Βιώνουμε καταστάσεις αλληλοαναιρούμενες συμμετέχοντας σε μια διελκυστίνδα που άγεται από τον υλικό ευδαιμονισμό και τον αμοραλισμό και αίρεται από τις διεκδικήσεις ενός αδηφάγου μνημονίου που κατακρεουργεί την ανθρώπινή μας υπόσταση. Τέτοιες στιγμές αναχώματα στήνουν άνθρωποι ξεχωριστοί που λάμπουνε ως οδοδείκτες με τη στάση ζωής τους και μας ενισχύουν με την αγωνιστική τους παρουσία. Μια τέτοια ξεχωριστή μορφή καταυγάζει κι η ηρωίδα που περνάει σήμερα στην αθανασία, η ΜΑΡΙΑ ΜΠΕΪΚΟΥ. Διάλεξα λίγες παραγράφους από την βιογραφία της ( Αφού με ρωτάτε να θυμηθώ, εκδ. Καστανιώτη) και τις παραθέτω εδώ:
....Με το γιατρό κάναμε πάρα πολλές συζητήσεις. Ήταν νέος και μου ‘λεγε: «Δεν μπορώ να σας καταλάβω. Πώς είναι δυνατόν να αφήσετε την Αθήνα και να έρθετε εδώ μόνη σας; Τι θα κάνετε εδώ;» Του φαινόταν περίεργο πώς εγώ, φοιτήτρια της Ιατρικής, άφησα το πανεπιστήμιο. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Του εξηγούσα πως τούτη τη φορά αναγκάστηκα να βγω στο Βουνό, γιατί με κυνήγησαν επειδή πολέμησα για την ελευθερία της πατρίδας μου. Τώρα αμύνομαι. Αν έμενα, θα με είχαν πιάσει. Μπορεί και να με είχαν σκοτώσει, όπως πολλές άλλες αγωνίστριες. Κινδύνεψα να με σκοτώσουν». Ο γιατρός αυτός μας ακολούθησε. Με τις συζητήσεις και με τις ανάγκες που υπήρχανε, έδειξε κατανόηση και μας πρόσφερε τις υπηρεσίες του.
.......... Αξίζει να σημειώσουμε πώς φόρεσαν οι γυναίκες στη διμοιρία τα παντελόνια. Τα κουβαλούσαν στα σακίδια και δεν τα φορούσαν. Εγώ φορούσα, και μερικές ακόμα, μέχρι που έγινε η πρώτη επιδρομή. Είχαμε στρατοπεδεύσει. Είχαμε σκηνές, ωραίες σκηνές, λάφυρα από τον τακτικό στρατό, δεν ήμασταν έξω στο ύπαιθρο. Όλο το αρχηγείο είχε σκηνές. Η διμοιρία μας είχε μια μεγάλη σκηνή και ήμασταν όλες μαζί. Κάθε πρωί δίναμε αναφορά. Ένα πρωί, τη στιγμή που δίναμε αναφορά, πέφτει ένας όλμος πάνω στη σκηνή. Μόλις είχαμε βγει. Αν ήμασταν μέσα, θα είχαμε σκοτωθεί. Η σκηνή καταστράφηκε, όμως οι γυλιοί σώθηκαν. Τότε ξεκίνησαν οι συγκρούσεις με το στρατό και υποχρεώθηκαν να φορέσουν τα παντελόνια. Δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. 'Ετσι λύθηκε το θέμα του παντελονιού.
................Και στον Δημοκρατικό Στρατό, όπως και στον ΕΛΑΣ, υπήρχε άμιλλα. Λέγαμε ότι πρέπει να φτάσουμε τους άντρες, δηλαδή κάναμε ασκήσεις ποιος θα λύσει και θα δέσει πιο γρήγορα το όπλο ή το οπλοπολυβόλο. Και συνέβαινε τις περισσότερες φορές οι γυναίκες να ξεπερνούν τους άντρες. Όταν κάναμε τις συγκεντρώσεις, τονίζαμε ποια πρέπει να είναι η θέση της γυναίκας στην κοινωνία και, φυσικά, μέσα στο τμήμα. Από τη μια μεριά εξηγούσαμε ότι πρέπει να νοικοκυρέψει τη ζωή στο τμήμα και από τη άλλη ότι δεν είναι δούλα για να υπηρετεί τους άντρες. Στην προκειμένη περίπτωση πολεμάει ο άντρας, θα πολεμήσει και η γυναίκα. Θα μάθει.
Με τον καιρό και με τα γεγονότα της στρατιωτικής ζωής, οι άντρες μάς παραδέχτηκαν. Μας αποδέχτηκαν και υπήρχε η νοικοκυροσύνη μέσα στα τμήματα. Όπου στεκόμασταν, όπου πηγαίναμε, ήμασταν μαζί. Γινόταν ένας καταμερισμός. Η γυναίκα θα καθαρίσει και θα συμμαζέψει το μέρος όπου θα μέναμε, θα ασχοληθεί με το ράψιμο -αν χρειάζεται- και ο άντρας θα φέρει ξύλα, για παράδειγμα, και θα ανάψει τη φωτιά. Όλοι μαζί φροντίζαμε για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, όσες ώρες μάς αναλογούσαν να ξεκουραστούμε, οι οποίες πάντα ήταν πολύ λίγες. Στις πορείες, πάλι, αν μια ομάδα είχε ένα οπλοπολυβόλο το οποίο ήταν πολύ βαρύ, το κουβαλούσαν στον ώμο και οι δέκα της ομάδας, άντρες και γυναίκες. Δεν υπήρχε διαφορά.
....... Ήμασταν κυκλωμένοι. Πώς βγήκαμε από κει μέσα; Βγήκαμε χάρις στον Διαμαντή! Με ένα «ντου», που λέει ο λόγος, σπάσαμε τον κλοιό και βγήκαμε. Όσοι γλυτώσαμε ήμασταν πτώματα από την κούραση. Η μάχη ήταν εξοντωτική. Τελικά, προς το βράδυ, τη νύχτα που βγαίναμε από τον κλοιό, έγινε αναγνώριση. Αυτό που μου διηγήθηκαν δεν θα το ξεχάσω. Κάμποσα δικά μας παιδιά, η εμπροσθοφυλακή, βρέθηκε δίπλα δίπλα με το στρατό. Τους κατάλαβαν όταν είπαν «τις ει». Εμείς δεν λέγαμε «τις ει». Λέγαμε: «Αλτ, ποιος είναι;» Ε... και γίνεται αναγνώριση και λένε κι οι δικοί μας ότι είμαστε το τάδε τάγμα του Δημοκρατικού Στρατού και οι άλλοι είπαν πού ανήκουν. Μετά την αναγνώριση λένε: «Εσείς πηγαίνετε από κει κι εμείς από δω». Κι εκείνοι είχαν απαυδήσει, είχαν και εκείνοι πεθάνει από την κούραση. Είχανε κι εκείνοι θύματα, όπως κι εμείς. Η αναγνώριση που έγινε με το στρατό στο Πυργούλι, έγινε από παιδιά που μπορεί να είχαν στο ένα ή στο άλλο τμήμα γνωστούς ή και συγγενείς ή και πρώην συναγωνιστές, επονίτες... Αυτό είναι ο εμφύλιος πόλεμος! Μετά από χρόνια έμαθα ότι οι στρατιώτες εκείνοι τιμωρήθηκαν που δεν μας χτύπησαν εκείνη τη νύχτα.
........ Εγώ ΣΥΝΗΘΙΖΑ να κρατάω ημερολόγιο σε ένα τετράδιο και να γράφω ορισμένα γεγονότα και κάποιες σκέψεις μου. Αυτό που έχει σωθεί αρχίζει στις 13 Δεκεμβρίου του 1948 και τελειώνει όταν φτάσαμε στην Τασκένδη. Το ημερολόγιο, καθώς και άλλα αρχειακά υλικά από τον Δημοκρατικό Στρατό τα είχα φυλάξει αλλά είχα σχεδόν ξεχάσει την ύπαρξη τους. Στη Μόσχα, όταν ήρθε ο Γεωργούλας, μαζί με το δικό του αρχείο τακτοποίησε και τα δικά μου αρχειακά υλικά. Μετά το θάνατο του, ο Αντώνης Βογιάζος συγκέντρωσε σε βαλίτσες το αρχείο του Γεωργούλα, για να το πάρω μαζί μου στην Ελλάδα. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, τοποθέτησα σε βιβλιοθήκες το αρχείο του Γεωργούλα, καθώς και σε μια βαλίτσα με διπλό πάτο, που την είχαν φτιάξει στη φυλακή και είχε χρησιμοποιηθεί για να κρυφτούν τα γραφτά του. Με αυτό τον τρόπο έφτασαν στη Μόσχα. Το 1996, που αρρώστησα από καρκίνο και αποφάσισα ότι πρέπει να δοθεί το αρχείο του Γεωργούλα στο ΑΣΚΙ για να διασωθεί, ανακάλυψα κατά τη μεταφορά και το υλικό από τον Δημοκρατικό Στρατό. Δεν το είχα δει ποτέ ως τότε, είχα ξεχάσει ακόμα και τι περιείχε. Είχα ξεχάσει εντελώς ως και το ημερολόγιο. Ήταν τόσο δύσκολο για μένα όλα αυτά τα χρόνια να ξανακοιτάξω το αρχείο... Δεν μπορούσα...
Το κεφάλαιο Δημοκρατικός Στρατός φαίνεται ότι το είχα απωθήσει στο πίσω μέρος του μυαλού μου, γιατί, ενώ μου ερχόταν πολύ συχνά στο νου και θυμόμουν τι έκανα στην Αντίσταση, στην ΕΠΟΝ και στον ΕΛΑΣ, από τον Δημοκρατικό Στρατό δεν θυμόμουν τίποτα. Ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν για μένα άμυνα. Κατέφυγα σε αυτόν επειδή δεν είχα άλλη λύση, επειδή κυνηγήθηκα και ήξερα ότι αν με έπιαναν, μπορεί να με σκότωναν με συνοπτικές διαδικασίες, όπως τόσους άλλους. Γι' αυτό επέμεινε κι ο Γεωργούλας να βγω στο Βουνό. Ο ΕΛΑΣ ήταν επίθεση, για να κατατροπώσουμε τον εχθρό που ήρθε απρόσκλητος στην πατρίδα μου. Ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν άμυνα.
........ Η βροχή ακολουθεί... Αυλακώνει το πρόσωπο και ενοχλητικά στέκεται στη μύτη, που σε υποχρεώνει κάθε τόσο να τη σκουπίζεις. Εξακολουθεί την πορεία της παιχνιδίζοντας για το σβέρκο ή το στήθος. Νιώθεις ένα σύγκρυο και τινάζεσαι. 'Ομως πολύ σύντομα περνάει, βλέποντας γύρω σου τα κοντά φουστάνια, ακόμα και τα τσαρούχια, που το πλιτς πλατς στη λάσπη σιγοντάρει το κέφι και την όρεξη που καθρεπτίζονται στα περισσότερα πρόσωπα. Οι λίγοι που δεν παίρνουν μέρος αφομοιώνονται και πολύ σύντομα τους ακούς να μιλάνε και αυτοί και να γελάνε. Φτάνουμε στο Καταφύγι στις 2-3 το απόγευμα. Είμαστε βρεγμένοι αρκετά και πρώτη φροντίδα μας είναι να στεγνώσουμε.......
Ένα ενδιαφέρον βιβλίο για την αγωνίστρια που όργωσε τα βουνά της Ελλάδας, πολέμησε για τη λευτεριά, σπούδασε μαζί με τον Ταρκόφσκι και σκηνοθέτησε μαζί του τους Φονιάδες του Χεμινγουέι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου