ΣΤ΄
ΟI ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΜΕΙΔΙΟΥΝ και οι ποιητές διανοούνται. Όχι. Χρειάζεται κάτι άλλο. Ίσως η αφέλεια. Μάλλον η αφέλεια και η χάρις μαζί. Εάν μας χτυπούν, να βγάζουμε ήχο καθαρό. Και να προτείνουμε μια ζωή που, για να σταθεί, να μην έχει ανάγκη από υποσημειώσεις. Είναι καιρός, θα το ξαναπώ, η παλιά μας εκείνη γνώριμη Α μ α δ ρ υ ά ς ακόμη και μέσ' από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές να ξαναβρεθεί το δέντρο της. Να μπει πάλι μπροστά ο μηχανισμός μιας ατελεύτητης εικονογραφίας. Και να δοκιμάσουμε καταπρόσωπο τον αέρα μιας ελευθερίας διόλου όμοιας μ' εκείνην πού κατοχυρώνουν τα δημοκρατικά μας Συντάγματα.
Η ελλειπτικότητα στην έκφραση και το αυθαίρετο στη σκέψη έχοντας από καιρό αποκτήσει τίτλους νομιμότητας, οι τομές πού επιχειρούν, επιτρέπουν στο μάτι να μην πτοείται πλέον από τα παραδομένα σχήματα. Ο πιο ανερυθρίαστα ειλικρινής γίνεται και ο πιο αποτελεσματικά καινοτόμος. Κλωσάμε όλοι μας μια μικρούλα ιδιαιτερότητα που αν δεν κάνουμε το παν ώστε ο υποψήφιος νεοσσός να σπάσει το τσόφλι του και να πεταχτεί έξω, πάμε χαμένοι. Στους εκατό ζωγράφους οι ογδόντα πνίγονται μέσα στους άλλους είκοσι, μόνο και μόνο επειδή δεν επέτυχαν ή δεν μπόρεσαν εγκαίρως να καταθέσουν την βαπτιστική τους σφραγίδα. Οι ναύτες του Τσαρούχη, τα ομηρικά ακρογιάλια και οι Αριάδνες του Στέρη, τα κορίτσια του Μόραλη κι οι συκιές του Νικολάου, οι ποδηλάτες του Φασιανού, πρωτίστως μας ελκύουν για την υψηλή τους ζωγραφική ποιότητα. Το σωστό σωστό. Άλλωστε αυτό είναι μια προϋπόθεση για κάθε τέχνη, χωρίς εξαίρεση. Δευτερευόντως όμως -ας τ' ομολογήσουμε — μας γοητεύουν επειδή τραβούν το κουρτινάκι σε κάποια μυστική γωνιά της ψυχής τους. Παρακολουθούμε τον θίασο του εσωτερικού τους κόσμου να μας «παίζει πραγματικότητα», μια πραγματικότητα πού δεν θα υπήρχε, χωρίς αυτούς, περίπτωση να καταλάβει ποτέ θέση στη συνείδηση μας και ν' αρχίσει να γίνεται μύθος. Δηλαδή, ν' αρχίσει κάποια συγκεκριμένη πτυχή της ψυχής του διπλανού μας πού αγνοούσαμε ν' αποσπάται από τα συμφραζόμενα της και, χωρίς ν' αλλάξει ταυτότητα, να οδηγείται στον υπερθετικό της βαθμό μέσα μας. Έκπληκτοι μένουμε μερικές φορές σε μια τέτοια δυνατότητα πού αγνοούσαμε ότι διαθέτουμε, όπως ο πεζογράφος του Μολιέρου.
'Ακόμα και ή παρουσία μιας γεωμετρικής καθαρότητας απλώς ή αντιθέτως ενός παραμορφωτικού παροξυσμού στα έργα τ' ανεικονικά, είναι κι εκείνη με τον τρόπο της, θέμα· πυρήνας μύθου.
Να λοιπόν που εκείνο το περιφρονητέο «τί μας ιστορούνε οι ζωγράφοι» ζητάει να επανεγγραφεί στις αξιολογήσεις μας· όσο είναι δυνατόν βέβαια να το αποχωρίσει κανείς από τη λεγόμενη τεχνοτροπία του καλλιτέχνη. Χώρια ότι αποτελεί και μια δεύτερη αφετηρία για να ελέγξεις και να εκτιμήσεις τις αποκλίσεις σου, τις ροπές σου.
Συχνά έχω αναρωτηθεί, για να φέρω ένα προσωπικό παράδειγμα, για ποιόν λόγο ενώ βρίσκω ψυχρόν τον Seurat κι ούτε συμπαθώ —απεναντίας— τα λεγόμενα «στίγματα», γοητεύομαι από το τελικό αποτέλεσμα. Να 'ναι η υπόκωφη γεωμετρία του, σε μιαν εποχή που η φόρμα είχε υποχωρήσει μπροστά στις δονήσεις του χρώματος, που μου ένευε καταφατικά;
Μάλλον. Και στον Piero della Francesca; Μήπως αν έλειπαν εκείνα τ' αρχιτεκτονικά στο βάθος ή τα μυστηριακά βλέμματα που πλημμυρίζουν με σιωπή τον χώρο, θα με απασχολούσε λιγότερο; Σαφώς προτιμώ τον Πλυμένο αέρα του Max Ernst από το Κυνηγημένο Δάσος του της ίδιας χρονιάς (1969), χωρίς να ξέρω γιατί. Πολύ περισσότερο το Ποιμενικό του Klee από το Επιλεγμένο τοπίο του της ίδιας επίσης χρονιάς (1927).
Όμως εδώ, το φόβητρο της Ψυχολογίας με σταματά. Δεν έχω τη διάθεση — και το δικαίωμα— να πατήσω ξένα χωράφια. Μόνο ν' ακούω ξέρω και να βλέπω. Να συλλαμβάνω τα πράγματα πού συγκρούονται μέσα μας ή πιο σωστά και με άκρα προσοχή, τα μηνύματα που εκπέμπονται από την κρούση των μυστικών της ζωής επάνω στην ψυχή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου