Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Αμάντας Μιχαλοπούλου Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη Β΄


Ως συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης παραθέτουμε εδώ μερικά ακόμη αποσπάσματα από το προαναφερθέν βιβλίο για τους μελετώντες την ενότητα φύλα στη Λογοτεχνία Α΄Λυκείου.
                                                                                                        Αιγιάλη Αμοργός
 
Καπνίζουμε συγχυσμένες στις τουαλέτες του Βαρ­βακείου. Η Άννα αποκαλεί το σχολείο μας «προ­πύργιο της ανδροκρατίας». Και είναι. Τ' αγόρια κυ­κλοφορούν όπως θέλουν, εμείς με ποδιές. «Παλιοκαρακάξες! Βγάζουν τα μάτια τους με τα ίδια τους τα χέρια. Θέλουν να μας κάνουν νοικοκυρούλες κι εμάς». Σήμερα τα 'χει βάλει με τη Σαρτζετάκη, την καθηγήτρια οι­κοκυρικών. Αρνήθηκε να φτιάξει το πλεχτό καπελάκι για το χαρτί υγείας και βρήκε τον μπελά της. ((Λυπά­μαι τον άντρα που θα σε πάρει, κακομοίρα μου» της εί­πε η Σαρτζετάκη. ((Κι εγώ τον δικό σας» απάντησε η Άννα κι έφαγε ένα περιποιημένο χαστούκι.
Βγήκε από την τάξη αναψοκοκκινισμένη κι έτρεξα από πίσω της για να την ηρεμήσω. Η Άννα ομορφαί­νει κι άλλο όταν κοκκινίζει. Κάθεται στο πεζουλάκι με τα χέρια στη μέση και μου ρίχνει μια απ' αυτές τις αστραποβόλες ματιές της. Θα θυμώσει αν της πω για παρηγοριά ότι είμαστε πολύ κομψές μέσα στις ποδιές του Τσεκλένη, με το γιακαδάκι μάο; - "σωστές μα­εστρίες», λέει η Άννα όταν έχει κέφια, ((γεμάτες α­ντιφάσεις». 'Ετσι μιλάει φέτος. Διαβάζει Μαρξ και  Έγκελς και πετάει λέξεις όπως ((αποξένωση», «κεφάλαιο», «προβληματισμός». Αλλά πριν σχολάσουμε, ανανεώνουμε το λιπ γκλος κεράσι στις τουαλέτες και στρώνουμε τις φράντζες μας με τα χέρια. Φέτος έχου­με και γυναικείες τουαλέτες. Στη δευτέρα γυμνασίου σφιγγόμασταν και κατουράγαμε σπίτι. Με χίλια τρια­κόσια αγόρια και μόλις εξήντα πέντε κορίτσια, ήταν δύσκολο να τους πείσουμε ότι έχουμε κι εμείς φυσικές ανάγκες.
((Έλα βρε Άννα! Μην ασχολείσαι άλλο μ' αυτή την κομπλεξική...»
((Να μην ασχολούμαι; Μα αυτή αποφασίζει για το μέλλον μας!»
Πάντα δραματική. Εγώ δαγκώνω απλώς τα χείλη αν με προσβάλουν. Όταν μας πρωτοστείλανε για γυ­μναστική στο προαύλιο του Αγίου Νικολάου -κοιλια­κούς στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυ­τοκίνητα- έκανα μια γκριμάτσα, η στρίγκλα η γυμνά­στρια μας με είδε και είπε: ((Πολύ μη μου άπτου δεν είσαι, Παπαμαύρου;». Δάγκωσα τα χείλη και τέλειω­σε το θέμα. Η Άννα δεν ανέχεται μύγα στο σπαθί της.
«Θα το πω στην Αντιγόνη» λέει.
«Και τι θα κάνει, νομίζεις;»
«Θα έρθει στο σχολείο και θα της μάθει να φέρεται της ηλίθιας. Πρώτα πρώτα δεν έχει δικαίωμα ν α­πλώνει το κουλό της».
Η Αντιγόνη έρχεται στο σχολείο για ψύλλου πήδη­μα: επειδή το βιβλίο θρησκευτικών γράφει ((Η εργαζο­μένη σύζυγος γεμίζει το σπίτι με άγχος και αγωνία, γιατί δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε όλα της τα καθή­κοντα»- ή ((Πολλοί άνθρωποι και μάλιστα νέοι ακο­λούθησαν τις παράλογες ιδέες του Σαρτρ»- ή ((Οι ξένοι τουρίστες μεταφέρουν την άκρατη ελευθερία που επι­κρατεί στη χώρα τους (ήθη και έθιμα, σεξουαλισμός, έλλειψη δημόσιας αιδούς, τρόποι ενδυμασίας κ.ά.)».
Στο τέλος ζήτησε να εξαιρεθεί η Άννα από το μά­θημα θρησκευτικών. Τη βλέπω από το παράθυρο της τάξης να κόβει βόλτες στο προαύλιο και θυμώνω που χάνω τόσες ώρες συζήτησης μαζί της, μόνο και μόνο για ν' ακούω διάφορες βλακείες για τον Ιησού. Τι να κάνουμε; Η μαμά έχει γίνει θεούσα. Ξημεροβραδιάζε­ται στις εκκλησίες, ετοιμάζει πρόσφορα. Έχει παχύνει κι άλλο, περιμένει τα πάντα από το Θεό και από τους Γουέιτ Γουότσερς. Όσο για τον μπαμπά, δεν περιμένει τίποτα πια και από κανέναν. Πήρε πρόωρη σύνταξη και περνάει τις ημέρες του στο καφενείο, κάτω από το διαμέρισμα μας- τις Κυριακές στα γήπεδα. Ευτυχώς το πρωί έχω σχολείο, το απόγευμα πηγαίνω στο Γαλ­λικό Ινστιτούτο της Σίνα κι έτσι ξεχνάω λίγο πως οι γονείς μου έχουν γίνει θεοσεβούμενοι και ανίσχυροι. Μόλις μπω στο σπίτι πετάω ένα γεια και κλείνομαι στο δωμάτιο μου. Διαβάζω ό,τι πέσει στα χέρια μου, ακούω μόνο Κιουρ. Ο κόσμος να χαλάσει, δε βγαίνω α­πό κει μέσα.
Αλλά ακόμη κι αν χαλάσει ο κόσμος, το αλάτι δε σκουληκιάζει.
Πού το θυμήθηκα πάλι αυτό;
«Ασε τις γκριμάτσες! Μην κάνεις σαν μυγιάγγι-χτο!» λέει η Άννα.
Το καλοκαίρι χρησιμοποιούσαμε μαξιλάρι, ή βάζαμε τν)ν παλάμη μας μπροστά στο στόμα. Τώρα επιμένει να φιληθούμε κανονικά, με γλώσσα, για να ξέρουμε πώς εί­ναι, τι μας περιμένει. Κλειδωμένες στο μπάνιο της Πλά­κας, η Άννα σκαρφαλωμένη στο πλυντήριο των ρούχων εγώ όρθια μπροστά της.
«Κλείσε τα μάτια σου, μερντ! Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου».
Στην αρχή τα χείλη της, σα να φιλάς γιαρμά. Και μετά μια κρύα γλώσσα, που ζεσταίνεται και μαλακώ­νει, συναντώντας τη δική μου. Πάνω που αρχίζω να συνηθίζω, η Άννα το κόβει. Σκουπίζει τα χείλη της με μανία.
((Τι έπαθες;» ρωτάω. «Γιατί σταματήσαμε;»
((Σου καλάρεσε;» λέει και σκάει στα γέλια. ((Δεν ντρέπεσαι λίγο;»
((Παράτα μας! Δική σου ιδέα ήταν!»
((Ναι, ωραία, για να μην είμαστε άσχετες. Δε θα γίνουμε και λεσβίες!»
Λέει να βάλουμε στοίχημα ποια θα πρωτοφιλήσει ένα αγόρι του Βαρβακείου. ((Είναι τόσα πολλά! Μπο­ρούμε να δοκιμάζουμε κάθε μέρα και με άλλον!»
Η Άννα δοκιμάζει ήδη το επόμενο μεσημέρι, μετά το σχόλασμα. Είναι εντελώς αδιάντροπη, πλευρίζει έ­να αγόρι από το λύκειο, τον Φίλιππο, και τον ρωτάει αν μπορεί να την πάει σπίτι με τη μηχανή του. Ύστερα χασομεράει ισιώνοντας και ξεϊσιώνοντας το καθρεφτά-κι της μηχανής, γελώντας με το παραμικρό, χαϊδεύο­ντας τον αγκώνα της. Σκαρφαλωμένη σ' ένα τοιχάκι απέναντι, τρώω τα νύχια μου, υποτίθεται ότι το στοί­χημα μετράει μόνο αν δεις το φιλί. Η Άννα ανεβαίνει στη σέλα πλαγίως και σταυρώνει τις γάμπες της· U Φίλιππος είναι πολύ πιο ψηλός, και μ' αυτό το κόλπο έρχονται στο ίδιο ύψος. Φυσικά φιλιούνται. Τι άλλο να κάνουν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι όταν σχεδόν αγγίζο­νται οι μύτες τους; Η Άννα μού κάνει το σήμα της νί­κης πίσω απ την πλάτη του Φίλιππου. Κέρδισε, μερντ. Ως τα γενέθλια μου πρέπει να βρω κι εγώ κάποιον.

((Θα πάω να ζήσω στη Γαλλία, τέρμα». Η Άννα κουλουριάζεται στη λεκάνη, με το χαρτί υγείας στα χέρια. Ακόμη και το κατουρημά της είναι διαφορετικό μετά το σεισμό: διστακτικό, λιγότερο ηχηρό. Διαρκώς έτοιμη να σηκωθεί και να πεταχτεί από το σπίτι.
((Τρελάθηκες; Κι εγώ;»
((Στη Γαλλία δεν έχει σεισμογενείς ζώνες. Θα πάω στον μπαμπά μου. Αν θέλεις, έλα».
Δεν έχω γνωρίσει ποτέ τον μπαμπά της Άννας, γιατί δεν πατάει το πόδι του στην Αθήνα. Είναι σε διάσταση με την Αντιγόνη, να κάτι που μου πήρε και­ρό να καταλάβω. Υποτίθεται πως είναι μοντέρνο ζευ­γάρι και πηγαίνουν ακόμη μαζί στα γαλλικά εστιατό­ρια. ((Εγώ, αν χώριζα με τον μπαμπά σου, δε θα ήθε­λα να τον ξαναδώ ούτε ζωγραφιστό» λέει η μαμά. ((Μα είναι φίλοι» της λέω. ((Φίλοι; Τι φίλοι; Αυτά είναι α­νώμαλα πράγματα, παιδάκι μου».
Είναι μια από τις λίγες φορές που συμφωνώ μαζί της. Η Άννα κι εγώ δε μιλάμε ποτέ στους πρώην μας, τους λέμε ((στυμμένα πουκάμισα». Βγαίνουμε μ' ένα αγόρι του Βαρβακείου, το πολύ για δέκα, δεκαπέντε μέρες, και επιτρέπουμε φιλιά και χέρι στο στήθος. Του χρόνου θα δούμε για παρακάτω. Μας αρέσει ακό­μη να κατουράμε μαζί, όχι όμως σε πάρκινγκ - στην τουαλέτα. Κλειδωνόμαστε με τις ώρες και λέμε πώς φιλάει ο ένας και πώς ο άλλος και πώς σου ξεκου­μπώνουν το πουκάμισο τ' αγόρια, με δάχτυλα που τρέμουν.
Μετά το σεισμό η Άννα δε μιλάει πολύ γι' αυτά. Δε μιλάει για τίποτα εδώ που τα λέμε. Κάθεται στη λε­κάνη με χο χαρτί υγείας στα χέρια και νομίζεις πως θα κλάψει.
«Πώς να έρθω στη Γαλλία, βρε Άννα; Η οικογένεια μου είναι εδώ».
«Εγώ δεν είμαι οικογένεια σου;»
Αγκαλιαζόμαστε και κουνιόμαστε πέρα δώθε βουβά, η Άννα με το βρακί στα γόνατα, εγώ ντυμένη και δυνατή. Το σώμα της μυρίζει φόβο.
((Και το σχολείο;»
(('Ετσι κι αλλιώς δε μαθαίνουμε τίποτα. Μόνο μα­λακίες για τις εργαζόμενες γυναίκες και πώς να φτιά­χνουμε καπελάκια για το κωλόχαρτο».
«Σ' αυτό έχεις δίκιο».
Η Άννα με κοιτάζει ικετευτικά.
((Λοιπόν θα 'ρθεις;»
((Μπορώ να σ' αφήσω;»
Κι όμως την αφήνω. Τη χαιρετώ στο αεροδρόμιο με μάτια που καίνε. Τα δάχτυλα μας, ιδρωμένα, γλιστρά­νε το ένα μέσα απ' το άλλο στον αποχωρισμό. Το χέ­ρι μου είναι άδειο χωρίς το χέρι της Άννας. Με ποιον θα μιλάω στα διαλείμματα; Με ποιον θα καπνίζω; Με ποιον θα κατουράω; Κλαίω απαρηγόρητη στην αγκα­λιά της Αντιγόνης, στο Ελληνικό, καθώς το κεφάλι της φιλενάδας μου εξαφανίζεται στην ουρά ελέγχου διαβατηρίων.
Φεύγει για ένα δυο μήνες, δοκιμαστικά. Η μαμά μου λέει ότι θα μου κόψει τα πόδια αν διανοηθώ να φύ­γω, θα στείλει σήμα στην Ιντερπόλ. Επινόησε αυτή την απειλή όταν το έσκασα για την Ικέτζα. Καταφέρ­νει να με κάνει να το φανταστώ: οι πράκτορες με με­ταφέρουν με χειροπέδες στο σπίτι κι όλες οι εφημερί­δες δημοσιεύουν τη φωτογραφία μου, σαν να είμαι η νέα Πατρίσια Χιρστ.
Με την Άννα ανταλλάσσουμε σπαραξικάρδια γράμ­ματα. Μου στέλνει ποιήματα του Βερλαίν, της στέλνω ποιήματα του Τίτου Πατρικίου: «Λοιπόν αυτός ο κύ­κλος που χαράξαμε μ' ένα κομμάτι σπασμένη στάμνα, είναι ο δικός μας ο κύκλος, είναι ο δικός μας ο χώρος. Να κρύβουμε εκεί το κελάηδημα του τζίτζικα και να ξέρουμε πως θα το ξαναβρούμε. Να μπορούμε να συ­ζητάμε για ό,τι θα συμβεί στα μεγάλα βιβλία του μέλ­λοντος». Μου γράφει: «Το Παρίσι είναι μελαγχολικό χωρίς εσένα, Μαρία. Βγαίνω με τους φίλους του μπα­μπά, λένε χιλιάδες ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά οι φωνές τους είναι μόνο αντίλαλος των δικών μας συζη­τήσεων. Η κυρία που φροντίζει το σπίτι λέγεται Ρο-μάν και σου μοιάζει σε κάτι. Κάθομαι λοιπόν με τις ώ­ρες στην κουζίνα, κι όσο εκείνη καθαρίζει τα ντουλά­πια, δαγκώνω ένα μήλο χωρίς να πεινάω, πίνω γάλα χωρίς να διψάω, μόνο και μόνο για να είμαι μαζί της και κατά συνέπεια μαζί σου. Μου λείπεις αφάνταστα. Θα έρθεις το Πάσχα;». Της γράφω: «Κι εσύ μου λεί­πεις αφάνταστα. Δε βγαίνω με αγόρια πια. Δεν έχει πλάκα αν δεν κατουράμε μετά μαζί για να λέμε τις λε­πτομέρειες. Οι γονείς μου γκρινιάζουν όλη την ώρα, ποτέ επειδή ο λογαριασμός τηλεφώνου φουσκώνει με τα υπεραστικά, πότε επειδή τεμπελιάζω και σέρνομαι. Ια Σαββατοκύριακα μένω σχεδόν πάντα σπίτι, τρώω τα νύχια μου και κοιτάζω το ταβάνι. Στο σχολείο, στο μάθημα των θρησκευτικών, χαζεύω συνεχώς έξω απ' το παράθυρο, μήπως παρουσιαστείς με τη μάο ποδιά κι ένα  τσιγάρο στο χέρι. Χθες πήγαμε σινεμά με την Αντιγόνη, στο Δόκτορα Ζιβάγκο. Λέει πως όταν ακούει αυτή τη λέξη σκέφτεται τον Ανδρέα Παπανδρέου! Γελάμε πολύ όταν είμαστε οι δυο μας, αλλά κάτι λεί­πει. Μας λείπεις! Γύρνα πίσω!

H Άννα αναστενάζει. Ανεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά και κλείνεται στο δωμάτιο της. Τρέχω ξοπίσω της.
((Άσε με, μερντ!» λέει με το κεφάλι πατηκωμένο κάτω απ' το μαξιλάρι.
«Άννα, γιατί δε γυρνάς πίσω; Δεν είναι καιρός να πάμε στην Αθήνα;» Έχω στο μυαλό μου τη συμφωνία για τις σπουδές που κλείσαμε με τον Σταμάτη.
«Δεν ξέρω».
((Πάμε να πιούμε μια ζεστή σοκολάτα απέναντι μήπως και μάθεις;» Τυλιγόμαστε στα κασκόλ μας και κατρακυλάμε τις σκάλες.
((Υποτίθεται πως ήρθα για να σε πάρω μαζί μου...» της λέω ανακατεύοντας τη σοκολάτα μου μ' ένα κου­ταλάκι.
«Δεν ξέρω».
«Είσαι αδιόρθωτη, αλλά δεν μπορώ να ζω μακριά σου».
Καθόμαστε πίσω από την τζαμαρία του καφέ και ^αβάζουμε το καινούργιο τεύχος του Ακτονέλ, όπως μας συμβούλεψε ο Μισέλ. Η Άννα κεραυνοβολεί με το βλέμμα έναν ηλικιωμένο δίπλα μας που διαβάζει Φιγκαρό
((Πού ήσουν;» ρωτάει η Άννα. Ξεπλένει τα πιάτα στο νεροχύτη κι ούτε γυρίζει να με κοιτάξει. « Ηθελα να μείνω μόνη μου».
Ύστερα γυρίζει και με κοιτάζει χαμογελαστή σαν να χρειάστηκε λίγη ώρα για να συνειδητοποιήσει τι είπα.
(('Ετσι ε; Δεν μπορείς να ζεις μακριά μου;»
Πόσο της αρέσουν τα μεγάλα λόγια! Και πώς περνά­ει από το ένα συναίσθημα στο άλλο σαν ν αναβοσβήνει διακόπτες! Θυμός, τρυφερότητα, ζήλια, αγάπη. Εγώ ό­μως χρειάζομαι χρόνο για να συνέλθω, να καταπνίξω το θυμό μου. Η Άννα το 'χει παρακάνει. Δε μ' αρέσει να μου λέει με ποιον θα φιλιέμαι και για πόσο. Αναρωτιέ­μαι: Θέλω στ' αλήθεια να γυρίσει πίσω; Ή το κάνω για τις δωρεάν σπουδές που μου υποσχέθηκε ο Σταμάτης;
((Εσύ μπορείς να ζεις μακριά μου;» αντιστρέφω την ερώτηση.
«Δε νομίζω».
«Οπότε;»
((Εντάξει λοιπόν, θα έρθω».
Αγκαλιαζόμαστε. Αντί να νιώθω ανακούφιση, νιώ­θω δυσφορία. Η Άννα εξακολουθεί να είναι η καλύτε­ρη μου φίλη. Εγώ δεν είμαι η καλύτερη φίλη του εαυ­τού μου.

«Ήθελα να μείνω μόνη μου.»
«Να το λες, να μην αναστατώνεται όλος ο κόσμος εξαιτίας σου».
((Τι νόημα έχει να το συζητάς όταν θέλεις να μεί­νεις μόνος;»
((Είσαι άνθρωπος μέσα σε μια κοινότητα, δεν είσαι λύκος. Άσε που κι ο λύκος πηγαίνει με το κοπάδι του».
((Πράγματι, εγώ δεν είμαι λύκος. Εσύ είσαι ο λύ­κος».
«Δεν κατάλαβα;»
((Τους κατασπαράζεις όλους. Τα θέλεις όλα δικά σου!»
Η Άννα κλείνει τη βρύση και βάζει τα χέρια της στη μέση. Τα μάτια της βγάζουν φωτιές. Το φρύδι με τις λευκές τρίχες ανασηκώνεται. Το λακκάκι στο σα­γόνι βαθαίνει.
((Αυτό που περιγράφεις λέγεται κοινοκτημοσύνη, λέ­γεται ελευθερία. Μερντ, αγωνιστήκαμε γι' αυτό!» Ναι, λες κι έσκαβε. Λες και μόλις άφησε κάτω την τσάπα.
((Αυτά τα λες όταν σε συμφέρει, Άννα».
((Δοκίμασε με. Ζήτα μου κάτι, οτιδήποτε».
«Εγώ δεν κάνω διαγωνισμούς αντοχής».
Εκείνη όμως κάνει. Ψάχνει τριγύρω, τι ψάχνει; Ένα σκοινί να κρεμαστεί, να μου δείξει πως θυσιάζε­ται για μένα; Ένα όπλο για την επόμενη επανάσταση; Ανοίγει ένα παλιό τεύχος του Ακτονέλ, μου δείχνει με το δάχτυλο μια φράση του Φουκό: ((Δεν αναζητάμε την ψυχή ή τον άνθρωπο πίσω από τον καταδικασμένο, θέ­λουμε να σβήσουμε τα βαθιά σύνορα ανάμεσα στην α­θωότητα και την ενοχή».
«Ωραία. Ε και;»
Ρίχνει τα βιβλία του Σταμάτη από το τραπέζι. Δεν είναι καν δικά της.
((Μερντ, μερντ! Μου κάνεις μάθημα ηθικής!»
«Εγώ;»
((Θέλεις να μου δημιουργήσεις κρίση συνείδησης; Τι να κάνω για να σε πείσω; Να βγω έξω να ζητιανέψω;» Αρπάζει το παλτό της και ορμάει στις σκάλες. Τρέχω ξοπίσω της. Περνάει τη διάβαση χωρίς να κοιτάξει, κα­τεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά του μετρό, κάθεται κατάχα­μα κι αρχίζει, να τραγουδάει το τραγούδι της Φρανσου-άζ Αρντί: ((Que sont devenus tous mes amis, et la maison ου j' ai vecu?». Κάποιος της δίνει μισό φράγκο, άλλος μια χούφτα σαντίμ. Βέβαια, το κάνει επίτηδες. Διάλεξε συγκινητικό τραγούδι. Τελικά μαζεύει πέντε γαλλικά φράγκα. Όλη αυτή την ώρα στέκομαι απένα­ντι της, με την πλάτη στο τοίχο. Τι πάει ν' αποδείξει;
«Για να καταλάβεις τι σημαίνει κοινοκτημοσύνη, κερνάω ζεστή σοκολάτα α λ' ανσιέν» λέει. Απλώνει τα χέρια της και κουρνιάζω στην αγκαλιά της. Είμαστε δυο μικρές ζητιάνες της αγάπης.
Γιατί η Άννα μ' αγαπάει τελικά. Εκτίθεται για μένα.

Εκείνος δεν το κουνάει. Η Άννα φωνάζει «έρχο­μαι!», τον κοιτάζει απειλητικά κι ο τρελός το βάζει στα πόδια βγάζοντας κάτι ακατάληπτες κραυγές. Μή-^ως μέσα στην τρέλα του καταλαβαίνει κάτι που εγώ δεν καταλαβαίνω; Είναι φίλη μου αλλά δεν την ε­μπιστεύομαι πια. Σήμερα ξοδεύει το χαρτζιλίκι της για τα γενέθλια μου, μ' αγκαλιάζει και ουρλιάζει «χρόνια πολλά, φιλενάδα!». Αύριο μπορεί να μου τη φέ-Ρει. ((Ετσι είναι η Άννα» λέω από μέσα μου. Odiosamato.

Λέμε στην Κοντομηνά ότι έχουμε συνάντηση δεκαπενταμελούς. Η Άννα είναι, πρόεδρος κι εγώ ταμίας. Εκμεταλλευόμαστε συχνά την εξουσία μας για να κα­πνίζουμε στις τουαλέτες.
«Τι έγινε;» ρωτάω.
«Τσακώθηκα με τον Άγγελο».
Δεν της περνάει καν απ' το μυαλό ότι μπορεί να χαίρομαι, ότι ήταν σημαντικός για μένα.
((Πάλι;»
«Μερντ! Είμαστε πολύ διαφορετικοί. Λέει άσπρο, λέω μαύρο».
«Τι έγινε αυτή τη φορά;»
«Θέλει να πάμε σ' ένα γάμο την άλλη Κυριακή...»
«Μπλιαχ!»
«...παντρεύεται ο ξάδερφος του)).
((Μην πας, Άννα. Ο γάμος είναι η μεγαλύτερη κοι­νωνική υποκρισία)).
Χρησιμοποιώ τα λόγια της. Από τότε που είδαμε ε­κείνα τα μονόπρακτα στο Περοκέ με την Αντιγόνη ορκι­στήκαμε ότι δε θα πάμε ποτέ σε γάμους, γιατί είναι σαν να δεχόμαστε σιωπηλά την ιστορία της γυναικείας κα­ταπίεσης. Η Άννα σκύβει το κεφάλι και σταυρώνει τα χέρια της. Σ' αυτή τη στάση μοιάζει με καλή χρι­στιανή, ακόμη και με νυφούλα. Μαζί με τον καπνό ρου­φάω και την εικόνα της: η Άννα νυφούλα; Αποκλείεται!
«Του το υποσχέθηκα σε μια στιγμή αδυναμίας και τώρα θέλω να το πάρω πίσω».
«Αδυναμίας;»
((Να, κάναμε έρωτα, με κοίταζε στα μάτια... τι βλακεία εκ μέρους μου!»
Προσπαθώ να μιμηθώ το ύφος που παίρνει η Αννα όταν με απορρίπτει. ((Τεράστια βλακεία» λέω.
((Πιστεύεις ότι πειράζει για μια φορά;»
((Δεν έχει σημασία η ποσότητα».
«Ναι, αλλά ο Νίτσε έλεγε einmal ist keinmal».
Φέτος η Άννα άρχισε γερμανικά για να διαβάζει φι­λοσοφία στο πρωτότυπο. Αν συνεχίσει έτσι, δε θα της χρειαστούν ούτε τα γερμανικά, ούτε η φιλοσοφία. Το πολύ πολύ να ξεφυλλίζει περιοδικά γάμων και βίπερ Νόρα. Της το λέω - κάπως χαιρέκακα είναι η αλήθεια. Η Άννα παίρνει μια βαθιά ρουφηξιά και φυσάει τον καπνό στο πρόσωπο μου. Λιώνει τη γόπα κάτω απ' το παπούτσι της με τόσο θυμό, που θα 'λεγες πως λιώ­νει εμένα την ίδια.

Η Άννα έχει περάσει σε άλλη φάση. Όπως το περίμενα, ο φόβος για το AIDS την κα­τατρώει εσωτερικά: μαθεύτηκε ότι ο φίλος του Μπασκιά είναι φορέας. Η Άννα κάνει το τεστ σε κατάστα­ση υστερίας. Όταν μαθαίνει ότι τη γλίτωσε, αντικαθι­στά το σεξ με τα κομμουνιστικά ιδεώδη. Μιλάμε για σκληροπυρηνικό κομμουνισμό. Στα τέλη της άνοιξης ε­γκαταλείπει την Beaux Arts, επειδή «η τέχνη δεν εν­διαφέρεται για την εργατική τάξη».
((Μα Άννα, της λέω, δεν υπάρχει εργατική τάξη πια. Υπάρχει μόνο εργατική κατάσταση». Ξεφυσάει θυμωμένη στην άλλη άκρη του ακουστικού. Οι κινητο­ποιήσεις μας, λέει, πρέπει να αφορούν το σύνολο, οι πρωτοβουλίες μας πρέπει να είναι μια μορφή αφύπνι­σης που να μπορείς να την πάρεις στο σπίτι σου -φυλ­λάδιο, εφημερίδα, αφίσα- κι όχι ηλίθια έργα στον τοίχο. Χάνεται από προσώπου γης. Μαθαίνω από το Καγιό ότι ξημεροβραδιάζεται στα εργοστάσια, μαζί με τους εργάτες - του λέει πως οι συνδικαλιστές στήνουν αντίσκηνα για τους εργάτες στον αυλόγυρο, αλλά δεν προχωρούν σε κατάληψη του εργοστασίου. Πώς είναι δυνατόν να ανακοινώνεις ημερομηνίες αντίστασης και μετά να γυρίζεις ήσυχα ήσυχα στο σπίτι σου; Τι επα­νάσταση του γλυκού νερού είναι αυτή;
Την ίδια εποχή ξυπνάω κι εγώ από τον δικό μου λή­θαργο. Όταν ξεσπάει το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών, αρχίζω να μαγνητοφωνώ συνδιαλέξεις γνω­στών μου και να τις μοντάρω σ' ένα στούντιο, στην Αγία Παρασκευή. Βαπτίζω την ενότητα «Υποκλοπές - μια ηχητική εγκατάσταση». Ονειρεύομαι δύο μεγά­φωνα στην πλατεία Συντάγματος που θ' αναμεταδί­δουν τις συνομιλίες, έξι με επτά το πρωί, όταν ο κόσμος πάει στη δουλειά του. Είναι η ώρα που μισοκοιμάσαι, αλλά τα μηνύματα εγγράφονται στο υποσυνείδητο. Επιστρέφοντας στο σπίτι, οι υπάλληλοι θα σκέφτονται το κομφούζιο των υποκλοπών, θα αναρωτιούνται πόσο τους εξαπατά ο κρατικός μηχανισμός. Ελπίζω ότι η Άννα θα είναι επιτέλους περήφανη για μένα. Έχω κά­νει ό,τι πιο κοντά στην πολιτική τέχνη μπορεί να κάνει κανείς το 1987, εν μέσω εφησυχασμού και σκανδάλων.
«Όχι, αυτό δεν είναι πολιτική τέχνη. Είναι ναρκισ­σισμός. Η μόνη πολιτική τέχνη είναι να κατέβεις στο δρόμο, να πάψεις να πιστεύεις ότι ο μεταλλουργός έ­χει άλλα προβλήματα από τον καλλιτέχνη» λέει.
((Μα Άννα, άσε με να σου στείλω μια κασέτα πρώ­τα...»
((Δεν έχω καιρό για τέτοια, Μαρία. Όταν οι άνθρωποι· φοράνε τα καλά τους και πάνε σε αίθουσες τέχνης χάνουν την ουσία του πράγματος».
«Μα δεν είναι έργο για γκαλερί. Δεν πιστεύω στις γκαλερί, το ξέρεις».
Ξεφυσάει με την ιδέα μου για την πλατεία Συ­ντάγματος. «Οι πλατείες είναι μόνο για ν' ακούγονται συνθήματα» λέει.
Μαγνητοφωνώ τη συνομιλία μας. Θα γίνει έξαλλη όταν το μάθει, αλλά η τέχνη είναι για μένα εξίσου ση­μαντική με την πολιτική. Εξίσου σημαντική με την ί­δια την Άννα.
((Ελπίζω πως είναι μια περαστική φάση». Όπως πάντα, η Αντιγόνη περισσότερο ανακατεύει τη σαλά­τα της, παρά τρώει. Έχω το ρεπό μου σήμερα και τρώμε μαζί σε μια ταβέρνα, στα Εξάρχεια.
((Μα δεν πατάει στο πανεπιστήμιο» λέω.
Η Αντιγόνη σμίγει τα φρύδια. Το πρόσωπο της γε­μίζει με τις χαρακτηριστικές λεπτές ρυτίδες.
((Γιατί δε μου το είπες νωρίτερα αυτό;»
((Νόμιζα πως το ξέρεις». Έχω βαρεθεί να με θεω­ρεί κηδεμόνα της Άννας, γραφείο ερευνών για την ψυ­χή της κόρης της.
Σπρώχνει το πιάτο της μακριά. ((Δεν καταλαβαί­νω τι έκανα λάθος. Ήμασταν δημοκρατικοί γονείς, δεν της στερήσαμε τίποτα, έλεγε τη γνώμη της πάντα».
«Νομίζω πως έχει σχέση με το σεισμό».
((Με το σεισμό;»
((Όταν η Άννα φοβάται, αλλάζει εντελώς πορεία πλεύσης. Φεύγει, κάνει κάτι αναπάντεχο». Καθώς το λέω, το συνειδητοποιώ: εκείνη μπροστά, εγώ από πίσω, με μικρή χρονοκαθυστέρηση. Άραγε θα γίνω σκληροπυρηνική κομμουνίστρια στο τέλος;
((Μα έχει γίνει πρόβατο. Ζητάει τη γνώμη του κόμματος για να πάει στην τουαλέτα!»
Από τα διπλανά τραπέζια γυρνάνε και μας κοιτάνε. Η Αντιγόνη μιλάει όλο και πιο δυνατά. Απεχθάνεται το Κομμουνιστικό Κόμμα περισσότερο κι από τη Δεξιά. Ο αριστερισμός της είναι νοσταλγικός, έχει κάτι ελιτίστικο. Ίσως η Άννα αντιδρά σ' αυτό, όπως εγώ αντιδρώ στον πολιτικό αγνωστικισμό της μαμάς μου.
«Αλήθεια, εσείς τι κάνετε; Η μαμά σου;» ρωτάει η Αντιγόνη λες και διάβασε τη σκέψη μου.
«Εκεί, με τα σίριαλ και με τα καντήλια της...»
((Απόλυτα παραδομένη. Σαν την Άννα. Ώρες ώρες αναρωτιέμαι μήπως σας ανταλλάξαμε μωρά στην κού­νια. Μήπως εσύ είσαι κόρη μου και η Άννα κόρη της μαμάς σου...»
Αν μου το έλεγε πριν από δέκα χρόνια αυτό, θα δά­κρυζα από περηφάνια. Τώρα μασουλάω με απάθεια το μπιφτέκι μου.

Αλλάζουμε νησί. Πηγαίνουμε στην Αμοργό, τη βγά­ζουμε σε κάτι, βραχάκια, για να ζήσουμε την ουτοπία της φύσης και της μοναξιάς. Η Άννα σκαρφαλώνει στηριγμένη σ' ένα καλάμι που έχει βρει. Φοράει ένα πλατύγυρο ψαθί και διαβάζει, με τα πόδια στο νερό. Εγώ ιδρώνω και ξεϊδρώνω, καθαρίζω ροδάκινα με το σουγιά μου. Τ' αγόρια έρχονται δυο δυο κι ανάλογα με την ανατροφή τους αρχίζουν τα ((ψιτ, ψιτ» ή ((μήπως έ­χετε ώρα κορίτσια;». Πιστεύουν ότι δυο κοπέλες μόνες ψάχνουν πάντα παρέα. Δεν ξέρουν καλά την Άννα.
«Στρίβετε!» φωνάζει.
Τ αγόρια φεύγουν πότε σαστισμένα, πότε βρίζο-ντας. Η Άννα σέρνεται με τον πισινό προς το μέρος μου, ξαπλώνει στην πετσέτα και μου ψιθυρίζει στ' αυ­τί. « Τα  αγόρια είναι τέρατα. Εσύ, εσύ είσαι η καλύτερή μου φίλη!»
 Και για να σφραγίσει την εξομολόγηση, μου ρίχνει μια τσιμπιά στον ώμο.
Το δέρμα μου κοκκινίζει και πονάει.
«Μερντ, Μαρία!» Η Άννα με κοιτάζει από πάνω ως κάτω καθώς κουμπώνω το παντελόνι μου, κουλουριασμένη μέσα στη σκηνή μας. Κάτι έκανα λάθος πάλι.
«Τι συμβαίνει;»
«Κι άλλο καινούργιο παντελόνι;»
((Θα γράψω όλες μου τις αγορές σ ένα χαρτί και θα σου τις δώσω για έγκριση, σύμφωνοι;»
((Φοβάμαι ότι γίνεσαι σαν τους γονείς σου».
((Τι σου έκαναν πάλι οι γονείς μου;»
((Σε μένα τίποτα. Στον εαυτό τους και σε σένα. Το μοναδικό τους όνειρο ήταν η συσσώρευση πλούτου. Κι όταν έπαψαν να κατέχουν, έπαψαν να είναι ευτυχισμέ­νοι. Γιατί νομίζεις ότι κέρδισες το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό Αποταμίευσης;»
((Επειδή τους άρεσε η ζωγραφιά μου...»
«Η ζωγραφιά σου ανταποκρινόταν στα μικροαστι­κά στερεότυπα. Άκου, λεφτά που πέφτουν από τον ου­ρανό! Σαν διαφήμιση για λαχείο...»
((Ενώ οι ληστείες και τα περιστέρια είναι καλύτε­ρα; Μετά την πτώση του τείχους, ειρήνη σημαίνει κα­πιταλισμός, εσύ το λες αυτό!»
((Δεν ισχυρίζομαι πως ήμουν καλύτερη. Είπα πως προσπαθώ».
((Ενώ εγώ δεν προσπαθώ αρκετά, ε;»
Με κάνει να νιώθω άχρηστη. Ασήμαντη. Χαζή. Κλείνει τ' αυτιά της όταν μιλάω για την ηχητική μου εγκα­τάσταση. Αέει πως ο καπιταλισμός οδηγεί τη θεία Α­μαλία στην τρέλα. Πως τα παντελόνια μου αποτελούν αλληγορία για την υποστήριξη κεκτημένων. Και πως το στόρατζ ρουμ της Ικέτζα είναι τραυματική ανάμνη­ση: έκτοτε θέλω να μαζεύω. Εγώ; Να μαζεύω; Της δί­νω πάντα τα μισά, απλώς εκείνη κάνει τη μοιρασιά ο­λόκληρο θέμα. Πάρε το μισό μου σάντουιτς, δώσε μου τον άντρα της ζωής σου. Κάνε ό,τι σου λέω εγώ.
«Δεν μπορώ να είμαι σαν εσένα. Δε θέλω. Δε μ' α­ρέσεις!»
«Δε σ' αρέσω;»
Η Άννα ανοίγει κάτι πελώρια μάτια.
Μέρντ, μου ξέφυγε.
((Μήπως είδατε μια ξανθιά κοπέλα στην ηλικία μου, πολύ αδύνατη, με λακκάκι στο πιγούνι και μισό άσπρο φρύδι; Φοράει ένα κόκκινο μακό και μαύρη φού­στα με κρόσσια».
Την ψάχνω σ' όλο το νησί, από χθες. Μέσα σε του­αλέτες. Πίσω από αρμυρίκια. Στις κουζίνες των ε­στιατορίων. Σε ξενοδοχεία. Τι έφαγε; Πού κοιμήθηκε; έφυγε χωρίς το πορτοφόλι της. Ανοίγω το σακίδιο της, ανακατεύω τα ρούχα της, μα τι ψάχνω να βρω; Αν είναι ειλικρινής; Αν αγόρασε κι εκείνη κάτι και­νούργιο; Μπαίνω σ' όλα τα μπαρ, τα μαγαζιά, τα κα­φενεία· έχω καταντήσει γραφική ντετέκτιβ.
((Δεν τη βρήκες ακόμη τη φίλη σου;» μου λέει ένας σερβιτόρος. ((Μήπως την ξελόγιασε κανείς;»
Ναι, η μεγάλη ιδέα που έχει για τον εαυτό της. Είμαι ο παρατρεχάμενος, η υπηρέτρια, το σκλαβάκι -και το αφεντικό θύμωσε.
«Τι έπαθες;» λέει ο σερβιτόρος.
Μια ξαφνική επιφοίτηση: η Άννα μού έχει βάλει έ­να ακόμη τεστ φιλίας, όπως τότε που μου κατέστρεψε τη ζωγραφιά ή μου πάσαρε τον Ραούλ ή τα 'φτιάξε με τον Άγγελο. Με παρακολουθεί. Βαθμολογεί την αυτα­πάρνηση μου. Θα εμφανιστεί αν συγκινηθεί αρκετά α­πό το ενδιαφέρον μου. Ή αν πάψω εντελώς να την ψά­χνω.
Αφήνω το σακίδιο της μέσα στη σκηνή. Μαζεύω μόνο τα πράγματα μου. Γράφω ένα σημείωμα: «Άννα, μια ζωή με εκμεταλλεύεσαι. Ακόμη κι αν είσαι πιο ω­ραία, πιο έξυπνη και πιο πιστή στις ιδέες σου (για το-τελευταίο αμφιβάλλω), έχω κουραστεί να τρέχω από πίσω σου. Θέλω να με δεχτείς, ακριβώς όπως δέχεσαι τους εργάτες σου στα εργοστάσια. Παλεύεις για να εί­ναι υπερήφανοι. Σκέφτηκες ποτέ το μέτρο της δικής μου υπερηφάνειας; Μαρία».
Σκίζω το σημείωμα. Η υπερηφάνεια μου είναι με­γαλύτερη από τις ψωρολέξεις.
((Νόμιζα πως είσαι κάτι περισσότερο από φίλη μου: η αδερφή που δεν είχα ποτέ. Με τη στάση σου με ανα­γκάζεις να αναθεωρήσω όλη μου τη ζωή, τις προτεραι­ότητες μου, τον συναισθηματικό μου κόσμο. Με άφησες εκεί κι έφυγες. Θα μπορούσα να έχω γκρεμοτσακιστεί απ' τα βράχια. Ήσουν πάντα τόσο εαυτούλης ή "βελτιώνεσαι" μεγαλώνοντας;»
Τέτοια γράμματα μου στέλνει η Άννα φέτος το φθινόπωρο. Μία φορά στις δεκαπέντε έρχεται ένας φάκε­λος με γαλλικά γραμματόσημα και ξέρω τι με περιμέ­νει: εξάψαλμος. Δεν τηλεφωνεί, ούτε απαντάει στα δι­κά μου τηλεφωνήματα. Είναι η εποχή της μοχθηρής αλληλογραφίας. Αναγκαστικά της γράφω κι εγώ: ((Άννα, Χογικέψου. Όταν είπα "δε μ' αρέσεις", εννοούσα ότι δε |ι' αρέσει αυτό που μου κάνεις. Με πιέζεις. Θέλεις να περνάει το δικό σου. Σύμφωνοι, αυτή είναι η ουτοπία της δυνατότητας, αλλά της δικής σου δυνατότητας. Πρέπει ν' αφήσεις λίγο χώρο και για τη δική μου».
Μου γράφει κάτι άσχετο: ((Ακόμη και στους φιλο­σόφους, υπάρχουν περίοδοι. Μου αρέσει ο Νίτσε της πρώτης περιόδου, αλλά όχι ο Νίτσε νούμερο δύο. 'Ετσι θυμάμαι με νοσταλγία τη Μαρία ένα, αλλά όχι τη Μα­ρία δύο». Δεν ξέρω τι να της απαντήσω σ' αυτό. Πο­λύ φοβάμαι ότι έχω προβλήματα και με την Άννα ένα και με την Άννα δύο.
Έχω ξεχάσει τη φωνή της. Μερικές φορές τη φα­ντάζομαι να πετάγεται από το κρεβάτι με την τρομερή της ενέργεια, να κατρακυλάει τις σκάλες, να πη­γαίνει στο απέναντι καφέ και να μου γράφει ένα γράμ­μα. Πικραμένη, σαστισμένη, με τσαλακωμένα χαρτιά μπροστά της - αλλά αυτές είναι δικές μου φαντασιώ­σεις. Μια χαρά θα είναι. Θα έχει βρει καινούργιους φί­λους, σκληρούς, όπως τους θέλει αυτή την περίοδο, θα τρωνε όλοι μαζί στην ωραία τους κολεκτίβα και θα συ­ζητάνε για την ουτοπία της δυνατότητας σ' ένα ψηλοτάβανο δωμάτιο γεμάτο καπνούς. Θα ξεχειλίζουν από επαναστατική ενέργεια και θα βρίζουν τους αστούς που αγοραζουν καινούργια παντελόνια.

 ((Η Άννα τον βρήκε. Είναι σε κατάσταση αμόκ».
Πρώτη φορά πηγαίνω στο αεροδρόμιο χωρίς βαλί­τσα, χωρίς μια αλλαξιά ρούχα. Αυτό ονειρευόμασταν με την Άννα από παιδιά: να πεταγόμαστε στο Παρίσι για καφέ. 'Οχι για τον καφέ της παρηγοριάς, στην κη­δεία του πατέρα της.
Έχει ρέψει, είναι ένα μάτσο κόκαλα. Φοράει μακρύ ροζ νυχτικό, σε απόχρωση παιδικού αντιβιοτικού, κά­θεται στην πολυθρόνα του Σταμάτη και χαϊδεύει αφη­ρημένα το τριμμένο βελούδο. Έχω να τη δω έτσι από το σεισμό ή μάλλον από την έκτρωση. Της φτιάχνω τσάι, της αγοράζω σουκέτ, δεν αγγίζει τίποτα. Το σπίτι έχει καταληφθεί από φίλους και συνεργάτες του Σταμάτη που γυρνάνε γύρω απ' τα πόδια μας σε κα­τάσταση υστερίας. Το βλέμμα μου καρφώνεται στην αφίσα του τοίχου: ((Παίρνω τις επιθυμίες μου για πραγματικότητα, επειδή πιστεύω στην πραγματικό­τητα των επιθυμιών μου». Θα 'θελα να φύγουμε από δω. Αυτή είναι η πραγματικότητα των επιθυμιών μου.
((Πάμε στο πάρκο;» λέω. Το πάρκο είναι το Μπιτ Σομόν.
Η Άννα φοράει ένα μακρύ πορτοκαλί αδιάβροχο με κουκούλα πάνω απ' το νυχτικό. Από κάτω, τα αθλητι­κά της. Μοιάζει με εγχειρισμένη ασθενή που της επέ­τρεψαν να κάνει την πρώτη της βόλτα στον αυλόγυρο του νοσοκομείου. Ξαπλώνει στο γρασίδι και σταυρώνει τα χέρια στο στομάχι. Το μπικ κυλάει απ' τα μαλλιά της. Το πιάνω και σχεδιάζω μια καρδιά στο χέρι τηζ·
«Τι είναι αυτό;» ρωτάει.
((Εξομολόγηση αγάπης».
Ξαπλώνω δίπλα της. Τη σφίγγω στην αγκαλιά μου.
((Θα είμαι εδώ για σένα, όποτε με χρειαστείς».
((Και θα μου πραγματοποιείς όλες τις ευχές;»
«Όλες».
«Τότε βοήθησε με να πεθάνω. Θέλω να πεθάνω». Η Άννα χώνεται στην αγκαλιά μου κι αρχίζει να κλαίει. Το ξέσπασμα της είναι σπαρακτικό και με παρα­σύρει κι εμένα. Στην αρχή κλαίω για τον Σταμάτη, που δε θα με ξαναπεί «μαντεμουαζέλ», δε θα με ξανα­πάει για καφέ απέναντι, δε θα μου ξαναδώσει ψεύτι­κες υποσχέσεις. Μετά κλαίω για τον Καγιό, για τον Άγγελο. Για τα κομμένα μου μαλλιά, για το κομμένο μου δάχτυλο, για τον κόλπο μου. Για τις μάο ποδιές, για τις βλακείες που μαθαίναμε στο μάθημα οικοκυρι­κών και θρησκευτικών. Για τη θεία Αμαλία που βάζει μαγιονέζα στις φράουλες. Για τον μπαμπά που μπερ­δεύει τους καλούς με τους κακούς. Για τη μαμά, την Γκουέντολιν, για ολόκληρη την Ικέτζα. Τέλος για την Αννα, την καλύτερη μου φίλη.

Το τσιγγανάκι ξεφεύγει από το σερβιτόρο και πλη­σιάζει στο τραπέζι μας. Κρατάει γαρίφαλα - σχεδόν α­νύπαρκτους μίσχους, τυλιγμένους σε ασημόχαρτα. Από στεφάνια νεκροταφείου μάλλον.
((Θέλεις γαρίφαλα;» λέει ο μικρός.
«Εσύ τι θέλεις;» λέει η Άννα.
((Αυτό τι είναι;» λέει εκείνος δείχνοντας το πιάτο της με το σαγόνι του.
((Κολοκύθια» απαντά η Άννα.
Όλοι γελάνε. Έχει όντως παραγγείλει ριζότο με κολοκυθάκια.
((Να πάρω λίγο;» λέει ο μικρός.
Η Άννα του κάνει νόημα να καθίσει δίπλα της και του δίνει να φάει απ' το πιρούνι της. Οι νέοι της μα­θητές κοιτάνε με ανοιχτό στόμα. Ναι, η κυρία με το βραδινό φόρεμα είναι λιγάκι εκκεντρική. Μια τρώει ε­κείνη, μια δίνει στο τσιγγανάκι.
((Τώρα πρέπει να φύγω» λέει ο μικρός και σκουπί­ζει το στόμα του στην ανάστροφη της παλάμης. Πε­τάγεται ως την πόρτα, ύστερα το ξανασκέφτεται, γυρνάει, της προσφέρει ένα κολοβό γαρίφαλο. Η αγία των καταφρονεμένων. Η Φρίντα Κάλο της γειτονίας. Από τα διπλανά τραπέζια γυρίζουν και μας κοιτάζουν ενοχλημένοι.
((Ορίστε» λέει η Άννα. ((Καταστρέψαμε την ψευ­δαίσθηση της ασφαλούς αστικής ζωής. Δεν πάει κάτω η μπουκιά τους».
Είναι τόσο εύκολο να γοητεύεις ανθρώπους; Η Ειρήνη κι ο Κοσμάς την εμπιστεύονται ήδη, της μιλάνε για τη ζωή τους, την οικογένεια τους, τα όνειρα τους· H Φιόνα που συνήθως βαριέται στις συναντήσεις μας, hzi ανοίξει κάτι μάτια να. Ακόμη κι ο Καγιό το διασκεδάζει. Σκύβει και μου λέει: (('Εχει παραμείνει δεκα­εννιά χρονών». Δεκαεννιά; Πες εννιά καλύτερα. Όλα έχουν προδιαγραφεί όταν είσαι εννιά χρονών.
Αρχίζω να καταλαβαίνω πώς λειτουργεί η μηχανή της γοητείας της: κάνει κάτι εξωφρενικό, κάτι που δεν ταιριάζει με την ομορφιά, το ντύσιμο, την εικόνα της. Τστερα χρησιμοποιεί το τρανταχτό περιστατικό όπως ι εγώ χρησιμοποιώ την κουβέρτα μου: τυλίγεται μέσα σ' αυτό, γίνεται το περιστατικό. Η Άννα υφίσταται στα μάτια των άλλων ως αλληγορία της γενναιότητας, του θράσους, ή απλώς της εφευρετικότητας. Κάνει πράγματα που μας περνάνε φευγαλέα από το μυαλό, πραγματοποιεί σενάρια από τον κόσμο των ενστίκτων. Σαγηνεύει. Τυραννάει. Βρίζει. Σκοτώνει.
Ναι, σκοτώνει.
Το πρόσωπο του Αλβανού σχηματίζεται φευγαλέα στο πιάτο μου, στη σούπα λαχανικών που έχω παραγ­γείλει. Τα σκληρά του ζυγωματικά λιώνουν ανάμεσα στα καρότα. Ο ζωμός έχει τη μεταλλική γεύση του αί­ματος. Σπηλιά. Μετρό. Φυλακή. Κάτι υπόγειο, σκο­τεινό, βαθύ. Οι κρόταφοι μου μουδιάζουν. Ξεραίνεται η γλώσσα μου.
«Άννα, πρέπει να μιλήσουμε γι' αυτό».
«Ποιο αυτό;» λέει η Άννα.
«Αυτό, αυτό. Με πνίγει. Δεν ξέρω πώς ζεις εσύ. Εμένα...»
Με βουτάει απ' το μπράτσο. Με τσιμπάει. ((Πάμε εξω, μερντ!» Η φωνή της σπάει από μια κρίση βήχα. σχεδόν φτύνει τα φωνήεντα.

Χτυπάει το χέρι της στην έδρα και τ' ασημένια βρα­χιόλια κουδουνίζουν.
«Γιατί δε μου τηλεφώνησες;» Καπνίζει και βήχει εναλλάξ. Όση ώρα σωπαίνω, χτυπάει με τη μυτερή της μπότα το ποδαράκι της έδρας.
«Θέλω να μείνω μόνη μου για λίγο» της λέω τελι­κά.
«Τι θα πει αυτό;»
«Τι θα πει μοναξιά;»
«Πάμε να πιούμε έναν καφέ σ' αυτό το απαίσιο μέ­ρος απέναντι;»
«Όχι, Άννα. Έχω δουλειά. Θα πάω σπίτι».
((Θα σε πάω με τ' αυτοκίνητο».
«Όχι, θα πάρω το μετρό».
«Μα αφού... Δεν είπες ότι δεν ξαναμπαίνεις στο μετρό; Ότι πανικοβλήθηκες;»
«Εσύ το είπες αυτό. Όχι εγώ».
«Θά 'ρθω μαζί σου τότε, μήπως συμβεί τίποτα».
«Όχι».
Όχι· Πρώτη φορά τής λέω όχι τόσο δυνατά και κα­θαρά. Το δέρμα της μπότας της γδάρθηκε από το ε­πίμονο χτύπημα στην έδρα. Είναι τρομακτικό: λες κι η ψυχή της Άννας κατέβηκε στο παπούτσι της. Αες κι έχασε κάτι από τη λαμπερή της αυθυπαρξία.

 «Πάμε για κατούρημα;» λέει η Άννα. Είναι ξεχτένιστη, κατακόκκινη από το χορό, υπέροχη. Μια φλεβίτσα πάλλεται στο μέτωπο της.
Κάθεται στη λεκάνη, εγώ σύρριζα στον τοίχο. Η α­γαπημένη μας στάση.
«Ο Τιερί θέλει να πάμε να ζήσουμε στην Αφρι­κή...» λέει ονειροπόλα.
'Οχι μερντ! Η Αφρική είναι δική μου!
«Λέει πως αν δε ζεις κοντά στα αληθινά προβλή­ματα, είσαι τουρίστας».
«Αληθινά προβλήματα υπάρχουν και στο Παρίσι. Ανεργία, άστεγοι, ρατσισμός...»
((Ασχολούμαστε με άλλα πράγματα, Μαρία».
((Σωστά, φέτος άλλαξε η μόδα. Φοριούνται οι ιθα­γενείς και οι οικολογικές καταστροφές...»
Η Άννα απλώνει το χέρι της, μου τσιμπάει δυνατά το μπράτσο. ((Θα σε διώξω από το σπίτι! Να πας να κοιμηθείς στο Μετρό, με τους άστεγους σου!»
((Δε χρειάζεται να με διώξεις. Φεύγω μόνη μου!»
Βγαίνω στο δρόμο. Ο παριζιάνικος αέρας μου τσι­μπάει το πρόσωπο, τις παλάμες, λες και δεκάδες φα­σματικές Άννες μού ορμάνε ξανά και ξανά μέσα στο σκοτάδι.
«Τρελάθηκες μερντ; Έλα δω!»
Τρέχει ξοπίσω μου, με προλαβαίνει και μου ρίχνει το παλτό του Τιερί στους ώμους. Οι οικολογικές ανη­συχίες την έχουν κάνει ευαίσθητη σε όλα τα προστα­τευόμενα είδη: ακόμη και στις παιδικές φίλες που αν τις αφήσεις για καιρό χωρίς τροφή και νερό μεταμορ­φώνονται σε αγριόγατες.
Συμφιλιωνόμαστε στον πάγκο της κουζίνας, με κιρ ρουαγιάλ και μπαγιάτικες σουκέτ. Ο Τιερί και ο Θά­νος ξάπλωσαν, τα κορίτσια έχουν το μικρό τους πάρτι. Ακούμε παλιά γαλλικά τραγούδια από τη δισκοθήκη του Σταμάτη. Η Άννα μιμείται μερικές αστείες φι­γούρες από τις παιδικές μας χορογραφίες. Τότε που κάναμε αραμπέσκ και αφήναμε, υποτίθεται, γαρίφαλα στους τάφους των νεκρών φοιτητών.
«Σοβαρέψου, Άννα. Δεν είμαστε εννιά χρονών πια...» ((Αν το πιστεύεις αυτό, θα γεράσεις πριν την ώρα σου».
((Δε νιώθω και τόσο νέα τελευταία». «Επειδή δεν πιστεύεις στη φιλία μας πια, γι' αυ­τό...»
Η Άννα μ' αγκαλιάζει και ψιθυρίζει στο αυτί μου:
«Αν νομίζεις πως κάθε απομάκρυνση σημαίνει χωρι­σμό, θα χάσεις όλη σου τη ζωή ψάχνοντας αντικατα­στάτες. Έχω βαρεθεί να ψάχνω αντικαταστάτες. Εί­σαι η καλύτερη μου φίλη, πάει και τελείωσε!»
((Για πάντα;»
«Για πάντα!»
Η Άννα μου χαϊδεύει τα μαλλιά, με φιλάει σβουρι-χτά στο αυτί και πλέκει τα δάχτυλα της με τα δικά μου. Ξαπλώνουμε αγκαλιά στο κρύο πάτωμα της κουζίνας.
Ένα ολόκληρο Μπιτ Σομόν, με τις πλαγιές και τα δέντρα του, φυτρώνει γύρω μας.

Διαβάζει πάλι Αλαίν Μπαντιού στα βραχάκια της Αμοργού. Έχει βρει ένα καλάμι για να περπατάει, σαν μοντέρνα ερημίτισσα. Φέτος φοράει γαλάζιο μαντίλι στα μαλλιά και καινούργιες εσπαντρίγιες. Χαρούμενη εργάτρια σε παλ αποχρώσεις.
«Τι θα πει αυτό;»
((Θα πει πως η κομμουνιστική πρακτική είναι από­λυτα κινητική, αντικρατική». Ρωτάει και απαντάει με τσιτάτα. Συνεχίζω να καθαρίζω ένα ροδάκινο με το σουγιά μου.
((Θέλεις; Είναι ζουμερό!» Ελπίζω η προσωπικότη­τα της Άννας να κατασταλάξει σε κάτι απλό και ανα­γνωρίσιμο, όσο αυτό το φρούτο.
((Γιατί αποφεύγεις τη συζήτηση;»
((Δεν αποφεύγω τίποτα. Μου αρέσει να ασχολούμαι με αυτά τα ποταπά πράγματα - τον ήλιο, τα ροδάκι­να. Όταν περνούσες την οικολογική σου φάση, σου ά­ρεσε κι εσένα...»
Το βλέμμα της Άννας με διαπερνά. ((Την οικολογι­κή μου φάση;» Σηκώνεται απότομα, φοβάμαι πως θα με τσιμπήσει, αλλά με προσπερνά κι ετοιμάζεται για μια απ' τις θεαματικές της βουτιές. Σκίζει το νερό, σε λίγο το κεφάλι της διακρίνεται στο βάθος σαν κεφάλι καρφίτσας. Απλώνω το χέρι μου στο βιβλίο της, δια­τρέχω τις υπογραμμισμένες φράσεις: ((εκπατρισμός της νίκης...» ((με αυτή την ορφάνια του πραγματι­κού...» ((για να αποκτήσει το αδύνατο την ιστορικότη­τα του». Τι ακριβώς ψάχνει;
Η Άννα μού φαίνεται ακατανόητη. Σαν να είναι ακόμη εννιά χρονών και να πιστεύει πως οι έλληνες α­ντιστασιακοί πήγαν στην Αφρική για να οργανώσουν την επανάσταση. Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι οι ά­ντρες τη σπρώχνουν στην επανάσταση, όχι η επανά­σταση στους άντρες. Μου περνάει από το μυαλό ότι τους απομυζεί, στύβει τις ιδέες τους, επειδή δεν έχει δικές της ιδέες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου