: «Η ποίηση, κατά τη δική μου άποψη, άρχισε πάλι να ανθεί με τα παιδιά που άρχισαν να γράφουν λίγο πριν το 2000 μέχρι και σήμερα. Γράφονται πολύ σπουδαία πράγματα. Πνέει ένα ευεργετικό αεράκι που μας αγγίζει ήδη και προσωπικά μου θυμίζει εκείνο το αεράκι των ποιητών της δικής μου εποχής, τη δεκαετία του 1970».
Όσο για το αν μπορεί η τέχνη να είναι απούσα σε περιόδους κρίσης, ο Γιώργος Μαρκόπουλος είπε με το δικό του τρόπο: «Οι καλλιτέχνες και η τέχνη είναι σαν τα ψαράκια που προσπαθούν να τα πιάσουν στο δίχτυ, όμως εκείνα βρίσκουν πάντα τρύπες και βγαίνουν. Ό,τι και να γίνεται με τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, είναι τόση η ομορφιά αυτού του τόπου, που τίποτε δε χάνεται, φτάνει να έχει κανείς μάτια να τα βλέπει».
Προσωπικά βρίσκω τα ποιήματα αυτής της συλλογής συνταρακτικά. Από την εποχή των Πυροτεχνουργών που οι ποιητές έβλεπαν τα βράδια τους διαβάτες να περνούν μέσα από τα πάρκα για να κόβουν δρόμο ή μάλλον έβλεπαν την καύτρα του τσιγάρου τους φτάνουμε στην παρούσα συλλογή όπου βλέπει τους συγγενείς από την ταράτσα να περνούν και να χάνονται κι ένας μόνο απ' όλους ξέμεινε να ψάχνει και να αλυχτάει με το φαναράκι του κάθε βράδυ. Στη ζωή βράδιασε, η λύπη βαριά στο στήθος τον πλακώνει, είναι μόνος και περιμένει με τις αισθήσεις τεντωμένες.Μας οδηγεί σε νοσοκομείο, ζούμε καταστάσεις νάρκωσης πριν την εγχείριση, αναμνήσεις, βιωματική ατμόσφαιρα. Η μέλισσα έχει μπει μέσα μου όμως και γυρίζει εκεί, από παιδί, γυρίζει, χρόνια...
Παρουσιάζονται μπροστά μας και μας αναστατώνουν: Όχι κουρεμένοι αλλά χωρίς μαλλιά, αντί για κολόνια χρησιμοποιείται κοβάλτιο, σωληνάκια, εργαλεία του νίκελ, και ο κρυφός κυνηγός, ο καρκίνος, άνθρωπος ύπουλος, σκληρός. Κι ο ποιητής που κραυγάζει: Δεν με γνωρίζεις;
Πατρίδα μου είναι πλέον η μνήμη και περιουσία μου όσοι αγάπησα· και όσοι με αγάπησαν. Η σιωπή είναι η αδικημένη αδελφή της ομιλίας. Η μνήμη του επίμονη, πελεκάει τα συναισθήματα μέσα του σαν του ξυλοκόπου που βγάζει κόβοντας τα κούτσουρα το ψωμί του.
Και 3 ποιήματα από τη συλλογή:
1. Πέρα μακριά στα σύννεφα
Πέρα μακριά στα σύννεφα
κάποιοι συγγενείς περνούσαν, κηδείας.
Δεν είχανε πρόσωπο, ήτανε φαγωμένο
και κάπως σαν να βιάζονταν
λεωφορείο ή τραίνο να προφτάσουν
να πάνε σε άλλη πόλη.
Πέρα μακριά στα σύννεφα
κάποιοι συγγενείς περνούσαν, κηδείας.
Τους έβλεπα από την ταράτσα μου, χρόνια τους έβλεπα,
ώσπου με τον καιρό χάθηκαν, έφυγαν,
βράδιασε στη ζωή κι απ' τη σελήνη τώρα πια
ένας τους μονάχα απ' όλους που ξέμεινε
τους ψάχνει, αλυχτάει με το φαναράκι του κάθε βράδυ,
η λύπη βαριά στο στήθος τον πλακώνει
και ο πανικός του βγάζει,
μια τρομερή φωνή θυέλλης του βγάζει.
2. Ένα κάποιο στείλε μου σήμα
Με τ' όνομα σου να σε φωνάζω πια δεν μπορώ.
Πλην όμως ένα κάποιο στείλε μου σήμα.
Διότι είμαι μόνος
σαν τον καπνό μετά το φονικό στην κάννη του πιστολιού
και σαν την αγριοσυκιά
που φύτρωσε ξάφνου μες στη μαυρίλα της πυρκαγιάς.
Όπως το κουταλάκι της μετάληψης
αποβραδίς στο στόμα του πρωινού μελλοθανάτου
και όπως μια βαλανιδιά σε χώρο εκτέλεσης,
είμαι μόνος και σε περιμένω.
Με τις αισθήσεις μου τεντωμένες
όπως οι γάτες στο προσκλητήριο του ταβερνιάρη.
Με ένα μάτι που το οπτικό του νεύρο
είναι ο ουρανός ο ίδιος σε μικροσκόπιο
και με ένα αυτί που το τύμπανο του
δεν είναι παρά τσιγγάνων αντίσκηνο.
Με λέξεις που σκορπίζονται πανικόβλητες
όπως τα κατσίκια στην ξαφνική θέα του τραίνου,
καθώς και με μια ψυχή σκοτεινή που όμως βλέπει πολλά
όπως το ένα, κλεισμένο στο φακό, μάτι των ρολογάδων,
είμαι μόνος.
Είμαι μόνος και σε περιμένω
3. Περιφορά
Ένα νεκρό παιδάκι περιέφεραν στο φέρετρό του.
Το γύριζαν από δρομάκια με κλειστές καπναποθήκες,
με μαγαζιά «γύφτικα», κουρεία και παλιά παντοπωλεία.
Ένα νεκρό παιδάκι περιέφεραν
και κανένας στον άλλονε δεν απαντούσε,
στον διπλανό του δεν μιλούσε.
Τα σπίτια λυπημένα έγερναν, σιωπηρά έγερναν,
ο άνεμος χαμηλά σαν κλέφτης, παράνομος,
στους δρόμους απέναντι, απέναντι περνούσε,
και η θάλασσα ανήσυχη,
ανήσυχη μάζευε τα μικρά της, τα κύματά της.
ομόφωνη έγκριση για τη βράβευση, καθώς συγκίνησε με τη γενναία και αυθεντική
διαχείριση του άμεσου βιώματος και το βάθος της. Σπάνιας εμβέλειας εικόνες,
εμποτισμένες στο κιτρινωπό χρώμα, σαν παλιοκαιρισμένες φωτογραφίες,
αναδεικνύουν με τρυφερό παράπονο τον ανθρώπινο πόνο. Το τραύμα του σώματος
και την οδύνη του. Η άμεση απειλή του θανάτου –ο αλληγορικός τίτλος «κρυφός
κυνηγός», όρος ποδοσφαιρικός, ο παίκτης που καραδοκεί να επιτύχει το τελειωτικό
χτύπημα και να σπείρει τον πανικό στην αντίπαλη άμυνα– κυριαρχεί σε όλα τα
ποιήματα. Η προσωπική εμπειρία ανάγεται σε συλλογικό βίωμα και ο ατομικός πόνος
καθίσταται κοινός, καθώς, ενώπιος ενωπίω με το θάνατο, ο ποιητής-αφηγητής θεάται
περιδεής τη ζωή να περνά μπροστά στα μάτια του και παρακολουθεί ως ξένος τον
απολογισμό που συντελείται. Απολογισμός ο οποίος είναι πικρός όσο και μεστός, σε
μια αναλογία άδικη, καθώς ακριβώς την αποτιμά ο λαός: «Μια χαρά και δέκα λύπες».
Ποιητής κατ’ εξοχήν λαϊκός ο Μαρκόπουλος, επιχειρεί να συμφιλιωθεί, να αποδεχθεί
μια τέτοια μοιρασιά. Ο χώρος του Νοσοκομείου αποβαίνει το σκηνικό μιας
αλληγορικής αναπαράστασης της ζωής, όπου μέσα στο ζόφο και το φόβο συντελείται
το μεγάλο παιχνίδι. Σαν ένας ποδοσφαιρικός τελικός, με έπαθλο τους σπινθήρες που
αναπαράγει η μνήμη. Για να εξορκίσει έτσι το θάνατο. Ο Μαρκόπουλος κατορθώνει,
όμως, να αποφεύγει εύκολους συναισθηματισμούς. /εν διατυπώνει κρίσεις και ιδέες,
απόψεις. /εν επιχειρεί να ερμηνεύσει, ούτε να αιτιολογήσει, παρά να καταδείξει την
πραγματικότητά του. Η ουσιαστική αναβίωση και αναμόχλευση μιας βαθειάς ζωής
παραπέμπει αναπόφευκτα στην κοινή μοίρα. Η μνήμη αθωώνει, παρηγορεί, αλλά
προπαντός πληγώνει. Πρόκειται για μια μνήμη καρδιοβόρο. Ο πόνος, όμως,
αποκαθαίρεται ως ατομικό βίωμα και λειαίνεται υποδειγματικά. Γίνεται σιγανός,
βουβός. Λυπημένη, επομένως, η θέαση του Γιώργου Μαρκόπουλου, απόσταγμα
καθαρού πόνου και καθαρής ομορφιάς. Και αλήθειας. Αμεσος, επίσης, είναι ο λόγος
του. Μακράν κάθε επιτήδευσης, αδρός και σύμφωνος με την πυκνότητα και το βάθος
της βίωσης του ποιητή.
Τα παραπάνω αναφέρονται στο σκεπτικό της βράβευσης.
Ο ποιητής σχολιάζοντας το βραβείο υποστήριξε : «Ένα βραβείο πρέπει να σε κάνει να θέλεις να γίνεις καλύτερος άνθρωπος και να προσπαθείς ακόμα πιο πολύ».
Για την ποίηση είπε χαρακτηριστικά: «Το να ασχολείται κάποιος με αυτό που αγαπά, οπωσδήποτε του φέρνει πολύ μεγάλη χαρά».
«Ο κρυφός κυνηγός» είναι μία συλλογή που προσπαθεί να δει τον ανθρώπινο πόνο και τη ζωή από τις φόδρες», ανέφερε ο ποιητής για το έργο του, ενώ πρόσθεσε πως έχει αρκετά βιωματικά στοιχεία.
Με πολύ θετικά λόγια σχολίασε τη νέα γενιά ποιητών και είπε: «Η ποίηση, κατά τη δική μου άποψη, άρχισε πάλι να ανθεί με τα παιδιά που άρχισαν να γράφουν λίγο πριν το 2000 μέχρι και σήμερα. Γράφονται πολύ σπουδαία πράγματα. Πνέει ένα ευεργετικό αεράκι που μας αγγίζει ήδη και προσωπικά μου θυμίζει εκείνο το αεράκι των ποιητών της δικής μου εποχής, τη δεκαετία του 1970».
Όσο για το αν μπορεί η τέχνη να είναι απούσα σε περιόδους κρίσης, ο Γιώργος Μαρκόπουλος είπε με το δικό του τρόπο: «Οι καλλιτέχνες και η τέχνη είναι σαν τα ψαράκια που προσπαθούν να τα πιάσουν στο δίχτυ, όμως εκείνα βρίσκουν πάντα τρύπες και βγαίνουν. Ό,τι και να γίνεται με τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, είναι τόση η ομορφιά αυτού του τόπου, που τίποτε δε χάνεται, φτάνει να έχει κανείς μάτια να τα βλέπει».
Προσωπικά βρίσκω τα ποιήματα αυτής της συλλογής συνταρακτικά. Από την εποχή των Πυροτεχνουργών που οι ποιητές έβλεπαν τα βράδια τους διαβάτες να περνούν μέσα από τα πάρκα για να κόβουν δρόμο ή μάλλον έβλεπαν την καύτρα του τσιγάρου τους φτάνουμε στην παρούσα συλλογή όπου βλέπει τους συγγενείς από την ταράτσα να περνούν και να χάνονται κι ένας μόνο απ' όλους ξέμεινε να ψάχνει και να αλυχτάει με το φαναράκι του κάθε βράδυ. Στη ζωή βράδιασε, η λύπη βαριά στο στήθος τον πλακώνει, είναι μόνος και περιμένει με τις αισθήσεις τεντωμένες.Μας οδηγεί σε νοσοκομείο, ζούμε καταστάσεις νάρκωσης πριν την εγχείριση, αναμνήσεις, βιωματική ατμόσφαιρα. Η μέλισσα έχει μπει μέσα μου όμως και γυρίζει εκεί, από παιδί, γυρίζει, χρόνια...
Παρουσιάζονται μπροστά μας και μας αναστατώνουν: Όχι κουρεμένοι αλλά χωρίς μαλλιά, αντί για κολόνια χρησιμοποιείται κοβάλτιο, σωληνάκια, εργαλεία του νίκελ, και ο κρυφός κυνηγός, ο καρκίνος, άνθρωπος ύπουλος, σκληρός. Κι ο ποιητής που κραυγάζει: Δεν με γνωρίζεις;
Πατρίδα μου είναι πλέον η μνήμη και περιουσία μου όσοι αγάπησα· και όσοι με αγάπησαν. Η σιωπή είναι η αδικημένη αδελφή της ομιλίας. Η μνήμη του επίμονη, πελεκάει τα συναισθήματα μέσα του σαν του ξυλοκόπου που βγάζει κόβοντας τα κούτσουρα το ψωμί του.
Και 3 ποιήματα από τη συλλογή:
1. Πέρα μακριά στα σύννεφα
Πέρα μακριά στα σύννεφα
κάποιοι συγγενείς περνούσαν, κηδείας.
Δεν είχανε πρόσωπο, ήτανε φαγωμένο
και κάπως σαν να βιάζονταν
λεωφορείο ή τραίνο να προφτάσουν
να πάνε σε άλλη πόλη.
Πέρα μακριά στα σύννεφα
κάποιοι συγγενείς περνούσαν, κηδείας.
Τους έβλεπα από την ταράτσα μου, χρόνια τους έβλεπα,
ώσπου με τον καιρό χάθηκαν, έφυγαν,
βράδιασε στη ζωή κι απ' τη σελήνη τώρα πια
ένας τους μονάχα απ' όλους που ξέμεινε
τους ψάχνει, αλυχτάει με το φαναράκι του κάθε βράδυ,
η λύπη βαριά στο στήθος τον πλακώνει
και ο πανικός του βγάζει,
μια τρομερή φωνή θυέλλης του βγάζει.
2. Ένα κάποιο στείλε μου σήμα
Με τ' όνομα σου να σε φωνάζω πια δεν μπορώ.
Πλην όμως ένα κάποιο στείλε μου σήμα.
Διότι είμαι μόνος
σαν τον καπνό μετά το φονικό στην κάννη του πιστολιού
και σαν την αγριοσυκιά
που φύτρωσε ξάφνου μες στη μαυρίλα της πυρκαγιάς.
Όπως το κουταλάκι της μετάληψης
αποβραδίς στο στόμα του πρωινού μελλοθανάτου
και όπως μια βαλανιδιά σε χώρο εκτέλεσης,
είμαι μόνος και σε περιμένω.
Με τις αισθήσεις μου τεντωμένες
όπως οι γάτες στο προσκλητήριο του ταβερνιάρη.
Με ένα μάτι που το οπτικό του νεύρο
είναι ο ουρανός ο ίδιος σε μικροσκόπιο
και με ένα αυτί που το τύμπανο του
δεν είναι παρά τσιγγάνων αντίσκηνο.
Με λέξεις που σκορπίζονται πανικόβλητες
όπως τα κατσίκια στην ξαφνική θέα του τραίνου,
καθώς και με μια ψυχή σκοτεινή που όμως βλέπει πολλά
όπως το ένα, κλεισμένο στο φακό, μάτι των ρολογάδων,
είμαι μόνος.
Είμαι μόνος και σε περιμένω
3. Περιφορά
Ένα νεκρό παιδάκι περιέφεραν στο φέρετρό του.
Το γύριζαν από δρομάκια με κλειστές καπναποθήκες,
με μαγαζιά «γύφτικα», κουρεία και παλιά παντοπωλεία.
Ένα νεκρό παιδάκι περιέφεραν
και κανένας στον άλλονε δεν απαντούσε,
στον διπλανό του δεν μιλούσε.
Τα σπίτια λυπημένα έγερναν, σιωπηρά έγερναν,
ο άνεμος χαμηλά σαν κλέφτης, παράνομος,
στους δρόμους απέναντι, απέναντι περνούσε,
και η θάλασσα ανήσυχη,
ανήσυχη μάζευε τα μικρά της, τα κύματά της.
Παρακάτω ένα μικρό απόσπασμα συνέντευξης στο youtube. Αναζητείστε εκεί τα υπόλοιπα αποσπάσματα της συνέντευξης. Στο Βιβλιονετ υπάρχουν αρκετές κριτικές για την παρούσα ποιητική συλλογή.
http://www.vivlionet.gr/main.asp?page=showbook&bookid=156061
Ευχαριστούμε, Γιάννη. Οπωσδήποτε, αυτές οι βραβεύσεις αποτελούν ευκαιρίες για να προσεγγίσουμε, όσοι πολύ δεν προσεγγίσαμε ως τα τώρα, αξιόλογα κείμενα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜικρή συνεισφορά:
Τραγούδι γιὰ τοὺς μοναχικοὺς ἄντρες
Τὸ βράδυ, μαζεύεις ξύλα γιὰ τὸ τζάκι.
Καὶ τὸ πρωί, ἂ τὸ πρωί, τί πικρὴ ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ
ὅλο μὲ τὶς στάχτες.