Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

Θουκυδίδης και Ψυχή βαθιά


Μια ταινία με θέμα τον εμφύλιο, σαν αυτή που παίζεται αυτές τις μέρες στους κινηματογράφους είναι μια ευκαιρία να τη δούμε και να την προτείνουμε στους μαθητές μας και γιατί όχι να τη δούμε μαζί τους. Είναι ό,τι πρέπει για ένα νεανικό κοινό που είναι πολύ μακριά από αυτά τα γεγονότα, ένα κοινό που γνωρίζει ελάχιστα για τον Εμφύλιο. Και να μη μείνουμε εκεί αλλά να τη δούμε σχολιάζοντας το Θουκυδίδη -όσοι διδάσκουμε Αρχαία Ελληνικά στην Α΄ Λυκείου- αφού θα διδαχτούμε τον Εμφύλιο στην Κέρκυρα μετά το Γενάρη και, επίσης, στο μάθημα της Ιστορίας της Γ΄Λυκείου που τα παιδιά είναι πιο ώριμα είναι πιο εύκολο και επιβεβλημένο να εμβαθύνουμε. Ένα εξαιρετικό ερέθισμα, θα έλεγα.

Παντελής Βούλγαρης, λοιπόν, και «Ψυχή βαθιά».

Στην έναρξη της ταινίας του διαβάζουμε στην οθόνη πως στα πεδία των μαχών των Βαλκανικών Πολέμων χάθηκαν 12.000 Ελληνες στρατιώτες, στη Μικρασιατική Εκστρατεία 37.000, στην ιταλογερμανική επίθεση 15.000 και στον Εμφύλιο 70.000, στρατιώτες και αντάρτες, του Εθνικού και του Δημοκρατικού Στρατού. Ο Εμφύλιος πόλεμος που σφράγισε βαθιά τη μεταπολεμική Ελλάδα, ενώ έχουν εκδοθεί γι’ αυτόν, εκατοντάδες βιβλία, κυρίως απομνημονεύματα, χρονικά και μαρτυρίες που παίρνουν το μέρος της μιας ή της άλλης παράταξης εστιάζοντας στο διχασμό του ελληνικού λαού και την αδελφοκτόνα αιματοχυσία.

Στην ταινία του ο Παντελής Βούλγαρης προσπάθησε να κρατήσει αποστάσεις από τις διεστώσες δυνάμεις, τους αντάρτες και τους φαντάρους που πρωταγωνίστησαν σε αυτό τον κυκλώνα του αίματος, ξεκομμένοι πάνω στα βουνά χωρίς να ξέρουν γιατί είναι εκεί. Οι Έλληνες δε φταίνε! Το «κακό» βρίσκεται έξω από εμάς. Φταίνε οι Αμερικανοί που ήρθαν έχοντας πλέον διαδεχθεί τους Άγγλους θέλουν να τελειώνουν με τους κομμουνιστές και οι Ρώσοι που δεν ήρθαν γιατί «το Κρεμλίνο έχει πολλές διαδρομές». Οι ξένες δυνάμεις έφεραν τις ναπάλμ, την καταστροφή, τον εμφύλιο σπαραγμό. Ο Τρούμαν απαιτεί συντριβή των ανταρτών σε σύντομο διάστημα και ο τοποτηρητής των ΗΠΑ στην Ελλάδα, στρατηγός Βαν Φλιτ δοκιμάζει τις βόμβες ναπάλμ στο Γράμμο με πειραματόζωα τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Εμφανίζεται ο Έλληνας στρατηγός να δυσανασχετεί αλλά εξαναγκάζεται από τους Αμερικανούς στην τελική αιματηρή σύγκρουση με τη χρήση των βομβών Ναπάλμ. Ο ντόπιος πληθυσμός απομονώνεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μετά τη βίαιη εκκένωση των χωριών από τον τακτικό στρατό για να αποκοπούν οι αντάρτες από τα λαϊκά στηρίγματά τους.

Η ταινία εκτυλίσσεται στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας το 1949, κοντά στην εκπνοή του πολέμου. Οι ήρωες δύο έφηβοι, αδέλφια, τσοπανόπουλα της περιοχής, ο Ανέστης ( Χρήστος Καρτέρης ) και ο Βλάσης ( Γιώργος Αγγέλκος) πολεμούν σε αντίπαλα στρατόπεδα και επειδή γνωρίζουν τα περάσματα, βρέθηκαν ο πρώτος στις γραμμές του Εθνικού στρατού και ο δεύτερος του Δημοκρατικού αλλά βρίσκουν τρόπους για να μη χάσουν εντελώς την επαφή γιατί δεν έχουν χάσει την αγάπη που νιώθουν ο ένας για τον άλλον. Συνεννοούνται μιμούμενοι φωνές πουλιών τις νύχτες και συναντώνται στο πατρικό τους, ενώ η μάνα τους (Ελλάδα;) περιμένει τα δυο παιδιά της ψήνοντας καλαμπόκι για τους φαντάρους και στέλνοντας τους γράμματα που προσπαθούν να κρατήσουν την οικογένεια ενωμένη.

Τη βασική θέση της ταινίας την ακούμε από το στόμα του Βέγγου στο ρόλο ενός χωρικού που πηγαίνει στο αρχηγείο του τακτικού στρατού για να παραλάβει το σκοτωμένο στη μάχη από τους αντάρτες εγγονό του και είναι η ακόλουθη: "Έλληνες να σκοτώνουν Έλληνες; Είναι ντροπή!". εστιάζοντας έτσι στην παραδοξότητα του πολέμου όταν σ' αυτόν διαπλέκονται ομοεθνείς. Όμως η φρίκη του πολέμου είναι παντού και πάντα ίδια, ανεξαρτήτως εμπλεκομένων. «Ένα Ρέκβιεμ για τους αφανείς και τους άκλαυτους εικοσάχρονους του εμφυλίου», είναι η ταινία όπως δήλωσε ο ίδιος ο Βούλγαρης. "Ψυχή Βαθιά" ήταν το σύνθημα των ανταρτών που είχαν βγει στα βουνά της Καστοριάς κατά την διάρκεια του πολέμου, της ελληνικής περιπέτειας που, ανεξάρτητα από την εκκίνησή της, κατέληξε σε μια παράλογη τραγωδία και μαύρισε την ελληνική ψυχή, όπως οι βόμβες ναπάλμ καρβούνιασαν, στην επίσημη παγκόσμια πρεμιέρα τους στις βόρειες βουνοκορφές, τα κορμιά των παρτιζάνων. Κεντρική επιδίωξη της ταινίας να υποβάλει στο θεατή την ιδέα της «εθνικής ομοψυχίας», και την ανάγκη για «κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών».

Οι αντίπαλοι στον Γράμμο πολεμούν όπως στην Ιλιάδα του Ομήρου: αναγνωρίζονται, συνομιλούν, τελετουργούν, κι ύστερα αλληλοσφάζονται, παραδίνονται στο θάνατο. Εξαιρετική η σκηνή που συναντώνται αναπάντεχα, στο χιονισμένο τοπίο, μέσα σε ένα αντίσκηνο, μες τη σιωπή, ομάδα ανταρτών με φαντάρους. Στα λίγα λεπτά που διαρκεί, πυκνώνει μέσα από βλέμματα και χειρονομίες, με το φόβο να υποβόσκει και την καχυποψία να κυριαρχεί, ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν είναι ακριβώς εχθροί αλλά ασφαλώς ούτε φίλοι, μια αλήθεια. Και οι δυο πλευρές είναι πρόσωπα του ίδιου δράματος, του εμφύλιου πολέμου, «της ντροπής». Το επεισόδιο αυτό έγινε στην πραγματικότητα στα Αγραφα: ένα βράδυ με χιονοθύελλα οι αντάρτες βρήκαν καταφύγιο στις σκηνές των αντιπάλων τους. Αντάρτες και στρατιώτες μόνιασαν για ένα βράδυ απέναντι στην εκδίκηση της φύσης. Το επόμενο πρωί ο πόλεμος ξανάρχισε... Το έχει κάνει διήγημα και ο Δημήτρης Χατζής στους "Ανυπεράσπιστους"». Μπορούμε να διαβάσουμε ή να μοιράσουμε σε φωτοτυπία το απόσπασμα:

Χατζή, Ανυπεράσπιστοι

[……Η μικρή ομάδα των ανταρτών, δεκατισμένη και ξεκομμένη, ένιωθε πια τον κλοιό και την έσφιγγε — έκλεινε, μίκραινε γύρω της με θανάσιμη σταθερότητα. Η ξαφνική παγωνιά στο τέλος του Απρίλη — ακόμα ένας θάνατος πάνω σε κείνα τ' αγριοβούνια. Μια τελευταία δυνατότητα εκλογής, να πάνε να χτυπηθούνε — πάλι θά­νατος. Να μείνουν εκεί όσο να 'ρθουν να τους πιάσουν αργά και γι' αυτό — τους σκοτώνανε πια τους αιχμα­λώτους, τους τραυματίες που πέφταν στα χέρια τους. Οι προθεσμίες για την παράδοση είχαν περάσει — τους σκότωναν και τους αυτόμολους.

Είχανε κάνει και την τελευταία προσπάθεια που μπορούσαν να κάνουν. Τραβήξανε δεξιά, μέσ' απ' το δά­σος, να τον σπάζανε τον κλοιό, μπορεί να βρίσκαν δικά τους τμήματα. Πέσαν πάνω σε φυλάκια με πολυβόλα, τους δέχτηκαν με πυκνά πυρά. Ένας τους έπεσε πιά­νοντας την κοιλιά του — θερισμένη από ριπή. Δεν μπο­ρούσαν να τον πάρουν, να τον βοηθήσουν, τίποτα δε μπορούσανε να του κάνουν. Τον σκοτώσανε να μη βασα­νίζεται — έμεινε εκεί. Οι άλλοι γυρίσανε πίσω και ξαναμπήκανε στην τρύπα πού τους απόμεινε.

Τα μεσάνυχτα είχαν περάσει. Χιόνιζε συνέχεια.

Το πρωί θα 'ρθούνε πια, είπε κάποιος. Κανένας δε μίλησε.

Τί δε σκοτωνόμαστε, βρε παιδιά, μεταξύ μας; είπε σε λίγο ο Σατέλης. Ό τελευταίος κρατάει μια σφαίρα... Και πεθαίνουμε λεύτεροι...

Δεν αυτοκτονούν οι επαναστάτες, Σατέλη, είπε επίσημα ό Λίλης. Ούτε ντρέπονται για τις δυσκολίες.

Οι αντάρτες περάσανε τ' άσπρο πλάτωμα. Σε λίγο νιώσανε τα πόδια τους να κατηφορίζουν. Είτανε το πέ­ρασμα, το μονοπάτι του γκρεμού. Πέρασαν μπροστά στ' αφημένα πολυβόλα — δεν τα 'δανε. Μ' όση ζωή τους απόμεινε αφέθηκαν και ροβολούσαν, κατρακυλώντας απ' την άλλη μεριά του βουνού, κυνηγημένοι ακόμα από κείνο το φόβο του χάους. Κατέβαιναν όπως τους πήγαινε αυτός ό κατήφορος. Η σκηνή των στρατιωτών βρισκόταν πιο κάτω, μέσα στο γούβωμα — δεν την είδαν, δε βλέπανε πια. Όταν φτάσανε μπρος της, τότε σταμάτησαν. Πέσα­νε πάνω της, πασπατεύοντας βρήκανε τ' άνοιγμα μπή­κανε μέσα.

Για μια στιγμή οι στρατιώτες σα να ξυπνούσανε, κάνανε κάπως να σηκωθούνε. Οι άλλοι στέκαν ασάλευτοι, δε λέγαν, δεν κάνανε τίποτα, δεν προστάξανε τίποτα. Τότε τό 'νιωσαν πώς είταν αντάρτες, δεν είταν ο λόχος τους πού τρόμαξαν. Μια φωνή πνιγμένη, σαν μούγκρισμα ζώου, ακούστηκε μόνο και ξανάπεσαν εκεί πού βρί­σκονταν.

— Μη βαράτε εσείς, μπόρεσε κ' είπε ο Βαλάκης.

Για μια στιγμή οι αντάρτες, σα να ξυπνούσανε τώρα, να βγαίναν από το χάος, πήγαν να κάνουνε πίσω. Οι άλλοι δεν είχαν σαλέψει να τους δεχτούνε, να τους χτυ­πήσουν — τότε ξέρανε πώς δεν είχαν πέσει σε δικά τους τμήματα, πού τρόμαξαν. "Αλλη μιά φωνή πνιγμένη, πάλι σα μούγκρισμα ζώου, ακούστηκε μόνο.

—Αντάρτες είμαστε... Μη βαράτε, μπόρεσε κ' είπε ό Βασίλης.

Ύστερα όλοι μαζί πέσανε δίπλα στους στρατιώτες. Δε βλέπανε τίποτα, δεν κάνανε τίποτα, κανένας δεν είπε τίποτα. Ακουγότανε μόνο το βόγκημα αυτών πού πο­νούσαν, όλοι πονούσαν, όλοι. βογκούσαν. Ο αγέρας λύσ­σαζε στην κορφή. Το κρύο δυνάμωνε.

Σε λίγο αρχίσαν και σάλευαν, κάποιοι ζωντάνευαν — όλοι ζωντάνευαν λίγο. Στριμώχνονταν ο ένας κοντά στον άλλον που ήτανε δίπλα του, να χωρέσουν — δε βλέπαν, δεν ξέραν ποιος είταν, στρατιώτης ή αντάρτης. Πέφτανε πλάτη με πλάτη, αγκαλιάζονταν, μπλέκαν τα σκέλια τους, να ζεσταθούνε κοντά του. Ό Βασίλης σκού­ντησε αυτόν πού 'τανε δίπλα του. Δε σάλεψε, έμεινε δπως είταν, μπρούμυτα πεσμένος. Απλωσε το χέρι του, τό 'νιωσε από τη χλαίνη του πώς είταν στρατιώτης, τον έπιασε από το σβέρκο, τον έσφιγγε όσο μπορούσε, ζεσταινόταν κι αυτός με το σφίξιμο. Ο στρατιώτης σά­λεψε λίγο, γύρισε απ' το πλευρό, άνοιξε την κουβέρτα του, τον πήρε μέσα. Ο μικρός είταν. Κουκουλώθηκαν μαζί, έγινε λίγο ζεστότερα.]

Ο Βούλγαρης κινηματογραφεί ατμοσφαιρικά, λυρικά αλλά και σφριγηλά, χωρίς παρωπίδες και πολιτικά βαρίδια με την εξαιρετική μουσική του Αγγελάκα. Συγκινεί το θεατή με το φαντάρο που, αναγνωρίζοντας σε ένα πτώμα νεαρής αντάρτισσας μια παλιά του συμμαθήτρια, αναρωτιέται σοκαρισμένος αν τη σκότωσε αυτός· με τον υπολοχαγό που προσφέρει το όπλο του στον καπετάνιο για να αυτοκτονήσει αποφεύγοντας την εκτέλεση. Τα αντίπαλα χέρια αγγίζουν το ένα το άλλο και ακούγεται το αναπάντητο ερώτημα «άραγε εμείς νικήσαμε;». Τέλειωσαν όλα, αδελφέ, λέει ο ηττημένος μαχητής του ΔΣΕ στον κυβερνητικό αξιωματικό, τον προσωπικό του αντίπαλο. Και σε άλλο σημείο: «Σε ποια ζωή να γυρίσουμε ύστερα από όλα αυτά;» αναρωτιούνται οι αντάρτες. «Μας άφησαν μόνους». Σκηνές σαν αυτή στο ποτάμι που ο νεαρός ήρωάς μας από τη μια και η νεαρή ανταρτοπούλα από την άλλη παίρνουν νερό, μπορούμε να τις σχολιάσουμε διαβάζοντας το εξαιρετικό διήγημα του Σαμαράκη «Το ποτάμι» και να παραπέμψουμε σε λογοτεχνικές σελίδες με ανάλογο περιεχόμενο: Θουκυδίδης, Ελένη Ν. Γκατζογιάννη, Ανυπεράσπιστοι Χατζή, Θανάση Βαλτινού Ορθοκωστά , Η Κάθοδος των Εννιά του Θανάση Βαλτινού, Ακροκεραύνεια Χριστόφορου Μηλιώνη, Η Φωτιά Δ. Χατζή, Γ. Μπεράτη Οδοιπορικό του 43, Ν. Κάσδαγλη Στα δόντια της Μυλόπετρας, Ρόδη Ρούφου Χρονικό μιας σταυροφορίας, Ν Καζαντζάκη Αδερφοφάδες, ΡΙΚΗ ΒΑΝ ΜΠΟΥΣΧΟΤΕΝ, Περάσαμε πολλές μπόρες, κορίτσι μου.

Έστω κι αν το «Ψυχή βαθιά» δεν είναι ιστορικό κείμενο αλλά μυθοπλαστική μεταγραφή ιστορικών δεδομένων

και ίσως ενοχλήσει κάποιους, πρέπει να παραδεχτούμε ότι μας προσφέρει την ευκαιρία να συζητήσουμε για θέματα ταμπού, να ρίξουμε φως σε μια ιδιαίτερα σκοτεινή περίοδο της ελληνικής Ιστορίας. Στην Ισπανία αυτό έχει γίνει προ πολλού.

Στο μότο ο ποιητής Μάρκος Μέσκος αναρωτιέται:

Σε ποιον θάνατο πήγες.

Φυσούσε αεράκι από εκεί;

Εμείς ας παραθέσουμε άλλο ένα ποίημα του ίδιου ποιητή:


Μάρκος Μέσκος, Απολογία εραστή

Για να μη σε χάσω καλή μου
για να μη χάσω αυτόν τον ήλιο
τα βουνά και τα ποτάμια,
για να μη χάσω αυτά τα μάτια τα τυφλά της μπόρας
αυτά τα μάτια του παιδιού που φωσφορίζουνε το μέλλον
--για να μη χάσω τη ζωή και το τραγούδι μου
προτίμησα τον θάνατο...

Από τη συλλογή Πριν από τον θάνατο (1958)

2 σχόλια:

  1. Ωραία πρόταση, Γιάννη. Την είδες την ταινία; Κι εγώ έλεγα το επόμενο σαββατοκύριακο να τη δούμε με το τμήμα της Ευρωπ. λογοτεχνίας.
    ΄Εχω χάσει "επεισόδια" από τα γραφτά σου και πρέπει να καλύψω τα κενά. Θα τα πούμε σύντομα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η ταινία είναι ωραία, απλή, κατανοητή που κρατά τις ισορροπίες. Ήδη έχουν εκφραστεί απορρίπτοντάς την αυτοί που θα ήθελαν μια ξεκάθαρη, απόλυτη επιδοκιμασία του ΔΣΕ. Στην Καρδίτσα, μάλιστα, διαβάζω πως μοίραζαν έξω από τον κινηματογράφο ένα άρθρο δημοσιευμένο στον Ριζοσπάστη. Εγώ θεωρώ κέρδος πως θα συζητήσουμε για αυτήν την εποχή και γιατί όχι να γίνουν κι άλλες ταινίες με σχετικό περιεχόμενο.Όλες εξάλλου,οι ταινίες του Π. Βούλγαρη είχαν την ίδια αντιμετώπιση αλλά μετά από κάμποσα χρόνια κατατάσσονται στις κλασικές.Δεν είναι Κεν Λόουτς αλλά δεν πρέπει να τη χάσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή