Τελειώσαμε την επεξεργασία του κειμένου που αφορά στη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών Α΄Λυκείου και επειδή οι μαθητές μας χρειάζονται μια διαφορετική άποψη για να δραματοποιήσουν τα γεγονότα έτσι όπως τα ανακοινώνουν στην Αθήνα του 405 πΧ οι επιβαίνοντες στην Πάραλο, παραθέτουμε απόσπασμα από το Διόδωρο Σικελιώτη για να αντλήσουν τις τυχόν διαφοροποιούμενες απόψεις και να συνθέσουν τους δικούς τους διαλόγους.
Ολοφυρόμενη μορφή από λευκή λήκυθο του 5ου αι. πΧ
Διοδώρου Σικελιώτη 13. 105 -107
105. Όταν οι στρατηγοί των Αθηναίων έμαθαν ότι οι Λακεδαιμόνιοι πολιορκούν με το σύνολο των δυνάμεων τους τη Λάμψακο, συγκέντρωσαν από παντού τριήρεις και κινήθηκαν εσπευσμένα εναντίον τους με εκατόν ογδόντα πλοία. Βρίσκοντας την πόλη να έχει ήδη αλωθεί, άραξαν προσωρινά τα πλοία στους Αιγός ποταμούς και στη συνέχεια ανοίγονταν καθημερινά στο πέλαγος και προκαλούσαν τους αντιπάλους σε ναυμαχία. Επειδή οι Πελοποννήσιοι δεν απαντούσαν στις προκλήσεις, οι Αθηναίοι δεν ήξεραν πώς να χειριστούν την κατάσταση, καθώς δεν μπορούσαν να συντηρήσουν άλλο εκεί τις δυνάμεις τους. Τότε, έφτασε ο Αλκιβιάδης και τους είπε ότι ο Μήδοκος και ο Σεύθης, οι βασιλιάδες των Θρακών, ήταν φίλοι του κι είχαν συμφωνήσει να του δώσουν μεγάλη στρατιωτική δύναμη, αν σκόπευε να πολεμήσει μέχρι τέλους τους Λακεδαιμονίους· γι' αυτό τους ζητούσε να λάβει μέρος στη διοίκηση των δυνάμεων και τους υποσχέθηκε ένα από τα δύο, ή να αναγκάσει τους εχθρούς να ναυμαχήσουν ή να τους πολεμήσει στην ξηρά με τους Θράκες. Αυτά τα έκανε ο Αλκιβιάδης επιθυμώντας να κατορθώσει ο ίδιος κάτι μεγάλο για την πατρίδα του και με τις ευεργεσίες του να κερδίσει την εύνοια του δήμου, όπως παλιά. Οι στρατηγοί των Αθηναίων, όμως, θεωρώντας ότι σε περίπτωση αποτυχίας θα επωμίζονταν αυτοί το βάρος, ενώ σε περίπτωση επιτυχίας τα επιτεύγματα θα τα απέδιδαν όλοι στον Αλκιβιάδη, τον διέταξαν να φύγει γρήγορα και να μην ξαναπλησιάσει στο στρατόπεδο.
106. Καθώς οι αντίπαλοι δεν έλεγαν να ναυμαχήσουν, ενώ παράλληλα είχε πέσει σιτοδεία στο στρατόπεδο, ο Φιλοκλής, που ήταν διοικητής εκείνη την ημέρα, πρόσταξε τους άλλους τριηράρχους να επανδρώσουν τις τριήρεις και να τον ακολουθήσουν, ενώ αυτός έχοντας έτοιμα τριάντα πλοία απέπλευσε αμέσως. Μαθαίνοντας το ο Λύσανδρος από κάποιους αυτόμολους, ανοίχτηκε με όλα του τα πλοία, ανέκοψε τον Φιλοκλή και τον ανάγκασε να επιστρέψει στα υπόλοιπα πλοία. Καθώς οι τριήρεις των Αθηναίων δεν είχαν ακόμη επανδρωθεί, η απροσδόκητη εμφάνιση των εχθρών προκάλεσε γενική σύγχυση. Συνειδητοποιώντας ο Λύσανδρος την ταραχή των αντιπάλων, αποβίβασε αμέσως τον Ετεόνικο με τα τμήματα που ήταν εξασκημένα σε πεζομαχίες. Εκείνος εκμεταλλεύτηκε τάχιστα την ευκαιρία και κατέλαβε ένα μέρος του στρατοπέδου, ενώ ο ίδιος ο Λύσανδρος, με όλες τις τριήρεις αρματωμένες, επιτέθηκε και με σιδερένιες άρπαγες αποσπούσε τα προσορμισμένα πλοία. Οι Αθηναίοι πανικόβλητοι από τον απροσδόκητο αιφνιδιασμό, καθώς ούτε ν' ανοιχτούν με τα πλοία στη θάλασσα μπορούσαν ούτε να δώσουν μάχη στην ξηρά, αφού άντεξαν για λίγο, κατατροπώθηκαν κι αμέσως άλλοι αφήνοντας τα πλοία κι άλλοι το στρατόπεδο το έβαλαν στα πόδια προς όποια κατεύθυνση ήλπιζε να σωθεί ο καθένας.
Από τις τριήρεις δέκα μόνο γλίτωσαν, εκ των οποίων μία είχε ο στρατηγός Κόνων που φοβούμενος την οργή του λαού απέκλεισε την επάνοδο του στην Αθήνα και κατέφυγε στον Ευαγόρα τον ηγέτη της Κύπρου, που ήταν φίλος του. Από τους στρατιώτες οι περισσότεροι που έφυγαν προς την ξηρά έφτασαν σώοι στη Σηστό. Ο Λύσανδρος αφού αιχμαλώτισε τα υπόλοιπα πλοία κι έπιασε ζωντανό τον στρατηγό Φιλοκλή, τον πήγε στη Λάμψακο και τον εκτέλεσε. Μετά απ' αυτά, έστειλε στη Λακεδαίμονα τους αγγελιοφόρους της νίκης με την ταχύτερη τριήρη, αφού στόλισε το πλοίο με τα πολυτελέστερα όπλα και λάφυρα. Βαδίζοντας και κατά των Αθηναίων που κατέφυγαν στη Σηστό, κατέλαβε την πόλη, αλλά άφησε τους Αθηναίους να φύγουν κατόπιν συμφωνίας. Αμέσως μετά, έπλευσε στη Σάμο με το στράτευμα και την πολιόρκησε, ενώ έστειλε στη Σπάρτη τον Γύλιππο που είχε πολεμήσει με το ναυτικό στη Σικελία στο πλευρό των Συρακούσιων, για να μεταφέρει τα λάφυρα και μαζί μ' αυτά χίλια πεντακόσια ασημένια τάλαντα. Τα χρήματα ήταν τοποθετημένα σε σακούλια που είχαν όλα σκυτάλη που έφερε επιγραφή με το πλήθος των χρημάτων στο καθένα, ο Γύλιππος αγνοώντας τη σκυτάλη τα έλυσε κι αφαίρεσε τριακόσια τάλαντα. Όταν μέσω της επιγραφής αποκαλύφθηκε η πράξη του από τους Εφόρους, έφυγε από τη χώρα και καταδικάστηκε σε θάνατο. Με παρόμοιο τρόπο είχε τύχει παλαιότερα να φύγει και ο πατέρας του Γύλιππου ο Κλέαρχος, διότι θεωρήθηκε ότι είχε χρηματιστεί από τον Περικλή για να μην εισβάλει στην Αττική και καταδικάστηκε σε θάνατο, έτσι, έφυγε και πήγε στους Θούριους της Ιταλίας όπου έζησε. Αυτοί, λοιπόν, που θεωρούνταν άντρες ικανοί κατά τα άλλα, τέτοια έκαναν και ντροπιάστηκαν για όλη τους τη ζωή.
107. Μόλις έμαθαν οι Αθηναίοι την καταστροφή των δυνάμεων τους, εγκατέλειψαν την πολιτική της επικράτησης στη θάλασσα και ρίχτηκαν στην επισκευή των τειχών και στο φράξιμο των λιμανιών, περιμένοντας, όπως ήταν φυσικό, ότι θα πολιορκηθούν. Αμέσως, λοιπόν, οι βασιλείς των Λακεδαιμονίων, Άγις και Παυσανίας, εισέβαλαν στην Αττική με μεγάλη στρατιωτική δύναμη και στρατοπέδευσαν έξω από τα τείχη, ενώ ο Λύσανδρος με περισσότερες από διακόσιες τριήρεις κατέπλευσε στον Πειραιά. Οι Αθηναίοι, μολονότι τους είχαν βρει τόσο μεγάλες συμφορές, άντεχαν και επί αρκετό καιρό κρατούσαν την πόλη με ευκολία. Έτσι, οι Πελοποννήσιοι αποφάσισαν, επειδή η πολιορκία ήταν δύσκολη, να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από την Αττική και να βάλουν τα πλοία να περιπολούν από μακριά, ώστε να μην μεταφέρονται τρόφιμα στην Αθήνα. Μόλις έγινε αυτό, οι Αθηναίοι βρέθηκαν σε φοβερή έλλειψη των πάντων αλλά κυρίως τροφίμων, γιατί αυτά έρχονταν πάντα διά θαλάσσης. Κάθε μέρα που περνούσε το κακό χειροτέρευε και η πόλη γέμισε νεκρούς. Έτσι, οι υπόλοιποι έστειλαν πρέσβεις στους Λακεδαιμονίους και συνθηκολόγησαν, με τους όρους να γκρεμίσουν τα μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά, να μη διατηρούν πάνω από δέκα πολεμικά πλοία, να αποσυρθούν από όλες τις πόλεις και να ακολουθούν τους Λακεδαιμονίους στις πολιτικές και στρατιωτικές επιλογές τους. Ο Πελοποννησιακός, λοιπόν, πόλεμος, που ήταν ο πιο μακρόχρονος απ' όσους ξέραμε, μ' αυτό τον τρόπο τελείωσε, αφού διήρκεσε είκοσι επτά χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου