Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Laurence Cosse Στο καλό μυθιστόρημα

 
Όσα συμβαίνουν στο χώρο του βιβλίου από την επιλογή μέχρι το μάρκετινγκ, τα διαπλεκόμενα και θρυλούμενα, τα βραβεία και τις προωθήσεις, τις επιτροπές βράβευσης και την πολιτική των εκδοτικών οίκων, τους παθιασμένους αναγνώστες και τα αγαπημένα βιβλιοπωλεία εξυφαίνονται σε αυτό το απολαυστικό μυθιστόρημα της  Lawrence Cosse .
Δυο εραστές του καλού μυθιστορήματος στήνουν το ιδανικό βιβλιοπωλείο στο οποίο θα υπάρχουν μόνο αριστουργήματα επιλεγμένα από μια οκταμελή μυστική επιτροπή  τα μέλη της οποίας δε συναντώνται και δε γνωρίζονται μεταξύ τους. Στην πορεία μέλη της επιτροπής πέφτουν θύματα επιθέσεων και  αναλαμβάνει να εξιχνιάσει την υπόθεση ένας βιβλιόφιλος ανακριτής. Ίντριγκα, αστυνομική πλοκή, ανταγωνιστές που φθονούν την επιτυχία του εγχειρήματος και συγγραφείς αποκλεισμένοι από τις επιλογές του ιδανικού βιβλιοπωλείου, οι συνήθειες των πελατών και των εραστών του βιβλίου, τα εμπορικά κυκλώματα, οι κριτικές και οι κριτικοί, ο ρόλος των ΜΜΕ. Βιβλία που θάβονται από την κριτική αλλά ο χρόνος αποδεικνύει την αξία τους  βρίσκουν τη θέση τους στο κόρπους του βιβλιοπωλείου, ενώ αντίθετα απουσιάζουν χιλιοπροβεβλημένα, άχρηστα και αδιάφορα κατασκευάσματα. Η εμπορευματοποίηση παρούσα κι εδώ, αφού κάθε πολιτιστικό προϊόν καθόλου δεν ξεφεύγει από τους νόμους της αγοράς και τη μάστιγα της επικείμενης αλλοτρίωσης. Η συγγραφέας παραθέτει στο τέλος έναν κατάλογο από βιβλία που θεωρεί ξεχωριστά αποκλείοντας από την οποιαδήποτε αναφορά συγγραφείς που εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε κάθε είδους επιτροπές και φορείς εξουσίας. Όλοι αυτοί τη μίσησαν για τον αποκλεισμό και εμείς  τη συγχαίρουμε για το ωραίο βιβλίο.Το προτείνω ανεπιφύλακτα.
 Παραθέτω κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
 «Και να σκεφτεί κανείς πόσοι γνωστοί μου παραπονιούνται πως δε βρίσκουν τίποτα καλό να διαβάσουν. Τι τρέλα!»
«Τι κρίμα, θέλετε να πείτε... τη στιγμή που εσείς κι εγώ ανα­καλύπτουμε κάθε μήνα κι από ένα αριστούργημα. Φταίει ότι το ενενήντα τοις εκατό των μυθιστορημάτων που εκδίδονται, "δεν αξίζει τον κόπο", όπως έλεγε ο Πολάν. Η κριτική θα όφειλε να μην ασχολείται παρά με τα άλλα, αλλά είναι επιπόλαιη και φυγόπονη.»
«Κι αδιαφορεί τελείως για την αλήθεια. Δε γνωρίζει παρά δύο νόμους: της συντεχνίας και της παρέας. Με μία λέξη, είναι διε­φθαρμένη.»
«Δεν τολμούσα να το πω. Λιβανίζουν κάτι θλιβερά βιβλία και, μέσα σ' αυτό το μάγμα, τα μαργαριτάρια περνούν απαρατήρητα. Εξ ορισμού, η σύγχυση ωφελεί τις μετριότητες.».
«Και τους βιβλιοπώλες που δεν προλαβαίνουν πια να διαβά­σουν, και επαινούν αποτυχίες! Απίθανο! Θα 'πρεπε να τους ακού­σετε. Κι εγώ προσθέτω σε ριπές, με μονότονη φωνή: "Ένα δια­μάντι", "Τρεχάτε να το το διαβάσετε", "Προσοχή: μεγαλοφυία". Με κοιτάζουν, αναρωτιούνται αν τους κοροϊδεύω, και καταλα­βαίνουν πως ναι.»
…………………………
….«Παραμένοντας στο θέμα της απληστίας» είπε, «θέλω να πω ότι διακρίνω ένα είδος εκφυλισμού των λογοτεχνικών ηθών. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, το ίδιο το σχέδιο σας, και μόνο με το φως που θα ρίξει σ' αυτό το προσκήνιο, να αποδεικνύει πόσο γελοία εί­ναι αυτή η παρέκκλιση. Μιλάω για τον τρόπο με τον οποίο ζουν σήμερα οι συγγραφείς: τόσο ανταγωνιστικά, ώστε, απ' ό,τι μου λένε, να φτάνουν στο σημείο να γράφουν μόνο και μόνο για να συ­ντρίψουν τους αντιπάλους τους. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης σ' αυ­τό φέρουν τα λογοτεχνικά βραβεία. Να γράφεις για να νικήσεις χους άλλους: τι φτωχή φιλοδοξία! Η τάξις της πνευματικής δημι­ουργίας έχει αυτό το ωραίο και μοναδικό: είναι ανοιχτή σ' όλο τον κόσμο. Κι έχουν βαλθεί να την οροθετήσουν! Την έχουν κάνει κλει­στή αγορά, όπου κάποια μπεστ-σέλερ καλύπτουν όλο το χώρο της. Κι όταν λέω "έχουν", εννοώ τις εκδοτικές βιομηχανίες, τους δημοσιογράφους-πιόνια, τους χονδρέμπορους της κουλτούρας. Α, χίλιες φορές καλύτερος ο κόσμος των ερασιτεχνών - δεν είπα ούτε ο παλιός κόσμος, ούτε ο μικρός κόσμος.»
……………………………………
«Φυσικά, όμως, αυτό που θα μας χαρακτηρίζει, θα είναι ο κατάλογος μας. Αυτό το ιδιαίτερο στοκ θα είναι η εικόνα μας - τόσο στο internet όσο και στην οδό Ντιπουιτρέν. Για να λέμε την αλήθεια, σκοπεύουμε σε μιαν αντιστροφή της σχέσης προσφορά-ζήτηση. Δεν είναι η ζήτηση που θα καθορίζει τα πράγματα, αλλά η προσφορά. Όποιος σπρώξει την πόρτα του βιβλιοπωλείου, θα το κάνει πιο πολύ γιατί θα ξέρει ότι μέσα εκεί θα βρει μια σπάνια συλλογή μυθιστορημάτων, παρά για ν' αγοράσει έναν τίτλο που έχει υπόψη του. Με το ίδιο πνεύμα θα λειτουργούμε και την ιστοσελίδα μας.»
«Με μια σχέση εμπιστοσύνης» είπε η Φραντσέσκα.
Ο Ντουλτρεμόν είχε πάρει φωτιά.
«Η αντίφαση» είπε, «έγκειται στο ότι η προσφορά σας είναι ταυτόχρονα πολύ περιορισμένη και πολύ ποικίλη. Σήμερα, η επι­τυχία στηρίζεται στο δικαίωμα επιλογής. Τα τεράστια κέρδη έρ­χονται είτε χάρη σ' ένα προϊόν μοναδικό, όπως αυτή τη στιγμή το κρεμ-ντε-κασίς  στην Ασία, είτε, αντιθέτως, μέσα από ευρείες προσφορές, όπως επί παραδείγματι ο κατάλογος Ikea ή, μην πά­με πολύ μακριά, το Amazon που προτείνει στο internet δεκάδες χιλιάδες βιβλία, κάθε είδους και για όλα τα γούστα. Εσείς, όμως, δεν επιλέγετε: είστε μικροί και πολλαπλοί. Δε γίνεται αυτό. Είναι μια άμαξα με δύο άλογα που το καθένα πάει σε άλλη κατεύθυνση · Ο ενικός στο όνομα του μαγαζιού είναι χαρακτηριστικός: νο­μίζεις πως έχεις να κάνεις με μια απλή προσφορά, κι έρχεσαι αντι­μέτωπος με μια πολυσύνθετη ποικιλία.»
 ………………………..

Έβρισκε τον Ντουλτρεμόν δογματικό, και τις κατηγοριοποιή­σεις του συγκεχυμένες.
«Δεν είμαι σίγουρος ότι πρέπει να αντιπαραθέτουμε το απλό και το πολλαπλό» είπε ήρεμα. «Το βιβλιοπωλείο μας θα μοιάζει μάλλον μ' έναν σχεδιαστή μόδας που μόλις βγήκε στο κλαρί: φτά­νει τα άμορφα ρούχα και τα σκούρα χρώματα· ώρα για μια γκάμα κομψών και χαρούμενων φορεμάτων.»
«Όχι» επιτέθηκε ο Ντουλτρεμόν. «Η διαφορά που έχει αυτός μαζί σας, είναι ότι όλα του τα φορέματα μοιάζουν και ταιριάζουν μεταξύ τους. Έχει αυτό που αποκαλούμε στιλ. Ενώ εσείς, πίσω απ' την εικόνα μιας γκάμας, προσφέρετε ένα συνονθύλευμα βι­βλίων που το καθένα έχει θεμελιώδεις διαφορές με όλα τα άλλα. Τα προϊόντα σας δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους.»
«Τα ποτήρια μας είναι άδεια» επισήμανε σιγανά η Φραντσέσκα.
Ο Ντουλτρεμόν σέρβιρε κρασί και συνέχισε: «Όχι μόνο δεν είστε οι πρώτοι που ανοίγετε βιβλιοπωλείο, αλ­λά μπαίνετε και σ' έναν κλάδο που έχει προβλήματα, που έχει οδηγήσει πολλούς σε απόγνωση».
«Μη μου πείτε ότι θεωρείτε το βιβλίο τελειωμένη υπόθεση!» εξανέστη ο Ιβάν.
«Κάθε άλλο. Λέω πως η επιχείρηση σας ανήκει σ' ένα χθες που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.»
«Μίλησε κανείς για επιχείρηση;» παρενέβη  η Φραντσέσκα. «Δεν είπα ότι το είπατε» ύψωσε τη φωνή ο Ντουλτρεμόν. (Απευθυνόταν μόνο στον Ιβάν.) «Η Φραντσέσκα θα πρέπει να σας το ομολόγησε: κανένας απ' τους ειδικούς που της γνώρισα, δε δέχτηκε να βάλει ένα καπίκι στην υπόθεση σας.» Ήταν η σειρά του Ιβάν να εκπλαγεί:
«Ειδικοί στο μάρκετινγκ και στην εμπορική προώθηση;» ρώ­τησε, σαν να μιλούσε για τρελούς επιστήμονες.
«Ακριβώς» είπε ο Ντουλτρεμόν, που δεν είχε προσέξει την ει­ρωνεία.
Ο Βαν σήκωσε τα δυο του χέρια.
«Συμφωνώ μαζί σας ότι ούτε η Φραντσέσκα ούτε εγώ έχουμε ιδέα είτε για πωλήσεις είτε για επιχειρήσεις» είπε. «Η πρόταση μας είναι ριζοσπαστική. Είναι μια επανάσταση των πολιτιστικών ηθών. Όλοι σήμερα συμφωνούν ότι εκδίδονται πάρα πολλά βιβλία χωρίς ενδιαφέρον. Θεωρούμε αυτό το φαινόμενο μόλυνση του πνεύματος και λέμε απλά: Φτάνει. Ας αρνηθούμε να τους αφή­σουμε να μολύνουν το γούστο μας. Ας ανανεώσουμε τον αέρα. Ας αναπνεύσουμε. Πιστεύουμε ότι έχουμε πολλές πιθανότητες να δούμε άλλους ν' ακολουθούν το παράδειγμα μας».
Χαμογέλασε:
«Ε, λοιπόν, μου δώσατε μια ιδέα. Αυτό που θέλουμε να προ­καλέσουμε, συνέβη και με τον καπνό, μ' έναν τρόπο τόσο θεαμα­τικό όσο και απρόβλεπτο. Από τότε που το τσιγάρο άρχισε να συ­γκινεί εκατομμύρια καπνιστές, ας πούμε εδώ και πενήντα-εξήντα χρόνια, οι άνθρωποι καπνίζουν ξέροντας ότι αυτοδηλητηριάζονται. Δεν έλειψαν οι Κασσάνδρες που φώναζαν: Κίνδυνος θάνα­τος! Και ξαφνικά, ένας θεός ξέρει γιατί, τα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα, κάτι ταρακουνάει τις μάζες των καπνιστών, ένα κύ­μα σαρώνει την επιφάνεια της Γης, και όλοι αποφασίζουν να τε­λειώνουν με τον καπνό. Το πράγμα πάει γρήγορα. Τα μυαλά ανοί­γουν. Όλοι παραδέχονται ότι αυτή η κατανάλωση είναι ανθυγιει­νή, χώρια που δεν προσφέρει και καμιά σπουδαία απόλαυση.
»Όσον αφορά τη λογοτεχνία, πιστεύουμε ότι μπορεί να προ­κύψει μια παρόμοια συνειδητοποίηση- και ότι το Au Bon Roman, στη μικρή οδό Ντιπουιτρέν, στο Παρίσι, μπορεί να είναι το κλικ που θα πυροδοτήσει την ανατροπή.»
«Συμφωνώ με όλα όσα είπε ο Ιβάν» είπε η Φραντσέσκα, «αλλά εγώ, δε θα το κρύψω, ποτέ δεν είδα τόσο μακριά. Απλώς πιστεύω ότι σε μια πόλη όπως το Παρίσι και σε μια χώρα όπως η Γαλλία υπάρχουν δέκα χιλιάδες άτομα που θα χαρούν με το άνοιγμα του Au Bon Roman και δε θ' αγοράζουν πια τα βιβλία τους παρά μό­νο από κει.»
Ο Ντουλτρεμόν ήταν σκεπτικός.
«Κι εγώ τώρα σκέφτηκα κάτι. Φοβάμαι μήπως το μυθιστόρη­μα έχει πολλά κοινά με το κρασί. Θυμάστε την ταινία Mondoviηο; Τα εξαίσια κρασιά με ελεγχόμενη ονομασία προέλευσης πε­ριθωριοποιούνται από τον καταιγισμό κρασιών αλά αμερικανικά: ομοιόμορφων, όχι κακών, εμπορικών και θαυμάσια προωθημέ­νων από ένα πανίσχυρο μάρκετινγκ. Το ίδιο ισχύει και για τα μυ­θιστορήματα σας Ελεγχόμενης Ονομασίας Προέλευσης. Δεν πιά­νουν μπάζα μπροστά στα πλανητικά μπεστ-σέλερ, τους Χάρι Πά­τερ και διάφορους Κώδικες Ντα Βίντσι. Δεν έχετε καμία τύχη.»
«Αυτό είναι περίπου που μας παθιάζει» είπε ο Βαν.
«Εκείνη τη στιγμή, ναι. Πολύ γρήγορα, όμως, ένα γλωσσικό σφάλμα στη διατύπωση με ξαναφόρτισε. Ανέκαθεν με διασκέδα­ζαν οι πλεονασμοί. Πού αλλού μπορεί κανείς να σκορπίσει τα χρή­ματα του αν όχι στον αέρα; Στα σοβαρά τώρα, είμαι πεπεισμένη για το καλό αυτού που κάνουμε. Και το δείχνω. Το έδειξα και στον εαυτό μου ανάμεσα στη μία και τις δύο τα ξημερώματα, κι έτσι μόνο μπόρεσα να κοιμηθώ. Αν ξόδευα τα χρήματα για να αναπα­λαιώσω μια ρωμαϊκή οδογέφυρα ή δεν ξέρω κι εγώ ποιο άλλο κομ­μάτι της αρχαίας ρωμαϊκής κληρονομιάς, όλοι θα το θεωρούσαν εξαιρετικό. Μα αυτό που επιχειρούμε εμείς, δεν είναι και πολύ διαφορετικό. Ξοδεύουμε για να συντηρήσουμε και να εμπλουτί­σουμε τη λογοτεχνική κληρονομιά που απειλείται από τη λήθη και την αδιαφορία, για να μη μιλήσουμε και για τη σύγχυση στην αι­σθητική. Είναι ένας αγώνας απαράμιλλος.»
Ο Οσκάρ ήταν κελεπούρι. Θα 'λέγε κανείς ότι το άνοιγμα ενός εξειδικευμένου βιβλιοπωλείου ήταν μια εμπειρία που την είχε ζή­σει εκατό φορές. Οι εραστές των καλών μυθιστορημάτων ξέρουν να διαβάζουν, κι άρχισαν να καταφθάνουν μετά τις δέκα. Στις έντεκα, ήταν πολυάριθμοι κι έμειναν εκεί ως το βράδυ. Οι περισ­σότεροι είχαν έρθει να δουν, και δεν πίστευαν στα μάτια τους: χρόνια ολόκληρα έτρεφαν στα όνειρα τους ένα βιβλιοπωλείο όπως το Au Bon Roman. To ίδιο έλεγαν όλοι. Δε διάβαζαν παρά μυθι­στορήματα, όχι ότι τους είχαν λείψει, είχαν στοίβες βιβλία που πε­ρίμεναν να διαβαστούν, στα πόδια του κρεβατιού, στο κομοδίνο, κάτω απ' το γραφείο τους, στον καναπέ του χολ. Στα βιβλιοπω­λεία, όμως, ένιωθαν άβολα και, πιο συχνά, έβγαιναν από μέσα χωρίς ν' αγοράσουν τίποτα, αλλά με μια θλίψη που και οι ίδιοι την έβρισκαν υπερβολική: δεν μπορούσαν ν' αναπνεύσουν, κάτι δεν πήγαινε καλά, ή απλώς δεν ήξεραν να προσανατολιστούν - εν πά­ση περιπτώσει, το όλο πράγμα ήταν αρκετά παράδοξο: αυτοί που δεν αγαπούσαν τίποτα πιο πολύ απ' το να διαβάζουν τα βράδια, σιωπηλοί, απελευθερωμένοι απ' τη συνείδηση του χρόνου, αυτοί που θυμόνταν το κάταγμα στον αστράγαλο και τους δύο μήνες που είχαν περάσει στην ακινησία, και το θυμόνταν σαν θείο δώρο στη ζωή τους, αυτοί που τα μυθιστορήματα τους παρηγορούσαν για τα πάντα, σπάνια πήγαιναν στα βιβλιοπωλεία.
………………………….
 «Εμείς, όμως, οι οποίοι επί σαράντα χρόνια, στα βιβλιοπωλεία VLAM (σήμερα εκατόν εξή­ντα) προσφέρουμε σε τεράστιες επιφάνειες όσο το δυνατόν πιο πολλά βιβλία, με αντικειμενικό σκοπό την ευρύτερη γκάμα και τη μεγαλύτερη ποικιλία, δε συμπαθούμε ιδιαιτέρως την αντίθετη γραμμή που έχει υιοθετήσει το Au Bon Roman· γιατί στο εγχεί­ρημα του βλέπουμε μια μορφή ταξικής περιφρόνησης.
»Η ιδέα που έχουμε εμείς για την κουλτούρα και τη δημοκρα­τία, μας οδηγεί να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε κάθε εί­δους νόρμες. Προτιμάμε ν' αφήσουμε τον αναγνώστη ελεύθερο ν' αποφασίσει μόνος του τι είναι καλό γι' αυτόν.
»Υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει πιο πολύ ο Μπερνάρ Κλαβέλ από τον Τόμας Πίντσον. Δικαίωμα τους. Είναι δική τους η ευχαρίστηση, και μας απαγορεύεται να την καταδικάζουμε. Πρέπει να ζήσει και να υποστηριχθεί μια λαϊκή κουλτούρα που μας έχει δώσει σπουδαία έργα. Κάποια βιβλία που στην εποχή τους αντιμετωπίστηκαν αφ' υψηλού, σήμερα είναι αντικείμενα καθολικής λατρείας (Δουμάς, Βερν, Ερζέ...).
»Το βασικό πρόβλημα που θέτει η έννοια της λογοτεχνικής αξίας, είναι ότι αυτή η αξία ποικίλλει ανά εποχή. Ένα έργο που χαιρετίστηκε από τους συγχρόνους του, εμφανίζεται ασήμαντο εκατό χρόνια μετά, καμιά φορά και μετά από τριάντα χρόνια. Και αντιθέτως, ένα άλλο που κρίθηκε δυσάρεστο ή αδιάφορο, λούζε­ται στα εγκώμια.
»Η δική μας αγάπη για το μυθιστόρημα και το βιβλίο είναι τό­σο μεγάλη, ώστε δε βλέπουμε γιατί (ούτε πώς) ν' αποκλείσουμε δι' επιλογής το ενενήντα εννέα τοις εκατό των βιβλίων που κυ­κλοφορούν. Το πάθος μας, ο αγώνας μας, είναι ο σεβασμός της ποικιλίας του πολιτιστικού προϊόντος, και της ποικιλίας των αν­θρώπων. »
……………………..
Εδώ και τέσσερις μήνες, δεχόμαστε συνεχώς βίαιες επιθέσεις, τόσο στον Τύπο όσο και στο internet.
»Για να μας απαξιώσουν, επικαλέστηκαν τον δήθεν ελιτισμό μας, τη δέσμευση μας να σεβαστούμε τη λογοτεχνική αξία, που κατηγορήθηκε ως αντιδραστική, έναν σκοτεινό δεσμό μεταξύ βι­βλιοπωλείου και μεγάλου κεφαλαίου, και, πολύ πρόσφατα, το πρόσωπο μας και τη ζωή μας, τόσο του Ιβάν Γκεόργκ όσο και τα δικά μου.
»Πόσο τραγικά λανθασμένη αντίληψη γύρω απ' αυτό που επι­ζητούμε και αυτό που είναι το Au Bon Roman!
»Από τότε που υπάρχει λογοτεχνία, ο πόνος, η χαρά, η φρίκη, η χάρις, ό,τι μεγάλο υπάρχει στον άνθρωπο, γέννησε μεγάλα μυ­θιστορήματα. Αυτά τα εξαιρετικά βιβλία είναι συχνά παραγνωρι­σμένα, κινδυνεύουν να μείνουν ξεχασμένα εσαεί, και σήμερα όπου ο αριθμός των εκδόσεων έχει αυξηθεί σημαντικά, η δύναμη του μάρκετινγκ και ο κυνισμός του εμπορίου επιδιώκουν να τα εξομοιώσουν με εκατομμύρια ασήμαντα βιβλία, για να μην πω μάταια.
»Ωστόσο, αυτά τα κεφαλαιώδη βιβλία κάνουν καλό. Γοητεύ­ουν. Σε βοηθούν να ζήσεις. Διδάσκουν. Είχε καταστεί αναγκαίο να τα υπερασπιστεί κάποιος και να τα προωθεί αδιάκοπα, γιατί είναι απατηλό να πιστεύεις ότι έχουν τη δύναμη να λάμψουν μό­να τους. Αυτή είναι και η μοναδική μας φιλοδοξία.
»Θέλουμε βιβλία χρήσιμα, βιβλία που να μπορούμε να τα δια­βάσουμε την επομένη μιας κηδείας, όταν δεν έχουμε πια άλλα δάκρυα, όταν δεν μπορούμε ούτε να σταθούμε στα πόδια μας, έτσι όπως μας έχει απανθρακώσει ο πόνος· βιβλία που να είναι εκεί σαν συγγενείς όταν έχουμε συγυρίσει το δωμάτιο του νεκρού παιδιού, έχουμε αντιγράψει το ημερολόγιο του για να το έχουμε πάντα μαζί μας, έχουμε μυρίσει χιλιάδες φορές τα ρούχα του στη στεγνώστρα, κι όταν δεν μπορούμε πια να κάνουμε τίποτα· βιβλία για τις νύχτες όπου, παρά την εξάντληση μας, δεν μπορούμε να κοιμηθούμε, και δε θέλουμε άλλο απ' το να μπορέσουμε να απαλ­λαγούμε από εικόνες που μας στοιχειώνουν βιβλία που να έχουν ειδικό βάρος και να μην μπορούμε να τ' αφήσουμε απ' τα χέρια μας όταν συνέχεια αντηχεί στ' αφτιά μας η ψιθυριστή κουβέντα του αστυνομικού: "Δε θα ξαναδείτε ζωντανή την κόρη σας"· όταν δεν μπορούμε πια να θυμόμαστε που ψάχναμε τον μικρό Ζαν πα­ντού στο σπίτι, κι ύστερα σαν τρελοί στον κήπο, όταν είκοσι φο­ρές τη νύχτα τον βρίσκουμε στη μικρή γούρνα, μπορούμυτα σε τριάντα εκατοστά νερό· βιβλία που να μπορούμε να τα δώσουμε σ' αυτή τη φίλη που ο γιος της κρεμάστηκε στην κάμαρα του πριν από δύο μήνες κι είναι σαν να μην πέρασε ούτε ώρα· στον αδελφό που η αρρώστια τον έχει κάνει αγνώριστο.
»Κάθε μέρα ο Αντριέν κόβει τις φλέβες του, η Μαρί γίνεται στου-πί στο μεθύσι, ο Ανάν συνθλίβεται από ένα φορτηγό, μια δωδεκά­χρονη Τσετσένα (Τουρκμένα, Φουρ) βιάζεται. Κάθε μέρα η Βερονίκ σκουπίζει τα μάτια ενός καταδικασμένου, μια γριά κρατάει το χέρι ενός φριχτά παραμορφωμένου ετοιμοθάνατου, ένας άνδρας σηκώ­νει ένα αποσβολωμένο παιδάκι ανάμεσα στα πτώματα.
»Δεν μπορούμε να γράφουμε μόνο ασήμαντα βιβλία, βιβλία κούφια, βιβλία φτιαγμένα για ν' αρέσουν.
»Δεν τα θέλουμε αυτά τα πρόχειρα βιβλία, τα γραμμένα στο γόνατο, ελάτε, αφού μπορείτε να το τελειώσετε ώς τον Ιούλιο, τον Σεπτέμβριο θα το λανσάρω όπως πρέπει και θα πουλήσουμε εκα­τό χιλιάδες, τίποτα πιο εύκολο.
»Θέλουμε βιβλία γραμμένα για μας που αμφισβητούμε τα πά­ντα, που κλαίμε με το τίποτα, που τιναζόμαστε στον παραμικρό θόρυβο πίσω μας.
»Θέλουμε βιβλία που να 'χουν στοιχίσει πολύ στον συγγραφέα τους, βιβλία όπου να έχουν εναποτεθεί τα χρόνια της δουλειάς του, η πιασμένη ράχη του, τα μπλοκαρίσματα του, η τρέλα του κάτι στιγμές που νόμιζε ότι χανόταν, η αποθάρρυνση του, το κου­ράγιο του, το άγχος του, το πείσμα του, το ρίσκο της αποτυχίας που πήρε.
»Θέλουμε όμορφα βιβλία που να βυθίζονται στην ομορφιά τού πραγματικού και να μας κρατούν εκεί· βιβλία που να μας αποδει­κνύουν ότι, στον κόσμο, η αγάπη λειτουργεί στο πλευρό του Κα­κού, αλλά και εναντίον του, καμιά φορά αδιακρίτως, και πάντα έτσι θα λειτουργεί, όπως και ο πόνος θα πληγώνει πάντα τις καρ­διές. Θέλουμε καλά μυθιστορήματα.
«Θέλουμε βιβλία που να μην παραγνωρίζουν τίποτα από την ανθρώπινη τραγωδία, τίποτα από τα καθημερινά θαύματα· βιβλία που να γεμίσουν πάλι τα πνευμόνια μας με αέρα.
»Κι όταν δε θα υπάρχει παρά ένα κάθε δεκαετία, όταν δε θα εκδίδεται παρά ένα Μικροσκοπικές ζωές κάθε δέκα χρόνια, αυ­τό μας αρκεί. Δε θέλουμε τίποτ' άλλο.»


Φανταστείτε να συμβεί με τα προϊόντα σας ό,τι συνέβη με τον καπνό, και θα μπορούσε κάλλιστα να συμβεί και με το fast-food: να τους γυρίσουν, δηλαδή, οι άνθρωποι την πλάτη, εν ονόματι της πνευματικής υγείας και της απορρύπανσης των εγκεφάλων."»
……………………..
 «Μη νομίσετε ότι μιλάω για όλο το χώρο του βιβλίου» είπε ο Εφνέρ. «Ξέρετε καλύτερα από μένα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εντε­λώς άδικο. Όχι· αναφέρομαι σε μια μειονότητα - και μάλιστα, πολύ μικρή. Όλοι αυτοί τους οποίους ενοχοποιώ και για τους οποίους λέω ότι εκπροσωπούν μια τάση, δεν ξεπερνούν τους εκατό. Μπορεί να σας φαίνεται περίεργο, όταν μιλάμε για αν­θρώπους της πένας, του Τύπου, των εκδόσεων και των βιβλιο­πωλείων. Όμως, σκεφτείτε ότι πολλοί απ' αυτούς έχουν πάνω από ένα καπέλο: είναι ταυτόχρονα συγγραφείς, δημοσιογρά­φοι, εκδότες, μέλη επιτροπών. Κάποιοι από τους μυθιστοριο­γράφους που εξεμάνησαν γιατί είναι άφαντοι στο Au Bon Roman, έχουν μακρύ χέρι. Για παράδειγμα, είναι μέλη των κρι­τικών επιτροπών των λογοτεχνικών βραβείων: κρατούν τους δη­μοσιογράφους που είναι και συγγραφείς και ονειρεύονται βρα­βεία. Άλλοι μυθιστοριογράφοι -ή και οι ίδιοι- έχουν θέσεις στον Τύπο. Και μόνο τυπικά καλές να είναι οι σχέσεις τους με τους εκδότες και τις εκδόσεις τους, έχουν προτεραιότητα για τα βρα­βεία - για τα οποία είναι γνωστό πως κάποιοι εκδότες τα δια­πραγματεύονται με τους κριτές. Οπότε, για να εξασφαλίσουν την εύνοια τους, οι εκδότες αυτοί τυπώνουν όποια μετριότητα κι αν τους δώσουν. Γι' αυτό και δεν υπάρχουν βιβλία τους στο Au Bon Roman.
»Το Au Bon Roman είναι αντιπαθές σε όλα τα στοιχεία μιας αρκετά κλειστής κοινωνικο-επαγγελματικής ομάδας. Και, για να μην παρεξηγηθώ, σας το ξαναλέω: δεν θεωρώ πως αυτή η ομάδα αντιπροσωπεύει το σύνολο των εκδόσεων, το σύνολο του Τύπου και της κριτικής, το σύνολο των βιβλιοπωλείων. Πρόκει­ται για ένα υποσύνολο ανθρώπων που έχουν ως κοινό τους ση­μείο ότι θεωρούν το βιβλίο κάτι που μπορεί να φέρει τεράστια κέρδη, και τη λογοτεχνία σαν χρυσοφόρο κοίτασμα.
»0 Ερβέ υπήρξε ο στρατηγός, η αιχμή του δόρατος. Αλλά, μόνος του, δεν μπορούσε να πάει πολύ μακριά. Και δεν ήθελε να εκτεθεί. Χειραγώγησε αυτούς που θα τους αποκαλώ οι τριά­ντα-μπορεί να είναι είκοσι πέντε, μπορεί πενήντα-, αυτούς τους συγγραφείς τετάρτης κατηγορίας που δεν έχαναν τις ελπί­δες τους να τα καταφέρουν μια μέρα, βλέποντας ότι το μάρκε­τινγκ της σύγχυσης κερδίζει όλο και περισσότερους πόντους κά­θε χρόνο, και φοβόνταν ν' αρμενίσουν στο σκοτάδι αν ποτέ η επιτυχία του Au Bon Roman είχε ως αποτέλεσμα την αναπά­ντεχη αναγέννηση μιας πρακτικής που τη θεωρούσαν παρωχη­μένη: τη δίκαιη αναγνώριση του ταλέντου.»
«Είναι πεντακάθαρο» συνέχισε ο Εφνέρ. «Στις αρχές της επί­θεσης κατά του Au Bon Roman, βλέπεις το χέρι ή το ίχνος του Ερβέ πολλές φορές. Για παράδειγμα, είχε τουλάχιστον είκοσι πέντε ηλεκτρονικές διευθύνσεις, δηλαδή είκοσι πέντε ταυτό­τητες στο διαδίκτυο. Ύστερα η υπογραφή του αραιώνει, ενώ εμ­φανίζονται και πολλαπλασιάζονται οι υπογραφές των οπαδών του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου