Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Όσα βλέπει ο φακός μου 3


" I love Greece" στα μπλουζάκια, ελληνικές σημαιούλες στα μαλλιά:
Τι μου θύμισε η εικόνα ετούτη; Συνειρμικά έφτασα στο Σεφέρη που στο "Τετράδιο Γυμνασμάτων" κοιτάζει τριγύρω στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ τα καράβια σφυρίζουν. Αδράνεια, αμηχανία, μια άκαρπη αναμονή· με τη δυσοίωνη ονομασία καραβιού "Αγωνία 937" και τις ανάλογες πολιτικές πρεκτάσεις καθώς και την αμφισημία που προσδίδει το κενό ανάμεσα στο γ και το ω (ΑΓ ΩΝΙΑ 937) . Κάτι ανάλογο θα έγραφε σήμερα για το καράβι Ελλάς με τον αριθμό νηολογίου 009 .
Παραθέτω το ποίημα από τις σελίδες 99-101 των Ποιημάτων του.

ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ. Σ

που καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει

Στὸ Πήλιο μέσα στὶς καστανιὲς τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου
γλιστροῦσε μέσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτεῖ στὸ κορμί μου
καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ᾿ ἀκολουθοῦσε
ἀνεβαίνοντας κι αὐτὴ σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου
ὥσπου νὰ βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ.
Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιὰ ποὺ βουλιάζαν
ἀκούγοντας νὰ παίζει ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπετρες
μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστὴ
μιὰ σαΐτα τιναγμένη ξαφνικὰ
ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμένης.
Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν
καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου»
χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάντρα
μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της.
Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο
μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες.

Τί θέλουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ λένε
πὼς βρίσκουνται στὴν Ἀθήνα ἢ στὸν Πειραιά;
Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ Σαλαμίνα καὶ ρωτάει τὸν ἄλλο
μήπως «ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας»
«Ὄχι ἔρχομαι ἐκ Συντάγματος» ἀπαντᾶ κι εἶν᾿ εὐχαριστημένος
«βρῆκα τὸ Γιάννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό».
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δέν ξέρουμε πώς είμαστεξέμπαρκοι όλοι εμείς
δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια
περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν.

Παράξενος κόσμος ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ
καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ·
ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε
κρατοῦν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα καθισμένος σ᾿ ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια
δέχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρο φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες
ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του
ὅλα τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ.

Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει
κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν
τὴν ΕΛΣΗ τὴ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.
Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης
καμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.

Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες...
τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.

Α/Π Αὐλίς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει
Καλοκαίρι 1936

1 σχόλιο:

  1. "Δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού
    σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια
    περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν..."
    Να'σαι καλά που με ταξίδεψες και πάλι, φίλε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή