Ως συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης παραθέτουμε εδώ μερικά ακόμη αποσπάσματα από το προαναφερθέν βιβλίο για τους μελετώντες την ενότητα φύλα στη Λογοτεχνία Α΄Λυκείου.
Αιγιάλη Αμοργός
Καπνίζουμε συγχυσμένες στις τουαλέτες του Βαρβακείου. Η Άννα αποκαλεί το σχολείο μας «προπύργιο της ανδροκρατίας». Και είναι. Τ' αγόρια κυκλοφορούν όπως θέλουν, εμείς με ποδιές. «Παλιοκαρακάξες! Βγάζουν τα μάτια τους με τα ίδια τους τα χέρια. Θέλουν να μας κάνουν νοικοκυρούλες κι εμάς». Σήμερα τα 'χει βάλει με τη Σαρτζετάκη, την καθηγήτρια οικοκυρικών. Αρνήθηκε να φτιάξει το πλεχτό καπελάκι για το χαρτί υγείας και βρήκε τον μπελά της. ((Λυπάμαι τον άντρα που θα σε πάρει, κακομοίρα μου» της είπε η Σαρτζετάκη. ((Κι εγώ τον δικό σας» απάντησε η Άννα κι έφαγε ένα περιποιημένο χαστούκι.
Βγήκε από την τάξη αναψοκοκκινισμένη κι έτρεξα από πίσω της για να την ηρεμήσω. Η Άννα ομορφαίνει κι άλλο όταν κοκκινίζει. Κάθεται στο πεζουλάκι με τα χέρια στη μέση και μου ρίχνει μια απ' αυτές τις αστραποβόλες ματιές της. Θα θυμώσει αν της πω για παρηγοριά ότι είμαστε πολύ κομψές μέσα στις ποδιές του Τσεκλένη, με το γιακαδάκι μάο; - "σωστές μαεστρίες», λέει η Άννα όταν έχει κέφια, ((γεμάτες αντιφάσεις». 'Ετσι μιλάει φέτος. Διαβάζει Μαρξ και Έγκελς και πετάει λέξεις όπως ((αποξένωση», «κεφάλαιο», «προβληματισμός». Αλλά πριν σχολάσουμε, ανανεώνουμε το λιπ γκλος κεράσι στις τουαλέτες και στρώνουμε τις φράντζες μας με τα χέρια. Φέτος έχουμε και γυναικείες τουαλέτες. Στη δευτέρα γυμνασίου σφιγγόμασταν και κατουράγαμε σπίτι. Με χίλια τριακόσια αγόρια και μόλις εξήντα πέντε κορίτσια, ήταν δύσκολο να τους πείσουμε ότι έχουμε κι εμείς φυσικές ανάγκες.
((Έλα βρε Άννα! Μην ασχολείσαι άλλο μ' αυτή την κομπλεξική...»
((Να μην ασχολούμαι; Μα αυτή αποφασίζει για το μέλλον μας!»
Πάντα δραματική. Εγώ δαγκώνω απλώς τα χείλη αν με προσβάλουν. Όταν μας πρωτοστείλανε για γυμναστική στο προαύλιο του Αγίου Νικολάου -κοιλιακούς στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα- έκανα μια γκριμάτσα, η στρίγκλα η γυμνάστρια μας με είδε και είπε: ((Πολύ μη μου άπτου δεν είσαι, Παπαμαύρου;». Δάγκωσα τα χείλη και τέλειωσε το θέμα. Η Άννα δεν ανέχεται μύγα στο σπαθί της.
«Θα το πω στην Αντιγόνη» λέει.
«Και τι θα κάνει, νομίζεις;»
«Θα έρθει στο σχολείο και θα της μάθει να φέρεται της ηλίθιας. Πρώτα πρώτα δεν έχει δικαίωμα ν απλώνει το κουλό της».
Η Αντιγόνη έρχεται στο σχολείο για ψύλλου πήδημα: επειδή το βιβλίο θρησκευτικών γράφει ((Η εργαζομένη σύζυγος γεμίζει το σπίτι με άγχος και αγωνία, γιατί δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε όλα της τα καθήκοντα»- ή ((Πολλοί άνθρωποι και μάλιστα νέοι ακολούθησαν τις παράλογες ιδέες του Σαρτρ»- ή ((Οι ξένοι τουρίστες μεταφέρουν την άκρατη ελευθερία που επικρατεί στη χώρα τους (ήθη και έθιμα, σεξουαλισμός, έλλειψη δημόσιας αιδούς, τρόποι ενδυμασίας κ.ά.)».
Στο τέλος ζήτησε να εξαιρεθεί η Άννα από το μάθημα θρησκευτικών. Τη βλέπω από το παράθυρο της τάξης να κόβει βόλτες στο προαύλιο και θυμώνω που χάνω τόσες ώρες συζήτησης μαζί της, μόνο και μόνο για ν' ακούω διάφορες βλακείες για τον Ιησού. Τι να κάνουμε; Η μαμά έχει γίνει θεούσα. Ξημεροβραδιάζεται στις εκκλησίες, ετοιμάζει πρόσφορα. Έχει παχύνει κι άλλο, περιμένει τα πάντα από το Θεό και από τους Γουέιτ Γουότσερς. Όσο για τον μπαμπά, δεν περιμένει τίποτα πια και από κανέναν. Πήρε πρόωρη σύνταξη και περνάει τις ημέρες του στο καφενείο, κάτω από το διαμέρισμα μας- τις Κυριακές στα γήπεδα. Ευτυχώς το πρωί έχω σχολείο, το απόγευμα πηγαίνω στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Σίνα κι έτσι ξεχνάω λίγο πως οι γονείς μου έχουν γίνει θεοσεβούμενοι και ανίσχυροι. Μόλις μπω στο σπίτι πετάω ένα γεια και κλείνομαι στο δωμάτιο μου. Διαβάζω ό,τι πέσει στα χέρια μου, ακούω μόνο Κιουρ. Ο κόσμος να χαλάσει, δε βγαίνω από κει μέσα.
Αλλά ακόμη κι αν χαλάσει ο κόσμος, το αλάτι δε σκουληκιάζει.
Πού το θυμήθηκα πάλι αυτό;
«Ασε τις γκριμάτσες! Μην κάνεις σαν μυγιάγγι-χτο!» λέει η Άννα.
Το καλοκαίρι χρησιμοποιούσαμε μαξιλάρι, ή βάζαμε τν)ν παλάμη μας μπροστά στο στόμα. Τώρα επιμένει να φιληθούμε κανονικά, με γλώσσα, για να ξέρουμε πώς είναι, τι μας περιμένει. Κλειδωμένες στο μπάνιο της Πλάκας, η Άννα σκαρφαλωμένη στο πλυντήριο των ρούχων εγώ όρθια μπροστά της.
«Κλείσε τα μάτια σου, μερντ! Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου».
Στην αρχή τα χείλη της, σα να φιλάς γιαρμά. Και μετά μια κρύα γλώσσα, που ζεσταίνεται και μαλακώνει, συναντώντας τη δική μου. Πάνω που αρχίζω να συνηθίζω, η Άννα το κόβει. Σκουπίζει τα χείλη της με μανία.
((Τι έπαθες;» ρωτάω. «Γιατί σταματήσαμε;»
((Σου καλάρεσε;» λέει και σκάει στα γέλια. ((Δεν ντρέπεσαι λίγο;»
((Παράτα μας! Δική σου ιδέα ήταν!»
((Ναι, ωραία, για να μην είμαστε άσχετες. Δε θα γίνουμε και λεσβίες!»
Λέει να βάλουμε στοίχημα ποια θα πρωτοφιλήσει ένα αγόρι του Βαρβακείου. ((Είναι τόσα πολλά! Μπορούμε να δοκιμάζουμε κάθε μέρα και με άλλον!»
Η Άννα δοκιμάζει ήδη το επόμενο μεσημέρι, μετά το σχόλασμα. Είναι εντελώς αδιάντροπη, πλευρίζει ένα αγόρι από το λύκειο, τον Φίλιππο, και τον ρωτάει αν μπορεί να την πάει σπίτι με τη μηχανή του. Ύστερα χασομεράει ισιώνοντας και ξεϊσιώνοντας το καθρεφτά-κι της μηχανής, γελώντας με το παραμικρό, χαϊδεύοντας τον αγκώνα της. Σκαρφαλωμένη σ' ένα τοιχάκι απέναντι, τρώω τα νύχια μου, υποτίθεται ότι το στοίχημα μετράει μόνο αν δεις το φιλί. Η Άννα ανεβαίνει στη σέλα πλαγίως και σταυρώνει τις γάμπες της· U Φίλιππος είναι πολύ πιο ψηλός, και μ' αυτό το κόλπο έρχονται στο ίδιο ύψος. Φυσικά φιλιούνται. Τι άλλο να κάνουν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι όταν σχεδόν αγγίζονται οι μύτες τους; Η Άννα μού κάνει το σήμα της νίκης πίσω απ την πλάτη του Φίλιππου. Κέρδισε, μερντ. Ως τα γενέθλια μου πρέπει να βρω κι εγώ κάποιον.
((Θα πάω να ζήσω στη Γαλλία, τέρμα». Η Άννα κουλουριάζεται στη λεκάνη, με το χαρτί υγείας στα χέρια. Ακόμη και το κατουρημά της είναι διαφορετικό μετά το σεισμό: διστακτικό, λιγότερο ηχηρό. Διαρκώς έτοιμη να σηκωθεί και να πεταχτεί από το σπίτι.
((Τρελάθηκες; Κι εγώ;»
((Στη Γαλλία δεν έχει σεισμογενείς ζώνες. Θα πάω στον μπαμπά μου. Αν θέλεις, έλα».
Δεν έχω γνωρίσει ποτέ τον μπαμπά της Άννας, γιατί δεν πατάει το πόδι του στην Αθήνα. Είναι σε διάσταση με την Αντιγόνη, να κάτι που μου πήρε καιρό να καταλάβω. Υποτίθεται πως είναι μοντέρνο ζευγάρι και πηγαίνουν ακόμη μαζί στα γαλλικά εστιατόρια. ((Εγώ, αν χώριζα με τον μπαμπά σου, δε θα ήθελα να τον ξαναδώ ούτε ζωγραφιστό» λέει η μαμά. ((Μα είναι φίλοι» της λέω. ((Φίλοι; Τι φίλοι; Αυτά είναι ανώμαλα πράγματα, παιδάκι μου».
Είναι μια από τις λίγες φορές που συμφωνώ μαζί της. Η Άννα κι εγώ δε μιλάμε ποτέ στους πρώην μας, τους λέμε ((στυμμένα πουκάμισα». Βγαίνουμε μ' ένα αγόρι του Βαρβακείου, το πολύ για δέκα, δεκαπέντε μέρες, και επιτρέπουμε φιλιά και χέρι στο στήθος. Του χρόνου θα δούμε για παρακάτω. Μας αρέσει ακόμη να κατουράμε μαζί, όχι όμως σε πάρκινγκ - στην τουαλέτα. Κλειδωνόμαστε με τις ώρες και λέμε πώς φιλάει ο ένας και πώς ο άλλος και πώς σου ξεκουμπώνουν το πουκάμισο τ' αγόρια, με δάχτυλα που τρέμουν.
Μετά το σεισμό η Άννα δε μιλάει πολύ γι' αυτά. Δε μιλάει για τίποτα εδώ που τα λέμε. Κάθεται στη λεκάνη με χο χαρτί υγείας στα χέρια και νομίζεις πως θα κλάψει.
«Πώς να έρθω στη Γαλλία, βρε Άννα; Η οικογένεια μου είναι εδώ».
«Εγώ δεν είμαι οικογένεια σου;»
Αγκαλιαζόμαστε και κουνιόμαστε πέρα δώθε βουβά, η Άννα με το βρακί στα γόνατα, εγώ ντυμένη και δυνατή. Το σώμα της μυρίζει φόβο.
((Και το σχολείο;»
(('Ετσι κι αλλιώς δε μαθαίνουμε τίποτα. Μόνο μαλακίες για τις εργαζόμενες γυναίκες και πώς να φτιάχνουμε καπελάκια για το κωλόχαρτο».
«Σ' αυτό έχεις δίκιο».
Η Άννα με κοιτάζει ικετευτικά.
((Λοιπόν θα 'ρθεις;»
((Μπορώ να σ' αφήσω;»
Κι όμως την αφήνω. Τη χαιρετώ στο αεροδρόμιο με μάτια που καίνε. Τα δάχτυλα μας, ιδρωμένα, γλιστράνε το ένα μέσα απ' το άλλο στον αποχωρισμό. Το χέρι μου είναι άδειο χωρίς το χέρι της Άννας. Με ποιον θα μιλάω στα διαλείμματα; Με ποιον θα καπνίζω; Με ποιον θα κατουράω; Κλαίω απαρηγόρητη στην αγκαλιά της Αντιγόνης, στο Ελληνικό, καθώς το κεφάλι της φιλενάδας μου εξαφανίζεται στην ουρά ελέγχου διαβατηρίων.
Φεύγει για ένα δυο μήνες, δοκιμαστικά. Η μαμά μου λέει ότι θα μου κόψει τα πόδια αν διανοηθώ να φύγω, θα στείλει σήμα στην Ιντερπόλ. Επινόησε αυτή την απειλή όταν το έσκασα για την Ικέτζα. Καταφέρνει να με κάνει να το φανταστώ: οι πράκτορες με μεταφέρουν με χειροπέδες στο σπίτι κι όλες οι εφημερίδες δημοσιεύουν τη φωτογραφία μου, σαν να είμαι η νέα Πατρίσια Χιρστ.
Με την Άννα ανταλλάσσουμε σπαραξικάρδια γράμματα. Μου στέλνει ποιήματα του Βερλαίν, της στέλνω ποιήματα του Τίτου Πατρικίου: «Λοιπόν αυτός ο κύκλος που χαράξαμε μ' ένα κομμάτι σπασμένη στάμνα, είναι ο δικός μας ο κύκλος, είναι ο δικός μας ο χώρος. Να κρύβουμε εκεί το κελάηδημα του τζίτζικα και να ξέρουμε πως θα το ξαναβρούμε. Να μπορούμε να συζητάμε για ό,τι θα συμβεί στα μεγάλα βιβλία του μέλλοντος». Μου γράφει: «Το Παρίσι είναι μελαγχολικό χωρίς εσένα, Μαρία. Βγαίνω με τους φίλους του μπαμπά, λένε χιλιάδες ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά οι φωνές τους είναι μόνο αντίλαλος των δικών μας συζητήσεων. Η κυρία που φροντίζει το σπίτι λέγεται Ρο-μάν και σου μοιάζει σε κάτι. Κάθομαι λοιπόν με τις ώρες στην κουζίνα, κι όσο εκείνη καθαρίζει τα ντουλάπια, δαγκώνω ένα μήλο χωρίς να πεινάω, πίνω γάλα χωρίς να διψάω, μόνο και μόνο για να είμαι μαζί της και κατά συνέπεια μαζί σου. Μου λείπεις αφάνταστα. Θα έρθεις το Πάσχα;». Της γράφω: «Κι εσύ μου λείπεις αφάνταστα. Δε βγαίνω με αγόρια πια. Δεν έχει πλάκα αν δεν κατουράμε μετά μαζί για να λέμε τις λεπτομέρειες. Οι γονείς μου γκρινιάζουν όλη την ώρα, ποτέ επειδή ο λογαριασμός τηλεφώνου φουσκώνει με τα υπεραστικά, πότε επειδή τεμπελιάζω και σέρνομαι. Ια Σαββατοκύριακα μένω σχεδόν πάντα σπίτι, τρώω τα νύχια μου και κοιτάζω το ταβάνι. Στο σχολείο, στο μάθημα των θρησκευτικών, χαζεύω συνεχώς έξω απ' το παράθυρο, μήπως παρουσιαστείς με τη μάο ποδιά κι ένα τσιγάρο στο χέρι. Χθες πήγαμε σινεμά με την Αντιγόνη, στο Δόκτορα Ζιβάγκο. Λέει πως όταν ακούει αυτή τη λέξη σκέφτεται τον Ανδρέα Παπανδρέου! Γελάμε πολύ όταν είμαστε οι δυο μας, αλλά κάτι λείπει. Μας λείπεις! Γύρνα πίσω!
H Άννα αναστενάζει. Ανεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά και κλείνεται στο δωμάτιο της. Τρέχω ξοπίσω της.
((Άσε με, μερντ!» λέει με το κεφάλι πατηκωμένο κάτω απ' το μαξιλάρι.
«Άννα, γιατί δε γυρνάς πίσω; Δεν είναι καιρός να πάμε στην Αθήνα;» Έχω στο μυαλό μου τη συμφωνία για τις σπουδές που κλείσαμε με τον Σταμάτη.
«Δεν ξέρω».
((Πάμε να πιούμε μια ζεστή σοκολάτα απέναντι μήπως και μάθεις;» Τυλιγόμαστε στα κασκόλ μας και κατρακυλάμε τις σκάλες.
((Υποτίθεται πως ήρθα για να σε πάρω μαζί μου...» της λέω ανακατεύοντας τη σοκολάτα μου μ' ένα κουταλάκι.
«Δεν ξέρω».
«Είσαι αδιόρθωτη, αλλά δεν μπορώ να ζω μακριά σου».
Καθόμαστε πίσω από την τζαμαρία του καφέ και ^αβάζουμε το καινούργιο τεύχος του Ακτονέλ, όπως μας συμβούλεψε ο Μισέλ. Η Άννα κεραυνοβολεί με το βλέμμα έναν ηλικιωμένο δίπλα μας που διαβάζει Φιγκαρό
((Πού ήσουν;» ρωτάει η Άννα. Ξεπλένει τα πιάτα στο νεροχύτη κι ούτε γυρίζει να με κοιτάξει. « Ηθελα να μείνω μόνη μου».
Ύστερα γυρίζει και με κοιτάζει χαμογελαστή σαν να χρειάστηκε λίγη ώρα για να συνειδητοποιήσει τι είπα.
(('Ετσι ε; Δεν μπορείς να ζεις μακριά μου;»
Πόσο της αρέσουν τα μεγάλα λόγια! Και πώς περνάει από το ένα συναίσθημα στο άλλο σαν ν αναβοσβήνει διακόπτες! Θυμός, τρυφερότητα, ζήλια, αγάπη. Εγώ όμως χρειάζομαι χρόνο για να συνέλθω, να καταπνίξω το θυμό μου. Η Άννα το 'χει παρακάνει. Δε μ' αρέσει να μου λέει με ποιον θα φιλιέμαι και για πόσο. Αναρωτιέμαι: Θέλω στ' αλήθεια να γυρίσει πίσω; Ή το κάνω για τις δωρεάν σπουδές που μου υποσχέθηκε ο Σταμάτης;
((Εσύ μπορείς να ζεις μακριά μου;» αντιστρέφω την ερώτηση.
«Δε νομίζω».
«Οπότε;»
((Εντάξει λοιπόν, θα έρθω».
Αγκαλιαζόμαστε. Αντί να νιώθω ανακούφιση, νιώθω δυσφορία. Η Άννα εξακολουθεί να είναι η καλύτερη μου φίλη. Εγώ δεν είμαι η καλύτερη φίλη του εαυτού μου.
«Ήθελα να μείνω μόνη μου.»
«Να το λες, να μην αναστατώνεται όλος ο κόσμος εξαιτίας σου».
((Τι νόημα έχει να το συζητάς όταν θέλεις να μείνεις μόνος;»
((Είσαι άνθρωπος μέσα σε μια κοινότητα, δεν είσαι λύκος. Άσε που κι ο λύκος πηγαίνει με το κοπάδι του».
((Πράγματι, εγώ δεν είμαι λύκος. Εσύ είσαι ο λύκος».
«Δεν κατάλαβα;»
((Τους κατασπαράζεις όλους. Τα θέλεις όλα δικά σου!»
Η Άννα κλείνει τη βρύση και βάζει τα χέρια της στη μέση. Τα μάτια της βγάζουν φωτιές. Το φρύδι με τις λευκές τρίχες ανασηκώνεται. Το λακκάκι στο σαγόνι βαθαίνει.
((Αυτό που περιγράφεις λέγεται κοινοκτημοσύνη, λέγεται ελευθερία. Μερντ, αγωνιστήκαμε γι' αυτό!» Ναι, λες κι έσκαβε. Λες και μόλις άφησε κάτω την τσάπα.
((Αυτά τα λες όταν σε συμφέρει, Άννα».
((Δοκίμασε με. Ζήτα μου κάτι, οτιδήποτε».
«Εγώ δεν κάνω διαγωνισμούς αντοχής».
Εκείνη όμως κάνει. Ψάχνει τριγύρω, τι ψάχνει; Ένα σκοινί να κρεμαστεί, να μου δείξει πως θυσιάζεται για μένα; Ένα όπλο για την επόμενη επανάσταση; Ανοίγει ένα παλιό τεύχος του Ακτονέλ, μου δείχνει με το δάχτυλο μια φράση του Φουκό: ((Δεν αναζητάμε την ψυχή ή τον άνθρωπο πίσω από τον καταδικασμένο, θέλουμε να σβήσουμε τα βαθιά σύνορα ανάμεσα στην αθωότητα και την ενοχή».
«Ωραία. Ε και;»
Ρίχνει τα βιβλία του Σταμάτη από το τραπέζι. Δεν είναι καν δικά της.
((Μερντ, μερντ! Μου κάνεις μάθημα ηθικής!»
«Εγώ;»
((Θέλεις να μου δημιουργήσεις κρίση συνείδησης; Τι να κάνω για να σε πείσω; Να βγω έξω να ζητιανέψω;» Αρπάζει το παλτό της και ορμάει στις σκάλες. Τρέχω ξοπίσω της. Περνάει τη διάβαση χωρίς να κοιτάξει, κατεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά του μετρό, κάθεται κατάχαμα κι αρχίζει, να τραγουδάει το τραγούδι της Φρανσου-άζ Αρντί: ((Que sont devenus tous mes amis, et la maison ου j' ai vecu?». Κάποιος της δίνει μισό φράγκο, άλλος μια χούφτα σαντίμ. Βέβαια, το κάνει επίτηδες. Διάλεξε συγκινητικό τραγούδι. Τελικά μαζεύει πέντε γαλλικά φράγκα. Όλη αυτή την ώρα στέκομαι απέναντι της, με την πλάτη στο τοίχο. Τι πάει ν' αποδείξει;
«Για να καταλάβεις τι σημαίνει κοινοκτημοσύνη, κερνάω ζεστή σοκολάτα α λ' ανσιέν» λέει. Απλώνει τα χέρια της και κουρνιάζω στην αγκαλιά της. Είμαστε δυο μικρές ζητιάνες της αγάπης.
Γιατί η Άννα μ' αγαπάει τελικά. Εκτίθεται για μένα.
Εκείνος δεν το κουνάει. Η Άννα φωνάζει «έρχομαι!», τον κοιτάζει απειλητικά κι ο τρελός το βάζει στα πόδια βγάζοντας κάτι ακατάληπτες κραυγές. Μή-^ως μέσα στην τρέλα του καταλαβαίνει κάτι που εγώ δεν καταλαβαίνω; Είναι φίλη μου αλλά δεν την εμπιστεύομαι πια. Σήμερα ξοδεύει το χαρτζιλίκι της για τα γενέθλια μου, μ' αγκαλιάζει και ουρλιάζει «χρόνια πολλά, φιλενάδα!». Αύριο μπορεί να μου τη φέ-Ρει. ((Ετσι είναι η Άννα» λέω από μέσα μου. Odiosamato.
Λέμε στην Κοντομηνά ότι έχουμε συνάντηση δεκαπενταμελούς. Η Άννα είναι, πρόεδρος κι εγώ ταμίας. Εκμεταλλευόμαστε συχνά την εξουσία μας για να καπνίζουμε στις τουαλέτες.
«Τι έγινε;» ρωτάω.
«Τσακώθηκα με τον Άγγελο».
Δεν της περνάει καν απ' το μυαλό ότι μπορεί να χαίρομαι, ότι ήταν σημαντικός για μένα.
((Πάλι;»
«Μερντ! Είμαστε πολύ διαφορετικοί. Λέει άσπρο, λέω μαύρο».
«Τι έγινε αυτή τη φορά;»
«Θέλει να πάμε σ' ένα γάμο την άλλη Κυριακή...»
«Μπλιαχ!»
«...παντρεύεται ο ξάδερφος του)).
((Μην πας, Άννα. Ο γάμος είναι η μεγαλύτερη κοινωνική υποκρισία)).
Χρησιμοποιώ τα λόγια της. Από τότε που είδαμε εκείνα τα μονόπρακτα στο Περοκέ με την Αντιγόνη ορκιστήκαμε ότι δε θα πάμε ποτέ σε γάμους, γιατί είναι σαν να δεχόμαστε σιωπηλά την ιστορία της γυναικείας καταπίεσης. Η Άννα σκύβει το κεφάλι και σταυρώνει τα χέρια της. Σ' αυτή τη στάση μοιάζει με καλή χριστιανή, ακόμη και με νυφούλα. Μαζί με τον καπνό ρουφάω και την εικόνα της: η Άννα νυφούλα; Αποκλείεται!
«Του το υποσχέθηκα σε μια στιγμή αδυναμίας και τώρα θέλω να το πάρω πίσω».
«Αδυναμίας;»
((Να, κάναμε έρωτα, με κοίταζε στα μάτια... τι βλακεία εκ μέρους μου!»
Προσπαθώ να μιμηθώ το ύφος που παίρνει η Αννα όταν με απορρίπτει. ((Τεράστια βλακεία» λέω.
((Πιστεύεις ότι πειράζει για μια φορά;»
((Δεν έχει σημασία η ποσότητα».
«Ναι, αλλά ο Νίτσε έλεγε einmal ist keinmal».
Φέτος η Άννα άρχισε γερμανικά για να διαβάζει φιλοσοφία στο πρωτότυπο. Αν συνεχίσει έτσι, δε θα της χρειαστούν ούτε τα γερμανικά, ούτε η φιλοσοφία. Το πολύ πολύ να ξεφυλλίζει περιοδικά γάμων και βίπερ Νόρα. Της το λέω - κάπως χαιρέκακα είναι η αλήθεια. Η Άννα παίρνει μια βαθιά ρουφηξιά και φυσάει τον καπνό στο πρόσωπο μου. Λιώνει τη γόπα κάτω απ' το παπούτσι της με τόσο θυμό, που θα 'λεγες πως λιώνει εμένα την ίδια.
Η Άννα έχει περάσει σε άλλη φάση. Όπως το περίμενα, ο φόβος για το AIDS την κατατρώει εσωτερικά: μαθεύτηκε ότι ο φίλος του Μπασκιά είναι φορέας. Η Άννα κάνει το τεστ σε κατάσταση υστερίας. Όταν μαθαίνει ότι τη γλίτωσε, αντικαθιστά το σεξ με τα κομμουνιστικά ιδεώδη. Μιλάμε για σκληροπυρηνικό κομμουνισμό. Στα τέλη της άνοιξης εγκαταλείπει την Beaux Arts, επειδή «η τέχνη δεν ενδιαφέρεται για την εργατική τάξη».
((Μα Άννα, της λέω, δεν υπάρχει εργατική τάξη πια. Υπάρχει μόνο εργατική κατάσταση». Ξεφυσάει θυμωμένη στην άλλη άκρη του ακουστικού. Οι κινητοποιήσεις μας, λέει, πρέπει να αφορούν το σύνολο, οι πρωτοβουλίες μας πρέπει να είναι μια μορφή αφύπνισης που να μπορείς να την πάρεις στο σπίτι σου -φυλλάδιο, εφημερίδα, αφίσα- κι όχι ηλίθια έργα στον τοίχο. Χάνεται από προσώπου γης. Μαθαίνω από το Καγιό ότι ξημεροβραδιάζεται στα εργοστάσια, μαζί με τους εργάτες - του λέει πως οι συνδικαλιστές στήνουν αντίσκηνα για τους εργάτες στον αυλόγυρο, αλλά δεν προχωρούν σε κατάληψη του εργοστασίου. Πώς είναι δυνατόν να ανακοινώνεις ημερομηνίες αντίστασης και μετά να γυρίζεις ήσυχα ήσυχα στο σπίτι σου; Τι επανάσταση του γλυκού νερού είναι αυτή;
Την ίδια εποχή ξυπνάω κι εγώ από τον δικό μου λήθαργο. Όταν ξεσπάει το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών, αρχίζω να μαγνητοφωνώ συνδιαλέξεις γνωστών μου και να τις μοντάρω σ' ένα στούντιο, στην Αγία Παρασκευή. Βαπτίζω την ενότητα «Υποκλοπές - μια ηχητική εγκατάσταση». Ονειρεύομαι δύο μεγάφωνα στην πλατεία Συντάγματος που θ' αναμεταδίδουν τις συνομιλίες, έξι με επτά το πρωί, όταν ο κόσμος πάει στη δουλειά του. Είναι η ώρα που μισοκοιμάσαι, αλλά τα μηνύματα εγγράφονται στο υποσυνείδητο. Επιστρέφοντας στο σπίτι, οι υπάλληλοι θα σκέφτονται το κομφούζιο των υποκλοπών, θα αναρωτιούνται πόσο τους εξαπατά ο κρατικός μηχανισμός. Ελπίζω ότι η Άννα θα είναι επιτέλους περήφανη για μένα. Έχω κάνει ό,τι πιο κοντά στην πολιτική τέχνη μπορεί να κάνει κανείς το 1987, εν μέσω εφησυχασμού και σκανδάλων.
«Όχι, αυτό δεν είναι πολιτική τέχνη. Είναι ναρκισσισμός. Η μόνη πολιτική τέχνη είναι να κατέβεις στο δρόμο, να πάψεις να πιστεύεις ότι ο μεταλλουργός έχει άλλα προβλήματα από τον καλλιτέχνη» λέει.
((Μα Άννα, άσε με να σου στείλω μια κασέτα πρώτα...»
((Δεν έχω καιρό για τέτοια, Μαρία. Όταν οι άνθρωποι· φοράνε τα καλά τους και πάνε σε αίθουσες τέχνης χάνουν την ουσία του πράγματος».
«Μα δεν είναι έργο για γκαλερί. Δεν πιστεύω στις γκαλερί, το ξέρεις».
Ξεφυσάει με την ιδέα μου για την πλατεία Συντάγματος. «Οι πλατείες είναι μόνο για ν' ακούγονται συνθήματα» λέει.
Μαγνητοφωνώ τη συνομιλία μας. Θα γίνει έξαλλη όταν το μάθει, αλλά η τέχνη είναι για μένα εξίσου σημαντική με την πολιτική. Εξίσου σημαντική με την ίδια την Άννα.
((Ελπίζω πως είναι μια περαστική φάση». Όπως πάντα, η Αντιγόνη περισσότερο ανακατεύει τη σαλάτα της, παρά τρώει. Έχω το ρεπό μου σήμερα και τρώμε μαζί σε μια ταβέρνα, στα Εξάρχεια.
((Μα δεν πατάει στο πανεπιστήμιο» λέω.
Η Αντιγόνη σμίγει τα φρύδια. Το πρόσωπο της γεμίζει με τις χαρακτηριστικές λεπτές ρυτίδες.
((Γιατί δε μου το είπες νωρίτερα αυτό;»
((Νόμιζα πως το ξέρεις». Έχω βαρεθεί να με θεωρεί κηδεμόνα της Άννας, γραφείο ερευνών για την ψυχή της κόρης της.
Σπρώχνει το πιάτο της μακριά. ((Δεν καταλαβαίνω τι έκανα λάθος. Ήμασταν δημοκρατικοί γονείς, δεν της στερήσαμε τίποτα, έλεγε τη γνώμη της πάντα».
«Νομίζω πως έχει σχέση με το σεισμό».
((Με το σεισμό;»
((Όταν η Άννα φοβάται, αλλάζει εντελώς πορεία πλεύσης. Φεύγει, κάνει κάτι αναπάντεχο». Καθώς το λέω, το συνειδητοποιώ: εκείνη μπροστά, εγώ από πίσω, με μικρή χρονοκαθυστέρηση. Άραγε θα γίνω σκληροπυρηνική κομμουνίστρια στο τέλος;
((Μα έχει γίνει πρόβατο. Ζητάει τη γνώμη του κόμματος για να πάει στην τουαλέτα!»
Από τα διπλανά τραπέζια γυρνάνε και μας κοιτάνε. Η Αντιγόνη μιλάει όλο και πιο δυνατά. Απεχθάνεται το Κομμουνιστικό Κόμμα περισσότερο κι από τη Δεξιά. Ο αριστερισμός της είναι νοσταλγικός, έχει κάτι ελιτίστικο. Ίσως η Άννα αντιδρά σ' αυτό, όπως εγώ αντιδρώ στον πολιτικό αγνωστικισμό της μαμάς μου.
«Αλήθεια, εσείς τι κάνετε; Η μαμά σου;» ρωτάει η Αντιγόνη λες και διάβασε τη σκέψη μου.
«Εκεί, με τα σίριαλ και με τα καντήλια της...»
((Απόλυτα παραδομένη. Σαν την Άννα. Ώρες ώρες αναρωτιέμαι μήπως σας ανταλλάξαμε μωρά στην κούνια. Μήπως εσύ είσαι κόρη μου και η Άννα κόρη της μαμάς σου...»
Αν μου το έλεγε πριν από δέκα χρόνια αυτό, θα δάκρυζα από περηφάνια. Τώρα μασουλάω με απάθεια το μπιφτέκι μου.
Αλλάζουμε νησί. Πηγαίνουμε στην Αμοργό, τη βγάζουμε σε κάτι, βραχάκια, για να ζήσουμε την ουτοπία της φύσης και της μοναξιάς. Η Άννα σκαρφαλώνει στηριγμένη σ' ένα καλάμι που έχει βρει. Φοράει ένα πλατύγυρο ψαθί και διαβάζει, με τα πόδια στο νερό. Εγώ ιδρώνω και ξεϊδρώνω, καθαρίζω ροδάκινα με το σουγιά μου. Τ' αγόρια έρχονται δυο δυο κι ανάλογα με την ανατροφή τους αρχίζουν τα ((ψιτ, ψιτ» ή ((μήπως έχετε ώρα κορίτσια;». Πιστεύουν ότι δυο κοπέλες μόνες ψάχνουν πάντα παρέα. Δεν ξέρουν καλά την Άννα.
«Στρίβετε!» φωνάζει.
Τ αγόρια φεύγουν πότε σαστισμένα, πότε βρίζο-ντας. Η Άννα σέρνεται με τον πισινό προς το μέρος μου, ξαπλώνει στην πετσέτα και μου ψιθυρίζει στ' αυτί. « Τα αγόρια είναι τέρατα. Εσύ, εσύ είσαι η καλύτερή μου φίλη!»
Και για να σφραγίσει την εξομολόγηση, μου ρίχνει μια τσιμπιά στον ώμο.
Το δέρμα μου κοκκινίζει και πονάει.
«Μερντ, Μαρία!» Η Άννα με κοιτάζει από πάνω ως κάτω καθώς κουμπώνω το παντελόνι μου, κουλουριασμένη μέσα στη σκηνή μας. Κάτι έκανα λάθος πάλι.
«Τι συμβαίνει;»
«Κι άλλο καινούργιο παντελόνι;»
((Θα γράψω όλες μου τις αγορές σ ένα χαρτί και θα σου τις δώσω για έγκριση, σύμφωνοι;»
((Φοβάμαι ότι γίνεσαι σαν τους γονείς σου».
((Τι σου έκαναν πάλι οι γονείς μου;»
((Σε μένα τίποτα. Στον εαυτό τους και σε σένα. Το μοναδικό τους όνειρο ήταν η συσσώρευση πλούτου. Κι όταν έπαψαν να κατέχουν, έπαψαν να είναι ευτυχισμένοι. Γιατί νομίζεις ότι κέρδισες το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό Αποταμίευσης;»
((Επειδή τους άρεσε η ζωγραφιά μου...»
«Η ζωγραφιά σου ανταποκρινόταν στα μικροαστικά στερεότυπα. Άκου, λεφτά που πέφτουν από τον ουρανό! Σαν διαφήμιση για λαχείο...»
((Ενώ οι ληστείες και τα περιστέρια είναι καλύτερα; Μετά την πτώση του τείχους, ειρήνη σημαίνει καπιταλισμός, εσύ το λες αυτό!»
((Δεν ισχυρίζομαι πως ήμουν καλύτερη. Είπα πως προσπαθώ».
((Ενώ εγώ δεν προσπαθώ αρκετά, ε;»
Με κάνει να νιώθω άχρηστη. Ασήμαντη. Χαζή. Κλείνει τ' αυτιά της όταν μιλάω για την ηχητική μου εγκατάσταση. Αέει πως ο καπιταλισμός οδηγεί τη θεία Αμαλία στην τρέλα. Πως τα παντελόνια μου αποτελούν αλληγορία για την υποστήριξη κεκτημένων. Και πως το στόρατζ ρουμ της Ικέτζα είναι τραυματική ανάμνηση: έκτοτε θέλω να μαζεύω. Εγώ; Να μαζεύω; Της δίνω πάντα τα μισά, απλώς εκείνη κάνει τη μοιρασιά ολόκληρο θέμα. Πάρε το μισό μου σάντουιτς, δώσε μου τον άντρα της ζωής σου. Κάνε ό,τι σου λέω εγώ.
«Δεν μπορώ να είμαι σαν εσένα. Δε θέλω. Δε μ' αρέσεις!»
«Δε σ' αρέσω;»
Η Άννα ανοίγει κάτι πελώρια μάτια.
Μέρντ, μου ξέφυγε.
((Μήπως είδατε μια ξανθιά κοπέλα στην ηλικία μου, πολύ αδύνατη, με λακκάκι στο πιγούνι και μισό άσπρο φρύδι; Φοράει ένα κόκκινο μακό και μαύρη φούστα με κρόσσια».
Την ψάχνω σ' όλο το νησί, από χθες. Μέσα σε τουαλέτες. Πίσω από αρμυρίκια. Στις κουζίνες των εστιατορίων. Σε ξενοδοχεία. Τι έφαγε; Πού κοιμήθηκε; έφυγε χωρίς το πορτοφόλι της. Ανοίγω το σακίδιο της, ανακατεύω τα ρούχα της, μα τι ψάχνω να βρω; Αν είναι ειλικρινής; Αν αγόρασε κι εκείνη κάτι καινούργιο; Μπαίνω σ' όλα τα μπαρ, τα μαγαζιά, τα καφενεία· έχω καταντήσει γραφική ντετέκτιβ.
((Δεν τη βρήκες ακόμη τη φίλη σου;» μου λέει ένας σερβιτόρος. ((Μήπως την ξελόγιασε κανείς;»
Ναι, η μεγάλη ιδέα που έχει για τον εαυτό της. Είμαι ο παρατρεχάμενος, η υπηρέτρια, το σκλαβάκι -και το αφεντικό θύμωσε.
«Τι έπαθες;» λέει ο σερβιτόρος.
Μια ξαφνική επιφοίτηση: η Άννα μού έχει βάλει ένα ακόμη τεστ φιλίας, όπως τότε που μου κατέστρεψε τη ζωγραφιά ή μου πάσαρε τον Ραούλ ή τα 'φτιάξε με τον Άγγελο. Με παρακολουθεί. Βαθμολογεί την αυταπάρνηση μου. Θα εμφανιστεί αν συγκινηθεί αρκετά από το ενδιαφέρον μου. Ή αν πάψω εντελώς να την ψάχνω.
Αφήνω το σακίδιο της μέσα στη σκηνή. Μαζεύω μόνο τα πράγματα μου. Γράφω ένα σημείωμα: «Άννα, μια ζωή με εκμεταλλεύεσαι. Ακόμη κι αν είσαι πιο ωραία, πιο έξυπνη και πιο πιστή στις ιδέες σου (για το-τελευταίο αμφιβάλλω), έχω κουραστεί να τρέχω από πίσω σου. Θέλω να με δεχτείς, ακριβώς όπως δέχεσαι τους εργάτες σου στα εργοστάσια. Παλεύεις για να είναι υπερήφανοι. Σκέφτηκες ποτέ το μέτρο της δικής μου υπερηφάνειας; Μαρία».
Σκίζω το σημείωμα. Η υπερηφάνεια μου είναι μεγαλύτερη από τις ψωρολέξεις.
((Νόμιζα πως είσαι κάτι περισσότερο από φίλη μου: η αδερφή που δεν είχα ποτέ. Με τη στάση σου με αναγκάζεις να αναθεωρήσω όλη μου τη ζωή, τις προτεραιότητες μου, τον συναισθηματικό μου κόσμο. Με άφησες εκεί κι έφυγες. Θα μπορούσα να έχω γκρεμοτσακιστεί απ' τα βράχια. Ήσουν πάντα τόσο εαυτούλης ή "βελτιώνεσαι" μεγαλώνοντας;»
Τέτοια γράμματα μου στέλνει η Άννα φέτος το φθινόπωρο. Μία φορά στις δεκαπέντε έρχεται ένας φάκελος με γαλλικά γραμματόσημα και ξέρω τι με περιμένει: εξάψαλμος. Δεν τηλεφωνεί, ούτε απαντάει στα δικά μου τηλεφωνήματα. Είναι η εποχή της μοχθηρής αλληλογραφίας. Αναγκαστικά της γράφω κι εγώ: ((Άννα, Χογικέψου. Όταν είπα "δε μ' αρέσεις", εννοούσα ότι δε |ι' αρέσει αυτό που μου κάνεις. Με πιέζεις. Θέλεις να περνάει το δικό σου. Σύμφωνοι, αυτή είναι η ουτοπία της δυνατότητας, αλλά της δικής σου δυνατότητας. Πρέπει ν' αφήσεις λίγο χώρο και για τη δική μου».
Μου γράφει κάτι άσχετο: ((Ακόμη και στους φιλοσόφους, υπάρχουν περίοδοι. Μου αρέσει ο Νίτσε της πρώτης περιόδου, αλλά όχι ο Νίτσε νούμερο δύο. 'Ετσι θυμάμαι με νοσταλγία τη Μαρία ένα, αλλά όχι τη Μαρία δύο». Δεν ξέρω τι να της απαντήσω σ' αυτό. Πολύ φοβάμαι ότι έχω προβλήματα και με την Άννα ένα και με την Άννα δύο.
Έχω ξεχάσει τη φωνή της. Μερικές φορές τη φαντάζομαι να πετάγεται από το κρεβάτι με την τρομερή της ενέργεια, να κατρακυλάει τις σκάλες, να πηγαίνει στο απέναντι καφέ και να μου γράφει ένα γράμμα. Πικραμένη, σαστισμένη, με τσαλακωμένα χαρτιά μπροστά της - αλλά αυτές είναι δικές μου φαντασιώσεις. Μια χαρά θα είναι. Θα έχει βρει καινούργιους φίλους, σκληρούς, όπως τους θέλει αυτή την περίοδο, θα τρωνε όλοι μαζί στην ωραία τους κολεκτίβα και θα συζητάνε για την ουτοπία της δυνατότητας σ' ένα ψηλοτάβανο δωμάτιο γεμάτο καπνούς. Θα ξεχειλίζουν από επαναστατική ενέργεια και θα βρίζουν τους αστούς που αγοραζουν καινούργια παντελόνια.
((Η Άννα τον βρήκε. Είναι σε κατάσταση αμόκ».
Πρώτη φορά πηγαίνω στο αεροδρόμιο χωρίς βαλίτσα, χωρίς μια αλλαξιά ρούχα. Αυτό ονειρευόμασταν με την Άννα από παιδιά: να πεταγόμαστε στο Παρίσι για καφέ. 'Οχι για τον καφέ της παρηγοριάς, στην κηδεία του πατέρα της.
Έχει ρέψει, είναι ένα μάτσο κόκαλα. Φοράει μακρύ ροζ νυχτικό, σε απόχρωση παιδικού αντιβιοτικού, κάθεται στην πολυθρόνα του Σταμάτη και χαϊδεύει αφηρημένα το τριμμένο βελούδο. Έχω να τη δω έτσι από το σεισμό ή μάλλον από την έκτρωση. Της φτιάχνω τσάι, της αγοράζω σουκέτ, δεν αγγίζει τίποτα. Το σπίτι έχει καταληφθεί από φίλους και συνεργάτες του Σταμάτη που γυρνάνε γύρω απ' τα πόδια μας σε κατάσταση υστερίας. Το βλέμμα μου καρφώνεται στην αφίσα του τοίχου: ((Παίρνω τις επιθυμίες μου για πραγματικότητα, επειδή πιστεύω στην πραγματικότητα των επιθυμιών μου». Θα 'θελα να φύγουμε από δω. Αυτή είναι η πραγματικότητα των επιθυμιών μου.
((Πάμε στο πάρκο;» λέω. Το πάρκο είναι το Μπιτ Σομόν.
Η Άννα φοράει ένα μακρύ πορτοκαλί αδιάβροχο με κουκούλα πάνω απ' το νυχτικό. Από κάτω, τα αθλητικά της. Μοιάζει με εγχειρισμένη ασθενή που της επέτρεψαν να κάνει την πρώτη της βόλτα στον αυλόγυρο του νοσοκομείου. Ξαπλώνει στο γρασίδι και σταυρώνει τα χέρια στο στομάχι. Το μπικ κυλάει απ' τα μαλλιά της. Το πιάνω και σχεδιάζω μια καρδιά στο χέρι τηζ·
«Τι είναι αυτό;» ρωτάει.
((Εξομολόγηση αγάπης».
Ξαπλώνω δίπλα της. Τη σφίγγω στην αγκαλιά μου.
((Θα είμαι εδώ για σένα, όποτε με χρειαστείς».
((Και θα μου πραγματοποιείς όλες τις ευχές;»
«Όλες».
«Τότε βοήθησε με να πεθάνω. Θέλω να πεθάνω». Η Άννα χώνεται στην αγκαλιά μου κι αρχίζει να κλαίει. Το ξέσπασμα της είναι σπαρακτικό και με παρασύρει κι εμένα. Στην αρχή κλαίω για τον Σταμάτη, που δε θα με ξαναπεί «μαντεμουαζέλ», δε θα με ξαναπάει για καφέ απέναντι, δε θα μου ξαναδώσει ψεύτικες υποσχέσεις. Μετά κλαίω για τον Καγιό, για τον Άγγελο. Για τα κομμένα μου μαλλιά, για το κομμένο μου δάχτυλο, για τον κόλπο μου. Για τις μάο ποδιές, για τις βλακείες που μαθαίναμε στο μάθημα οικοκυρικών και θρησκευτικών. Για τη θεία Αμαλία που βάζει μαγιονέζα στις φράουλες. Για τον μπαμπά που μπερδεύει τους καλούς με τους κακούς. Για τη μαμά, την Γκουέντολιν, για ολόκληρη την Ικέτζα. Τέλος για την Αννα, την καλύτερη μου φίλη.
Το τσιγγανάκι ξεφεύγει από το σερβιτόρο και πλησιάζει στο τραπέζι μας. Κρατάει γαρίφαλα - σχεδόν ανύπαρκτους μίσχους, τυλιγμένους σε ασημόχαρτα. Από στεφάνια νεκροταφείου μάλλον.
((Θέλεις γαρίφαλα;» λέει ο μικρός.
«Εσύ τι θέλεις;» λέει η Άννα.
((Αυτό τι είναι;» λέει εκείνος δείχνοντας το πιάτο της με το σαγόνι του.
((Κολοκύθια» απαντά η Άννα.
Όλοι γελάνε. Έχει όντως παραγγείλει ριζότο με κολοκυθάκια.
((Να πάρω λίγο;» λέει ο μικρός.
Η Άννα του κάνει νόημα να καθίσει δίπλα της και του δίνει να φάει απ' το πιρούνι της. Οι νέοι της μαθητές κοιτάνε με ανοιχτό στόμα. Ναι, η κυρία με το βραδινό φόρεμα είναι λιγάκι εκκεντρική. Μια τρώει εκείνη, μια δίνει στο τσιγγανάκι.
((Τώρα πρέπει να φύγω» λέει ο μικρός και σκουπίζει το στόμα του στην ανάστροφη της παλάμης. Πετάγεται ως την πόρτα, ύστερα το ξανασκέφτεται, γυρνάει, της προσφέρει ένα κολοβό γαρίφαλο. Η αγία των καταφρονεμένων. Η Φρίντα Κάλο της γειτονίας. Από τα διπλανά τραπέζια γυρίζουν και μας κοιτάζουν ενοχλημένοι.
((Ορίστε» λέει η Άννα. ((Καταστρέψαμε την ψευδαίσθηση της ασφαλούς αστικής ζωής. Δεν πάει κάτω η μπουκιά τους».
Είναι τόσο εύκολο να γοητεύεις ανθρώπους; Η Ειρήνη κι ο Κοσμάς την εμπιστεύονται ήδη, της μιλάνε για τη ζωή τους, την οικογένεια τους, τα όνειρα τους· H Φιόνα που συνήθως βαριέται στις συναντήσεις μας, hzi ανοίξει κάτι μάτια να. Ακόμη κι ο Καγιό το διασκεδάζει. Σκύβει και μου λέει: (('Εχει παραμείνει δεκαεννιά χρονών». Δεκαεννιά; Πες εννιά καλύτερα. Όλα έχουν προδιαγραφεί όταν είσαι εννιά χρονών.
Αρχίζω να καταλαβαίνω πώς λειτουργεί η μηχανή της γοητείας της: κάνει κάτι εξωφρενικό, κάτι που δεν ταιριάζει με την ομορφιά, το ντύσιμο, την εικόνα της. Τστερα χρησιμοποιεί το τρανταχτό περιστατικό όπως ι εγώ χρησιμοποιώ την κουβέρτα μου: τυλίγεται μέσα σ' αυτό, γίνεται το περιστατικό. Η Άννα υφίσταται στα μάτια των άλλων ως αλληγορία της γενναιότητας, του θράσους, ή απλώς της εφευρετικότητας. Κάνει πράγματα που μας περνάνε φευγαλέα από το μυαλό, πραγματοποιεί σενάρια από τον κόσμο των ενστίκτων. Σαγηνεύει. Τυραννάει. Βρίζει. Σκοτώνει.
Ναι, σκοτώνει.
Το πρόσωπο του Αλβανού σχηματίζεται φευγαλέα στο πιάτο μου, στη σούπα λαχανικών που έχω παραγγείλει. Τα σκληρά του ζυγωματικά λιώνουν ανάμεσα στα καρότα. Ο ζωμός έχει τη μεταλλική γεύση του αίματος. Σπηλιά. Μετρό. Φυλακή. Κάτι υπόγειο, σκοτεινό, βαθύ. Οι κρόταφοι μου μουδιάζουν. Ξεραίνεται η γλώσσα μου.
«Άννα, πρέπει να μιλήσουμε γι' αυτό».
«Ποιο αυτό;» λέει η Άννα.
«Αυτό, αυτό. Με πνίγει. Δεν ξέρω πώς ζεις εσύ. Εμένα...»
Με βουτάει απ' το μπράτσο. Με τσιμπάει. ((Πάμε εξω, μερντ!» Η φωνή της σπάει από μια κρίση βήχα. σχεδόν φτύνει τα φωνήεντα.
Χτυπάει το χέρι της στην έδρα και τ' ασημένια βραχιόλια κουδουνίζουν.
«Γιατί δε μου τηλεφώνησες;» Καπνίζει και βήχει εναλλάξ. Όση ώρα σωπαίνω, χτυπάει με τη μυτερή της μπότα το ποδαράκι της έδρας.
«Θέλω να μείνω μόνη μου για λίγο» της λέω τελικά.
«Τι θα πει αυτό;»
«Τι θα πει μοναξιά;»
«Πάμε να πιούμε έναν καφέ σ' αυτό το απαίσιο μέρος απέναντι;»
«Όχι, Άννα. Έχω δουλειά. Θα πάω σπίτι».
((Θα σε πάω με τ' αυτοκίνητο».
«Όχι, θα πάρω το μετρό».
«Μα αφού... Δεν είπες ότι δεν ξαναμπαίνεις στο μετρό; Ότι πανικοβλήθηκες;»
«Εσύ το είπες αυτό. Όχι εγώ».
«Θά 'ρθω μαζί σου τότε, μήπως συμβεί τίποτα».
«Όχι».
Όχι· Πρώτη φορά τής λέω όχι τόσο δυνατά και καθαρά. Το δέρμα της μπότας της γδάρθηκε από το επίμονο χτύπημα στην έδρα. Είναι τρομακτικό: λες κι η ψυχή της Άννας κατέβηκε στο παπούτσι της. Αες κι έχασε κάτι από τη λαμπερή της αυθυπαρξία.
«Πάμε για κατούρημα;» λέει η Άννα. Είναι ξεχτένιστη, κατακόκκινη από το χορό, υπέροχη. Μια φλεβίτσα πάλλεται στο μέτωπο της.
Κάθεται στη λεκάνη, εγώ σύρριζα στον τοίχο. Η αγαπημένη μας στάση.
«Ο Τιερί θέλει να πάμε να ζήσουμε στην Αφρική...» λέει ονειροπόλα.
'Οχι μερντ! Η Αφρική είναι δική μου!
«Λέει πως αν δε ζεις κοντά στα αληθινά προβλήματα, είσαι τουρίστας».
«Αληθινά προβλήματα υπάρχουν και στο Παρίσι. Ανεργία, άστεγοι, ρατσισμός...»
((Ασχολούμαστε με άλλα πράγματα, Μαρία».
((Σωστά, φέτος άλλαξε η μόδα. Φοριούνται οι ιθαγενείς και οι οικολογικές καταστροφές...»
Η Άννα απλώνει το χέρι της, μου τσιμπάει δυνατά το μπράτσο. ((Θα σε διώξω από το σπίτι! Να πας να κοιμηθείς στο Μετρό, με τους άστεγους σου!»
((Δε χρειάζεται να με διώξεις. Φεύγω μόνη μου!»
Βγαίνω στο δρόμο. Ο παριζιάνικος αέρας μου τσιμπάει το πρόσωπο, τις παλάμες, λες και δεκάδες φασματικές Άννες μού ορμάνε ξανά και ξανά μέσα στο σκοτάδι.
«Τρελάθηκες μερντ; Έλα δω!»
Τρέχει ξοπίσω μου, με προλαβαίνει και μου ρίχνει το παλτό του Τιερί στους ώμους. Οι οικολογικές ανησυχίες την έχουν κάνει ευαίσθητη σε όλα τα προστατευόμενα είδη: ακόμη και στις παιδικές φίλες που αν τις αφήσεις για καιρό χωρίς τροφή και νερό μεταμορφώνονται σε αγριόγατες.
Συμφιλιωνόμαστε στον πάγκο της κουζίνας, με κιρ ρουαγιάλ και μπαγιάτικες σουκέτ. Ο Τιερί και ο Θάνος ξάπλωσαν, τα κορίτσια έχουν το μικρό τους πάρτι. Ακούμε παλιά γαλλικά τραγούδια από τη δισκοθήκη του Σταμάτη. Η Άννα μιμείται μερικές αστείες φιγούρες από τις παιδικές μας χορογραφίες. Τότε που κάναμε αραμπέσκ και αφήναμε, υποτίθεται, γαρίφαλα στους τάφους των νεκρών φοιτητών.
«Σοβαρέψου, Άννα. Δεν είμαστε εννιά χρονών πια...» ((Αν το πιστεύεις αυτό, θα γεράσεις πριν την ώρα σου».
((Δε νιώθω και τόσο νέα τελευταία». «Επειδή δεν πιστεύεις στη φιλία μας πια, γι' αυτό...»
Η Άννα μ' αγκαλιάζει και ψιθυρίζει στο αυτί μου:
«Αν νομίζεις πως κάθε απομάκρυνση σημαίνει χωρισμό, θα χάσεις όλη σου τη ζωή ψάχνοντας αντικαταστάτες. Έχω βαρεθεί να ψάχνω αντικαταστάτες. Είσαι η καλύτερη μου φίλη, πάει και τελείωσε!»
((Για πάντα;»
«Για πάντα!»
Η Άννα μου χαϊδεύει τα μαλλιά, με φιλάει σβουρι-χτά στο αυτί και πλέκει τα δάχτυλα της με τα δικά μου. Ξαπλώνουμε αγκαλιά στο κρύο πάτωμα της κουζίνας.
Ένα ολόκληρο Μπιτ Σομόν, με τις πλαγιές και τα δέντρα του, φυτρώνει γύρω μας.
Διαβάζει πάλι Αλαίν Μπαντιού στα βραχάκια της Αμοργού. Έχει βρει ένα καλάμι για να περπατάει, σαν μοντέρνα ερημίτισσα. Φέτος φοράει γαλάζιο μαντίλι στα μαλλιά και καινούργιες εσπαντρίγιες. Χαρούμενη εργάτρια σε παλ αποχρώσεις.
«Τι θα πει αυτό;»
((Θα πει πως η κομμουνιστική πρακτική είναι απόλυτα κινητική, αντικρατική». Ρωτάει και απαντάει με τσιτάτα. Συνεχίζω να καθαρίζω ένα ροδάκινο με το σουγιά μου.
((Θέλεις; Είναι ζουμερό!» Ελπίζω η προσωπικότητα της Άννας να κατασταλάξει σε κάτι απλό και αναγνωρίσιμο, όσο αυτό το φρούτο.
((Γιατί αποφεύγεις τη συζήτηση;»
((Δεν αποφεύγω τίποτα. Μου αρέσει να ασχολούμαι με αυτά τα ποταπά πράγματα - τον ήλιο, τα ροδάκινα. Όταν περνούσες την οικολογική σου φάση, σου άρεσε κι εσένα...»
Το βλέμμα της Άννας με διαπερνά. ((Την οικολογική μου φάση;» Σηκώνεται απότομα, φοβάμαι πως θα με τσιμπήσει, αλλά με προσπερνά κι ετοιμάζεται για μια απ' τις θεαματικές της βουτιές. Σκίζει το νερό, σε λίγο το κεφάλι της διακρίνεται στο βάθος σαν κεφάλι καρφίτσας. Απλώνω το χέρι μου στο βιβλίο της, διατρέχω τις υπογραμμισμένες φράσεις: ((εκπατρισμός της νίκης...» ((με αυτή την ορφάνια του πραγματικού...» ((για να αποκτήσει το αδύνατο την ιστορικότητα του». Τι ακριβώς ψάχνει;
Η Άννα μού φαίνεται ακατανόητη. Σαν να είναι ακόμη εννιά χρονών και να πιστεύει πως οι έλληνες αντιστασιακοί πήγαν στην Αφρική για να οργανώσουν την επανάσταση. Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι οι άντρες τη σπρώχνουν στην επανάσταση, όχι η επανάσταση στους άντρες. Μου περνάει από το μυαλό ότι τους απομυζεί, στύβει τις ιδέες τους, επειδή δεν έχει δικές της ιδέες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου