Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Γρηγόριος Ξενόπουλος Στέλλα Βιολάντη (απόσπασμα)

 Γρηγόριος Ξενόπουλος  Στέλλα Βιολάντη  (απόσπασμα από τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Λυκείου)

Ο  ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ ΖΑΜΑΝΟΣ υπηρετούσε ως υπάλληλος στο αγγλικό τυπογρα­φείο της Ζακύνθου, όπου και γνώρισε τη Στέλλα, την κόρη του πλούσιου μεγαλέμπορου Παναγή Βιολάντη. Μην έχοντας πώς να της εκμυστηρευτεί τον ερωτά τον της έστειλε ένα γράμμα και με τον ίδιο τρόπο του απάντησε θετικά n εκείνη. Παίρνοντας το ανέλπιστο γράμμα ο καυχησιάρης νέος δεν κρατή­θηκε και έσπευσε να ανακοινώσει το περιεχόμενο του· η είδηση όμως έφτασε κι ως τ' αυτιά του πατέρα της, ο οποίος θεώρησε προσβολή τη σύνδεση του ο­νόματος της κόρης του με το όνομα ενός παρακατιανού του. Πλημμυρισμένος  από οργή, αφού της έκανε αυστηρότατες παρατηρήσεις, την έδειρε και την έριξε στη σοφίτα του αρχοντικού του, όπου και την εγκατέλειψε· στο μεταξύ ο Χρηστάκης Ζαμάνος είχε παντρευτεί άλλη, ενώ η ανυποψίαστη Στέλλα μαρά­ζωνε από τον καημό της.
                                              
Ήταν παραμονές της Παναγίας. Μεθαύριο το σπίτι είχε διπλογιόρτι -Μαρία έλεγαν τη Βιολάνταινα- και τι καλά αν μπορούσε να γίνει καμιά οικονομία, να έλθει η συμφιλίωση, να κατεβεί και η Στέλλα, να καθίσει στο τραπέζι, να φανεί στον κόσμο...
-Ήλθα να σου πω δυο λόγια, της είπε η Βιολάνταινα χαρούμενη.
   Η Στέλλα, καθώς κρατούσε το μέτωπο με τα δύο χέρια, εσήκωσε τα μάτια κι εκοίταξε τη μητέρα της έκπληκτη. Δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιο ύφος.
-Ακούς;
-Τι είναι; ψιθύρισε η Στέλλα.
Με λίγα λόγια η Βιολάνταινα διατύπωσε την πρόταση της: Να πέσει στα πόδια του πατέρα της και να του γυρέψει συχώρεση· να του πει πως μετα­νόησε για το κίνημα της· να του υποσχεθεί πως στο εξής δε θα έκανε τίποτα χωρίς το θέλημα του· να τον βεβαιώσει πως έπαυσε πια να συλλογίζεται το Χρηστάκη, κι εκείνος ήταν πρόθυμος να τη συχωρέσει, και μέρα που ξημέρωνε μεθαύριο, να τη δεχθεί στην αγκαλιά του, και γρήγορα να φροντίσει να την παντρέψει, όπως της πρέπει, μ' ένα καλό και άξιο... αμή τι;
Η Στέλλα την άκουσε χωρίς να την διακόψει, με το ίδιος ύφος που έπαιρ­νε και όταν την εκτυπούσαν. Έπειτα κατέβασε τα χέρια από το κεφάλι, κοίταξε τη μητέρα της κατάματα, και με όλη την ηρεμία, με όλη τη γαλήνη της σταθερότητας, επρόφερε:
-Όχι!
Η Βιολάνταινα εσκίρτησε τρομαγμένη· έπλεξε τα χέρια, και με φωνή υ­πόκωφη, σε τόνο μομφής υπέρτατης, το ξαναείπε:
-Όχι!
-Όχι! είπε η Στέλλα· και τη φορά αυτή ένα κύμα ετάραζε την πρώτη γα­λήνη, και η άρνηση εβγήκε από τα χείλη της με πείσμα μαζί και περιφρόνη­ση.
-Μα, παιδί μου, συλλογίζεσαι τι λες; συλλογίζεσαι τι κάνεις; ερώτησε η Βιολάνταινα- κι εγύρισε πίσω της, κι εκλείδωσε από φόβο τη θύρα.
-Όχι! είπε η Στέλλα και εκ τρίτου- και τώρα ήταν ολόκληρη τρικυμία αγα-νακτήσεως, και μαζί με τη φωνή, εσηκώθη και αυτή ορθή, υψηλή, αγέρωχη.
Κι εμίλησε:
-Όχι, χίλιες φορές όχι! Ό,τι έκαμα ήταν κακό, το ξέρω· μα το έκαμα τώ­ρα. Του έγραψα «είμαι δική σου», και θα είμαι για πάντα. Ναι, να πέσω στα πόδια του πατέρα μου, και να του φιλήσω τα χέρια, και να του γυρέψω συ­χώρεση γι' αυτό που έκαμα, έτσι χωρίς να θέλω, σε μια στιγμή τρέλας, αδυ­ναμίας... Μα να με συχωρέσει κι εκείνος και να μου δώσει το Χρηστάκη... Α, μη σου κακοφαίνεται και σώπα! Καλός, κακός, αυτός είναι τώρα για μέ­να. Ακούστηκα μαζί του, και αυτό μου φθάνει. Έπειτα, τι σας μέλει εσάς; Εγώ θα είμαι ευτυχισμένη, εμένα μ' αρέσει. Πως είναι φτωχός; Πφ! βλέπω τι ευτυχία που έχετε οι πλούσιοι στα σπίτια σας... Επιτέλους αλλιώτικα δε γίνεται· άλλον εγώ δεν παίρνω!
-Μα ορίζεις εσύ τον εαυτό σου; επρόλαβε να ρωτήσει η Βιολάνταινα.
-Τον ορίζω!
-Όχι· ο πατέρας σου σε ορίζει· ο πατέρας σου ορίζει και μένα και το Νταντή, και τη Νιόνια και όλους.
-Δεν ξέρω για σας, μα εμένα δε με ορίζει. Εγώ, εγώ ορίζω τον εαυτό μου· να, κοίταξε, τον ορίζω!... τον ορίζω!...
Κι έκαμψε το δάχτυλο της, και το εδάγκασε στον κόμπο με λύσσα, καθώς μιλούσε. Και ο πόνος έδωσε στη φωνή της κάτι το απείρως τραγικό· και η Βιολάνταινα, και αυτή ακόμη, αισθάνθη ότι ήταν μεγάλη η στιγμή εκείνη.
-Τι θέλεις να πεις μ' αυτό; ρώτησε με τρόμο.
-Να, ότι τον εαυτό μου τον κάνω ό,τι θέλω... Μπορώ να κόψω τώρα το χέρι μου και να το πετάξω από το παράθυρο; Ε, ορίζω τον εαυτό μου. Ο πα­τέρας μου τίποτα δεν μπορεί να κάμει· πως θα με δείρει; πως θα με κλείσει; πως θα με σκοτώσει; Τι με τούτο; Πάλι εγώ κάνω ό,τι θέλω -τον εαυτό μου-και σα δε θέλω εγώ, άλλον άνθρωπο δεν παίρνω. Όχι· ποτέ δε θα με δώσει σε όποιον θέλει εκείνος. Σας το λέω για να το ξέρετε μια για πάντα, γιατί δεν θα το ξαναπώ: Ή το Χρηστάκη ή κανέναν. Εγώ είμαι η Στέλλα του Βιολάντη!
Κι εκτύπησε το στήθος της το πλατύ με δύναμη, κι από τα μάτια της τα αδάκρυτα ετοξεύθη άγρια αστραπή. Ω, ήταν ωραία τη στιγμή εκείνη! Το πά­θος της εχρωμάτισε, της εζωογόνησε το κατάλευκο πρόσωπο· τα πέταλα του κρίνου επήραν ένα ρόδινο χρώμα αδύνατο- ίχνος κακοπάθειας δεν εφαίνετο πλέον, και για μια στιγμή, η κόρη έλαμψε με την πρώτη της ομορφιά την υπερήφανη, με την πρώτη υγεία και ζωή.
Η Βιολάνταινα αναγκάσθηκε να χαμηλώσει το κεφάλι. Έβλεπε έξαφνα εμπρός της μια δύναμη νέα, που δεν την ήξερε, που δεν την εφαντάζετο ως τώρα. Αλήθεια, αυτή ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, η κόρη του πατέρα της.
-Εκατάλαβα, εψιθύρισε με λύπη· μα δε συλλογίζεσαι, δυστυχισμένη, τι θα πάθεις, αν ακούσει τέτοιο πράμα ο πατέρας σου;
-Δεν τον φοβάμαι! εφώναξε η Στέλλα· και τι θα μου κάμει; Θα με σκο­τώσει... είναι άλλο; Ε, δε με μέλει, σου είπα. Εγώ δε γυρεύω να ζήσω, παρά να ζήσω ευτυχισμένη. Αν δεν μπορώ, καλύτερα να με σκοτώσει... Καλύτερα να πεθάνω... Στάσου να σου πω* αν δεν έγραφα εκείνο το γράμμα, δε θα μ' έγνοιαζε· μα τώρα που το έγραψα, θα κάμω ό,τι μπορώ για να σώσω την υ­πόληψη μου. Θα μου τη σώσει ο γάμος; Θα μου τη σώσει ο θάνατος; Μου εί­ναι αδιάφορο. Είδες αν άνοιξα το στόμα μου να παραπονεθώ ποτέ για τα βασανιστήρια που μου κάνετε τόσον καιρό;...
-Καλέ τίνος τα λες αυτά τα παραμύθια; είπε η Βιολάνταινα με μορφασμό ανυπομονησίας. Και τι πως έγραψες ένα γράμμα, που στο κάτω κάτω το πή­ραμε πίσω;... Εγώ να σου πω τι είναι: είναι... που αγαπάς το Χρηστάκη.
Η Στέλλα κλονίσθηκε από παλμό δυνατό. Στην αρχή τής ήλθε να το αρνη­θεί, να το κρύψει. Όχι, δεν ήταν αυτός ο λόγος... Αλλά έπειτα συλλογίσθηκε ότι μια που άρχισε, έπρεπε να τα πει όλα· και σα να το ήξερε πως ήταν η τε­λευταία φορά που θα μιλούσε, άντλησε διαμιάς όσο θάρρος υπήρχε στα βά­θη της παρθενικής της ψυχής, και είπε:
-Ναι, τον αγαπώ. Αν δεν τον αγαπούσα, δε θα του έδινα ακρόαση· αν δεν τον αγαπούσα, δε θα μ' έγνοιαζε για το γράμμα, -ούτε η πρώτη είμαι ούτε η ύστερη- δε θα επίμενα ολωσσδιόλου, και θα έπαιρνα όποιον ήθελε ο πατέρας μου. Μα τον αγαπώ, και θα κάμω ό,τι μπορέσω για να τον πάρω.
-Βγάλ' το αυτό από το νου σου, γιατί ο πατέρας σου δεν τ' ακούει! είπε η Βιολάνταινα,
-Ποιος το ξέρει!... Μπορεί στο τέλος να με λυπηθεί και να δει το σωστό. Έχουμε τόσα παραδείγματα!
Α! τέτοιες ελπίδες έχεις; ω, κακομοίρα, κακομοίρα! δεν τον ξέρεις τον πατέρα σου!
-Μπορεί- μα εμένα δε με χωράει άλλο ετούτο το σπίτι.
Διαμιάς η Στέλλα έγινε μελαγχολική. Εκάθισε πάλι στο διβανάκι, και με φωνή περίλυπη, σα να μιλούσε μονάχη της, εξακολούθησε:
-Όχι! δε με χωράει το σπίτι... Σε κάθε χτύπημα που μου δίνουν, ακούω  μέσα μου σα μια φωνή να μου λέει: «Φύγε!... Φύγε!...»
Η Βιολάνταινα όρμησε έξω φρενών, με τα χέρια σηκωμένα, με τα μάτια άγρια.
-Τι είπες; εφώναξε· να φύγεις; ω, συφορά μου και μαυρίλα μου!... να φύ­γεις;
-Δεν είπα τέτοιο πράμα! είπε η Στέλλα με περιφρόνηση. Σεις μου το λέ­τε με τον τρόπο σας.
-Όχι, το είπες! αντείπε η Βιολάνταινα· είπες πως θα φύγεις! και για κοί­ταξε καλά, γιατί εγώ δεν...
Ο θυμός έπνιξε τη φωνή της. Κι έβλεπε τριγύρω της, σαν να εζητούσε ν' αρπάξει τίποτα για να κτυπήσει τη Στέλλα.
Ο τρόπος αυτός ανέβασε στην επιφάνεια όλο το πείσμα της κόρης. Όχι, δεν το είπε! Της έβαζαν στο στόμα λόγο που δεν είπε. Το εσυλλογίσθη, πέ­ρασε κι αυτό από τον νου της, αλλά όχι, δεν το είχε αποφασίσει. Και ίσως δε θα το έκανε ποτέ, όσο σκληρά και αν την τυραννούσαν, γιατί ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, και είχε την περηφάνια της, και θα προτιμούσε να πε­θάνει, παρά ν' ακουσθεί πως ξεπόρτισε. Αλλ' αφού ήταν έτσι, αφού ήθελαν με το στανιό να την πείσουν πως το είπε, καλά λοιπόν, να ιδούν!
- Ναι, το είπα! εφώναξε δυνατότερα από τη μητέρα της. Το είπα και θα το κάμω!
Μιλούσε με όλο το απεγνωσμένο θάρρος ανθρώπου που αυτοκτονεί. Η Βιολάνταινα τα έχασε· ο θυμός της εκόπη, τα γόνατα της ελύθηκαν, κι έπεσε σε μια καρέκλα, όγκος αδρανής. Αλλά ήταν μια στιγμή μόνο αδυναμίας. Αμέσως εσηκώθη, και κεραυνοβολούσα τη Στέλλα με το βλέμμα, εξεστόμισε σε μια βάναυση φράση όλη την εντύπωση που της έκανε το ξαφνικό ξύ­πνημα της δυνατής εκείνης ψυχής, που την εδοκίμαζε η βία και το μαρτύριο:
-Εκατάλαβα·  εσύ, παιδί μου, έχεις το διάολο μέσα σου!

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
1.  α) Ποιες οι βαθύτερες αιτίες που προσδιόρισαν τη στάση του Βιολάντη προς την κόρη του; β) Με ποιο σκοπό η μάνα πλησίασε την έγκλειστη κόρη της;
2.  Να σχολιάσετε τη φράση: «Ο πατέρας σου σε ορίζει· ο πατέρας σου ορίζει και μέ­να, και το Νταντή, και τη Νιόνια και όλους».
3.  Είπαν πως ο Ξενόπουλος είναι ο εισηγητής της αστικής πεζογραφίας. Η μελέτη του αποσπάσματος οδηγεί στο συμπέρασμα αυτό;



Ο Γρ. Ξενόπουλος γράφει για το έργο του:
«Το διήγημα «Έρως Εσταυρωμένος», που το δραματοποίησα ύστερα με τον τίτλο «Στέλλα Βιολάντη», είναι μια έμπνευση του 1901. Ο θρύλλος όμως που μου έδωσε αφορμή να γράψω και το διήγημα και το δράμα είναι κατά είκοσι τουλάχιστον χρόνια αρχαιό­τερος. Γιατί περί το 1880 ψιθυριζόταν στη Ζάκυνθο- ήμουν παιδί τότε- πως ένας άγριος πατέρας εφυλάκισε την κόρη του στη σοφίτα του σπιτιού του με ψωμί και με νερό, επειδή αγαπούσε κάποιον που δεν ήθελε να της τον δώσει κι αρνιόταν επίμονα να πάρει έναν άλλον που της έδινε αυτός. Η δυστυχισμένη κόρη πέθανε απ' αυτό το μαρτύριο· αποσιώπησαν όμως την αιτία του θανάτου της και την εκήδεψαν μεγαλόπρεπα, με τις πιο επιδειχτικές εκδηλώσεις απαρη­γόρητου πένθους. Λίγο αργότερα -ήμουν πια φοιτητής- άκουσα πως όμοιο δράμα έγινε και στην Πάτρα, και τα πρώτα χρόνια που εγκα­ταστάθηκα στη Αθήνα οριστικά, εγνώρισα μια πολύ καλή οικογένεια με τέσσερες κόρες, που όταν μια απ' αυτές, η ωραιότερη, πέθανε κάπως ξαφνικά, έμαθα πως οι γονείς της και τ' αδέρφια της- δυο Νταντήδες υπήρχαν σ' εκείνο το σπίτι- την εσκότωναν από το ξύλο, επειδή είχε ερωτευθεί κάποιον παρακατιανό. Αυτή μάλιστα η Αθη­ναϊκή ιστορία μου θύμισε τότε την παλιά ζακυνθινή και μ' έκανε να γράφω τον «Εσταυρωμένο Έρωτα της Στέλλας Βιολάντη», που έκανε τόση εντύπωση όταν πρωτοδημοσιεύθηκε στα «Παναθήναια», ώστε ο Παλαμάς να αφιερώσει ποίημα στην ηρωίδα -αυτό που έβαλα για πρόλογο στο δράμα- κι ο Βλάσης Γαβριηλίδης να γράψει κύριο άρθρο στην «Ακρόπολί» του -άλλοι καιροί, άλλα ήθη- με τον τίτλο «Στέλλα Βιολάντη».
Και τώρα ρωτιέμαι: Γίνουνται άραγε και σήμερα τέτοια δράματα σ' ελληνικά σπίτια, αθηναϊκά, πατρινά, ζακυνθινά; Μερικοί από τους κριτικούς, που ασχολήθηκαν με τη «Στέλλα Βιολάντη» αυτόν τον καιρό που την ξανάπαιξε με τόση επιτυχία η Μαρίκα Κοτοπούλη- η «πρώτη διδάξασα» το 1909- είπαν, όχι δεν γίνονται. Ούτε οι γονείς κάνουν τόση κατάχρηση πατρικής εξουσίας, ούτε τα σημερινά κορί­τσια έχουν τη δειλία ή τη βλακεία να την υποφέρουν Όταν ο πατέ­ρας, η μητέρα, ο αδερφός, δεν θέλουν να της δώσουν τον εκλεκτό της, η ερωτευμένη σηκώνει επανάσταση, κάνει του κεφαλιού της, τον παίρνει μοναχή της. Κι' έχουμε πλήθος παραδείγματα κοριτσιών που στην επίμονη άρνηση της οικογενείας τους αντέταξαν τη δική τους βία, και συνεννοήθηκαν με τον λεγόμενο και τόσκασαν από το πατρικό τους σπίτι για να τον στεφανωθούν. Κι' άλλων ο αυτόβουλος γάμος αναγνωρίσθηκε αργά ή γρήγορα και η περιπέτεια τελείωσε φαιδρά , άλλων όμως τον αγνόησε η πατρική εξουσία και η ζωή τους μ' ένα φτωχό νέο- γιατί οι γονείς αρνούνται συνήθως όταν ο λεγό­μενος είναι φτωχός- γίνεται δράμα και μαρτύριο, ως να πεθάνει, μετά χρόνια, ο πλούσιος πατέρας και να πάρει η κακοπαντρεμμένη κόρη τουλάχιστον την «νόμιμον μοίραν». Κάποτε, πάλι, συμβαίνει να βαρεθεί τη φτώχεια, να μετανοιώσει, να εγκαταλείψει τον άντρα της-όταν, για τον ίδιο λόγο, δεν την έχει εγκαταλείψει πρώτος αυτός-και να γυρίσει στο πατρικό της σπίτι, όπου πάντα σχεδόν την περι­μένει η υποδοχή του Ασώτου.
Αλλά τί μαρτυρούν τα πολυάριθμα αυτά παραδείγματα; Η πατρική εξουσία κι αν δεν είναι τόσο σκληρή, τυρανική, καταχραστική, ώστε να φυλακίζει σε σοφίτες ή κατώγια, δεν υπάρχει, δεν εξασκείται, όπως και τον παλιό καλό καιρό; Και τα σημερινά κορίτσια, μ' όλες τους τις ελευθερίες, δεν είναι τόσες Στέλλες Βιολάντη, αφού αναγ­κάζονται, για να μη υποκύψουν στον τύραννο, που τους αρνείται τον αγαπημένο ή επιμένει να τους δώσει άλλον, να σηκώνουν επα­νάσταση; Γιατί και η μακρυνή Στέλλα Βιολάντη επανάσταση σήκωσε. Ούτε ν' ακούσει εκείνο που ήθελε ο πατέρας της, να πάρει τον «ασχημότερο» Μένουλα. Ή το Χρηστάκη ή κανένα . Κι αν στάθηκε να τη φυλακίσει- γιατί κι αυτό μπορούσε να το αποφύγει με μια προσποιητή μετάνοια- ήταν γιατί είχε γράψει του Χρηστάκη να πάει να τη σώσει έτοιμη κι αυτή να ξεπορτίσει μαζί του. Αλλο ζήτημα αν το δράμα της δεν είχε το ευτυχισμένο αυτό τέλος που έχουν τα περισσότερα σημερινά. Αιτία ο Χρηστάκης που δεν αγαπούσε παρά «τα τάλλαρα του πατέρα της», που τρομοκρατήθηκε απ' αυτόν, που απελπίσθηκε να πάρει τη Στέλλα με το καλό και μη τολμώντας να την πάρει με τη βία, επροτίμησε να κλέψει μια άλλη που τον αγαπούσε, την πλούσια κοντεσσίνα Μαρκότση.
Το συμπέρασμα είναι πως ο κόσμος, η Ελλάδα και η Ελληνική οικο­γένεια, κατά βάθος δεν άλλαξαν καθόλου από τότε . Απλούστατα γιατί δεν άλλαξαν ούτε οι οικονομικοί όροι της ζωής, ούτε οι ψυχές του ανθρώπου κι οι καρδιές των κοριτσιών. Όπως υπήρχαν, έτσι υπάρχουν αισθηματικά κορίτσια που προτιμούν το φτωχό νέο που αγαπούν από οιονδήποτε πλούσιο. Όπως υπήρχαν, έτσι υπάρχουν γονείς, που εννοούν να εμποδίσουν με κάθε τρόπο τον ανάρμοστο ή τον ασύμφερτο γάμο. Κι όπως τα σημερινά κορίτσια σε τέτοια περίπτωση, σηκώνουν επανάσταση, κι επέρχεται σπίτι μια δραματική σύγκρουση, έτσι έκαναν και τα παλιά, από τον καιρό της Στέλλας Βιολάντη, με τη διαφορά πως η σύγκρουση τότε ήταν βιαιότερη και δεν τελείωνε πάντα με τη νίκη του αισθήματος. Αν θέλετε μάλιστα, η Στέλλα Βιόλαντη είναι μια πρόδρομος των σημερινών κοριτσιών με τη συναίσθηση, την επίγνωση που είχε της ελευθερίας της, των ανθρώπινων δικαιωμάτων της , τη δύναμη της , το πείσμα της· πρά­γματα που δεν τα είχαν συνήθως τα κορίτσια κι υπέκυπταν αγόγγυστα στην πατρική εξουσία. Η Στέλλα Βιολάντη «προτρέχει της εποχής της» κι είναι σαν ένα κορίτσι σημερινό. Γι' αυτό και το δράμα της συγκινεί ακόμα τον κόσμο. Ο θεατής βλέπει μια ιστορία, που, στη μεγάλη της γραμμή, γίνεται και σήμερα, αδιάφορο αν είναι διαφορε­τικές μερικές λεπτομέρειες.
                                                      (Περ. «Νεοελλ. Λογοτεχνία», τεύχος 1ον, (1937), σελ. 1-3).




Η Γαλάτεια Καζαντζάκη κρίνοντας την παράσταση του δράματος «Στέλλα Βιολάντη» που δόθηκε για να γιορτασθούν τα πενήντα χρόνια της φιλολογικής προσφοράς του Ξενόπουλου με πρωταγωνίστρια τη Μαρίκα Κοτοπούλη, ανάμεσα στ' άλλα γράφει: «Στην εποχή μας, όπου η γυναίκα αρχινά ν' αποκτά οντότητα και ανεξαρτησία ελεύθε­ρου ανθρώπου η Στέλλα Βιολάντη μπορεί να πάρει στα Ελληνικά γράμματα την τιμητική θέση έργου πρωτοποριακού. Ο τύπος ενός κοριτσιού που παρ' όλες τις φοβερές για τη γυ­ναίκα συνθήκες, μιας πριν από πενήντα χρόνια κοινωνίας, προτίμησε να πεθάνει παρά να υποκύψει στην τυραννική πίεση του πατέρα της και να πάρει ένα γέρο αλλά πλούσιο σύζυγο, τί άλλο είναι παρά το πρώτο βήμα για ν' αποσίσουμε προαιώνιους κι απάνθρωπους ζυγούς. Βέβαια η Στέλλα Βιολάντη δεν «ξεπόρτισε» όπως κάνει στο ίδιο έργο, η κόρη του Μαρκότση, όμως η δική της στάση είναι πολύ σπουδαιότερη. Πρώτο φανερώνει απόφαση συνειδητής εξέγερσης εναντίον της πατρικής αυθαιρεσίας και συνάμα τέλεια επίγνωση του δικαιώματος να διαθέσει την καρδιά της όπως αυτή θέλει, μέσα στα πλαίσια, όπως έκανε η Στέλλα, της αξιοπρέπειας . Απεναντίας το «ξεπόρτισμα» της θυγατέρας του Μαρκότση δείχνει επιπολαιότητα κι αλαφρομυαλιά καταδικασμένη σε κάθε εποχή.
Και είναι ακόμα πρωτοποριακό το δράμα του κ. Ξενόπουλου, γιατί φανερώνει πως ακόμη και στις πιο σκοτεινές εποχές ο άνθρω­πος μπορεί να βρεί το θάρρος, όπως η Στέλλα, να υπερασπίσει το δίκιο του. Κι ήταν το δίκιο της κόρης του Βιολάντη να διαλέξει το σύντροφο της ζωής της.
Γι' αυτό όμως θάπρεπε, ο νέος να μην είναι τόσο ασήμαντος και τιποτένιος, τόσο λίγο άξιος τέτοιας υπέροχης αγάπης. Ο θεατής, μ' όλο που η συμπάθεια του πηγαίνει ολάκερη προς την ηρωίδα, μ' όλο που ούτε μια στιγμή δε συγκινεί με τη σκληρότητα του γέρου Βιόλαντη και που θυμίζει, όταν εκβιάζει σατανικά την κόρη του να ομολογήσει πως έλαβε ραβασάκι, μεσαιωνικό ιεροεξεταστή, όμως όταν βλέπει την κακή εκλογή που έχει κάνει η Στέλλα με τον Χρη­στάκη Ζαμάνο μένει λιγάκι σκεπτικός.
Ο Βιντσέντσος Κορνάρος στον Ερωτόκριτο στόλισε τον αγαπη­μένο της Αρετούσας μ' όλες τις χάρες. Είδη (η λέξη δεν αρέσει στον κ. Ξενόπουλο), καρδιά, μυαλό, συναγωνίζονται σε τελειότητα, κι έτσι όλοι εύχονται τα δυο αυτά τρυφερά πλάσματα να κερδίσουν την αγάπη τους για να μην αδικηθεί η φύση»                  
                                                                  (περ. «Νεοελ. Λογ. τευχ. 1,(1937), σελ. 39-40).
  

3 σχόλια:

  1. Στο βίντεο και τις φωτογραφίες η ηθοποιός Μαίρη Αρώνη στο ρόλο της Στέλλας Βιολάντη, ενώ στο ρόλο της θείας Νιόνιας η Ελένη Χαλκούση. Η Λέλα Ησαΐα (Μαρία Βιολάντη),ο Τάκης Γαλανός (Νταντής),ο Θάνος Αρώνης (Παναγιώτης Βιολάντης), ο Ανδρέας Φιλιππίδης (Χρηστάκης Ζαμάνος).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή
    12/06/1948 - 17/06/1948 Βασιλικό Θέατρο, Πλατεία Λευκού Πύργου, Θεσσαλονίκη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή