Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

"Ανεμώλια" Ισίδωρου Ζουργού


Στις μέρες μας βιώνουμε μια κρίση ειδικά εμείς η γενιά της μεταπολίτευσης που ως αντίδοτο προτείνεται από πολλούς ένα ταξίδι λογοτεχνικό πάνω σε ένα ιστιοπλοϊκό με το όνομα Θερσίτης και λίγους καλούς φίλους. Αυτό κάνει ο Ισίδωρος Ζουργός σε ένα από τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς σαλπάροντας  με τους παλιούς  του συμμαθητές  σε ένα ταξίδι λίγων δεκαετιών στο βιβλίο του «Ανεμώλια», εκδόσεις Πατάκη, όπου μας μιλάει για την ανδρική φιλία και την απόδραση από την ασφυκτική καθημερινότητα αλλά και τη δίψα για την αναζήτηση της ακατάλυτης νεότητας κι εκείνης της ομορφιάς που καταλύει τον χρόνο. Οι 5 φίλοι τα βρόντηξαν όλα και αρμενίζουν στο Αιγαίο, ένα δρόμο γεμάτο μνήμες και μέσα από τις  ταξιδιωτικές τους περιπέτειες και τις αναδρομικές αφηγήσεις παρουσιάζεται η Ελλάδα του 70 και του 80. Σαλπάρουν  για τη  Ρόδο/ Τροία χωρίς γυναίκες και κλειστά κινητά με στόχο να κλέψουν την ωραία Ελένη, το νεανικό τους έρωτα, μια χίμαιρα, προσπαθώντας να ξαναζήσουν την  ελευθερία που βίωσαν ως μαθητές κατά διάρκεια της 5ημερης σχολικής εκδρομής.  Ξαναγίνονται νέοι σ’ αυτό το ταξίδι ερωτοτροπώντας με πωλήτριες, κοιμούνται στην παραλία, κάνουν αγώνες κολύμβησης, καπνίζουν σα φουγάρα, πίνουν το καταπέτασμα, παίρνουν χρησμό από  έναν γέρο –μάντη  στον Αϊ-Στράτη. Μέσα από τις κουβέντες τους   αναδύονται σταδιακά τα συμβάντα του παρελθόντος, οι ζωές τους που συμπλέκονται η μια με την άλλη.
 "Ανεμώλια" στη γλώσσα του Ομήρου είναι τα λόγια του ανέμου, τα ανώφελα, τα επιπόλαια.  Ο ομηρικός κόσμος είναι πανταχού παρών· «Μυκηναίος» είναι ο Δημήτρης, ο «άναξ ανδρών»· αυτός και ο ξανθός Χρήστος μεταγράφονται ως οι σύγχρονοι Αγαμέμνονας και Μενέλαος· ο Νικηφόρος, με το παρατσούκλι «Γέρος», είναι ο σοφός γέροντας Νέστορας. Ο πανύψηλος  Στάθης, με την πλάτη γεμάτη τατουάζ για να τον προφυλάσσουν από το κακό σαν άλλη ασπίδα, παραπέμπει στον Αχιλλέα. Ο Νίκος, ο λόγιος της παρέας,   καταγράφει την ιστορία τους, την οποία αργότερα θα αφηγηθεί ως άλλος Οδυσσέας στην αυλή των Φαιάκων.
Το βιβλίο χωρίζεται σε είκοσι τέσσερα κεφάλαια, όσες και οι ραψωδίες των ομηρικών  επών με τίτλους όπως  «Πατρόκλεια»,«Νέκυια», «Καλυψώ», «νόστος» και στο μότο υπάρχουν φράσεις από την Οδύσσεια του Ομήρου και εκείνη του Καζαντζάκη, αλλά και από τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις ολοφάνεροι συμβολισμοί και  αντιστοιχίες με τα ομηρικά έπη.

Διάλεξα έξι μικρά αποσπάσματα που μου άρεσαν ιδιαίτερα και ένα τελευταίο για το ανδρικό μοιρολόι το οποίο επέλεξε ο ίδιος ο συγγραφέας να διαβάσει στη  παρουσίαση του βιβλίου του που έγινε το περασμένο Σάββατο στον Ιανό της Αθήνας….
" Τι θέλω όμως απόψε και θυμάμαι όλους τους ανέμους; Πιο νέος πίστευα πως μπορείς να τους μαζέψεις και να τους βάλεις στον ασκό κομμάτι κομμάτι. Πίστευα πως ήταν απλά θέμα συγκομιδής και πως ύστερα από το πατίκωμα θα κάθονταν ήσυχοι, βοτρυδόν, πολλοί μαζί όπως οι ρώγες του σταφυλιού, τακτοποιημένοι κι ήσυχοι στη σειρά τους. 'Υστερα κλείνεις το σακούλι σφιχτά και ξαγρυπνάς. Κάποια νύχτα όμως που τα μάτια σου μισοκλείνουν, ο χοντρός σπά­γκος χαλαρώνει. Αυτοί από μέσα βουίζουν, ακούς τον αντί­λαλο τους όμως κοιμάσαι, κι όταν ξημερώνει η ζωή σου εί­ναι αλλού, ξεκάρφωτη και ξεκούδουνη.
Εκείνον τον ζοφερό χειμώνα, όταν τα «να φύγουμε» φυσούσαν πια απ' όλα τα σημεία του ορίζοντα, επέμενα για καιρό να λέω «όχι!»Όταν κάποια στιγμή κατάλαβα πως δε θα ήταν μόνο μια κινηματογραφική φυγή αλλά κάτι σαν εκ­στρατεία, πείσμωσα. Έμεινα έτσι για καιρό δίπλα τους, ο αλεξάνεμος εταίρος, γιατί μάλλον είχα ακόμη το κουράγιο να αντιστέκομαι στην αλήθεια, ώσπου κάποια στιγμή κατά­λαβα πως συνεχίζοντας να ζω έτσι στο καβούκι, στο παλάτι της Μαργαρίτας, δεν είχα πια καμιά ελπίδα. Συναίνεσα στη φυγή την τελευταία στιγμή, όταν το μελανόπλωρο σκαρί των αδελφών Χριστοδούλου ήταν έτοιμο προς απόπλου….

«Ερώτηση πρώτη: Γιατί φεύγουμε και τα παρατάμε όλα;» 0 Χρήστος μάς έχανε όλους ένα πέρασμα με τα μά­τια του.
Κοιταχτήκαμε κι εμείς με τη σειρά μας, είχαμε αιφνιδια­στεί.
«Τι λένε οι δυο καθηγητές;» κοίταξε εμένα και τον Γέ­ρο.
«Για να ξεφύγουμε», απάντησε ο Γέρος δισταχτικά. «Για ελευθερία», πετάχτηκε ο Στάθης. «Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα...» ενθάρρυνε ο Χρήστος. «Για ζωή... για δράση... για περιπέτεια... για γκόμενες … για να ξαναζήσουμε...»
«Λίγο ακόμα...»
Για νεότητα...» πετάχτηκε κάποιος.
 «Τελεια!» φώναξε ο Χρήστος. «Πού τα είχαμε όλ' αυτά για πρώτη φορά; Ελευθερία, χρώματα, μυρωδιά γυναίκας, ζωή χειροπιαστή, όνειρα... Την αυγή του κόσμου, ρε μαλά­κες, πότε την πρωτοζήσαμε;»
Το πρώτο τραπουλόχαρτο άνοιγε σιγά σιγά μπροστά μας….

Καθώς έπεφτε ο πρωινός ήλιος στα παράθυρα, έφεξε και στα πρώτα θρανία των κοριτσιών. Τότε την είδαμε από πίσω να έχει ανασηκώσει τα μακριά ξανθά μαλλιά της και να τα έχει στερεώσει ψηλά μ' ένα μολύβι. Είχε αποκαλυ­φθεί ο λαιμός, ο τράχηλος της ο μαρμάρινος, κάτι λεπτές τρίχες, καθώς δεν είχαν μαζευτεί απ' τα χεράκια της, έμε­ναν μετέωρες, χρυσοί στήμονες στο ηλιόφως. Τα μακριά της δάχτυλα άφησαν τα μαλλιά κι ακούμπησαν μπροστά στο θρανίο, μαζεύτηκαν υπάκουα και κρύφτηκαν σαν τον σκαντζόχοιρο. Ο λαιμός της έκανε ύστερα μια δυο ανεπαί­σθητες κινήσεις, για να ελευθερώσει μια χρυσή αλυσίδα που είχε λίγο σκαλώσει στον γιακά, κι ύστερα έμεινε ακί­νητος στηρίζοντας το θεϊκό κεφάλι, που χάζευε αμέριμνα στον χάρτη λιθάρια και κοτρώνες.
Μείναμε έτσι ακίνητοι να θαυμάζουμε ό,τι αιχμαλώτιζε πρωί πρωί ο φαέθων ήλιος. Ύστερα από τριάντα τόσα χρό­νια μπορώ τώρα να το γράψω: ήθελα τότε να χύσω στο πά­τωμα άλικο κρασί και με το δάχτυλο πάνω στα μάρμαρα να γράψω τ' όνομα της….
Γύρω στις δύο τη νύχτα οι εταίροι ήταν σχεδόν μεθυσμένοι. Εκείνο το πρώτο βράδυ ήμασταν ευτυχισμένοι... ή δεν ήμα­σταν; Δεν το ξέρω ούτε καν σήμερα, που ο καιρός έχει πε­ράσει και νήδυμος ύπνος έχει σκεπάσει τα συμβάντα. Έτσι όπως κάθομαι και ταριχεύω τα πεθαμένα λόγια τους, όπως προσπαθώ να ξαναστήσω στο καβαλέτο τις παλιές εικόνες, όσες μπορώ, ένα ξέρω με σιγουριά: η φυγή μας ήταν αναπότρεπτη. Τώρα πια ξέρω και κάτι άλλο, πως τα όνειρα της θάλασσας δεν είναι σαν τα στεριανά, που φεύ­γουν με το πρώτο φως, αλλά τα 'χεις στον κόρφο σου και τη μέρα, σε χαϊδεύουν και σου αφήνουν σημάδια από μι­κρές δαγκωματιές στην κοιλιά. «Είμαι εδώ συνέχεια», σου ψιθυρίζουν, «μην περιμένεις το βράδυ να με ξαναδείς. Φί­λα με στο στόμα τώρα, στο καταμεσήμερο!» έτσι σου ψι­θυρίζουν.
Οι εταίροι κι εγώ πάντα πιστεύαμε πως οι άντρες είναι αυτοί που βλέπουν τα μεγάλα όνειρα. 0 Χρήστος, εκείνο το πρώτο βράδυ, θα ερχόταν να μας το επιβεβαιώσει, με μία όμως αξιοσημείωτη λεπτομέρεια: όλο το αχανές τολμηρό του όνειρο ήταν μια γυναίκα…
Σκαλωμένοι στη ράχη του, σκαρφαλωμένοι σαν τις μαϊ­μούδες, ρουφούσαμε τον πελαγίσιο αέρα και τις πιο πολλές μας λέξεις τις άλεθε ο άνεμος και σκόρπιζαν πριν καν ακου­στούν. Ήθελα ο Θερσίτης μας, αυτό το ενάλιο κήτος στο οποίο ήμασταν γαντζωμένοι, να έχει μπροστά στη μάσκα του ζωγραφισμένα άγρια μάτια και θυσανωτα φρύδια, να δείχνει την οργή του στ' άλλα σκάφη, να ανοίγει χώρο στο πολυσύχναστο πέλαγος, και να φωνάξω ήθελα σ' όλα τα γιοτ και τις θαλαμηγούς που συναντούσαμε: Δεν είμαστε τουρίστες εμείς. Για τις βουτιές σας και για τα κοσμήματα πάνω στα ηλιοκαμένα δέρματα σας χεστήκαμε. Εμείς τα 'χαμέ αυτά και τ' αφήσαμε πίσω μας, τα φτύσαμε! Ανοίξτε τ07το, θα φώναζα, εμείς πάμε να πάρουμε την Ελένη και να φύγουμε κάτω στη Ρόδο, στον ανέσπερο τόπο. Είμαστε νέ­οι εμείς και τέτοιοι θα μείνουμε ως τα στερνά!.....
Αναρωτιέμαι πολλές φορές, μετά τον θάνατο ενός ζευ­γαριού πού πάνε τα τρυφερά τους λόγια, αυτά που ψιθύ­ριζαν μονάχα μεταξύ τους για χρόνια, αυτά που δεν κατέ­γραψε ποτέ κανείς, ο κώδικας τους ο ιδιωτικός, ο ερμητι­κός, τα λόγια που φτιάχτηκαν απ' τα υγρά του έρωτα κα­θώς σταγόνες στέγνωναν στο στήθος και στην κοιλιά. Οι λέ­ξεις τους οι μικρές, οι χαϊδευτικές, τα παρατσούκλια του έρωτα που μοιάζουν με γουργουρητά περιστεριών, τα προ­σωνύμια εκείνα που μπεμπεκίζουν, που ακούγονται στ' αυτιά των άλλων γελοία αλλά δεν είναι, λέξεις που τυχόν δεν υπάρχουν αλλά είναι παραφθορές άλλων, λόγια που τα φούρνισαν οι δικοί τους στεναγμοί και οι δαγκωματιές τους σε λαιμούς και τρυφερά αυτιά. Πού πάνε όλα αυτά μετά τον θάνατο; Δεν είναι λόγια προσευχής να τα φυλάξουν οι άγγελοι ούτε ποιήματα εμπνευσμένων ανδρών για να σκύψουν πάνω τους ύστερα από χρόνια οι σοφοί. Θρηνώ για τον χαμό τους τον αναπόφευκτο….
 Το αντρικό μοιρολόι δεν το 'χει μελετήσει κανείς. Λαογρά­φοι, μουσικοί κι ανθρωπολόγοι σήκωσαν τους ώμους αδιά­φορα και προσπέρασαν. 0 αντρικός θρήνος πριν απ' τον τάφο είναι ένας πολιτισμός ολόκληρος, αθέατος όμως, μόνο κουκούτσια και σπαράγματα μπορείς να βρεις ακούγοντας τα λόγια των γερόντων στο καφενείο. Οι άντρες θρηνούν μέσα τους, βαθιά στις εγωιστικές τους κρύπτες, θρηνούν για την αιωνιότητα των στιγμών τους που τις πίστεψαν, θρηνούν για λέξεις θηλυκές που τους ξεγέλασαν, αθανασία, παντοτινότητα. 0 αντρικός θρήνος είναι αποχαιρετισμός και ελεγεία, βρισιά, ροχάλα και μίσος για την ανάσταση που αργεί. Είναι ένας θρήνος βαρετός χωρίς τσεμπέρια και δάχτυλα που σφίγγονται σπαρακτικά, βουβός, που τον δια­κόπτει καμιά φορά το χλιμίντρισμα απ' το άλογο του πε­θαμένου που περιμένει μόνο του έξω απ' τον στάβλο."
Καλή ανάγνωση! 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου