Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Αμάντας Μιχαλοπούλου Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη

Όσοι διδάσκουν  φέτος Λογοτεχνία στην Α΄Λυκείου αγωνιούν για το τι και το πως και το γιατί του εγχειρήματος εφαρμόζοντας τα νέα προγράμματα σπουδών. Στον αγώνα αυτό αλληλέγγυοι ανταλλάσσουμε κείμενα, τεχνικές, εμπειρίες μιας και η Παιδεία είναι ένα στοίχημα που βάζει καθημερινά ο εκπαιδευτικός με τον εαυτό του.  Μέσα σε αυτό το πνεύμα παραθέτουμε εδώ σε δύο συνέχειες επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου που προτείνεται προς διερεύνηση. 

Είναι η ιστορία της επεισοδιακής φιλίας δυο κοριτσιών που συναντιούνται στην Aθήνα τη δεκαετία του '70. H Άννα έρχεται από το Παρίσι, είναι η μοναχοκόρη μιας οικογένειας αυτοεξόριστων αριστερών. H Mαρία έρχεται από την άλλη άκρη του πλανήτη, από την άλλη άκρη της πραγματικότητας: γεννήθηκε στην αποικιοκρατούμενη Aφρική. H φιλία τους, από το δημοτικό ως τα φοιτητικά χρόνια, διακόπτεται απότομα: ένα απρόσμενο δραματικό γεγονός δίνει τέλος στις εντάσεις, στα αδιέξοδα, στις ανάγκες μιας ασφυκτικής σχέσης. Ύστερα από μερικά χρόνια συναντιούνται ξανά. Mπορεί να έχουν αλλάξει, αλλά κατά βάθος παραμένουν ίδιες. Πόσα θα καταφέρουν να αντέξουν για χάρη του παρελθόντος και της νοσταλγίας; Στο βιβλίο η προσωπική ιστορία διαπλέκεται με την πολιτική ζωή. H Άννα-Mαρία, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Kίνημα, η οικουμενική κυβέρνηση υπενθυμίζουν τις βαθύτερες δομές ενός πολιτικού συστήματος που όλοι μας έχουμε υποστεί: αυτό των ανθρωπίνων σχέσεων. Tο  μυθιστόρημα της Aμάντας Mιχαλοπούλου μιλάει για την Eλλάδα της μεταπολίτευσης, για τη «δικτατορία» της γυναικείας φιλίας, για τις σκοτεινές περιοχές της παραίτησης και της ζήλιας, για τις σχέσεις που μας καταδιώκουν.

Η Άννα κάθεται δίπλα μου στο πρώτο θρανίο και μου κλείνει το μάτι. Είναι το πιο όμορφο κορίτσι που έχω δει! Είναι ένας άγγελος! Ξανθιά, με μάτια σαν τα νε­ρά της Τάρκουα κι ένα κοκαλάκι χελώνα στερεωμένο στην αφέλεια. Έχει λακκάκι στο σαγόνι και μισό ά­σπρο φρύδι, σα βαμμένο, που την κάνει να φαίνεται σοφή και τίμια, ακριβώς όπως πρέπει να είναι κανείς όταν περιμένει να του πέσει στο κεφάλι ένα ώριμο φρούτο. Φοράει μια «μαρινιέρ», όπως μου λέει με κά­πως παράξενη προφορά, δηλαδή μπλούζα με άσπρες και μπλε ρίγες.
«Εσύ η καινούργια...» λέει η κυρία Αφροδίτη. Χαί­ρομαι που ήρθε η Άννα και δεν είμαι καινούργια πια.
«Μάλιστα» λέει η Άννα αγέρωχα.
«Αύριο θα έρθεις στο σχολείο με την ποδιά σου».
«Δεν έχω ποδιά. Δεν προλάβαμε να πάμε στα μα­γαζιά ακόμη».
«Μήπως έρχεσαι κι εσύ από την Αφρική σαν την Παπαμαύρου;»
«Όχι» έρχομαι από το Παρίσι».
«Τι θα κάνω με όλους εσάς τους μετανάστες;»
«Δεν είμαστε μετανάστες, κυρία. Είμαστε αντι­στασιακοί. Ο μπαμπάς μου πήρε την υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου. Η μαμά μου με γέννησε στο Παρίσι για να μην είμαι παιδί της δικτατορίας. Τώρα που ελευθερώθηκε η Ελλάδα, γυρίσαμε. Δηλαδή, όχι ο μπαμπάς. Η μαμά κι εγώ. Ο μπαμπάς δεν προλαβαί­νει ούτε να κοιμηθεί. Έχει ένα τεράστιο γραφείο με χί­λια βιβλία και βάλε, όλα στα γαλλικά. Και τα έχει δια­βάσει από δύο φορές».
Μιλάει ακατάπαυστα και η κυρία Αφροδίτη ούτε διανοείται να τη διακόψει. Στην τάξη, καρφίτσα. Η Άννα είναι μια ανθρωπόμορφη μέλισσα που βουίζει με­ταφέροντας τις ιστορίες της σαν να είναι γύρη: τι ω­ραίοι που είναι οι κήποι του Παρισιού και το Καφέ ντε Φλορ που πηγαίνουν για πρωινό τις Κυριακές, και τι καλή και αστεία που είναι η Μελίνα Μερκούρη από κο­ντά, και πώς προφέρουμε το ρο στα γαλλικά σαν να έρ­χεται από μέσα μας, από ένα πηγάδι στο στήθος. Στο διάλειμμα όλα τα παιδιά μαζεύονται γύρω της. Αλλά η Άννα διαλέγει εμένα.
«Πρώτον, γιατί είσαι η διπλανή μου και δεύτερον γιατί ήρθες κι εσύ από αλλού. Είστε αντιστασιακοί της Αφρικής;»
«Ε, ναι...» μουρμουρίζω καθώς τρέχουμε στο προ­αύλιο χέρι χέρι. Η αντίσταση είναι το αντίθετο της δι­κτατορίας. Οι δικτάτορες είναι οι κακοί, οπότε οι α­ντιστασιακοί είναι οι καλοί κι εμείς είμαστε με τους καλούς, σίγουρα. ((Δώστε τη χούντα στο λαόοο!» Φω­νάζω τραγουδιστά το σύνθημα του Απόστολου και η Άννα ενθουσιάζεται και μ' αγκαλιάζει. Παίζουμε τσιγκολελέτα, αλλά αντί να λέμε «ένα φράγκο η βιολέτα», τραγουδάμε το σύνθημα. Μόλις λαχανιάσουμε, καθόμαστε στα σκαλάκια της τάξης και η Άννα κόβει στα δύο το σάντουιτς που έφερε από το σπίτι για να το μοιραστούμε. Δεν είμαι σίγουρη ότι θέλω επειδή μυρί­ζει μουχλιασμένο τυρί, αλλά η Άννα επιμένει: «Φάε! Οι αγωνιστές τα μοιράζονται όλα!». Μα πώς νόμιζα ό­τι θα γίνουμε φίλες με την Αγγελική, το πατημένο σκατό, όταν υπάρχουν κορίτσια σαν την Άννα; Ξαφνι­κά η Ελλάδα γίνεται ωραία, γίνεται αφρικάνικη.
Το μεγάλο δέντρο ιρόκο φυτρώνει από ένα μικρό σπόρο.

Η Άννα δε μου μιλάει. Θέλει να χωρίσουμε το θρανίο στα δύο και να μη βάζω τον αγκώνα μου στην περιοχή της.
«Μα τι σου έκανα; Τι;»
«Μου είπες ψέματα. Δεν υπάρχουν αντιστασιακοί στην Αφρική. Η μαμά λέει πως είσαστε ρατσιστές και εκμεταλλεύεστε τους μαύρους».
Αυτό πάει πολύ! Της λέω μονοκοπανιά όλες τις πα­ροιμίες της Γκουέντολιν και τα παιχνίδια που παίζου­με με τον Ούντο Πούντο. Η Άννα κλείνει τ' αυτιά της και τραγουδάει: «Είμαι κουφή, τριαλαλό, είμαι κουφή τριαλαλά!». Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα.
«Σε παρακαλώ, Άννα...»
«Τέρμα, κόψαμε! Δεν κάνω παρέα με ρατσιστές!»
Είναι το μεγάλο διάλειμμα κι έχουμε μείνει στην αίθουσα για να ξεκαθαρίσουμε το θέμα. Η Άννα με πα­ρατάει σύξυλη και βγαίνει να παίξει με την Αγγελική, που είναι η καινούργια της φίλη. Αφού πρώτα ευχαριστηθώ κλάψιμο, σκίζω μια σελίδα από το τετράδιο καλλιγραφίας. Πάνω πάνω λέει: «Θέλει αρετή και τόλμη η ε­λευθερία». Από κάτω, στα πεντάγραμμα, γράφω με πολλά τσιγκελάκια:
«Κυρία μαμά της Άννας, δεν είμαστε ρατσιστές!!! Εγώ αγαπώ την Γκουέντολιν πιο πολύ κι απ' τη ζωή μου. (Και η Γκουέντολιν είναι πολύ μαύρη.) Εγώ είμαι Αφρικάνα. Με αγάπη, Μαρία».
Στο πλάι ζωγραφίζω δυο μαύρα δάκρυα, δηλαδή μπλε σκούρα, με το μπικ. Κι από κάτω σχεδιάζω τη λιθοδομή της Τάρκουα, τον τεχνητό μώλο στο λιμάνι. Βάζω και πολλά μικρά μαύρα ανθρωπάκια, σαν μυρ­μήγκια, να ξαπλώνουν στον ήλιο, κάτω από φοινικιές. Ο ήλιος γελάει, αλλά με μαύρα δόντια. Οι ακτίνες του είναι κατσαρές, ράστα. Διπλώνω τη σελίδα στα τέσ­σερα και τη χώνω στο αναγνωστικό της Άννας. Θα τη βρει όταν φτάσει στο σπίτι, θα θυμώσει, αλλά δεν μπορεί, θα τη δείξει στη μαμά της.
Η υπόλοιπη μέρα είναι κόλαση. Η Αγγελική ψιθυ­ρίζει πίσω από την πλάτη μου «τόσκα, τόσκα, τόσκα», η κυρία Αφροδίτη δεν την ακούει, αλλά εμένα με βλέπει όταν την μουτζώνω. Ώσπου να σχολάσουμε εί­μαι τιμωρημένη στον πίνακα, με το πρόσωπο στον παγκόσμιο άτλαντα. Δεν κοιτάζω την Αφρική. Έχω το βλέμμα καρφωμένο σε μια χώρα που έχει ακριβώς το σχήμα της Νιγηρίας και λέγεται Γαλλία.
«Η μαμά μου λέει να έρθεις να φάμε μαζί το μεση­μέρι, αν σ' αφήνει η μαμά σου. Θέλεις;»
Η Άννα κοιτάζει την κυρία Αφροδίτη, αλλά μιλάει σε μένα.
«Δηλαδή με πιστεύεις ότι δεν είμαι ρατσίστρια;» «Θέλεις;» «Εντάξει!»
«Μόνο που η μαμά μου είναι χορεύτρια κλασικού μπαλέτου και δεν τρώμε σάλτσες». «Δε μ' αρέσουν οι σάλτσες».
Στο διάλειμμα «ενώνουμε» μεταξύ μας και «κό­βουμε» με την Αγγελική. Μοιραζόμαστε το σάντουιτς της Άννας -το μουχλιασμένο τυρί είναι πιο νόστιμο σήμερα- και υποσχόμαστε πως θα είμαστε φίλες για πάντα. Είμαι τόσο συγκινημένη, ώστε ανοίγει η μύτη μου. Νομίζω πως θα λιποθυμήσω από το φόβο, δεν α­ντέχω το αίμα. Αλλά πρέπει να φανώ δυνατή. Η Άννα παίρνει λίγο από το αίμα μου που στάζει και γράφει στο τετράδιο της τα ονόματα μας σαν να είναι ένα: «Άννα-Μαρία».
«Τώρα με το αίμα, καταλαβαίνεις, είναι όρκος!» λέει.
Παίζουμε ξανά χουντοτσιγκολελέτα. Είμαι το πιο ευτυχισμένο κορίτσι της Ελλάδας και ολόκληρης της Αφρικής! Το μεσημέρι περπατάμε χέρι χέρι και οι πα­λάμες μας ιδρώνουν.
«Μα πόσο μακριά είναι το σπίτι σου;» ((Θα σου πω ένα μυστικό. Ορκίζεσαι να μην το πεις; Στα ψέματα μένω στο φούρνο, απέναντι από το σχο­λείο. Στ' αληθινά μένω στην Πλάκα. Δώσαμε ψεύτικη διεύθυνση επειδή το σχολείο μας είναι πρότυπο και έπρε­πε ο-πωσ-δή-πο-τε να γραφτώ εδώ. Κατάλαβες;»
«Δηλαδή, αν αυτό το σχολείο είναι καλό, τότε πώς είναι τα κακά σχολεία; Υπάρχουν και χειρότερες δα­σκάλες από την κυρία Αφροδίτη;»
Η Άννα γελάει με όλο το πρόσωπο: με τα μάτια, τα μάγουλα, το λακκάκι του σαγονιού.
«Είσαι πολύ όμορφη!» της λέω.
«Σημασία έχει η εσωτερική ομορφιά» λέει η Άννα. Αυτό είναι μεγαλίστικο. Κάποιος της το έχει πει. Αλλά αφού το λέει η Άννα, το μαθαίνω κι εγώ απέξω.

Με το γύψο ξεχωρίζω. Ακόμη και τα παιδιά της πέ­μπτης και της έκτης που δε μιλάνε στα τεταρτάκια θέ­λουν να μάθουν τι έπαθα. «Δεν είναι τίποτα! Έσπασα το χέρι μου!» τους λέω και ξεφυσάω ηρωικά. «Ευτυχώς τουλάχιστον που έσπασες το αριστερό!» λέει ένα κορί­τσι της πέμπτης. Πού να ξέρει πως είμαι αριστερόχει­ρας; Η Άννα είναι ο σωματοφύλακας μου. Στα διαλείμ­ματα ανοίγει δρόμο για να περάσω, φωνάζοντας «μα, βρε παιδιά, δε βλέπετε πως έχουμε τραυματία εδώ πέ­ρα; Μέρντ, μερντ!». Μερντ θα πει σκατά στα γαλλικά. 'Ετσι φωνάζουμε την Αγγελική συνθηματικά. Η Άννα της είπε ψέματα πως η Αγγελική στα γαλλικά λέγεται Μερντ κι εκείνη το 'χαψε. Σήμερα τη λυπάμαι λίγο. Με ρώτησε τι ζώδιο είμαι. «Τοξότης» της είπα κι εκείνη δεν έκανε κανένα αστείο με ιθαγενείς που κυνηγάνε στη ζούγκλα, αλλά βρήκε δύο τοξότες στα αλμυρά μπισκό­τα με τα ζώδια και μου τους έδωσε. Μόνο ο Πέτρος λέ­ει ακόμη βλακείες, «η Παπαμαύρου άσπρισε» και τα λοιπά.
Τα καλά του γύψου: μου δίνουν απαλλαγή την ώρα της καλλιγραφίας, και ζωγραφίζω. Η ζωγραφική με το δεξί χέρι είναι δύσκολη, αν σκεφτείς πως έχω τεσσεράμισι δάχτυλα. Οι κύκλοι δεν πετυχαίνουν, οι γραμ­μές τρεμουλιάζουν, αλλά το προτιμώ από την καλλιγραφία. Αν ποτέ ξαναγίνει δικτατορία και πρέπει να τα βάλουμε με τα τανκς και μου σπάσουν κανένα χέρι οι στρατιώτες, θα έχω προπονηθεί να ζωγραφίζω και με τα δύο χέρια. Η μαμά μού φτιάχνει κάθε μέρα χοροπηδηχτές αλογοουρές και μαγειρεύει φαγητά που τρώγονται με τα δάχτυλα: κεφτεδάκια, πατάτες τη­γανητές και πουφ πουφ επιτέλους! Η Αντιγόνη μού σχεδιάζει το σήμα της ειρήνης πάνω στο γύψο. Η Άννα μού γράφει «Μερντ», αλλά αυτή τη φορά δε ση­μαίνει σκατά, σημαίνει καλή τύχη.
«Θέλεις να σου κάνω μαθήματα γαλλικών, τώρα που δεν μπορούμε να τρέχουμε στα διαλείμματα;» λέ­ει. «Όταν μεγαλώσουμε θα πάμε για σπουδές στη Γαλλία, τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι χάλια».
«Και πού θα μείνουμε;»
«Στο Παρίσι, φυσικά! Στο σπίτι μας».
Πρώτα μαθαίνουμε τους αριθμούς και τις μέρες της εβδομάδας. Μετά, τι λέμε στο τηλέφωνο (αααλόοο, κι ετ α λ'απαρέιγ;), μπονζούρ, μπονσουάρ, πεινάω (ζε φαμ), κοιμάμαι (ζε ντορ). Το κρυφτό το λέω πια κας-κας, όχι ντέζι. Το ώριμο φρούτο «φρουί μυρ», τον τί­μιο άνθρωπο «περσόν ονέτ». Σε λίγο θα μεταφράζω και παροιμίες της Γκουέντολιν!
Το καλύτερο μάθημα γαλλικών γίνεται με μουσική. Η Άννα κι εγώ καθόμαστε στο τροχήλατο τραπέζι του σαλονιού τους και το μετακινούμε ελαφρά με τα πόδια μας. Κάνουμε πως είναι μαγικό χαλί και πως είμαστε επαναστάτριες-μάγισσες. Το χαλί μάς πάει όπου του πούμε κι εμείς τραγουδάμε τραγούδια που μιλάνε για όλους τους σκλάβους της γης:
«Du passe faisons table rase, foule esclave, debout! Debout! Le monde va changer de base! Nous ne sommes rien, soyons tout!». Ή ακούμε λυπητερά τρα­γούδια της Φρανσουάζ Αρντί. «Que sont devenus tous mes amis et la maison ou j'ai vecu...» Μια γυναίκα στενοχωριέται που ζει μακριά από το σπίτι της. Σαν κι εμάς.
Η Άννα μιλάει συνέχεια για τον μπαμπά της· για τη βιβλιοθήκη του σπιτιού στο Παρίσι· για τους Γάλ­λους και τους Έλληνες που έρχονταν κάθε βράδυ μ' έ­να μπουκάλι κρασί στο χέρι και πολλά τσιγάρα για να φτιάξουν συνθήματα εναντίον της δικτατορίας.
«Και δε σ' ενοχλούσε ο καπνός;»
«Μα τι λες, μερντ; Ο καπνός βοηθάει να σκέφτε­σαι».
Προσπαθούμε ν' ανάψουμε ένα Γκολουάζ στην κου­ζίνα.
«Ρούφα!» φωνάζει η Άννα. «Πρέπει να ρουφάς!»
Ρουφάω και πνίγομαι. Κάνω ό,τι μου λέει επειδή ξέρει ιστορία, καλλιγραφία, πέταγμα μαγικού χαλιού, επαναστατικά τραγούδια και λύνει όλες τις ασκήσεις από Το κλειδί της πρακτικής αριθμητικής. Έχει ωραία, αδύνατη μαμά χωρίς φρύδια και μπαμπά που σκέφτε­ται διαρκώς. Έχει τα πιο ξανθά μαλλιά του κόσμου. Ευτυχώς είμαι καλύτερη στη ζωγραφική. Αλλιώς θα ζήλευα και θα είχαμε άσχημα ξεμπερδέματα, όπως η Ντόλα με την Μπάμπι.
Οι Απόκριες μου θυμίζουν τα τόγκα πάρτι στην Ικέτζα. Ή τις θεματικές γιορτές. Λέγαμε ένα πρωί, βρε δε φοράμε όλοι ρούχα με βούλες αύριο στο μαρίν κλα­μπ και την άλλη εβδομάδα να ντυθούμε Ροβινσώνες; Στη γιορτή του σχολείου η μαμά με ντύνει καλόγρια. Τα αγόρια αποφασίζουν πως είμαι καθολική νοσοκόμα και με θέλουν μαζί τους στον πόλεμο. Η Άννα κατσουφιάζει. Έχει ντυθεί «παιδί των λουλουδιών» και κανείς δε θέλει μια χίπισσα στην πρώτη γραμμή. Ενώ εγώ μπορώ να περιποιηθώ τους τραυματίες στις γούρ­νες με τις βρύσες. Επιπλέον με το γύψο είμαι τραυμα­τισμένη νοσοκόμα, δηλαδή ηρωίδα. Για να μην πούμε για το κομμένο δάχτυλο...
«Άσε τους πολέμους και τις βλακείες» λέει η Άννα και με τραβολογάει. «Θα πάμε σε μια διαδήλωση».
«Τι διαδήλωση;»
«Τη διαδήλωση της Κίνησης Δημοκρατικών Γυ­ναικών».
Ρίχνει τσιμπιές στ' αγόρια για να με αποσπάσει α­πό τα χέρια τους. Επιμένει να τραγουδήσουμε τον Πέ­τρο, τον Γιόχαν και τον Φραντς. Αυτό δεν κάνουμε κά­θε μέρα; Ο πόλεμος είναι πιο πρωτότυπος.
«Πόλεμο παίζουν τα μωρά και οι Αμερικάνοι» λέει η Άννα.
Με βαριά καρδιά αφήνω την πρώτη γραμμή και ξα­ναγυρίζω στις διαδηλώσεις. Η Αγγελική θέλει να δια­δηλώσει μαζί μας, αλλά έχει ντυθεί χανούμισσα. Η Αννα τής λέει ότι οι χανούμισσες είναι σκλάβες των α­ντρών και πως όποια τους κάνει τα χατίρια είναι γυναί­κα για κλάματα. Η Αγγελική πράγματι βάζει τα κλά­ματα και βγάζει το φέσι της. Τα μαλλιά της έχουν πα-τικωθεί και της τρέχουν λίγες μύξες. Μου 'ρχεται να την αγκαλιάσω, λυπάμαι όλους τους ανθρώπους που κλαίνε, αλλά η Άννα μπαίνει στη μέση και μου κουνάει το δάχτυλο μπροστά στο πρόσωπο: «Τώρα μυξοκλαίει, αλλά μετά θα σε λέει Τόσκα». Τι να πω; Έχει δίκιο. Το πουλί δεν αλλάζει πούπουλα όταν χειμωνιάζει.
Μετά τη διαδήλωση πίνουμε πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό. Η Άννα είναι σκεφτική. «Τι έχεις;» ρω­τάω. Μου λέει ότι πρέπει να πηγαίνουμε σε αληθινές διαδηλώσεις και να κάνουμε παρέα με μεγαλύτερα α­γόρια από την εργατική τάξη, όπως ας πούμε με τον Απόστολο τον υδραυλικό. Με πιέζει να του γράψω, να του ζητήσω να βρεθούμε. Τελικά, με τα πολλά, γράφω στο θρανίο: ((Απόστολε, θέλεις να συναντηθούμε μεθαύριο στο σχόλασμα;» «Και πώς θα σε αναγνωρί­σω;» γράφει ο Απόστολος. «Θα φορέσω στολή καλό­γριας».
Τον περιμένουμε έξω από τα κάγκελα, μια καλόγρια και μια χίπισσα. Ο Απόστολος είναι αρκετά ωραίος, αλλά έχει δυο χαλασμένα δόντια, οπότε δεν κάνει για άντρας μου. Άλλωστε δεν ασχολείται καθόλου μαζί μου. Ρωτάει την Άννα ποιος ζωγράφισε τις ωραίες μαργαρίτες στα μάγουλα της. ((Εγώ!)) πετάγομαι, αλ­λά ο Απόστολος, σαν να μην άκουσε, ρωτάει για το Πα­ρίσι και αν ήταν ωραία εκεί. Η Άννα μιλάει για την Τέ­ταρτη Διεθνή, για το προλεταριάτο, για την Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών και τον Μπρασένς, ανακατεύ­ει ό,τι ξέρει, κι ο Απόστολος την κοιτάζει με θαυμασμό. Βαριέμαι πάρα πολύ. Κάθομαι σ' ένα πεζούλι με το βλέμμα καρφωμένο στα γόνατα μου ώσπου να τελειώ­σουν επιτέλους τη συζήτηση και να φύγουμε.
Κάθε Παρασκευή απόγευμα η Αντιγόνη μάς κάνει μά­θημα μπαλέτου στο σαλόνι της Πλάκας. 'Ετσι μαθαί­νω κι άλλες γαλλικές λέξεις: πα ντε σα, που σημαίνει βήμα της γάτας. Πρώτη, δεύτερη και τρίτη ποζισιόν, δηλαδή θέση. Πλιέ, λυγίζω. Ρελεβέ, σηκώνω. Στο τέ­λος η Αντιγόνη κάνει σπαγγάτ κι εμείς τη χειροκροτάμε και φωνάζουμε «ανκόρ!». Μετά πάμε βόλτα. Η Αντιγόνη φοράει κεντημένες πουκαμίσες και μας κρα­τάει από το χέρι σαν να είμαστε και οι δυο παιδιά της.
«Είμαστε η Άννα-Μαρία!» λέω γελώντας.
((Να μην το ξαναπείς αυτό!)) λέει η Αντιγόνη. (('Ετσι έλεγαν εκείνη τη μουρόχαυλη πριγκίπισσα)).
Καμιά φορά, το Σαββατοκύριακο, η μαμά μ αφή­νει να κοιμάμαι στης Άννας. Κάνουμε μπάνιο μαζί, κι η Αντιγόνη μάς στεγνώνει τα μαλλιά με την πετσέτα και μας φτιάχνει μικρές κοτσίδες ή κεφτεδάκια ή χοροπηδηχτές αλογοουρές. Ύστερα εκείνη καπνίζει τα Γκολουάζ της ή τηλεφωνεί στο Παρίσι κι εμείς, κάτω απ' την κουβέρτα, παίζουμε κατασκήνωση ή σπίτι. Όλα τα σπίτια που θέλει να μείνει η Άννα έχουν ειδι­κά έπιπλα, ειδική μουσική και ειδική ατμόσφαιρα. ((Δε φτάνει που σου κάνω το χατίρι να μένουμε σε σπίτι κι όχι στο μαγικό χαλί!» λέει. Οι συζητήσεις για την ε­πανάσταση είναι λίγο κουραστικές, αλλά δεν της χα­λάω χατίρι. Γιατί η Άννα, ακόμη και στο μισοσκότα­δο της κουβέρτας, με κοιτάζει διαπεραστικά. Κι αν διαφωνήσω μαζί της, με τσιμπάει.
Λίγο πριν τελειώσουν τα σχολεία, η θεία Αμαλία μού αγοράζει τον ((Μικρό Μάγο», ένα επιτραπέζιο με τα­χυδακτυλουργικά. Μαθαίνεις να εξαφανίζεις πολύχρω­μα χαρτιά ή να κάνεις κόλπα με την τράπουλα ή να κρύβεις πλαστικά ζώα σ' ένα καπέλο με διπλό πάτο. Με την Άννα ανεβαίνουμε στο μαγικό χαλί και παίζουμε ταχυδακτυλουργικά για τα φτωχά παιδάκια. Όλα πρέπει να γίνονται για τους φτωχούς, τίποτα για τους πλούσιους. Γι' αυτό η Άννα μουτρώνει όταν η θεία Αμαλία μάς πηγαίνει στην ((Ωραία μου κυρία». Είναι μια ταινία για την Ελάιζα Ντούλιτλ, που στην αρχή είναι αλήτισσα και μετά, όταν ένας αριστοκράτης την περιμαζεύει από τους δρόμους και της κάνει μα­θήματα ορθοφωνίας, γίνεται αληθινή πριγκίπισσα. Η Ελάιζα λέγεται στην πραγματικότητα Όντρει Χέμπορν κι έχει μακρύ λαιμό και κότσους, όπως η Αντι­γόνη. Η θεία Αμαλία δακρύζει, μάλλον επειδή σκέ­φτεται πως θα μπορούσε κι εκείνη, αν είχαν έρθει αλ­λιώς τα πράγματα, να ζήσει πριγκιπικά. Θέλω να της εξηγήσω ότι ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε μια μουρόχαυλη πριγκίπισσα, αλλά η θεία Αμαλία κάνει ((σουτ, δε μιλάμε στο σινεμά». Η καλύτερη σκηνή είναι όταν η Ελάιζα Ντούλιτλ δεν μπορεί να κοιμηθεί, από έρωτα για τον αριστοκράτη. Η υπηρέτρια τη βάζει για ύπνο κι εκείνη διαρκώς πετάγεται, σαν ελατήριο. Η Άννα κάνει «μπλιάχ» και λέει ότι η Ελάιζα ήταν πιο ευτυ­χισμένη όταν πούλαγε λουλούδια στο δρόμο και δεν εί­χαν πάρει τα μυαλά της αέρα. ((Μα δεν πήραν αέρα τα μυαλά της!» φωνάζω. ((Και βέβαια πήραν» λέει η Άννα, ((όπως και τα δικά σου!»
«Πού θα πάτε το καλοκαίρι;» ρωτάει η θεία Αμα­λία την Άννα στο δρόμο της επιστροφής.
«Α Παρί».
«Κι εγώ θα πάω στην Ικέτζα, έτσι;»
«Ά, όχι. Εμείς θα πάμε στην Αίγινα».
Μερντ, μερντ.
Καθόμαστε στο πεζουλάκι της αυλής και παίζουμε καλλιστεία, η Μάρθα κι εγώ. Η Φωτεινή και η Μάρ­θα είναι αδερφές, είναι οι καλοκαιρινές μου φίλες της Αίγινας, αλλά σήμερα η Φωτεινή είναι τιμωρημένη: πήρε ένα φλιτζάνι από τα κατσαρολικά της Μάρθας, το έκρυψε κάπου στον κήπο και δε μας λέει πού. Η τι­μωρία είναι πως θα μείνει κλειδωμένη στο δωμάτιο της ώσπου ν' αρχίσει το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσ­σαλονίκης. Τα κορίτσια έχουν κι έναν μεγαλύτερο α­δερφό, τον Άγγελο, που πηγαίνει στο λύκειο, αλλά δε μας μιλάει. Κάθε καλοκαίρι η θεία Αμαλία νοικιάζει έ­να δωμάτιο κάτω από το σπίτι των κοριτσιών, εκεί που έμενε ο παππούς της οικογένειας πριν πεθάνει. Κοιμόμαστε σ' ένα διπλό κρεβάτι, με τα παράθυρα α­νοιχτά και τις βουκαμβίλιες απ' έξω να σχηματίζουν σκιές χουντικών ή το φάντασμα του παππού. Ένα βράδυ φοβήθηκα και ξύπνησα τη θεία Αμαλία, που κοιμάται πάντα με ρόλεϊ. ((Αχ Μαρία, δεν υπάρχει λό­γος να φοβάσαι, αν έρθει κανένα φάντασμα και με δει με τα μπικουτί, θα τρομάξει και θα φύγει».
Το πρωί παίρνουμε όλες μαζί το πρωινό μας. Η μα­μά των κοριτσιών, η κυρία Παυλίνα, έχει μια κατσίκα και πήζει μόνη της το γιαούρτι. Μόνο που το τρώμε υ­ποχρεωτικά κάτω από μια αυτοκόλλητη ταινία με πε­θαμένες μύγες, στο τραπέζι της κουζίνας τους. Η κυ­ρία Παυλίνα δε θέλει να σκοτώνει τις μύγες με τη μυγοσκοτώστρα. Προτιμάει να πέφτουν πάνω στο αυτο­κόλλητο και να σκοτώνονται μόνες τους.
Μετά κατεβαίνουμε στην παραλία και κολυμπάμε ή ανοίγουμε βαθιές τρύπες στην άμμο. Η Φωτεινή κι η Μάρθα τραγουδάνε συνεχώς ένα τραγούδι του Μάνου ((Δε ζεις στην εποχή μου μαμά, δε ζεις στην εποχή μου μπαμπά...». Μου αρέσει πολύ αλλά καταλαβαίνω, από διαίσθηση, ότι θα εκνευρίζει την Άννα. Γενικά κάνου­με πράγματα που δεν αρέσουν στην Άννα. Βλέπουμε ((Το μικρό σπίτι στο λιβάδι» και βάφουμε τα χείλη μας για τα καλλιστεία με λιπ γκλος κεράσι. Έχουμε τρεις τίτλους, έναν για την καθεμία μας: Μις Ομορφιά, Μις Εσωτερική Ομορφιά και Μις Γιανγκ. Συνήθως η Φω­τεινή βγαίνει Μις Γιανγκ γιατί είναι η μικρότερη. Η Μάρθα θέλει να βγαίνει Μις Ομορφιά. Εμένα μου αρέ­σει ο τίτλος Εσωτερική Ομορφιά κι έτσι είμαστε όλες ευχαριστημένες.
«Τσούπρες, αρχίζει το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης!» φωνάζει η κυρία Παυλίνα. Παρατάμε τα καλλιστεία και τρέχουμε στην τηλεόραση. Έρχεται κι η Φωτεινή, επειδή τέλειωσε η τιμωρία της. Θέλουμε να κερδίσει ένα κορίτσι που τραγουδάει και στη διαφήμιση του Ρολί, η Ρούλα: ((Πες μου μπαμπά μου, σε παρακαλώ, είναι η αγάπη καλό ή κακό. Σήμερα μου 'δώσε το πρώτο φιλί κι έκλαψα τόσο πολύ...». Ο μπαμπάς της επιτρέπει την αγάπη και η Ρούλα ενθουσιάζεται, σαν την Ελάιζα Ντούλιτλ: «Ε λοιπόν θα το πω, ένα αγόρι αγαπώ, τ' αγαπώ και το θέλω πολύ!» τραγουδάει.
Φέτος το καλοκαίρι αγαπώ τον Άγγελο. Είναι πολύ σοβαρός και θέλει να γίνει πυρηνικός φυσικός. Τον βλέ­πουμε το πρωί που ξυπνάει και το βράδυ πριν κοιμηθεί. Όλη τη μέρα τριγυρνάει με τους φίλους του. Δε σκέ­φτομαι πια τανκς, υποβρύχια και βλακείες. Τέλειωσαν τα ψέματα. Η μαμά έχει πάει να βοηθήσει τον μπαμπά ν' αδειάσουν εντελώς το σπίτι της Ικέτζα. Η θεία Αμα­λία μένει στο σπίτι μας για να με προσέχει.
Από το φθινόπωρο η Γκουέντολιν θα λέει παροιμίες σε άλλα παιδιά.
Σφυρίζω συνεχώς το σκοπό από το «πες μου, μπαμπά μου, σε παρακαλώ...», αλλά η Άννα βουλώνει τ' αυτιά της. Φυσικά δε λέω λέξη για τα καλλιστεία.
((Χάλασες στην Αίγινα)) μου λέει και σηκώνει το έ­να φρύδι, εκείνο με τις λευκές τρίχες.
«Γιατί;»
((Έχεις γίνει μουρόχαυλο».
Κατεβάζω το κεφάλι. Κατά βάθος έχει δίκιο.
«Αλλά ίσως να φταίνε αυτές οι δύο, πώς τις είπες; Η Φωτεινή και η Μάρθα)).
Η Άννα μού μιλάει για το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σουηδίας που έχασε την εξουσία μετά από σαράντα τέσσερα χρόνια και για το Εργατικό Κόμμα της Βρε­τανίας που είναι πιο αδύναμο από ποτέ, λες και φταίω εγώ. Μου λέει πως στο Παρίσι πήρε σοβαρές αποφά­σεις, όταν μεγαλώσει θα γίνει σαν τη Ζιζέλ Χαλιμί, τη δικηγόρο του Σαρτρ και της Μποβουάρ που φυλα­κίστηκε επειδή υπερασπίστηκε το Εθνικό Απελευθε­ρωτικό Μέτωπο της Αλγερίας. Τα μισά απ' αυτά που μου λέει δεν τα καταλαβαίνω, αλλά κουνάω το κεφά­λι. Έχει αποφασίσει να με ξαναφέρει στον σωστό δρό­μο και μου διηγείται την ιστορία της Πατρίσια Χιρστ, που αψήφησε τον πλούσιο πατέρα της και άρχισε να ληστεύει τράπεζες, ή της δεκαεξάχρονης Νάντιας Κο-μανέτσι, που ήταν το κορίτσι-λάστιχο στους Ολυμπια­κούς του Μόντρεαλ. Κάνουμε τα μαλλιά μας κοτσιδά­κια, όπως η Κομανέτσι, φοράμε τις φόρμες μας, μετακινούμε το τροχήλατο τραπέζι του σαλονιού και το ρί­χνουμε στα σπαγγάτ. Ύστερα περνάμε σε μοντέρνες χορογραφίες. Το θέμα το διαλέγει η Άννα. Οι χορο­γραφίες λέγονται «Ζήτω η επανάσταση» ή ((Ένα γα­ρίφαλο στο μνημείο του Πολυτεχνείου» ή ((Οι φοιτη­τές». Χορεύουμε με πολλά πα ντε σα κι όταν ιδρώ­σουμε, ξαπλώνουμε στο χαλί και κοιτάμε το ταβάνι.
((Δέκα με τόνο!» μου λέει η Άννα. ((Δεν είσαι μουρόχαυλο πια». Την αγκαλιάζω και κυλιόμαστε σα βα­ρελάκια ως το χολ, ξεκαρδισμένες στα γέλια. Εκεί μας βρίσκει η Αντιγόνη, όταν ανοίγει την εξώπορτα.
«Τρελοκόριτσα, on va manger quelque chose?»
Τρώμε και φέτος ανάποδα, πρώτα το φαγητό, με­τά τη σαλάτα. Η Αντιγόνη μάς δείχνει τις καλοκαιρι­νές φωτογραφίες από τη Γαλλία. Πήγαν οικογενεια­κώς στην Ντοβίλ, σ' ένα φιλικό σπίτι. Ο μπαμπάς της Άννας έχει ξανθωπά γένια. Σε όλες τις φωτογραφίες καπνίζει πίπα και διαβάζει εφημερίδα. Η Άννα κάθε­ται στα πόδια του και τον αγκαλιάζει απ' το λαιμό.
«Αγαπάς πολύ τον μπαμπά σου;»
«Γιατί, εσύ δεν τον αγαπάς;»
((Τον αγαπάω, αλλά έχω ξεχάσει πώς είναι».
Το ίδιο βράδυ όμως, ο μπαμπάς και η μαμά επι­στρέφουν από το αεροδρόμιο. Τον αγκαλιάζω κι εγώ σφιχτά από το λαιμό και με πιάνουν τα κλάματα.
((Γιατί κλαις, ακριδάκι μου;» λέει ο μπαμπάς.
((Μην τη λες έτσι, σε παρακαλώ!» λέει η μαμά και την πιάνουν κι εκείνη τα κλάματα.
Φοβάμαι μήπως αρχίσει να με φωνάζει κι αυτός παλιοκόριτσο, τώρα που γύρισε στην Αθήνα. Φοβάμαι μήπως γίνομαι πράγματι παλιοκόριτσο και μουρόχαυλο στην Αθήνα. Μήπως έχω αφήσει όλη μου την κα­λοσύνη και την εξυπνάδα στην Αφρική.
Φέτος έχουμε δάσκαλο, τον κύριο Σταύρο. Είναι κο­ντός και φοράει μεταξωτά γιλέκα που ξεχειλώνουν στην κοιλιά. Το αναγνωστικό της πέμπτης λέγεται Τα ψηλά βουνά και ο κύριος Σταύρος λέει πως θα μας αρέσει πολύ, γιατί είναι γεμάτο περιπέτειες. Η μεγα­λύτερη περιπέτεια για μένα είναι η εβδομάδα που η Άννα δεν έρχεται στο σχολείο επειδή περνάει μαγου­λάδες. Η Αγγελική μού λέει συνεχώς «Τόσκα, τό-σκα, τόσκα» και ο Πέτρος βγάζει βρομιές από τη μύ­τη του και με κυνηγάει για να τις κολλήσει στην πο­διά μου.
«Πότε θα 'ρθεις στο σχολείο;» ρωτάω την Άννα στο τηλέφωνο.
«Όταν ξεπρηστούν τα μάγουλα μου».
((Αχ, έλα Άννα. Είναι χάλια χωρίς εσένα!»
Της λέω τι μου κάνουν στα διαλείμματα και η Άννα οργανώνει σχέδια εκδίκησης. ((Θα τους βάλουμε χειρο­πέδες και θα τους δέσουμε στα κάγκελα και θα τους γαργαλάμε». Ή: ((Θα φτύσουμε στο φαγητό τους».
Η Άννα διάβασε όλο το αναγνωστικό στο κρεβάτι και μου λέει πως είναι σχεδόν το ίδιο ωραίο με τον Με­γάλο περίπατο του Πέτρου και Το καπλάνι της βιτρίνας.
«Τι είναι αυτά;»
«Δεν ξέρεις τα βιβλία της Άλκης Ζέη; Μερντ!»
Βάζω τη μαμά να μου αγοράσει τα βιβλία της Άλκης Ζέη και τα διαβάζω το βράδυ στο κρεβάτι μου. Εχει δίκιο η Άννα. Είναι υπέροχα, ιδίως το Καπλάνι,
με τις δυο αδερφούλες που λένε ευ-πο, λυ-πο για να δείξουν αν είναι χαρούμενες ή λυπημένες.
«Ευ-πο; Λυ-πο;)) ρωτάω την Άννα στο τηλέφωνο, για να καταλάβει ότι διάβασα το Καπλάνι.
((Λυ-πο, γιατί έχω μαγουλάδες)).
Φουσκώνω τα μάγουλα μου για να νιώσω πώς εί­ναι να έχεις μαγουλάδες. Μερικές φορές θα 'θελα να είμαι η Άννα, με τα καλά της και με τα κακά της.
Ο κύριος Σταύρος μάς λέει πως πλησιάζει η Ημέρα Αποταμίευσης και θα γίνουν δύο διαγωνισμοί έκθεσης και ζωγραφικής, με βραβείο έναν κουμπαρά του ταχυ­δρομικού ταμιευτηρίου. Η Άννα κι εγώ συμμετέχουμε στο διαγωνισμό ζωγραφικής. Η Άννα ζωγραφίζει με παστέλ μια τράπεζα. Ο ταμίας χαρίζει λεφτά σε όλους. Σ' ένα συννεφάκι γράφει στα γαλλικά: «Liberte, Egalite, Fraternite!». Τριγύρω φτερουγίζουν περιστέρια. Σε μια γωνιά, η Πατρίσια Χιρστ με το πολυβόλο της. Πά­νω απ' το κεφάλι της γράφει: ((Με τόση δικαιοσύνη, είμαι άχρηστη πια!».
((Είσαι εκτός θέματος)) της λέει ο κύριος Σταύρος. Μόλις γυρίσει την πλάτη του, η Άννα τού βγάζει τη γλώσσα.
Εγώ ζωγραφίζω με ξυλομπογιές το στόρατζ ρουμ της Ικέτζα και μια οικογένεια που ζει εκεί μέσα. Τη μαμά την κάνω σαν την Αντιγόνη, αδύνατη, με μακριά κοτσίδα και ψεύτικα φρύδια, αλλά φοράει το φόρεμα με τις κίτρινες μαργαρίτες της δικής μου μαμάς. Ο μπαμπάς έχει μούσια, καπνίζει πίπα και διαβάζει την Ακρόπολη. Το κοριτσάκι έχει μακριά ξανθά μαλλιά με αφέλειες και λακκάκι στο σαγόνι. Κατεβάζει από το ράφι ένα γάλα για να το προσφέρει στο μικρό του α­δερφάκι, ένα μωρό που μπουσουλάει. Δυσκολεύομαι να σχεδιάσω το μωρό, μου βγαίνει σαν κάμπια. Το σβήνω και το ξανασβήνω. Μόλις το πετύχω επιτέλους, η ζω­γραφιά μου δείχνει πολύ όμορφη. Από πάνω φτιάχνω ένα ουράνιο τόξο που βρέχει δραχμές, νάιρα και γαλλι­κά φράγκα. Καθώς πέφτουν στη γη, τα κέρματα με­ταμορφώνονται σε μαργαρίτες.
Ο κύριος Σταύρος μπαίνει στην τάξη μαζί με τον κύριο επιθεωρητή.
((Να σηκωθεί η Μαρία Παπαμαύρου» λέει ο κύριος επιθεωρητής.
Τι έκανα πάλι;
((Για τη ζωγραφιά σου παίρνεις το πρώτο βραβείο του πέμπτου δημοτικού σχολείου. Έλα να παραλάβεις το βραβείο σου)).
Πλησιάζω στην έδρα με σκυφτό κεφάλι. Ο κύριος επιθεωρητής μού λέει συγχαρητήρια και με φιλάει στα μαλλιά. Μου δίνει έναν μπλε κουμπαρά του ταμιευτη­ρίου με μεταλλική λαβή.
((Και τώρα χειροκροτήστε τη συμμαθήτρια σας» λέει ο κύριος Σταύρος.
Όλοι χειροκροτούν, εκτός από την Αγγελική και την Άννα.
((Είσαι κλέφτρα!)) μου λέει. ((Έκλεψες την οικογέ­νεια μου)).
«Μα η οικογένεια σου είναι πιο ωραία από τη δική μου, γι' αυτό».
Θέλει να χωρίσουμε το θρανίο στη μέση. Έχω χαρεί με το βραβείο κι έτσι δε φέρνω αντιρρήσεις. Στο σχόλασμα η Άννα λέει: ((Θα σε συγχωρήσω μόνο αν μου χαρίσεις τη ζωγραφιά σου».
«Κι αν τη θέλουν οι γονείς μου;»
«Να τους πεις ότι την έχασες».
Ευτυχώς, η ζωγραφιά μου δημοσιεύεται στην εφη­μερίδα Ακρόπολη που παίρνουμε στο σπίτι. Ο μπαμπάς κόβει τη σελίδα προσεκτικά για να την κορνιζάρει.
«'Οταν μεγαλώσω, θα γίνω ζωγράφος» τους λέω.
«Ζωγράφος δεν είναι επάγγελμα» λέει η μαμά. ((Να διαλέξεις μια κανονική δουλειά και θα ζωγραφί­ζεις στον ελεύθερο χρόνο σου».
((Ναι, αλλά αν κάνω άλλη δουλειά, πού θα βρίσκω ελεύθερο χρόνο;»
«Θα βρίσκεις. Εγώ πώς βρίσκω χρόνο να ψωνίζω, να μαγειρεύω και να σε πηγαίνω και στο πάρκο;»
((Ναι, αλλά φτιάχνεις όλο μπιφτέκια και φακές και δε με πηγαίνεις στο πάρκο συχνά».
Η μαμά με κοιτάζει απειλητικά, αλλά δε με τιμω­ρεί πια. Από τότε που έσπασα το χέρι μου, έχει πετά­ξει το κλειδί της αποθήκης και θυμώνει με καινούργιο τρόπο: σφίγγει τις γροθιές της, κοιτάζει το ταβάνι του διαμερίσματος και λέει κάτι μέσα απ' τα δόντια της.
Η Άννα χάλασε τη ζωγραφιά μου!
«Δεν τη χάλασα! Τη διόρθωσα!» φωνάζει.
Ζωγράφισε τα περιστέρια της πάνω πάνω. Έσβη­σε με κόκκινη τέμπερα την εφημερίδα Ακρόπολη και την έκανε Αυγή. Το μωράκι το μαύρισε εντελώς, το έ­κανε τραπέζι σαλονιού και πάνω ζωγράφισε Γκολουάζ και σταχτοδοχεία.
«Είμαστε μοναχοπαίδια, μην το ξεχνάς» λέει.
Δε μου αρέσει να είμαι μοναχοπαίδι. Είναι σα να λες παιδί μοναχό, ολομόναχο. Ζηλεύω τη Φωτεινή και τη Μάρθα που κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο και μπο­ρούν να λένε κάθε βράδυ, σαν τις ηρωίδες του Καπλανιού, ευ-πο, λυ-πο.
«Θα μου άρεσε να έχω αδερφάκι» λέω.
«Εμείς είμαστε σαν αδερφές».
«Ναι, αλλά μόνο το Σαββατοκύριακο».
Υπάρχει και κάτι άλλο: όταν η Φωτεινή έκρυψε το φλιτζάνι της Μάρθας στον κήπο, η κυρία Παυλίνα την κλείδωσε στο δωμάτιο της. Ποιος θα τιμωρήσει την Άννα που κατέστρεψε τη ζωγραφιά μου;
Φέτος κάθομαι στο τρίτο θρανίο και δε βλέπω καλά στον πίνακα. Τα γράμματα είναι θολά και μισοκλείνω τα μάτια μου για να διαβάσω τις ασκήσεις.
«Τι συμβαίνει, Μαρία;» ρωτάει ο κύριος Σταύρος. «Μήπως πρέπει να δεις έναν οφθαλμίατρο;»
Η Αντιγόνη συστήνει στη μαμά έναν οφθαλμίατρο για παιδιά που έχει σπουδάσει στο Παρίσι. Πηγαίνου­με στο ιατρείο του, καθόμαστε στην αίθουσα αναμονής. Η μαμά χαίρεται γιατί ανάμεσα στα περιοδικά βρήκε ένα τεύχος της Γυναίκας που αναγγέλλει ένα διαγωνι­σμό κεντήματος και πλεξίματος με θέμα τα λουλούδια. «Θα πλέξω μια κουβέρτα» λέει. «Θα σαρώσουμε τα βραβεία οικογενειακώς!»
Ένας κύριος με λευκή ποδιά και γυαλιά μας δίνει το χέρι του.
«Δεσποινίς μου, περάστε!»
Μου λέει να ακουμπήσω το πρόσωπο μου σε μια μεταλλική επιφάνεια με λαστιχάκια για τα μάτια και μετά, μ' ένα διακόπτη, να βάλω έναν παπαγάλο στο γαλάζιο του κλουβί. Εκείνος σημειώνει κάτι στα χαρ­τιά του. Μετά μου λέει να διαβάσω αριθμούς σ' έναν φωτεινό πίνακα, απέναντι μας. Δε βλέπω καθαρά κι εκείνος μου βάζει κάτι γυαλάκια μπροστά στα μάτια και με ρωτάει: «Καλύτερα τώρα; Ή τώρα;». Έρχεται μια στιγμή που βλέπω ακόμη και κάτι αριθμούς τόσους δα. Ο γιατρός λέει πως έχω δύο βαθμούς μυωπία και χρειάζομαι γυαλιά. Θα βάλω τα κλάματα.
((Τι τρέχει, δεσποινίς μου; Ξέρετε τι ωραίο στυλ δημιουργούν τα γυαλιά;»
Ναι, καλά.
((Τι δουλειά θα κάνετε όταν μεγαλώσετε;»
((Θα γίνω ζωγράφος και κάτι άλλο» λέω κοιτώντας τη μαμά.
«Α, υπέροχα! Όλοι οι καλλιτέχνες φορούν γυαλιά, δεν το ξέρετε;»
«Όλοι;»
((Όλοι οι άνθρωποι που σκέφτονται πολύ, δεσποινίς μου» λέει ο οφθαλμίατρος και μου δείχνει τα δικά του γυαλιά.
Έστω. Αν είναι να γίνω μεγάλη ζωγράφος, τότε ας φορέσω και γυαλιά.
Την επομένη πηγαίνουμε στου Μεταξά, ένα κατά­στημα οπτικών στην Ομόνοια, με τη μαμά και τη θεία Αμαλία. Η μαμά επιμένει να πάρουμε έναν μαύρο κο­κάλινο σκελετό με κόκκινα νερά. Η πωλήτρια λέει ότι μου πάει πολύ, αλλά εγώ δε βλέπω καλά το πρόσωπο μου με τα γυαλιά, η εικόνα είναι κάπως θολή.
((Σίγουρα είμαι ωραία;»
«Μις Εσωτερική Ομορφιά!» λέει η θεία Αμαλία.
Τώρα δε μου αρκεί η εσωτερική ομορφιά. Θέλω να είμαι και ωραία. Παραγγέλνουμε τα γυαλιά. Θα είναι έτοιμα σε μία εβδομάδα.
((Σε ζηλεύω τρομερά που θα φοράς γυαλιά!» λέει η Άννα.
«Περίμενε πρώτα να τα δεις».
«Τα γυαλιά είναι πάντα ωραία» λέει η Άννα και α­ναστενάζω με ανακούφιση.

Είναι μια απ' τις μέρες που χαίρεσαι, χωρίς να ξέρεις γιατί. Ο αττικός ουρανός έχει το μυστηριώδες γαλάζιο των ταξιδιωτικών φυλλαδίων: διάφανο, αλλά κρύβει και κάτι - ό,τι θες εσύ. Η άνοιξη τρυπώνει στο μυαλό, ο ήλιος μουδιάζει τους κροτάφους. Η Αθήνα λαμπυρί­ζει σαν φτηνό γυαλί, σαν εξάρτημα του ((Μικρού Μά­γου». Ένα τρέμουλο από ζέστη και καυσαέριο κι ανοι­ξιάτικη γλύκα απλώνεται παντού και κάνει τα πλακά­κια στο προαύλιο να κυματίζουν. Ακόμη κι η Δάφνη ζωγράφισε σήμερα έναν ήλιο πάνω απ' τη σπηλιά της και χορτάρια τριγύρω. Τέτοιες μέρες τα παιδιά είναι ή­συχα. Γελάνε με το παραμικρό αλλά χωρίς υστερία, σαν να τα παραφυλάει ένας απ' τους αγίους της μα­μάς. Υπάρχει ένα είδος αγιοσύνης στην ατμόσφαιρα. Κι ας μην πιστεύω σε τέτοια πράγματα.
Έχω μείνει μόνη στην αίθουσα. Στο δημοτικό σκαρ­φαλώναμε στην έδρα στο τέλος του μαθήματος. Σκαρ­φαλώναμε, επειδή η έδρα βρισκόταν σ' ένα ξύλινο επί­πεδο που χώριζε την τάξη στα δύο: από τη μια οι μα­θητές, από την άλλη η κυρία Αφροδίτη. Προβάραμε λίγη μεθυστική εξουσία: ((Εγώ θα κάτσω!» ξελαρυγγιαζόταν η Άννα. ((Εγώ, μερντ!» Χωράγαμε κι οι δύο, αλλά κέρδιζε η πιο πεισματάρα, δηλαδή εκείνη. Από τότε που βρέθηκε στο δρόμο μου, έμαθα να παραχωρώ τη θέση μου. Ίσως γι' αυτό δε βρίσκω τη θέση μου πουθενά. Αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι πια: υπάρχω αυτή η τάξη, το τρίξιμο από τους μαρκαδόρους των παιδιών, το σπίτι των Εξαρχείων, οι διαδηλώσεις. Υ­πάρχουν προσωπικές περιοχές και άλλες ευρύτερες, που ανήκουν σε όλους.
Στην ευρύτερη περιοχή εμφανίζεται τώρα μια αδύ­νατη γυναίκα με πολύ ψηλές, μάλλον καουμπόικες μπότες. Έρχεται από την άλλη άκρη του διαδρόμου κι όσο πλησιάζει γίνεται όλο και πιο φανερό ότι είναι μια από τις τρελομαμάδες που αποφασίζουν να ρωτήσουν για τα παιδιά τους σε μια ξαφνική έκλαμψη ενδιαφέ­ροντος. Μπορώ να τις κρίνω από τα ρούχα: ένας φυ­σιολογικός άνθρωπος δε θα ερχόταν να ρωτήσει για το παιδί του φορώντας φανταχτερό τζην με πούλιες και κόκκινο δερμάτινο παλτό. Ωχ, σε μένα έρχεται. Να 'ναι η μαμά της Νατάσας που θέλει να παραπονεθεί για τα μαλλιοτραβήγματα με τη Δάφνη;
Είναι ξανθιά, πετσί και κόκαλο, μετρίου ύψους αν της βγάλεις τις μπότες. Ίσια μαλλιά, λίγες αφέλειες στο μέτωπο, χωρίς κοκαλάκι πια. Το άσπρο φρύδι το 'βάψε.
Είναι η Άννα. Πρώην αντιστασιακή της Γαλλίας. Πρώην καλύτερη μου φίλη.

Δεν είχα σκεφτεί την Άννα, τόσο αληθινή και ψεύτικη μαζί, να δρασκε­λίζει το κατώφλι της τάξης των καλλιτεχνικών μαθη­μάτων με αμφίεση ροκ σταρ χωρίς ένα γεια ή κάποιον πρόλογο τέλος πάντων. Κάθεται οκλαδόν πάνω στην έδρα, ανάβει τσιγάρο και αρχίζει να απαγγέλλει ένα ποίημα - έναν από τους ύμνους της φιλίας μας.
((Γιατί δε μου τηλεφώνησες; Δε σου έδωσε την κάρτα μου η Δάφνη;» Η φωνή της έχει σκληρύνει από το τσιγάρο. Είναι σχεδόν αστείο: μια τόσο βαριά φω­νή βγαίνει από τόσο αδύνατο σώμα - αν δεν είχε βα­φτεί, θα πρόβαλλαν σίγουρα μαύροι κύκλοι γύρω απ' τα μάτια. Τα βλέφαρα της έχουν βαρύνει λίγο, αλλά ο βολβός αεικίνητος. Η ομορφιά της έχει κάτι δραματι­κό, σαν να πέρασε πολλά από τότε που χαθήκαμε. Φο­ράει δαμασκηνί κραγιόν. Το σημάδι του αποτυπώνε­ται στο φίλτρο του τσιγάρου.
«Είχα δουλειές» λέω.
((Δουλειές;» Το βλέμμα της είναι πυρετώδες. Βλέμμα ανθρώπου που θέλει να μάθει τα πάντα.
«Ποιος θα το περίμενε ότι θα ξανασυναντηθούμε σε μια τάξη...» λέω.
((Δεν μπορείς να σκεφτείς κάτι πιο πρωτότυπο, μερντ;»
((Αφήνω όλες τις πρωτοτυπίες για σένα».
Η Άννα γελάει και βήχει ταυτοχρόνως. Της αρέσει να με θυμώνει.
«Λοιπόν, τότε θα γίνω εγώ βαρετή και θα σου δώ­σω χρόνο να πεις κάτι έξυπνο. Βγαίνω και ξαναμπαίνω...» Πηδάει από την έδρα στο πάτωμα, κλείνει την πόρτα πίσω της και χτυπάει, τοκ τοκ, σαν να παίζου­με τις κουμπάρες.
((Εμπρός, περάστε!» λέω. Βουτάω ένα τσιγάρο α­πό το πακέτο της και το ανάβω χωρίς δεύτερη σκέψη.
((Καλησπέρα, Μαρία. Δεν ξέρω αν με θυμάσαι, εί­μαι η παλιά σου φίλη, η Άννα. Έμαθα πως είσαι η δα­σκάλα της κόρης μου».
«Η Άννα; Ποια Άννα;» Η πρώτη ρουφηξιά του κα­πνού μετά από χρόνια. Μια γλυκιά ζαλάδα.
«Έλα τώρα! Η Άννα Χορν».
((Κάποιο λάθος κάνετε. Δεν είχα ποτέ φίλη μ' αυ­τό το όνομα».

Η Άννα γνέφει σαν να βαριέται. Ξαναγυρνάει στην εποχή που προσπάθησε να κόψει τον ομφάλιο λώρο με τη Δάφνη και να την εμπιστευτεί σε παιδαγωγούς. Ανοιξε το διώροφο διαμέρισμα στον επιχειρηματικό κόσμο, συμφιλιώθηκε με την ιδέα ότι το φάντασμα του πατέρα της την καταριέται, άρχισε να επιλέγει τα έρ­γα τέχνης που πήγαιναν σετ με την εσωτερική διακό­σμηση στα διαμερίσματα που αναλάμβανε ο άντρας της. Τελικά πήγε να δουλέψει μαζί του, στο αρχιτε­κτονικό του γραφείο.
Εξοικειώθηκε με την κοσμική ζωή, ξαναθυμήθηκε πώς κρατάμε σωστά το ποτήρι της σαμπάνιας από το ποδαράκι, συνήθισε να εμπιστεύεται την κόρη της σε ξένες αγκαλιές. Η μικρή μπερδεύτηκε με το πέρασμα από την ασφυκτική αγάπη στην αδιαφορία. Άρχισε τις στριγκλιές και τις υστερίες. Η Άννα αποφάσισε πως ήρθε ο καιρός να συμφιλιωθεί με το παρελθόν. Η λύση για τις υστερίες της Δάφνης ήταν ο ελληνικός ήλιος: σπίτι με κήπο στα βόρεια προάστια, μεσογειακή ζωη· Έπεισε τον Μαλούχο να επιστρέψουν στην Αθήνα, να κάνουν μια νέα αρχή. Δεν ετίθετο θέμα νέας αρχής: Ο Μαλούχος συνεργάζεται χρόνια με μεγάλες κατασκευα­στικές εταιρείες της Ευρώπης, είναι χωμένος στα κόλ­πα. Ευθύνεται για μερικά από τα γυάλινα εκτρώματα της λεωφόρου Κηφισίας, είναι πολυεθνική μόνος του. Εμμέσως τον έχουμε αναφέρει στην Έξοδο, όταν γράψα­με για τα νέα πολυτελή κτίρια γραφείων: ((Τα θερμοκή­πια της λεωφόρου δεν έχουν παράθυρα αλλά διαρκή κλι­ματισμό, ώστε να μεταμορφώσουν τους εργαζόμενους σε πιστές απομιμήσεις φυτών εσωτερικού χώρου».
((Θέλω να καταλάβεις γιατί το έκανα» λέει. ((Για­τί έφυγα τότε».
((Καταλαβαίνω».
((Όχι, δεν καταλαβαίνεις. Μου κρατάς κακία».
«Άλλο το ένα, άλλο το άλλο».
«Μαρία, πώς το λένε, φοβόμουν. Για μένα ήταν έ­νας σεισμός. Σαν να με πλάκωσε σπίτι».
«Φοβάσαι ακόμη τους σεισμούς;»
((Εντάξει, είναι υπό έλεγχο πια. Κι εσύ; Πες μου για σένα».
Εγώ γύρισα στις εφηβικές μου ασχολίες: κοιτούσα το ταβάνι. Νόμιζα πως μπορούσα να κρυφτώ στην Αί­γινα, στο σπίτι της Μάρθας, στην αγκαλιά της Στέλ­λας, αλλά φυσικά έκανα λάθος. Πήγα στο Παρίσι, με­τά στο Βερολίνο. Ζούσα κυριολεκτικά χωρίς τίποτα, σε καταλήψεις κτιρίων της ανατολικής πλευράς. Συ­νάντησα τον Μισέλ μετά από τόσα χρόνια. Μοιραστή­καμε μια μακαρονάδα με ξινισμένη ντομάτα που βρή­καμε σ' ένα τενεκεδένιο κατσαρόλι.
«Τον Μισέλ! Πώς τον αναγνώρισες;» ρωτάει η Άννα.
«Οι άνθρωποι μυρίζονται μεταξύ τους. Είχε το ίδιο σαραβαλιασμένο ποδήλατο».
«Και πώς ήταν; Θλιμμένος όπως πάντα; Είχε γυναίκα; Πες μου τα όλα!»
«Πού να ξέρω βρε Αννα; Ο Μισέλ είναι ζόμπι, δε μι­λάει ποτέ και για τίποτα. Μόνο δείχνει. Τέλος πάντων η κατάσταση παρατράβηξε. Πήγα στη Νέα Υόρκη, στον Καγιό. Ούτε εκεί άντεξα. Γύρισα στα Εξάρχεια. Α, κι ο Καγιό ακολούθησε. Μένουμε μαζί στη γαλάζια πολυκατοικία».
«Ζεις με τον Καγιό;»
«Ο Καγιό τη ζωή του, εγώ τη δική μου».
((Άλλοι άντρες;»
((Άντρες; Σπανίως... Εγώ δεν έκανα ψυχανάλυση. Δεν ήξερα πώς να βουλώσω τις τρύπες».
Δεν είναι παράπονο, είναι δήλωση. Ωστόσο η Άννα απλώνει τα δυο της χέρια και γέρνει πάνω μου. Έχει ακόμη ανάγκη από δραματικές συμφιλιώσεις. Το κορ­μί της είναι πιο ελαφρύ απ' ό,τι πιθανολογούσα. Πιο ελαφρύ από τότε που συνέβη Αυτό. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά, χαϊδεύω κι εγώ τα δικά της. Μάλλον τα βά­φει, έχουν τη ξηρή ποιότητα της τρίχας που ταλαιπω­ρείται από βαφές και πιστολάκι.
((Βρομολεσβίες!» ψιθυρίζει ένας άντρας που περνά­ει ξυστά δίπλα απ' το τραπέζι μας.
«Από τότε που ένιωσαν Ευρωπαίοι κι έκοψαν το καμάκι έχουν γίνει φοβερά επιθετικοί...» λέει η Άννα αναστενάζοντας, χωρίς να ξεσφίξει την αγκαλιά της. Η ανάσα της στέλνει κύματα ζέστης στο σβέρκο μου. Όπως τότε που κρυώναμε στα διαλείμματα και κα­πνίζαμε, χωμένες η μια στην αγκαλιά της άλλης. Ή όπως τότε, στο διπλό κρεβάτι της Αίγινας, που σφιγ­γόταν πάνω μου και παρακαλούσε να τη συγχωρέσω.
Odiosamato.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου